Η υπόθεση της επιλογής αρχηγού του κόμματος της ΝΔ και η αμηχανία που διακατέχει την αξιωματική αντιπολίτευση να καταλήξει σε μια διαδικασία έχει πολλά να μας διδάξει. Η ΝΔ αναζητεί έναν «δημοκρατικό» τρόπο ανάδειξης αρχηγού από τη βάση, την στιγμή που το ζητούμενο δεν είναι ποιος είναι ο καταλληλότερος αρχηγός αλλά το αν υπάρχει η περίφημη «βάση» για να τον αναδείξει. Το πρόβλημα ξεκινά με την μετατροπή των κομμάτων εξουσίας από μαζικά και πολυσυλλεκτικά κόμματα που ήταν κάποτε, σε κόμματα - καρτέλ, δηλαδή κρατικά κόμματα που δεν εκπροσωπούν τόσο κοινωνικά συμφέροντα αλλά, κυρίως, μεταφέρουν κρατικές ιδεολογίες, με τη βοήθεια των ΜΜΕ, στη κοινωνική βάση. Το κόμμα – καρτέλ δεν χρειάζεται τη «βάση» για να λειτουργήσει, τουναντίον έχει φροντίσει να τη διαλύσει, και αρκείται σε έναν πυρήνα «οργανικών» διανοουμένων που αντλεί από μια ευρύτερη δεξαμενή υπερκομματικών τεχνοκρατών.
Το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη αποτέλεσε τον πιλότο της μετατροπής του παραδοσιακού μαζικού και πολυσυλλεκτικού κόμματος σε κρατικό κόμμα – καρτέλ. Το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ εξελίσσει περαιτέρω το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη με συνέπειες όχι μόνο πάνω στην κομματική δομή αλλά και στην ίδια την δομή του πολιτεύματος. Η μεταδημοκρατία των μονοεδρικών περιφερειών και του γερμανικού εκλογικού μοντέλου, των κομματικών δημοψηφισμάτων που απευθύνονται και σε μέλη και σε φίλους, το οργανωτικό μοντέλο των ΜΚΟ, η μορφή συμμετοχής που επιβάλλουν τα ΜΜΕ, η ατζέντα των θεμάτων που επιβάλλονται από τις δημοσκοπήσεις, η οικονομική ηγεμονία του καπιταλισμού των υπηρεσιών, η υπερίσχυση των οικονομικών λόμπι, είναι ήδη εδώ.
Αν η παραπάνω εξέλιξη του κομματικού συστήματος έχει κάποια ισχυρή αναλυτική βάση, τότε το πρώτο πράγμα που χρειάζεται αναθεώρηση στην αριστερή στρατηγική είναι η πάγια θέση της ανανεωτικής αριστεράς περί της χρησιμότητας των κυβερνητικών συνεργασιών. Διότι, η κυβερνητική συνεργασία όμορων πολιτικών χώρων είχε κάποιο νόημα όταν τα κόμματα αποτελούσαν μορφές εκπροσώπησης κοινωνικών στρωμάτων και μορφές πολιτικής οργάνωσης της ίδιας της κοινωνίας. Η προγραμματική σύγκλιση σε τέτοιες περιπτώσεις στηρίζονταν σε κάποιου είδους πολιτικό αίτημα που ερχόταν, έστω και με στρεβλό τρόπο, από τα κάτω. Στην εποχή των κομμάτων – καρτέλ, που οι «αποκάτω» δεν έχουν τρόπο να διατυπώσουν το όποιο πολιτικό αίτημα (οι κομματικές οργανώσεις βάσεις έχουν διαλυθεί), οι κυβερνητικές συνεργασίες δεν διαλύουν απλώς τους αριστερούς κομματικούς σχηματισμούς (Γαλλία, Ιταλία) αλλά στερούν τα λαϊκά στρώματα από στοιχειώδη πολιτικά εργαλεία. Φυσικά, η ταξική πάλη δεν εξαφανίζεται από το πολιτικό εποικοδόμημα αλλά εκφράζεται μέσω μιας ασφυκτικής υπεροπλίας των πολιτικών εργαλείων της αστικής τάξης.
Από την άλλη, η μετωπική λογική του ΚΚΕ, η συνεχής επίκληση των όποιων αγώνων πρέπει να δοθούν αύριο κιόλας, η αυταρέσκεια της συνέπειας στις διαχρονικές ερμηνείες ενός πολιτικού τυφλοσούρτη (για όλα φταίει το μεγάλο κεφάλαιο, η Ε.Ε, το ΝΑΤΟ κλπ) και η σταλινική ταύτιση του κόμματος με τον ίδιο τον «λαό» έχει ενσωματώσει, με ιδιότυπο τρόπο, το κόμμα αυτό στο κοινοβουλευτικό σύστημα ως μια μορφή ακίνδυνης γκρίνιας. Το ΚΚΕ δεν αποτελεί τμήμα του συστήματος καρτέλ, αποτελεί όμως το απαραίτητο συμπλήρωμα του, μια μορφή ψευδοσυμμετοχής.
Έτσι, οι όροι του διλήμματος για την ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά μπορούν να διατυπωθούν ως εξής: Αγωνιστική καρικατούρα η δορυφόρος δύναμη του συστήματος καρτέλ; Η απάντηση είναι βέβαια τίποτα από τα δύο, όμως αυτό θα πρέπει να επαναδιατυπωθεί με σαφέστερους πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους.
Το ζήτημα που θέτει η νέα περίοδος που άνοιξε με την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ και την συντριβή της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Με ποιο τρόπο θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπολίτευση στο ΠΑΣΟΚ και τι οργανωτικές δομές προαπαιτούνται για κάτι τέτοιο; Τι σημαίνει «προγραμματική αντιπολίτευση»; Θα περάσουμε από την ευκολία της αντιπολιτευτικής στρατηγικής απέναντι στη ΝΔ στην επιλεκτική αντιπολίτευση όπου θα κριτικάρονται τα αρνητικά και θα υποστηρίζονται τα θετικά; Είναι τόσο απλά τα πράγματα;
Νομίζω πως οι «συμπληγάδες πέτρες» που περιμένουν τον ΣΥΡΙΖΑ στη γωνία έχουν το όνομα «Φιλελεύθερο ΚΚΕ – Συνεπές ΠΑΣΟΚ» και θα πρέπει να τις αποφύγει αν θέλει να έχει πολιτικό μέλλον, κοινωνική γείωση και οργανωτική εμβάθυνση. Η ανάδειξη επιμέρους συνδικαλιστικών αιτημάτων, κάτι που κάνει κατά κόρον το ΚΚΕ, μαζί με την προσθήκη κάποιων στοιχείων σεβασμού της αυτονομίας των κινημάτων σίγουρα δεν επαρκεί. Από την άλλη, η υπογράμμιση λαθών, παραλείψεων και ακυρώσεων στις εξαγγελθείσες πολιτικές του ΠΑΣΟΚ αποτελεί, μάλλον, κριτική κοινοβουλευτική συμπολίτευση παρά προγραμματική αντιπολίτευση. Στη δεύτερη περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος να ταυτιστεί, μονομερώς, η έννοια της αντιπολίτευσης με τη δράση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και με τον ιδιότυπο «πόλεμο θέσεων» που συνεπάγεται η διαδικασία του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Σε πείσμα όλων των παραπάνω, το μεγάλο στοίχημα του ΣΥΡΙΖΑ, από δω και εμπρός, είναι η διατύπωση μιας γενικής πολιτικής πρότασης και ακόμα περισσότερο, κατά πόσο οι κεντρικές ιδέες αυτής της πρότασης μπορούν να αποτελέσουν πειστικά κινηματικά εργαλεία, παρά το ποιες αντιπολιτευτικές κινήσεις πρέπει να γίνουν μέσα στο κτήριο της βουλής.
Όμως, γενική πολιτική πρόταση δεν σημαίνει περίληψη του όποιου προγράμματος υπάρχει (πρόγραμμα ΣΥΝ) ή των όποιων δεκαπέντε σημείων άμεσης πάλης (ΣΥΡΙΖΑ) έχουν διακηρυχθεί. Δεν σημαίνει επίσης την συμπύκνωση όλων των προηγούμενων σε ένα σύνθημα του τύπου «Για τις ανάγκες των πολλών».
Σημαίνει την οργάνωση μιας παραγωγικής ιδέας που λειτουργεί ως μήτρα απαντήσεων σε μια σειρά από ζητήματα και όχι το αντίστροφο. Για παράδειγμα, μια πρόταση που υποστηρίζει την ανάγκη μείωσης των κερδών στο επίπεδο της συνολικής οικονομίας απαντά συνολικότερα στο ερώτημα για το «που πάνε τα λεφτά» από την απλή επισήμανση «στους κλέφτες» ή την όποια προτροπή για νοικοκύρεμα του κράτους. Το σημαντικότερο όμως είναι πως μια γενική πολιτική ιδέα πολιτικοποιεί με μονιμότερο και αποτελεσματικότερο τρόπο τα «μέλη» ενός πολιτικού οργανισμού από την «ρηχή» πολιτικοποίηση και την πρόσκαιρη κινητοποίηση που προσφέρουν τα συνθήματα και οι επιμέρους απαντήσεις. Και εδώ είναι που μπαίνει το οργανωτικό ζήτημα του ΣΥΡΙΖΑ με τον πλέον απαιτητικό τρόπο.
Γιατί η μέχρι τώρα λειτουργία της γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, μέσω των κεντρικών συνεννοήσεων κατέληγε, το πολύ, σε κάποια σημεία συμφωνίας, τα οποία μοιράζονταν στη βάση με μπροσούρες. Έτσι, ολόκληρη η υπάρχουσα δομή ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσε με την επικοινωνιακή μορφή «Πομπού – Δέκτη». Πομπός η γραμματεία (όποτε αυτή εξέπεμπε) και δέκτης οι συνελεύσεις βάσης που απλά ενημερωνόντουσαν.
Και το ζήτημα δεν είναι τόσο η θεσμοποίηση της κάρτας μέλους σαν λύση στο πρόβλημα της πολιτικής ρηχότητας των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ, όσο το είδος της πολιτικοποίησης που θα προσφέρουν αυτές. Μια πολιτικοποίηση, δηλαδή, μια σχέση με την πολιτική στη βάση των ελάχιστων σημείων συμφωνίας ενός μετωπικού σχήματος θα οδηγούσε, σε εποχές διακυβέρνησης από την νέα κεντροαριστερά του ΠΑΣΟΚ, στην ήττα και στην ενσωμάτωση πέρα από τις όποιες προθέσεις και όσο καλή αντιπολίτευση και αν κάναμε.
Η νέα σχέση με την πολιτική, στη βάση κεντρικών ιδεών που επαναδιατυπώνουν τα πολιτικά ζητήματα, δεν περιορίζεται στους σημαντικούς, κατά τα άλλα, αλλά «τυφλούς» και επιμέρους αγώνες, ούτε σνομπάρει τις όποιες προσδοκίες οδήγησαν τον κόσμό να ψηφίσει ΠΑΣΟΚ και να «γκρεμίσει» τη Νέα Δημοκρατία. Οι κεντρικές ιδέες προωθούν και ριζοσπαστικοποιούν τις προσδοκίες του εκλογικού σώματος με το όποιο ταξικό – προλεταριακό δυναμικό αυτές διαθέτουν, χωρίς να το μειώνουν αποκαλύπτοντάς του, δήθεν, την «καλυμμένη» ομοιότητα των δύο κομμάτων εξουσίας που αυτό δεν βλέπει. Για να σχηματοποιηθούν όμως αυτές οι κεντρικές ιδέες χρειάζεται η ενίσχυση της πολιτικής συμμετοχής και εδώ οι μέθοδες της ομοφωνίας και των διαπραγματεύσεων που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποτύχει. Με τι θα τις αντικαταστήσουμε; Γιατί κάποια στιγμή θα πρέπει να συμφωνήσουμε και σε κάτι που να αποτελεί προωθητική θέση στρατηγικού χαρακτήρα και όχι απλά σημείο ισορροπίας στο ελάχιστο δυνατό. Ακόμη πιο βασανιστικά, δεν υπάρχει λόγος να αναβαθμιστεί πολιτικά και οργανωτικά ο ΣΥΡΙΖΑ αν δεν έχει στόχο να προτείνει μια στρατηγική και όχι απλά κάποια ελάχιστα σημεία στήριξης για το κομμάτι της κοινωνίας που τον ενδιαφέρει.
ΠΕΤΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ
Το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη αποτέλεσε τον πιλότο της μετατροπής του παραδοσιακού μαζικού και πολυσυλλεκτικού κόμματος σε κρατικό κόμμα – καρτέλ. Το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ εξελίσσει περαιτέρω το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη με συνέπειες όχι μόνο πάνω στην κομματική δομή αλλά και στην ίδια την δομή του πολιτεύματος. Η μεταδημοκρατία των μονοεδρικών περιφερειών και του γερμανικού εκλογικού μοντέλου, των κομματικών δημοψηφισμάτων που απευθύνονται και σε μέλη και σε φίλους, το οργανωτικό μοντέλο των ΜΚΟ, η μορφή συμμετοχής που επιβάλλουν τα ΜΜΕ, η ατζέντα των θεμάτων που επιβάλλονται από τις δημοσκοπήσεις, η οικονομική ηγεμονία του καπιταλισμού των υπηρεσιών, η υπερίσχυση των οικονομικών λόμπι, είναι ήδη εδώ.
Αν η παραπάνω εξέλιξη του κομματικού συστήματος έχει κάποια ισχυρή αναλυτική βάση, τότε το πρώτο πράγμα που χρειάζεται αναθεώρηση στην αριστερή στρατηγική είναι η πάγια θέση της ανανεωτικής αριστεράς περί της χρησιμότητας των κυβερνητικών συνεργασιών. Διότι, η κυβερνητική συνεργασία όμορων πολιτικών χώρων είχε κάποιο νόημα όταν τα κόμματα αποτελούσαν μορφές εκπροσώπησης κοινωνικών στρωμάτων και μορφές πολιτικής οργάνωσης της ίδιας της κοινωνίας. Η προγραμματική σύγκλιση σε τέτοιες περιπτώσεις στηρίζονταν σε κάποιου είδους πολιτικό αίτημα που ερχόταν, έστω και με στρεβλό τρόπο, από τα κάτω. Στην εποχή των κομμάτων – καρτέλ, που οι «αποκάτω» δεν έχουν τρόπο να διατυπώσουν το όποιο πολιτικό αίτημα (οι κομματικές οργανώσεις βάσεις έχουν διαλυθεί), οι κυβερνητικές συνεργασίες δεν διαλύουν απλώς τους αριστερούς κομματικούς σχηματισμούς (Γαλλία, Ιταλία) αλλά στερούν τα λαϊκά στρώματα από στοιχειώδη πολιτικά εργαλεία. Φυσικά, η ταξική πάλη δεν εξαφανίζεται από το πολιτικό εποικοδόμημα αλλά εκφράζεται μέσω μιας ασφυκτικής υπεροπλίας των πολιτικών εργαλείων της αστικής τάξης.
Από την άλλη, η μετωπική λογική του ΚΚΕ, η συνεχής επίκληση των όποιων αγώνων πρέπει να δοθούν αύριο κιόλας, η αυταρέσκεια της συνέπειας στις διαχρονικές ερμηνείες ενός πολιτικού τυφλοσούρτη (για όλα φταίει το μεγάλο κεφάλαιο, η Ε.Ε, το ΝΑΤΟ κλπ) και η σταλινική ταύτιση του κόμματος με τον ίδιο τον «λαό» έχει ενσωματώσει, με ιδιότυπο τρόπο, το κόμμα αυτό στο κοινοβουλευτικό σύστημα ως μια μορφή ακίνδυνης γκρίνιας. Το ΚΚΕ δεν αποτελεί τμήμα του συστήματος καρτέλ, αποτελεί όμως το απαραίτητο συμπλήρωμα του, μια μορφή ψευδοσυμμετοχής.
Έτσι, οι όροι του διλήμματος για την ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά μπορούν να διατυπωθούν ως εξής: Αγωνιστική καρικατούρα η δορυφόρος δύναμη του συστήματος καρτέλ; Η απάντηση είναι βέβαια τίποτα από τα δύο, όμως αυτό θα πρέπει να επαναδιατυπωθεί με σαφέστερους πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους.
Το ζήτημα που θέτει η νέα περίοδος που άνοιξε με την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ και την συντριβή της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Με ποιο τρόπο θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπολίτευση στο ΠΑΣΟΚ και τι οργανωτικές δομές προαπαιτούνται για κάτι τέτοιο; Τι σημαίνει «προγραμματική αντιπολίτευση»; Θα περάσουμε από την ευκολία της αντιπολιτευτικής στρατηγικής απέναντι στη ΝΔ στην επιλεκτική αντιπολίτευση όπου θα κριτικάρονται τα αρνητικά και θα υποστηρίζονται τα θετικά; Είναι τόσο απλά τα πράγματα;
Νομίζω πως οι «συμπληγάδες πέτρες» που περιμένουν τον ΣΥΡΙΖΑ στη γωνία έχουν το όνομα «Φιλελεύθερο ΚΚΕ – Συνεπές ΠΑΣΟΚ» και θα πρέπει να τις αποφύγει αν θέλει να έχει πολιτικό μέλλον, κοινωνική γείωση και οργανωτική εμβάθυνση. Η ανάδειξη επιμέρους συνδικαλιστικών αιτημάτων, κάτι που κάνει κατά κόρον το ΚΚΕ, μαζί με την προσθήκη κάποιων στοιχείων σεβασμού της αυτονομίας των κινημάτων σίγουρα δεν επαρκεί. Από την άλλη, η υπογράμμιση λαθών, παραλείψεων και ακυρώσεων στις εξαγγελθείσες πολιτικές του ΠΑΣΟΚ αποτελεί, μάλλον, κριτική κοινοβουλευτική συμπολίτευση παρά προγραμματική αντιπολίτευση. Στη δεύτερη περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος να ταυτιστεί, μονομερώς, η έννοια της αντιπολίτευσης με τη δράση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και με τον ιδιότυπο «πόλεμο θέσεων» που συνεπάγεται η διαδικασία του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Σε πείσμα όλων των παραπάνω, το μεγάλο στοίχημα του ΣΥΡΙΖΑ, από δω και εμπρός, είναι η διατύπωση μιας γενικής πολιτικής πρότασης και ακόμα περισσότερο, κατά πόσο οι κεντρικές ιδέες αυτής της πρότασης μπορούν να αποτελέσουν πειστικά κινηματικά εργαλεία, παρά το ποιες αντιπολιτευτικές κινήσεις πρέπει να γίνουν μέσα στο κτήριο της βουλής.
Όμως, γενική πολιτική πρόταση δεν σημαίνει περίληψη του όποιου προγράμματος υπάρχει (πρόγραμμα ΣΥΝ) ή των όποιων δεκαπέντε σημείων άμεσης πάλης (ΣΥΡΙΖΑ) έχουν διακηρυχθεί. Δεν σημαίνει επίσης την συμπύκνωση όλων των προηγούμενων σε ένα σύνθημα του τύπου «Για τις ανάγκες των πολλών».
Σημαίνει την οργάνωση μιας παραγωγικής ιδέας που λειτουργεί ως μήτρα απαντήσεων σε μια σειρά από ζητήματα και όχι το αντίστροφο. Για παράδειγμα, μια πρόταση που υποστηρίζει την ανάγκη μείωσης των κερδών στο επίπεδο της συνολικής οικονομίας απαντά συνολικότερα στο ερώτημα για το «που πάνε τα λεφτά» από την απλή επισήμανση «στους κλέφτες» ή την όποια προτροπή για νοικοκύρεμα του κράτους. Το σημαντικότερο όμως είναι πως μια γενική πολιτική ιδέα πολιτικοποιεί με μονιμότερο και αποτελεσματικότερο τρόπο τα «μέλη» ενός πολιτικού οργανισμού από την «ρηχή» πολιτικοποίηση και την πρόσκαιρη κινητοποίηση που προσφέρουν τα συνθήματα και οι επιμέρους απαντήσεις. Και εδώ είναι που μπαίνει το οργανωτικό ζήτημα του ΣΥΡΙΖΑ με τον πλέον απαιτητικό τρόπο.
Γιατί η μέχρι τώρα λειτουργία της γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, μέσω των κεντρικών συνεννοήσεων κατέληγε, το πολύ, σε κάποια σημεία συμφωνίας, τα οποία μοιράζονταν στη βάση με μπροσούρες. Έτσι, ολόκληρη η υπάρχουσα δομή ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσε με την επικοινωνιακή μορφή «Πομπού – Δέκτη». Πομπός η γραμματεία (όποτε αυτή εξέπεμπε) και δέκτης οι συνελεύσεις βάσης που απλά ενημερωνόντουσαν.
Και το ζήτημα δεν είναι τόσο η θεσμοποίηση της κάρτας μέλους σαν λύση στο πρόβλημα της πολιτικής ρηχότητας των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ, όσο το είδος της πολιτικοποίησης που θα προσφέρουν αυτές. Μια πολιτικοποίηση, δηλαδή, μια σχέση με την πολιτική στη βάση των ελάχιστων σημείων συμφωνίας ενός μετωπικού σχήματος θα οδηγούσε, σε εποχές διακυβέρνησης από την νέα κεντροαριστερά του ΠΑΣΟΚ, στην ήττα και στην ενσωμάτωση πέρα από τις όποιες προθέσεις και όσο καλή αντιπολίτευση και αν κάναμε.
Η νέα σχέση με την πολιτική, στη βάση κεντρικών ιδεών που επαναδιατυπώνουν τα πολιτικά ζητήματα, δεν περιορίζεται στους σημαντικούς, κατά τα άλλα, αλλά «τυφλούς» και επιμέρους αγώνες, ούτε σνομπάρει τις όποιες προσδοκίες οδήγησαν τον κόσμό να ψηφίσει ΠΑΣΟΚ και να «γκρεμίσει» τη Νέα Δημοκρατία. Οι κεντρικές ιδέες προωθούν και ριζοσπαστικοποιούν τις προσδοκίες του εκλογικού σώματος με το όποιο ταξικό – προλεταριακό δυναμικό αυτές διαθέτουν, χωρίς να το μειώνουν αποκαλύπτοντάς του, δήθεν, την «καλυμμένη» ομοιότητα των δύο κομμάτων εξουσίας που αυτό δεν βλέπει. Για να σχηματοποιηθούν όμως αυτές οι κεντρικές ιδέες χρειάζεται η ενίσχυση της πολιτικής συμμετοχής και εδώ οι μέθοδες της ομοφωνίας και των διαπραγματεύσεων που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποτύχει. Με τι θα τις αντικαταστήσουμε; Γιατί κάποια στιγμή θα πρέπει να συμφωνήσουμε και σε κάτι που να αποτελεί προωθητική θέση στρατηγικού χαρακτήρα και όχι απλά σημείο ισορροπίας στο ελάχιστο δυνατό. Ακόμη πιο βασανιστικά, δεν υπάρχει λόγος να αναβαθμιστεί πολιτικά και οργανωτικά ο ΣΥΡΙΖΑ αν δεν έχει στόχο να προτείνει μια στρατηγική και όχι απλά κάποια ελάχιστα σημεία στήριξης για το κομμάτι της κοινωνίας που τον ενδιαφέρει.
ΠΕΤΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ