Από την Αυγή, του Νικόλα Σεβαστάκη

Υπάρχουν, νομίζω, δυο εκδοχές για το τι σημαίνει αριστερός ριζοσπαστισμός στην Ελλάδα του 2013. Δεν ταυτίζονται με πολιτικές τάσεις ούτε καν με αποκλίνουσες πλατφόρμες οικονομικής και «νομισματικής» πολιτικής. Πιστεύω ότι αυτό που πραγματικά τις χωρίζει μεταξύ τους είναι το πώς συνομιλούν με όσους και όσες δεν θέλουν -για διαφόρους λόγους- να είναι ριζοσπάστες και αριστεροί. Η πρώτη εκδοχή αντιλαμβάνεται τον ριζοσπαστισμό ως διαλογικό ρήγμα, ως πρόσκρουση συμπαγών σωμάτων (ιδεών και συνθημάτων) σε μια διαρκή μάχη αμοιβαίας εξουθένωσης. Η δεύτερη εκδοχή κατανοεί ότι σε μια κοινωνία κερματισμένων συμφερόντων και αντιλήψεων για το συνιστά καλό και κακό, πρέπει να συνομιλείς: όχι μόνο να ακούς τι λένε και οι «άλλοι», αλλά κυρίως να είσαι έτοιμος να διορθώσεις το βλέμμα σου, τη μέθοδο, τη γλώσσα σου.
Ο πρώτος ριζοσπαστισμός ξεκινάει, δίχως ποτέ να το ομολογεί, από την απόλυτη προτεραιότητα της ταυτότητάς του. Σε κάθε στιγμή και με κάθε ευκαιρία θέλει να επιδεικνύει τη διαφορά του, το χάσμα που τον χωρίζει από τον εκάστοτε αντίπαλο. Και αν κάποια φορά ο αντίπαλος πει κι ένα καλό λόγο, τότε αναρωτιέται «τι κακό έχει κάνει».

Ο άλλος ριζοσπαστισμός ενδιαφέρεται περισσότερο να πείσει και όχι να στομώσει ή να αποστομώσει. Αυτό που τον νοιάζει είναι να μειωθεί πραγματικά το ποσοστό της κοινωνικής οδύνης, να τιθασευτούν οι νέες μορφές καταδυνάστευσης του φτωχού ανθρώπου, των αδύναμων. Δεν αντιμάχεται τους πλούσιους, αλλά τις αντικοινωνικές διαρθρώσεις ισχύος που παράγουν ανισότητες και κοινωνικά ρήγματα.

Ο πρώτος ριζοσπαστισμός σπεύδει να πιπιλίσει τη φράση πως όλα είναι πολιτικά και με αυτό εννοεί ότι, σε τελευταία ανάλυση, τα «βασικά ζητήματα» έχουν ήδη απαντηθεί. Αυτή του ωστόσο η στάση τον φτωχαίνει πολιτισμικά μετατρέποντάς τον σε καρικατούρα στράτευσης σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι, αν δεν έχουν αρπαχτεί από τις ακροδεξιές αποφάνσεις, θέτουν επίμονα ερωτήματα. Και βάζουν δύσκολα ερωτήματα ακόμη κι αν έχουν μεγάλη ανάγκη να πιστέψουν και να ταχθούν κάπου.

Ο άλλος ριζοσπαστισμός θεωρεί ότι η αμφιβολία δεν είναι αμάρτημα, αλλά πλούτος και εγγύηση ελευθερίας. Δεν διαιρεί τον κοινωνικό κόσμο σε δυο ημισφαίρια αγαθότητας και μοχθηρότητας, αλλά διατηρεί σταθερό το μέτωπο κατά της βαναυσότητας και των διαφορετικών της ενσαρκώσεων. Με άλλα λόγια, τούτος ο άλλος ριζοσπαστισμός δεν είναι το αντίθετο της μετριοπάθειας, αλλά το παράδοξο συμπλήρωμά της, η υψωμένη φωνή της.

Ο πρώτος ριζοσπαστισμός λατρεύει τα τελεσίγραφα και τη μέθη των μεγάλων λέξεων που υποτίθεται ότι ξεδιαλύνουν τη θολούρα και χρησιμεύουν στον πόλεμο σαν άλλα εγχειρίδια ενός Κλαούσεβιτς.

Ο άλλος ριζοσπαστισμός θα ήθελε μονάχα περισσότερη διαύγεια και ευθυκρισία στις επιλογές σύγκρουσης, αλλά και στις επιλογές συναίνεσης. Δεν αντέχει, με άλλα λόγια, τις πόζες του ριζοσπαστισμού.

Όλα αυτά δεν γράφονται, πρέπει να πω, σαν παράταιρα εμβόλιμα σε μια πολιτική στήλη. Γράφονται γιατί πιστεύω ότι η αποφασιστική επιλογή ανάμεσα σε αυτά τα δύο ήθη ριζοσπαστισμού κρίνει και το πολιτισμικό αποτύπωμα της Αριστεράς σε αυτή τη συγκυρία των μεγάλων κλονισμών. Παράλληλα φυσικά με τις απαντήσεις στα επίδικα της κρίσης, στην οικονομική πολιτική, στα προβλήματα των συμμαχιών.

Όταν μιλώ για πολιτισμικό αποτύπωμα, δεν έχω κατά νου τα λεγόμενα πολιτιστικά θέματα ή την «πολιτιστική ατζέντα» ενός αριστερού κόμματος . Το πολιτισμικό αποτύπωμα αυτό δεν έχει να κάνει με τις θεατρικές παραστάσεις που κρίνονται αρκούντως «ανατρεπτικές», τους τραγουδοποιούς που καταχωρίζονται ως προοδευτικοί και πολύ ευαίσθητοι, τους συγγραφείς που δηλώνουν αντιστασιακοί και εθνικά υπερήφανοι που είναι πια τέτοιοι μεγάλοι αντικομφορμιστές. Αυτά τα τελευταία μάλλον αφαιρούν παρά προσθέτουν κάτι, ας πούμε όμως ότι αυτό είναι ζήτημα προσωπικού γούστου.

Το πολιτισμικό αποτύπωμα της Αριστεράς δοκιμάζεται περισσότερο στις γενικότερες στάσεις που ενθαρρύνει κανείς, στις πνευματικές παραδόσεις τις οποίες ενεργοποιεί, στις κριτικές συνομιλίες που επιδιώκει. Και όλα αυτά μαζί φτιάχνουν τελικά μια ηθική του διαλόγου: μια ηθική του διαλόγου απολύτως απαραίτητη αν δίνει κανείς σημασία στη συζήτηση για ένα καλύτερο κοινωνικό και παραγωγικό πρότυπο.