ή αλλίως
ΑΠΛΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑ
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑ
1. Η σωτηρία του έθνους
Βρισκόμαστε στο μέσο μιας πρωτοφανούς εκστρατείας μαζικής «διαφώτισης» (προπαγάνδα θα το ονομάσουν ορισμένοι) για την αναγκαιότητα να αποβάλουμε συλλήβδην όλα τα «κοινωνικά βάρη» που σέρνουμε τόσα χρόνια. Το ανελέητο σφυροκόπημα της κυβέρνησης επιμένει σε ένα βασικό μοτίβο: Όλες οι κοινωνικά επαχθείς ενέργειες που προωθούνται, όλοι οι κοινωνικοί ακρωτηριασμοί που υιοθετούνται γίνονται για έναν και μόνο λόγο: τη σωτηρία του έθνους. Διότι η «οικονομική δυσπραγία» που εκδηλώθηκε με τη «δυσπιστία» των αγορών μας ανάγκασε να δεχθούμε μια πολιτική προσωρινής «μειωμένης εθνικής κυριαρχίας» προκειμένου να οδηγηθούμε σε οριστική «ανάταξη» που θα μας επαναφέρει στον παράδεισο της «ισχυρής Ελλάδας». Κομβική αντίφαση: η «σωτηρία του έθνους» θα διασφαλιστεί με τη «βύθιση της κοινωνίας».
Συνεπώς, η Κοινωνία αντιμέτωπη με το Έθνος, με τη σοσιαλιστική διαχείριση να μη διστάζει να προχωρήσει στις αναγκαίες επιλογές: επώδυνα μέτρα για την «κοινωνία» προκειμένου να διασφαλίσει ότι θα επιβιώσει το «έθνος». Και στο φόντο η παροιμιώδης πολιτική ανεπάρκεια των κρατούντων να οργανώσουν έστω και υποτυπώδη ενεργητική συναίνεση γύρω από τα μέτρα παρά μόνο με την επίκληση των διεθνών κινδύνων, της κρίσης των επιτοκίων δανεισμού, των διεθνών «κερδοσκόπων», διεθνοπολιτικών σεναρίων αποσταθεροποίησης («μέσω της επίθεσης κατά της Ελλάδος υπονομεύεται η Ευρωπαϊκή συνοχή!»), ή ακόμη και όλων των «ανθελλήνων» που εποφθαλμιούν ακόμη και την «εδαφική ακεραιότητα» της χώρας!
Το «αδιαπραγμάτευτο έθνος» απέναντι στην ελαστική κοινωνία που προφανώς ζούσε σε βάρος του πρώτου όλον αυτό τον καιρό ώστε με την αποκατάσταση των ανισορροπιών να επανέλθουν στη θέση που τους αρμόζει όλες οι αρετές της νεωτερικότητας: η ανταγωνιστικότητα, η επιχειρηματικότητα, η ιδιωτική πρωτοβουλία, το κέρδος, η κοινωνική ανισότητα – κινητήριες δυνάμεις των σύγχρονων κοινωνιών που θα έχουν μια δεύτερη ευκαιρία στην περίοδο των «μεγάλων αλλαγών» που εγκαινίασε το ΠΑΣΟΚ.
Με τη βοήθεια του από μηχανής θεού, του Μνημονίου Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών Πολιτικών, ήτοι του πλαισίου πολιτικής που προώθησε η ελληνική κυβέρνηση αξιοποιώντας το Σύμφωνο Σταθερότητας (ΣΣ) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και την τεχνική βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αλλά για ποια κρίση μιλάμε;
2. Η μαγική εικόνα της κρίσης
Η κυβερνητική προπαγάνδα, αλλά και οι κρατικοί αξιωματούχοι της ιδεολογίας των μονόδρομων δεν κουράζονται να μιλάνε για την κρίση, που μάλιστα προέκυψε από τις «κλοπές», τη «διασπάθιση του δημόσιου χρήματος», τη διόγκωση των κρατικών δαπανών, τις «χαριστικές» πελατειακές προσλήψεις στο Δημόσιο, τη σπατάλη και τη διαφθορά. Όλα φαινόμενα της τελευταίας πενταετίας, χωρίς φυσικά προηγούμενο στη «χρυσή οκταετία» Σημίτη της «ισχυρής Ελλάδας». Μόνο που κατά κακή τους τύχη, το πρόσφατο έλλειμμα που πυροδότησε τη δημοσιονομική κρίση προέκυψε κατά 20% από αύξηση στις δαπάνες [από 45% σε ~48% του ΑΕΠ] και κατά 80% από την (εξαιρετικά μεθοδευμένη) «υστέρηση» των εσόδων [από 42% σε ~34%], δηλαδή τη συστηματική φοροαπαλλαγή ευρύτατων μερίδων του κεφαλαίου (και όχι μόνο ή αποκλειστικά του «μεγάλου» κατά την προσφιλή αριστερή διατύπωση).
Ας θυμηθούμε ότι το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 50% περίπου μέσα στην τελευταία δεκαετία πριν την κρίση, χωρίς να συνυπολογίζονται δυο αυξητικές αναθεωρήσεις του στην τελευταία 15ετία, ενώ παράλληλα το δημόσιο χρέος διογκώθηκε – κυρίως με μείωση των δημοσίων εσόδων – παραμένοντας με «μαγικό» τρόπο σε τάξη μεγέθους ΑΕΠ! Γιατί τα κυρίαρχα «οικονομικά της προσφοράς» (νεοφιλελευθερισμό τον είπαν κάποιοι) της «ισχυρής Ελλάδας» έχουν ως σημαία τη με κάθε τρόπο μετατόπιση του συσχετισμού δύναμης υπέρ του κεφαλαίου: με την ενίσχυση της συσσώρευσης που μπορεί να λάβει τη μορφή τόνωσης της απόλυτης υπεραξίας (απόλυτη υποχώρηση της μερίδας των μισθών στο κοινωνικό προϊόν), της σχετικής υπεραξίας (σχετική μείωση της μερίδας των μισθών σε περιόδους τεχνολογικής αναβάθμισης) και των «δώρων» από την πλευρά του συλλογικού κεφαλαιοκράτη (φοροαπαλλαγές, εισφοροαπαλλαγές, κλπ.).
Αν κάποιος αμφισβητούσε τα παραπάνω στην περίοδο της «ανάπτυξης», ήρθε η κρίση για να εικονογραφήσει γλαφυρά την πρωτοφανή επίθεση που δέχονται εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις χρόνων. Και πρώτα απ’ όλα για να υποδείξει ανάγλυφα ότι η αναφορά στην κρίση συγκαλύπτει το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μία αλλά τρεις κρίσεις, καθεμιά με τη δική της αυτονομία.
Η κρίση του κεφαλαίου που εμφανίζεται με τη μείωση των κερδών, τη χρεοκοπία επιχειρήσεων, την υποαπασχόληση των παραγωγικών εγκαταστάσεων, κλπ.
Η κρίση των οικονομικών του κράτους που εμφανίζεται μέσω των αυξανόμενων ελλειμμάτων και του χρέους.
Η κρίση της εργασίας που λαμβάνει τη μορφή της αύξησης της ανεργίας, της μείωσης των μισθών, της επισφάλειας και της απώλειας εργασιακών δικαιωμάτων.
Και όλα αυτά δεν εμφανίζονται σε παραθετική μορφή οντοτήτων που απλά συνυπάρχουν, αλλά σε ιεραρχική δομημένη σχέση αντιφατικής ενότητας, με την κίνηση του ενός να εξαρτάται απόλυτα από τη δυναμική των άλλων υπό την ηγεμονία του κυρίαρχου συσχετισμού δυνάμεων: η κρίση του κεφαλαίου επιδιώκει την ανάκαμψη σε βάρος της κρίσης της εργασίας με μοχλό την κρίση των οικονομικών του κράτους.
Υπό αυτό το πρίσμα δεν μπορεί να υπάρξει μία καθολικά αποδεχτή μεθοδολογία για την έξοδο από την κρίση, διότι η ίδια η συνάρθρωση των κρίσεων φέρει τη σφραγίδα του ταξικού συσχετισμού δύναμης, την ενίσχυση του οποίου άλλωστε επιχειρεί και η όποια προσπάθεια διεξόδου. Για το κεφάλαιο υπάρχουν τα ζητήματα της ανάκαμψης της κερδοφορίας, αλλά και με τη μορφή του συλλογικού κεφαλαιοκράτη, του δημόσιου χρέους, των ελλειμμάτων, κλπ., ενώ για τον τρίτο, κοινωνικά αδύναμο πόλο, την εργασία, υπάρχουν τα ζητήματα της ανεργίας, των μισθών, των εργασιακών δικαιωμάτων, της συνολικής αναπαραγωγής της εργασίας.
Αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι η συντονισμένη προσπάθεια του κεφαλαίου με τη διαμεσολάβηση της κρατικής διαχείρισης και με όπλο την κρίση των δημόσιων οικονομικών, να μετατραπεί η κρίση του κεφαλαίου σε κρίση της εργασίας: μέσα από τη μείωση των μισθών και με την κατάργηση τα όποιων αναιμικών εργασιακών δικαιωμάτων έχουν απομείνει, να ξεκινήσει ο νέος κύκλος υπεραξίωσης του κεφαλαίου με ευνοϊκές προϋποθέσεις. Ζούμε ιστορικό flashback μιας νέας πρωταρχικής συσσώρευσης.
3. Το χρέος ως ταξικός μηχανισμός
Και εδώ προβάλλει απειλητικά το ογκούμενο δημόσιο χρέος, το ύψος του οποίου ρυθμίζεται καταστατικά από την Ευρωπαϊκή Συνθήκη ενώ τροφοδοτείται συστηματικά από τα ετήσια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού. Και τίθεται το ερώτημα: Πώς συμβαδίζει η Κοινοτική επιταγή για σφιχτή δημοσιονομική πολιτική (που τώρα γίνεται ακόμη περισσότερο πιεστική) με την πρακτική των νεοφιλελεύθερων Ευρωπαϊστών κάθε απόχρωσης, που αφειδώς μειώνουν φόρους και κόστη για τις «παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας» (άλλο όνομα για το κεφάλαιο), παράγουν ελλείμματα και διογκώνουν το δημόσιο χρέος; Μήπως το χρέος έχει κάποιο ρόλο, λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο και συμβάλλει στη διαμόρφωση του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων;
Το χρέος λειτουργεί ως μοχλός πολιτικής: άλλοτε «ορθολογικά» ως ιδεολογική πειθάρχηση στις επιταγές του νεοφιλελεύθερου κοινού τόπου, άλλοτε τρομοκρατικά με την προβολή του φάσματος της χρεοκοπίας ως συνέπεια θετικής ανατροφοδότησης από την αδύνατη εξυπηρέτησή του. Εδώ επιστρατεύονται τα ποσοτικά μεγέθη που λειτουργούν με τρομοκρατικό τρόπο: για παράδειγμα το «ιλιγγιώδες ποσοστό» του 120% του ΑΕΠ στο οποίο προσεγγίζει το τρέχον χρέος. Ένα μέγεθος που από μόνο του δεν σημαίνει τίποτα: αυτή τη στιγμή υπάρχουν οικονομίες όπως η Ιαπωνία με χρέος 200% του ΑΕΠ. Ένα μέγεθος τόσο πρωτοφανές ώστε και το 1993 είχε και πάλι αγγίξει το 120% του ΑΕΠ, ενώ από τότε περιστρέφεται στα ίδια μεγέθη για τους λόγους που αναφέραμε.
Η ίδια η δημιουργία του χρέους αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα για την ταξική φύση της πολιτικής των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ όλων αυτών των χρόνων. Γιατί η σημερινή κρίση είναι η άλλη όψη της προηγούμενης ανάπτυξης κάθε προσήμου και μορφής: Η κρατικά ενορχηστρωμένη ανάπτυξη με την «κοινωνική πολιτική» των αρχών της δεκαετίας του ’80 απαξιώνεται ως γενεσιουργός πηγή της δημοσιονομικής κρίσης (η «απληστία» της εργασίας και πάλι!), ενώ η νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη από το 1997 μέχρι το 2007 – οπότε η Ελλάδα είχε από τους ψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη – στην εποχή της παντοκρατορίας του κεφαλαίου, με την τεράστια μείωση των φορολογικών συντελεστών στα κέρδη του κεφαλαίου και στη μεγάλη περιουσία (από 45%-40% – το 1981 – στο 25% με στόχο το 20% σήμερα), οδηγεί στη μείωση των εσόδων και στη δημοσιονομική κρίση ξανά.
Ιδού το κοινωνικό perpetuum mobile: Η «αναδιανομή» προς τους «από κάτω» (αν και όποτε συμβεί) απαιτεί στη συνέχεια «διορθωτικές» προς τους «από πάνω» μεταβιβάσεις, ενώ η αναδιανομή προς τους «από πάνω» (που φανερά ή συγκαλυμμένα γίνεται συνεχώς) τροφοδοτείται με την εισοδηματική αφαίμαξη των «από κάτω». Κάπως σαν το μονόφορο βέλος του χρόνου, που τώρα δείχνει μονίμως από κάτω προς τα πάνω.
Και φυσικά υπάρχουν και συμπληρωματικοί ταξικοί μηχανισμοί, με το χρέος να βρίσκεται στη βάση μιας επικερδούς σφαίρας τοποθέτησης κεφαλαίων για τους δανειστές του ελληνικού κράτους, τα εγχώρια και ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά και τους ιδιώτες «αποταμιευτές» που επωφελούνται από τη δημοσιονομική δυσπραγία για να μετατρέψουν εισοδήματα σε κεφάλαιο και «τοποθετήσεις». Ή οι ιδιωτικοποιήσεις κερδοφόρων τομέων και επιχειρήσεων του Δημοσίου, που για να αποφέρουν μερικά άμεσα έσοδα στερούν τους κρατικούς προϋπολογισμούς από μονιμότερη και διαρκή συνεισφορά.
Η ταξικότητα του χρέους όμως, προκύπτει και από μία πιο προσεκτική ανάγνωση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού. Το ελληνικό κράτος είναι πολύ «μικρό» σε ό,τι αφορά τις δαπάνες για τις κοινωνικές υπηρεσίες. Αντιθέτως είναι ένα τεράστιο και σπάταλο κράτος σε ό,τι αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες και συνολικότερα τις δαπάνες για τον κατασταλτικό μηχανισμό.
4. Η «αδύνατη» αναδιαπραγμάτευση
Η κρίση είναι λοιπόν αναζωογονητική για το κεφάλαιο, μιας και μέσω της κρίσης του χρέους και των δημόσιων οικονομικών μετατρέπει την κρίση του κεφαλαίου σε κρίση της εργασίας. Και από τους – θεωρητικά – δύο διαθέσιμους δρόμους εξόδου από την κρίση, ζούμε σήμερα εκείνον που εμπεδώνει την απόλυτη κυριαρχία του κεφαλαίου σε βάρος των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων του κόσμου της εργασίας.
Η κυβερνητική πολιτική, μέσα από μια κρίση που ενεργητικά ή παθητικά (υπάρχει και η «αόρατη χειρ» βλέπετε!) διόγκωσε, προέβαλε την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης αξιοποιώντας τις διεθνείς συμμαχίες της (ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ). Έτσι, με άξονα την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων και του χρέους επιβάλλει την περιστολή εργασιακών δικαιωμάτων και τη βίαιη αναδιανομή εισοδήματος (σημερινού και μελλοντικού) από την εργασία στο κεφάλαιο. Οι μισθοί, οι αποζημιώσεις, τα επιδόματα ανεργίας, οι ασφαλιστικές εισφορές, οι συντάξεις πέρασαν ήδη από το κρεβάτι του Προκρούστη.
Για να μειωθεί το χρέος; Όχι ακριβώς! Και αυτό, όχι μόνο επειδή οι έγκυροι διεθνείς εταίροι της κυβέρνησης αμφισβητούν την ικανότητα των μέτρων να το πετύχουν (με το ΔΝΤ να εκτιμά ότι στο τέλος του σταθεροποιητικού προγράμματος θα έχει αυξηθεί σχεδόν στο 150%). Αλλά κυρίως επειδή ένα «λογικό» και «αειφόρο» χρέος είναι μόνιμος ταξικός μηχανισμός πειθάρχησης και επιβολής. Βλέπετε η «σοβαρή» διαχείριση της «ισχυρής Ελλάδας» έχει εντελώς συμπτωματικά μεριμνήσει ώστε να μην υπάρχει συστηματική δυνατότητα ελέγχου και σύλληψης της φοροδιαφυγής (του κεφαλαίου, φυσικά!), της εισφοροδιαφυγής (του κεφαλαίου, φυσικά!), διαπιστωμένων οφειλών πάσης φύσεως προς το Δημόσιο (του κεφαλαίου, φυσικά!). Γιατί στην πραγματικότητα η «φοροδιαφυγή» είναι φοροαπαλλαγή, η «εισφοροδιαφυγή» είναι εισφοροαπαλλαγή, πολιτική επιλογή και όχι σύμπτωμα.
Και επειδή «τεχνοκρατικά» βεβαιώνεται ότι η περιστολή των δαπανών έχει άμεσα αποτελέσματα ενώ η αύξηση των εσόδων είναι μεσοπρόθεσμη (αν και αμφίβολη), η αναγκαία «εξισορρόπηση» γίνεται και με «αντικειμενική» έξωθεν μαρτυρία μόνο από την μισθωτή εργασία.
Και όλα αυτά με μια «ακλόνητη» κυβερνητική πολιτική σταθερά: Η αποκατάσταση των δημοσιονομικών ανισορροπιών σε μια κυρίαρχη χώρα του ευρωπαϊκού πυρήνα δεν μπορεί να γίνει με επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, ήτοι με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, μείωση των επιτοκίων ή διαγραφή ενός κομματιού του. Κατανοητό! Με τους συγκεκριμένους συσχετισμούς δύναμης, την «οικειοθελή» συνεισφορά στο «τάμα του έθνους» μιας εργασίας που βρίσκεται με το πιστόλι στον κρόταφο, τον εφεδρικό στρατό να πολλαπλασιάζεται ανεξέλεγκτα, τις συντάξεις να μετατρέπονται σε επιδόματα ταφής ενός εις το διηνεκές εργαζόμενου εργατικού δυναμικού και την εργασία να μετατρέπεται σε «από Θεού» δώρο με μειωμένα δικαιώματα και ευνουχισμένα ανακλαστικά, είναι κατανοητό ότι όλες οι μερίδες του κεφαλαίου, και ιδιαίτερα το χρηματιστικό που βρίσκεται στον πυρήνα των μετασχηματισμών της εποχής του νεοφιλελευθερισμού, δεν θα επιλέξουν οικειοθελή ακρωτηριασμό ή εθελοντική αυτοχειρία. Προτιμούν να αξιοποιήσουν αντίστοιχες τάσεις της αδύνατης όψης της αντίφασης.
5. Η ελεγχόμενη πτώχευση...
Προκύπτει εύλογα λοιπόν το ερώτημα που ο «σοβαρός» τύπος και τα μέσα ενημέρωσης συστηματικά διατυπώνουν, απηχώντας και τους προβληματισμούς των οικονομικών του νεοφιλελευθερισμού, από τις ακαδημαϊκές έδρες, τα βραβεία Νόμπελ και τις οικονομικές μελέτες των μεγάλων αξιολογικών οίκων, έως τα καταγώγια των γραφείων στοιχημάτων και των κατ’ επάγγελμα αργυραμοιβών: «Θα πτωχεύσει η Ελλάς»; Ή καλύτερα, το περισσότερο επιστημονικοφανές ερώτημα, το οποίο διαπερνά ένα σύστημα που βασικά διαχειρίζεται τις προσδοκίες και πάνω τους οικοδομεί τον επιχειρηματικό σχεδιασμό: Με ποια πιθανότητα «θα πτωχεύσει η Ελλάς» σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στο άμεσο ή απώτερο μέλλον;
Η απάντηση εξαρτάται απόλυτα από την έννοια που αποδίδεται στην πτώχευση. Και μιας και η διαχείριση του Δημοσίου όλο και περισσότερο προσομοιάζει με τη διοίκηση επιχείρησης, δεν στερείται βάσης αν δανειστούμε τις σχετικές έννοιες από το τρέχον πτωχευτικό δίκαιο των επιχειρήσεων στο οποίο επικρατεί η πρωτοκαθεδρία των βασικών πιστωτών έναντι των δευτερευόντων (προβλέπονται σχετικές πλειοψηφίες και μειοψηφίες), και η επιβολή των διεκδικήσεων και δικαιωμάτων των πρώτων πάνω στους δεύτερους με άξονα την υπόσταση και λειτουργία της ίδιας της επιχείρησης.
Και εδώ προκύπτει ένα παράδοξο: αν οι βασικοί πιστωτές είναι εκείνοι που εκπροσωπούνται από την Τρόικα ποιοι είναι οι δευτερεύοντες; Υπάρχει χρέος αφανές που απαξιώνεται με την παρέμβαση και επιβολή των πρώτων; Πώς συγκαλύπτεται αυτή η πραγματικότητα και πόσο αδύναμοι είναι οι δευτερεύοντες πιστωτές ώστε να αποδέχονται αγόγγυστα την πρωτοκαθεδρία των πρώτων και τη δικιά τους υποβάθμιση;
Υπάρχει πράγματι ένα σημαντικό αφανές χρέος του Δημοσίου απέναντι σε εκείνους που κάθονται στην αδύναμη πλευρά του κοινωνικού μοχλού. Ένα χρέος με πολλές συνιστώσες που τεκμηριώνεται από την κρατική άρνηση αποδοχής του:
Το χρέος προς τα νοικοκυριά και την εργασία που προκύπτει από την υποχώρηση της κοινωνικής πολιτικής, ένα χρέος που σήμερα έχει μετατραπεί σε ιδιωτικό δανεισμό από τις τράπεζες.
Το χρέος προς την κοινωνική ασφάλιση που έρχεται στην επιφάνεια με την κρατική στάση πληρωμών ανειλημμένων υποχρεώσεων συντάξεων και επιδομάτων, παρά το γεγονός ότι αξιοποιήθηκαν από το κράτος και το κεφάλαιο οι από δεκαετιών καταβεβλημένες εισφορές που ουδέποτε λειτούργησαν σε ανταποδοτική βάση.
Το χρέος από τις καταργούμενες αποζημιώσεις των απολύσεων, τον περιορισμό των υποχρεώσεων προς τους ανέργους, τη μείωση επιδομάτων και του χρόνου καταβολής τους.
Αυτό το αφανές χρέος διαγράφεται με τη συναίνεση των διαχειριστών του, πρωτοφειλετών, της Τρόικας και κυρίως της κυβερνητικής πολιτικής. Εντελώς «συμπτωματικά» στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου, ενώ στη δεύτερη διαμεσολαβημένα και με την εκπροσώπηση της «Πολιτείας» πλήττεται η ίδια η εργασία.
Πρόκειται για «ελεγχόμενη πτώχευση με αναδιοργάνωση», όπως προβλέπεται στο τρέχον πτωχευτικό δίκαιο για επιχειρήσεις που αξιοποιούν την πτωχευτική διαδικασία για να απαλλαγούν από υποχρεώσεις προς ορισμένους πιστωτές εις όφελος των κυρίαρχων πιστωτών που υπαγορεύουν τη διαδικασία. Άρα το ερώτημα «θα πτωχεύσει η Ελλάς;» στερείται βάσης. Πίσω από τα μεγάλα λόγια της «προστασίας της πατρίδας» από την πτώχευση, κρύβεται η σκληρή πραγματικότητα ότι για κάποιους (την εργασία) η «πατρίδα» έχει ήδη πτωχεύσει και υιοθετεί στάση πληρωμών: Η ψήφιση του ασφαλιστικού το τεκμηριώνει πέρα από κάθε αμφιβολία. Ενώ για άλλους δεν συζητιέται ούτε το haircut («κούρεμα» ή αναδιάρθρωση). Οι οποίοι άλλωστε, βάσει Μνημονίου, έχουν την εξασφάλιση της άμεσης πρόσβασης στα κρατικά έσοδα, δίκην collateral.
Αν κάποιος είχε απορίες για την υφή των κοινωνικών συσχετισμών, η παρούσα συγκυρία και η «ελεγχόμενη πτώχευση» τις απαντούν με απόλυτη σαφήνεια. Προέχει η «σωτηρία» των κυρίαρχων πιστωτών. Οι άλλοι μπορούν να περιμένουν...
6. ... και τα κοινωνικά στηρίγματά της
Και είναι εμφανές ποιοι βρίσκονται στην αδύνατη πλευρά των κοινωνικών συσχετισμών. Όπως επίσης ποιες μερίδες του κεφαλαίου τάσσονται αναφανδόν υπέρ των νέων ρυθμίσεων και των επιλογών της κυβέρνησης που σε πολλά υπερακοντίζει τις επιταγές του Μνημονίου και της Τρόικας ως διαχειριστή των βασικών Πιστωτών και συνδίκου της ελεγχόμενης επιλεκτικής πτώχευσης. Εντούτοις υπάρχουν και ενδιάμεσες κοινωνικές κατηγορίες που δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει το εύρος των μετασχηματισμών, ούτε το βαθμό που οι τελευταίοι παρεμβάλλονται στους σχεδιασμούς τους.
Στις τελευταίες συγκαταλέγονται παραδοσιακά κοινωνικά στηρίγματα του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας που βρίσκονταν επί δεκαετίας στην προστατευτική σκιά της φορολογικής και εισφοροεισπρακτικής ασυλίας, κοινωνικές κατηγορίες που ξαφνικά καλούνται να καταβάλουν έστω κάτι συμβολικό στα «κοινωνικά» αποθεματικά για τη «σωτηρία του έθνους». Και πάλι τίθεται το ερώτημα: σε ποια βάση αναδιατάσσονται οι συμμαχίες του κυρίαρχου μπλοκ με αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες και πόσο ασταθείς μπορεί να είναι;
Για να απαντηθεί αυτό το πλέγμα ερωτημάτων απαιτείται η τοποθέτηση της σχέσης στην ιστορική διάστασή της: η συμμαχία των δεσποζουσών μερίδων του μεγάλου κεφαλαίου με το μικρό κεφάλαιο, τη μικρή ιδιοκτησία και τους αυτοαπασχολούμενους στηριζόταν σε μια επωφελή ανταλλαγή. Από τη μια μεριά το «μικρό κεφάλαιο» εξασφαλίζει την «προστασία» του κράτους, του «νόμου» και των μηχανισμών απέναντι στη συνεχή και ευρέως φάσματος «παραβατικότητά» του (φοροδιαφυγή, εισφοροαποφυγή, παρακράτηση ΦΠΑ, άτυπη εργασία, άτυπες εργασιακές σχέσεις, εκμετάλλευση των μεταναστών κλπ.) καταβάλλοντας το τίμημα μηδαμινής κοινωνικής πρόνοιας, ελλιπών κοινωνικών υποδομών, ανύπαρκτων επιδομάτων ανεργίας. Από την άλλη το κυρίαρχο μπλοκ κατορθώνει να διατηρεί τις κοινωνικές κατακτήσεις σε αναστολή: Ντε φάκτο ελαστικές εργασιακές σχέσεις ατύπως στην ημερήσια διάταξη, αγαστή συνύπαρξη επίσημης και αφανούς οικονομίας, συμπίεση της εργασίας, φθηνή πηγή ελαστικού εργατικού δυναμικού ανάλογα με τις ανάγκες. Μια καθ’ όλα «έντιμη» συναλλαγή: «ασυλία» του μικρού κεφαλαίου με αντάλλαγμα τη χρήση του ως βαλβίδα κοινωνικής προσαρμοστικότητας της εργασίας εις όφελος του κυρίαρχου μπλοκ.
Σήμερα, με το συσχετισμό δύναμης που διαμορφώνεται και την άτακτη υποχώρηση της εργασίας μπροστά στη λαίλαπα των νέων ρυθμίσεων, η συνδρομή των «μικρών» εταίρων στη σταθερότητα του κυρίαρχου μπλοκ έχει χάσει τη σημασία που κάποτε διέθετε. Οι εργασιακές σχέσεις γίνονται καταστατικά από μόνες τους ελαστικές και το εργασιακό κόστος βρίσκεται τόσο απόλυτα όσο και σχετικά σε υποχώρηση. Το κυρίαρχο μπλοκ δεν έχει πλέον την ανάγκη τους, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που την καλλιεργούσε έως σήμερα. Γι’ αυτό και μπορεί πια να «εξορθολογίσει» τις κοινωνικές σχέσεις. Δεν είναι η «έκτακτη ανάγκη» που αναγκάζει στον εξορθολογισμό των σχέσεων και των κρατικών πολιτικών, αλλά η πειθάρχηση της εργασίας ως αποτέλεσμα της «έκτακτης ανάγκης» επιτρέπει να κληθούν και οι σύμμαχοι στο ταμείο, αθετώντας προηγούμενες δεσμεύσεις και συμμαχίες.
Κλονίζονται λοιπόν οι παραδοσιακές ταξικές συμμαχίες του μπλοκ εξουσίας; Αμφίβολο. Διαταράσσονται ισορροπίες; Σχετικά βέβαιο. Ευκαιρίες για την Αριστερά; Ναι, αν ενστερνιζόμαστε την «εύκολη» θεωρία περί «προλεταριοποίησης» των μικροαστών και «αντικειμενικής» σύγκλισής τους με την εργατική τάξη (αλήθεια πόση ζημιά έχει κάνει η Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ και οι σύγχρονοι θιασώτες της!). Αλλά ποιος στοιχηματίζει έστω και ένα ευρώ πάνω σε μια τέτοια προοπτική; Ίσως όσοι είναι αρκετά αφελείς και ορκισμένοι οπαδοί της κοινωνικής τελεολογίας ώστε να πιστεύουν στον πρωτόγονο κοινωνικό αναγωγισμό. Ενώ αρνούνται να αντλήσουν διδάγματα από την ιστορία του 20ού αιώνα, όταν παρόμοιες αναδιατάξεις οδήγησαν σε απίστευτες ανατροπές φασιστικής ή εθνικοσοσιαλιστικής απόχρωσης.
Κάθε ευκαιρία είναι λοιπόν συνάρτηση μιας προοπτικής ηγεμονικής παρουσίας της Αριστεράς, γεγονός που σήμερα παραμένει τουλάχιστον νεφελώδες.
7. Η απάντηση της Αριστεράς
Από τα παραπάνω προκύπτουν πολύ συγκεκριμένες προτεραιότητες που πρέπει να υιοθετήσει η Αριστερά για να απαντήσει στη σημερινή κατάσταση, στην κρίση.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να δίνει προτεραιότητα στην κρίση της εργασίας και όχι στην κρίση των οικονομικών του κράτους. Μπροστά πρέπει να μπαίνουν τα αιτήματα που σχετίζονται με την ταξικότητα της σύγκρουσης, αιτήματα για την αναδιανομή του εισοδήματος, τις εργασιακές σχέσεις, το ασφαλιστικό, τον δημόσιο πλούτο, και να έπονται – στο μέτρο που πραγματικά τίθενται και είναι αναγκαία – τα αιτήματα που απαντούν στο «τι θα κάνει η χώρα με το χρέος».
Και πέρα από τα όσα αναπτύξαμε στα προηγούμενα, υπάρχει η ανάγκη για δημόσιο έλεγχο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ως κομβικό σημείο της κρίσης, η αντιπαράθεση στις ιδεολογίες της απώλειας της εθνικής κυριαρχίας, της επίρριψης ευθύνης στην τρόικα για μέτρα που αποτελούν πρωτοβουλία της κυβέρνησης και είναι ολότελα εκτός του Μνημονίου. Η σύγκρουση είναι και παραμένει ταξική και όχι ανάμεσα στις δυνάμεις του έθνους και στους ξένους που «μας επιβάλουν τα μέτρα». Το ΠΑΣΟΚ είναι ο καλύτερος μαθητής του νεοφιλελευθερισμού στη χώρα και αντιλαμβάνεται την κρίση ως ευκαιρία για να περάσει μέτρα που ούτως ή άλλως έχει επιχειρήσει να επιβάλει στο παρελθόν, όπως για παράδειγμα η ανασφάλιστη εργασία των νέων σε καθεστώς μαθητείας με μισθούς κάτω από τη συλλογική σύμβαση εργασίας.
Το κρίσιμο λάθος από την πλευρά της Αριστεράς θα ήταν να εστιαστεί στην κρίση του κράτους και όχι στην κρίση της εργασίας. Η πρώτη εκδοχή αποτελεί θητεία στην κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική αυτοχειρία. Η δεύτερη υποδηλώνει την πρόθεση να υπερασπιστεί τα ταξικά, εργασιακά και κοινωνικά συμφέροντα των υποτελών τάξεων. Πρόκειται για αγώνα αμυντικό, απόλυτα αναγκαίο παρά τους λεονταρισμούς όσων ανεγκέφαλα προπαγανδίζουν την «αντεπίθεση», τη στάση πληρωμών, τη σύγκρουση σε πείσμα των συσχετισμών και χωρίς συγκεκριμένη στόχευση για τη συνέχεια.
Σήμερα απαιτείται δουλειά «τυφλοπόντικα», οργάνωση της άμυνας της κοινωνίας, οικοδόμηση μιας αποτελεσματικής αριστερής γραμμής, που, ειδικά σήμερα, δεν μπορεί απλά να περιοριστεί στη διεκδίκηση και στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις, αλλά οφείλει να συμβάλει στη δημιουργία δικτύων αλληλεγγύης και μορφών αυτοοργάνωσης των κομματιών που πλήττονται από την κρίση.
Αντιπαραδείγματα δηλαδή κοινωνικής οργάνωσης που θα στηρίζονται στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι στη μεγιστοποίηση του κέρδους.