Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

ΟΛΑ ΜΕΣΑ

ταξικοεθνικοπατριωτική σούπα

Τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα συνέπεσαν δύο συμβάντα που πιστεύω ότι αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο την παθογένεια του συστήματος που ονομάζεται «ελληνική Αριστερά». Από τη μία η αρκετά αποκαλυπτική για τις προθέσεις της Δη.Αρ, συνέντευξη του Φώτη Κουβέλη στον Real FM, όπου φαίνεται ότι η «μεταρρυθμιστική ανανέωση» υιοθετεί πλήρως την μνημονιακή ρητορική στο όνομα του ευρωπαϊσμού και από την άλλη η συγκρότηση του λεγόμενου Κινήματος Ανεξαρτήρων Πολιτών «Σπίθα» από το Μίκη Θεοδωράκη. Ενός -προφανώς απελπισμένου- μορφώματος με αναφορές στην «πατριωτική αριστερά».
Ιδεολογικοπολιτική σαλάτα με ντρέσινγκ ευρωμνημόνιο και στο βάθος το χάος…
Η αριστερή ελίτ στην Ελλάδα τρέφεται με βαρύγδουπα τσιτάτα και επική ιστοριογραφία. Για να θυμηθούμε λίγο τον Καστοριάδη, από τον ευρωκομμουνισμό που μυρίζει φορμόλη έως τον πατριωτικό κομμουνισμό που βρωμάει μούχλα, το φαντασιακό της ελίτ αυτής έχει διακόψει πλήρως τους δεσμούς του με την ιστορικό κοινωνικό «πράττειν» της εποχής. Αντιθέτως, έχει μετατραπεί σε πλήρως φανταστικό που επιχειρεί ναεγκλωβίσει την πραγματικότητα σε ιδεολογικούς ντετερμινισμούς εκτός τόπου και χρόνου. Και επειδή δε χρειάζεται να μας πέσει η φιλοσοφία βαριά στο στομάχι, κόμματα, φορείς, προσωπικότητες της ευρύτερης Αριστεράς όχι μόνο δεν αντιλαμβάνονται την ιστορική συγκυρία, αλλά επιμένουν στο ρητό «αν η πραγματικότητα διαφωνεί μαζί μας, τότε τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα». Ο Μίκης και ο Φώτης, οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, χτύπησαν ταυτόχρονα, ώστε να μας υπενθυμίσουν το πέπλο αναχρονισμού που πλακώνει τον κόσμο της Αριστεράς.

Οι τσολιάδες του ΕΑΜ

Η Ελλάδα δεν είναι κατεχόμενη χώρα, με την ίδια ακριβώς λογική ότι ούτε το αυστριακό «άνσλους» αποτέλεσε κατ’ ουσίαν κατοχικό καθεστώς. Ακόμη και η αναλογία μεταξύ μνημονιακής πραγματικότητας και βρετανοαμερικάνικης μεταπολεμικής εμπλοκής είναι προβληματική. Πόσο μάλλον όταν ο εμφύλιος ουσιαστικά αποτελεί συνέχεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τη μετάπτωση από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στον ταξικό ένοπλο, άρα ο πατριωτικός χαρακτήρας τελειώνει με την πρώτη εμπλοκή μεταξύ ταγματασφαλιτών και ΕΛΑΣ.
Πρώτα από όλα να ξεκαθαρίσω ότι αρνούμαι να αντιληφθώ τον Μίκη ως πολιτικό διανοητή, παρόλη την αναμφισβήτη θέση του στην αριστερή ελίτ (πολιτική, κοινωνική, φιλοσοφική, καλλιτεχνική). Άρα το θέμα μου δεν είναι ο Μίκης, όσο ο χαρακτήρας του «κινήματος» και η εθνικομελό συγκινησιακή του επιρροή σε ένα τμήμα της βάσης. Η ιστορική αναδρομή της προηγούμενης παραγράφου έγινε ακριβώς για να αποδομηθεί η εύηχη μεν, ιστορικά και πολιτικά λανθασμένη δε, επιχειρούμενη από την «πατριωτική πτέρυγα» της Αριστεράς αντιμετώπιση της σημερινής νεοφιλελεύθερης μαζικής επίθεσης με περιορισμένης αποτελεσματικότητας εργαλεία και -το κυριότερο- αποπροσανατολιστικές αντιλήψεις, εγκλωβισμένες σε εθνικά στερεότυπα.
Τι λέει η «Σπίθα» του Θεοδωράκη σχετικά με την κρίση που βιώνουμε;
«Το μοναδικό μου κίνητρο είναι να βοηθήσω να δημιουργηθεί ένα κίνημα και μια ζύμωση ιδεών , ανεξάρτητα και μακριά από το υπάρχον πολιτικό-κομματικό κατεστημένο με επίκεντρο τον ανεξάρτητο πολίτη , που αισθάνεται την ανάγκη να αντιδράσει στο σημερινό αδιέξοδο και να συμβάλλει με τις όποιες δυνάμεις του στην έξοδο της πατρίδας μας από τη βαθιά κρίση στην οποία μας οδήγησε η διεθνής κρίση του καπιταλισμού και οι εξαρτημένοι από διεθνή κόντρα εξέχοντες πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι μαζί με το σύνολο του πολιτικού κόσμου, που συμμετείχε ενεργητικά ή παθητικά στον κατήφορο της δημόσιας ζωής από το 1974».
Για να απαλλαγούμε οριστικά και τελειωτικά από το Δημόσιο Χρέος:
  • Να αξιοποιηθεί μέρος της Κρατικής Περιουσίας.
  • Να αξιοποιηθεί μέρος της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας.
  • Να υποχρεωθούν οι έχοντες και κατέχοντες να συνεισφέρουν στην κοινή εθνική προσπάθεια με ειδικούς φόρους και τρόπους ανάλογα με την οικονομική τους επιφάνεια.
  • Να δημιουργηθεί δημόσιος εθνικός τραπεζικός πυλώνας που θα σπάσει το τραπεζικό καρτέλ προ όφελος του λαού συμβάλλοντας στην εξόφληση του χρέους.
-Να διεκδικήσουμε διαγραφή μέρους του χρέους σε συνεργασία με τις ελλειμματικές χώρες του ευρωπαϊκού νότου.
-Να διεκδικήσουμε κάθε δυνατό τρόπο τις λεγόμενες «πολεμικές αποζημιώσεις» από τη Γερμανία, που οφείλει στην Ελλάδα για τις χιλιάδες δολοφονίες αθώων θυμάτων, τις ανυπολόγιστες καταστροφές και την κλοπή του πλούτου της χώρας.
-Σύμφωνα με αξιόπιστους υπολογισμούς με τους τρόπους αυτούς στο Δημόσιο Ταμείο θα μπουν πάνω από ένα τρισεκατομμύριο ευρώ . Από τα οποία αφού αφαιρεθεί το Δημόσιο Χρέος θα υπάρξουν αρκετά χρήματα , ικανά να στηρίξουν την αναγεννητική προσπάθεια της χώρας και τα οποία θα διατεθούν ανάλογα με τις ανάγκες στην άμυνα , στην ανάπτυξη , στην υγεία στην παιδεία και στην εξάλειψη της φτώχειας.
-Για λόγου εθνικής αξιοπρέπειας θα πρέπει η χώρα μας να αποχωρήσει από το μηχανισμό στήριξης Ε.Ε-Δ.Ν.Τ και από το ΝΑΤΟ και να στραφεί για τη στήριξη προς άλλες φίλιες χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα και οι Αραβικές χώρες, με τις οποίες οι εμπορικές και άλλες σχέσεις θα πρέπει να αναπτυχθούν περισσότερο.
-Η Εθνική Άμυνα θα πρέπει να ενισχυθεί σοβαρά με την προμήθεια υπερσύγχρονου στρατιωτικού αμυντικού υλικού από τη Ρωσία και την Κίνα. Γιατί πιστεύω ότι είναι ανόητο και επικίνδυνο να είμαστε μέλη του ΝΑΤΟ που βυσσοδομεί φανερά και επιδεικτικά εναντίον μας καλλιεργώντας συστηματικά γειτονικούς εθνικισμούς με στόχο ακόμα και την εδαφική μας ακεραιότητα.
Ας παρακάμψουμε τα ολίγον παιδαριώδη μαθηματικά που βασίζονται σε αμφίβολης αξίας χιλιοειπωμένες αποψάρες του συρμού (π.χ. περί «φίλης Ρωσίας» και «πολεμικών αποζημιώσουν που θα μας ξελασπώσουν για τρεις ζωές»). Ας υποθέσουμε επίσης ότι δεν είναι γνωστό πως ο Μίκης έχει προσχωρήσει τα τελευταία χρόνια στην «ψυχοπαθολογική» εθνικιστική αριστερά (σ.σ. με συγχωρείτε, αλλά δε μου βρίσκεται πιο δόκιμος όρος για να χαρακτηρίσω αυτήν την ιδιόμορφη περίπτωση της «ομάδας» Καραμπελιά-Ζουράρι-Παπανικολάου, αν και ο τελευταίος έχει διαχωρίσει τη θέση του βλέποντας πράκτορες ακόμη και πίσω από το Μίκη).
Το «κίνημα» έχει σαφέστατες αναφορές στο ΕΑΜ και αντιμετωπίζει το «Γερμανό εχθρό» με τους όρους Β’ ΠΠ. Ο Μίκης όχι μόνο δεν αναφέρεται (ούτε καν απευθύνεται) στην εργατική τάξη, αλλά ανακατεύει με εξαιρετική μαεστρία τα αντιαμερικάνικα εθνικιστικά στερεότυπα. Και μάλιστα εκείνα ακριβώς τα στερεότυπα που αναπτύχθηκαν μετά την πτώση του Σοβιετικού καθεστώτος από τα φαντάσματα της (άλλοτε αμερικανοθρεμμένης) ακροδεξιάς που ονειρεύεται την αναβίωση του Βυζαντίου μέσα από τις στάχτες της Ορθόδοξης Τσαρικής Αυτοκρατορίας. Οι προτάσεις του Μίκη γίνονται σε επίπεδο κορυφής (κυβερνήσεων) και μάλιστα συμπεριλαμβάνουν τις πιο ακραίες μορφές απολυταρχικού καπιταλισμού των ημερών μας, δηλαδή τη Ρωσία και την Κίνα.
Πρόκειται για ένα περίεργο κράμα ιδεών που παραπέμπει ευθέως στον εθνικιστικό λαϊκισμό, εκείνου που θεωρεί έθνος και λαϊκή τάξη ως έννοιες ταυτιζόμενες. Αντίστοιχα ο ταξικός και ο εθνικός εχθρός είτε ταυτίζονται, είτε συνδέονται και διαπλέκονται, πάντα όμως με στόχο το αντίπαλο έθνος (και όχι λαό). Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που διάφορες ριζοσπαστικοποιήσεις μπλέκουν τα μπούτια τους.
Με αυτά δεδομένα, ίσως κάποιος να νομίσει ότι αν κινηθούμε στην αντίθετη κατεύθυνση θα βρούμε τις σωστές απαντήσεις για τον αναζητούμενο κινηματικό χαρακτήρα της σύγχρονης Αριστεράς. Αυτός ο κάποιος καλό θα είναι να μη βιάζεται, αφού στο δρόμο του θα σκοντάψει στο άλλο άκρο της συντήρησης που ονομάζεται Φώτης Κουβέλης.

«Ευρωδιεθνισμός» και άλλα παραμύθια

Η σύγχρονη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία εξελίχθηκε σε επιθετικό καρκίνωμα στο σώμα της Αριστεράς. Ειδικά η τριανδρία Μπλερ-Σρέντερ-Σημίτη που καλλιέργησε (επιτυχημένα) το υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού-ευρωπαϊσμού δημιούργησε τόση σύγχυση ένθεν και ένθεν του πολιτικού φάσματος, ώστε να καταφέρει να εξοντώσει πολιτικά ένα τεράστιο φάσμα του κέντρου. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, ο εγκλωβισμός ενός μεγάλου αριθμού αστών του αριστερού ρεφορμισμού στο όνομα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την οποία φαινόταν να εκπροσωπεί καλύτερα από όλους η σοσιαλδημοκρατία. Για τους ανθρώπους αυτούς ο εγγενής διεθνισμός του Μαρξισμού ταυτίστηκε με την ΕΕ, πάλι σε μία φανταστική (και ουχί φαντασιακή) διεργασία που τελικά κατάργησε την ίδια την έννοια του διεθνισμού της Αριστεράς αφαιρώντας τον ταξικό της πυρήνα. Έτσι, διεθνιστικό μεταφράζεται γενικά ό,τι γκρεμίζει τα εθνικά σύνορα. Μοιραία η συμπόρευση με την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση ήταν θέμα χρόνου.
Αυτή η λογική που τραυμάτιζε επί χρόνια το Συνασπισμό απέκτησε πρόσφατα αυτοδύναμη φωνή στη βουλή με τη μορφή της κουβελικής «Δημοκρατικής Αριστεράς», γκρεμίζοντας και τα τελευταία χαλάσματα μίας ασταθούς αριστερής συμμαχίας. Μία πρώτης τάξεως εφεδρεία του -υπό διάλυση- πολιτικού συστήματος, σε ένα δίπολο (με τη «Δημοκρατική Συμμαχία» στον άλλο πόλο) που επιχειρεί να διευρύνει την κεντρώα αποϊδεολογικοποιημένη μάζα και ετοιμάζεται για την «επόμενη μέρα». Ακόμη και η επαναλαμβανόμενη χρήση του προσδιορισμού «Δημοκρατική» δεν είναι διόλου τυχαία.
Τι μας είπε λοιπόν ο Φώτης πριν λίγες ημέρες; Μεταφέρω αυτολεξεί:
«Η Δημοκρατική Αριστερά είχε προτείνει εδώ και δυο μήνες τη διεκδίκηση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής του δανείου. Αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη ευφορία, διότι τώρα απαιτείται εγρήγορση και αποφασιστικότητα, ώστε να διασφαλιστεί χαμηλό επιτόκιο και να αποτραπεί η υπογραφή ενός νέου Μνημονίου μετά τη λήξη του υπάρχοντος το 2013».
«Η τέταρτη δόση συνεπάγεται την αντιμετώπιση όλων εκείνων των προκριματικών ζητημάτων για να την εξασφαλίσουμε. Εκτιμώ ότι θα την εξασφαλίσουμε με την προϋπόθεση ότι θα ανταποκριθούμε σε εκείνα που έχουμε υποχρέωση».
Προσπερνώ τις φαιδρότητες της αναζήτησης ενός παράλληλου σύμπαντος όπου τα επιτόκια των δανείων μειώνονται με την επέκταση της αποπληρωμής τους (!) και πάω κατευθείαν στην ουσία. Με τα παραπάνω λόγια, ο Κουβέλης, πέρασε στη νέα εποχή του κεντροαριστερού του μορφώματος. Από την παθητική αντι-αντίδραση μετακινήθηκε επισήμως στην ενεργή συμπόρευση. Από εκεί δηλαδή που, ενώ ο ίδιος δεν είχε παρουσιάσει καμία απολύτως εναλλακτική, φρέσκια, ριζοσπαστική και γενικά πρόταση, κατήγγειλε την υπόλοιπη Αριστερά για τον… καταγγελτισμό της, πλέον συγχρωτίζεται ανοικτά με τον κεντρώο ευρωμονόδρομο της τραπεζικής ολοκλήρωσης. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι όλα αυτά δε γίνονται εκ του πονηρού κι ότι ισχύουν οι επαναλαμβανόμενες δηλώσεις των στελεχών της Δη.Αρ. ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχουν σε «κυβέρνηση προθύμων» (άλλωστε το πολιτικό μέλλον του κυρίου συνταγματολόγου αφήνει παγερά αδιάφορη τη χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία) τι εκφράζει αυτού του είδους η πολιτική λογική; Την παθητική αποδοχή του ευρωπαϊκού κάστρου της παγκοσμιοποίησης και μάλιστα στο όνομα της ανανέωσης και της κοινωνικής προόδου προς έναν κόσμο χωρίς σύνορα. Λες και το ζητούμενο για τον κόσμο της εργασίας είναι ο παπανδρεϊκός «τέταρτος δρόμος» προς την παγκόσμια διακυβέρνηση. Ας είχαν τουλάχιστον στην Δημοκρατική Αριστερά ρίξει έστω και μία ματιά στη Συνθήκη της Λισαβόνας.

Πού είναι οι τάξεις, οέο;

Τι κοινό έχει ο απολίτικος ευρωπαϊσμός του Κουβέλη με τον εθνικοκομμουνισμό του Θεοδωράκη; Πέραν του ότι αναμοχλεύουν ξεπερασμένα σχήματα, ελάχιστα αναγκαία (για αν μην πω επιβλαβή) για τις απαιτήσεις των καιρών, δεν είναι καν αριστερά. Ο Φώτης με τον Μίκη συναντιούνται από διαφορετικούς δρόμους, καθώς ο μεν ένας υψώνει, ο δε άλλος καταργεί τους κάθετους διαχωρισμούς (εθνικά σύνορα), αδιαφορώντας για την ουσία της ιδεολογίας τους, δηλαδή τον οριζόντιο ταξικό διαχωρισμό. Ο μεν Φώτης νιώθει «αδελφός» με τον Ευρωπαίο τραπεζίτη (αρκεί αυτός να δηλώνει «προοδευτικός»), ο δε Μίκης με τον Έλληνα (αρκεί αυτός να δηλώνει «εθνικός»). Υπό το πρίσμα της ζύμωσης νέων ιδεών και πρακτικών στο χώρο της αριστεράς και οι δύο είναι το ίδιο άχρηστοι. Πολύ απλά γιατί βρίσκονται εκτός πλαισίου και σίγουρα εκτός πραγματικότητας.

Ας ξεχάσουμε τις ελίτ και τις πρακτικές τους

Ο πολιτικός λόγος της αριστερής ελίτ είναι τελειωμένος. Επί δεκαετίες τα κόμματα της Αριστεράς εγκλωβίστηκαν στον αυτοματισμό του κοινοβουλευτισμού, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ, του οποίου ο αντι-κοινοβουλευτισμός είναι κι αυτός προϊόν αυτοματισμού. Δε ζυμώνουν νέες ιδέες και το κυριότερο δεν παράγουν νέες πρακτικές, ούτε δράσης ούτε καν αντίδρασης.
Ιστορικά, σε συνθήκες κρίσης οι παράγοντες του καθεστώτος επιχειρούν να ανακατέψουν τα στάσιμα νερά της εξουσίας. Μία κουτάλα όμως δεν μπορεί να μετατρέψει ένα βούρκο σε χείμαρο. Αυτό συμβαίνει και στην Αριστερά των ημερών μας, της οποίας το στελεχιακό δυναμικό είναι φθαρμένο, ξεπερασμένο και σε μεγάλο βαθμό υποταγμένο. Ο συμβολισμός των προσώπων του Μίκη και του Φώτη είναι εξαιρετικός γι’ αυτήν ακριβώς τη συγκυρία. Δύο φαινομενικά αντιθετικές τάσεις με ένα κοινό χαρακτηριστικό: την απόλυτη συντήρηση. Η άκρατη συντήρηση της τιποτολογίας (του Φώτη) και της παρελθοντολαγνείας (του Μίκη). Διεθνισμός, πατριωτισμός, ευρωπαϊσμός, ρεφορμισμός… Ορισμοί του συρμού σε ένα εγχειρίδιο πολιτικής έκφρασης για «συνταξιούχους διανοητές».
Ο φοβισμένος και αδύναμος κόσμος της εργασίας είναι απολύτως λογικό να συνεχίζει να κρέμεται από τα πατζάκια της εκάστοτε πολιτικής ελίτ, αναζητώντας καταρχήν λύσεις για τα καθημερινά του προβλήματα και όχι μεταφυσικές απαντήσεις για τον «αιώνιο σοσιαλισμό». Τελικά όμως το ζήτημα δεν είναι να αναγκαστούν ο Αλέξης, η Αλέκα, ο Αλέκος, ο Φώτης, ο Μίκης να επαναπροσδιορίσουν το Μαρξισμό και να οδηγήσουν τις μάζες στην ταξική νίκη. Όλα δείχνουν πως ούτε ως την αυλόπορτα της αριστερής πρωτοπορίας δεν μπορούν να φτάσουν. Το πρόβλημα είναι πλέον ενδημικό και εκτείνεται σε ολόκληρο το κίνημα (όποιο κι αν είναι αυτό) που παρουσιάζει με τη σειρά του χαρακτηριστικά αυτοματισμού, ή αν προτιμάτε πιο συμβολικά, συνεχίζει το βήμα σημειωτόν χτυπώντας απλώς πιο δυνατά τα πόδια του. Αυτό που αναζητείται τελικά είναι οι όροι αυτονόμησης και αυτοσυνείδησης της βάσης, ώστε, αντί για σαλάτα, να μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε για κίνημα(τα). Ηνεοπρολεταριακή αυτογνωσία των κατά φαντασία αστών (σ.σ. όταν μάγκα μου το ΙΧ και τη μεζονέτα σου ίσως και να τα αποπληρώσουν μετά από τριάντα χρόνια τα παιδιά σου στις τράπεζες, δε διαφέρεις σε τίποτε από τον κολίγο προπάππου σου).
Με λίγα λόγια: σύντροφοι κάψτε τα σουτιέν σας!
Ζaphod

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Το τέλος του κοινωνικού κράτους


ΜΕΡΟΣ Α’: Οι μύθοι του «κακού δημοσίου»

Η  τρίτη φάση της νεοφιλελεύθερης πασοκικής επιδρομής (Μνημόνιο 3 το αποκαλούν τα Μέσα Μαζικής Ενσωμάτωσης) σηματοδοτεί τηνεξολόθρευση των τελευταίων ψηγμάτων κοινωνικού κράτους και την εκποίηση κάθε μορφής δημόσιου πλούτου (εταιρείες, υποδομές, φυσικοί πόροι, γη). Όπως σε κάθε φάση της επίθεσης το πρώτο βήμα έχει να κάνει με την επικοινωνιακή διαχείριση του «λαϊκού αισθήματος», έτσι και τώρα επιστρατεύονται τα μαθηματικά του τρόμου και οι γκεμπελισμοί του… νηπιαγωγείου. Οι εμπεδωμένοι μύθοι και η δαιμονοποίηση του δημοσίου, ως πρακτική των τελευταίων χρόνων, κλιμακώνονται στο μέγιστο βαθμό.
Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στη συστηματική δαιμονοποίηση του δημοσίου, θα ασχοληθούμε με τους τέσσερις μύθους που χρησιμοποιούνται κατά κόρον προκειμένου να πείσουν τους πολίτες να δεχτούν ως λύτρωση την κατάλυση των τελευταίων υπολειμμάτων ενός κουτσού κοινωνικού κράτους.

«Το δημόσιο είναι τεράστιο»

Ο αριθμός των Δ.Υ. ήταν πάντα γνωστός για έναν απλούστατο λόγο: τον ετήσιο προϋπολογισμό όπου καταγράφονται αναλυτικά τα λειτουργικά κόστη του κράτους. Έπρεπε να στήσουν ολόκληρο πανηγύρι με την περιβόητη ηλεκτρονική απογραφή (μέσα στο κατακαλόκαιρο και εν μέσω αλλεπάλληλων προβλημάτων) για να ανακαλύψουν ότι αυτό που ήδη γνωρίζαμε ήταν… ορθό (σ.σ. τα στοιχεία του υπ.εσ. για το τελευταίο εξάμηνο του 2009 ανέφεραν 689.966 και η απογραφή 679.571, με την ελαχιστότατη απόκλιση των 10.000 υπαλλήλων να εξηγείται απόλυτα από τις ενδιάμεσες συνταξιοδοτήσεις). Βάλτε ότι μέσα σε αυτούς συνυπολογίζονται στρατιωτικοί, ιερωμένοι και όλοι οι ιδιώτες που έχουν πληρώνονται για κάποιες υπηρεσίες τους προς το δημόσιο και τους ΟΤΑ.  Εννοείται ότι το επικοινωνιακό πυροτέχνημα ήταν… άσφαιρο, αλλά λίγη σημασία είχε αυτό, καθώς την αλήθεια τη γνώριζαν πάντα. Πες-πες, κάτι θα μείνει. Δε χρειάστηκε καν να τοποθετηθεί η κυβέρνηση μετά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων. Το έκαναν οι εφημερίδες και ο ΕΒΕΑ, επιμένοντας στον προαπογραφικό μύθο και συνεχίζοντας να βιάζουν την πραγματικότητα. Άλλωστε για την κυβέρνηση ο επόμενος στόχος είχε διαμορφωθεί ήδη από το καλοκαίρι: οι ΔΕΚΟ (των οποίων η «ηλεκτρονική απογραφή» ακόμη εκκρεμεί). Η πραγματικότητα σε ό,τι αφορά τους αριθμούς είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται κάτω του μέσου όρου τόσο της Ευρωζώνης όσο και την ΕΕ των 27. Ο μύθος όμως του υπέρογκου (αριθμητικά) δημοσίου, καλά κρατεί…
Ούτως ή άλλως, το πρόβλημα -υποτίθεται- δεν έχει να κάνει τόσο με τον αριθμό των υπαλλήλων, όσο με το κόστος του δημοσίου. Και με αυτό προχωρούμε στο δεύτερο μύθο…

«Το δημόσιο είναι ακριβό»

Λίπη, ξίγκια και λοιπά… χοληστερινικά στα άκρως χολερικά σχόλια των κυβερνητικών παραγόντων και των ενσωματωμένων δημοσιογράφων, σχετικά με την οικονομική επιβάρυνση του δημόσιου τομέα στις κρατικές δαπάνες. Αξιοπρόσεκτη η προτεινόμενη λιποαναρρόφηση που βασίζεται στα ίδια ακριβώς (σ.σ. υποθέτω από άγνωστης ταυτότητας διατροφολόγους) «επιστημονικά» δεδομένα, ότι το δημόσιο είναι κατά 30% υπέρβαρο: η ίδια παραφιλολογία από το Μάνο έως τον Παπαδόπουλο και μόνο ο γνωστός για τον, ανάλογο με το παρουσιαστικό του, ογκώδη λόγο του, Θ. Πάγκαλος, έφτασε στο σημείο να αποκαλεί άχρηστα τα δύο τρίτα του δημόσιου τομέα!
Δε θα σταθώ στα φαιδρά που ακούγονται σε όλες τις ραδιοσυχνότητες και τις τηλεοπτικές συχνότητες (σ.σ. έχουν φτάσει στο σημείο να εξισώνουν τις συνολικές δαπάνες του προϋπολογισμού με τις πληρωμές του δημοσίου, χωρίς να κοκκινίζει το μάγουλό τους). Θα επιμείνω όμως στην συντονισμένη ξετσιπωσιά του «30%», την οποία επαναλαμβάνουν εν χορώ πολιτικοί του πασοκικού περιβάλλοντος (δηλ. Μάνος, Ανδριανόπουλος, Μπακογιάννη, Παπαδόπουλος κ.λπ.). Τα παρακάτω διαγράμματα του ΟΟΣΑ μιλούν από μόνα τους σχετικά με την ελληνική περίπτωση, η οποία -σύμφωνα με τους πολιτικούς μας πατρώνες- αποτελεί εξαίρεση στη διεθνή καπιταλιστική χρηματοπιστωτική κρίση, καθώς ειδικά για τους «διεφθαρμένους Έλληνες» η κρίση χρέους ωφείλεται στις «υπέρογκες δημόσιες δαπάνες».
ΠΙΝΑΚΑΣ 1 Συνολικές Δημόσιες Δαπάνες, ως ποσοστό του ΑΕΠ: Όχι μόνο δεν βρισκόμαστε στην κορυφή των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά από την «εκσυγχρονιστική εποχή» (Σημίτη) οι συνολικές δαπάνες παραμένουν σταθερές σε σχέση με το ΑΕΠ (Πηγή: ΟΟΣΑ)

ΠΙΝΑΚΑΣ 2 Κοινωνικές Δαπάνες, ως ποσοστό του ΑΕΠ: Η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ υστερώντας σαφέστατα στις δημόσιες κοινωνικές δαπάνες σε σχέση με τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης (Πηγή: ΟΟΣΑ, 2005).

ΠΙΝΑΚΑΣ 3 Δαπάνες Υγείας, ως ποσοστό του ΑΕΠ: Ακόμη και οι ΗΠΑ (7,3%) έχουν μεγαλύτερη δημόσια δαπάνη στον τομέα της υγείας από την Ελλάδα (5,8%), η οποία υστερεί σε σχέση με όλες τις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Αντιθέτως, η αυξημένη ιδιωτική δαπάνη (κορυφαία για τα ευρωπαϊκά δεδομένα) υποδεικνύει την άμεση αναγκαιότητα στη βελτίωση και επαύξηση των δημοσίων υπηρεσιών (Πηγή: ΟΟΣΑ, 2007).

«Το δημόσιο είναι κομματικό»

Πράγματι. Το δημόσιο είναι κομματικό. Ολοσδιόλου. Όχι όμως για τους λόγους που πλασάρουν τα Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης. Δεν είναι μισό εκατομμύριο Δ.Υ. τρόφιμοι των βουλευτικών γραφείων, ούτε θαμώνες των τοπικών οργανώσεων των κομμάτων εξουσίας. Πολλοί από αυτούς είναι. Αρκετές χιλιάδες έχουν προσφύγει στον κομματάρχη του χωριού τους για να διαπράξουν το έγκλημα της… αναζήτησης ασφαλούς εργασίας. Εκείνοι που σίγουρα όμως αποτελούν προϊόντα του κομματικού σωλήνα είναι οι διοικητές τους, οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι και οι αντιπρόσωποί τους στα (εξουσιαστικά) συνδικαλιστικά όργανα. Τα πιο σάπια εκκρίματα της πυώδους αστικής εξουσίας. Κι αυτοί δεν πρόκειται να πάνε πουθενά. Δεν πρόκειται καν να χάσουν τα προνόμια της καρέκλας τους.
Εδώ και μία δεκαπενταετία, οι ηγεμόνες αυτού του τόπου μάς έχουν φάει τα αυτιά με την επανάσταση τουΑΣΕΠ. Ένα πράγματι διαφανές (για μία μεγάλη μάζα προσλαμβανομένων) συμβούλιο, του οποίου η δραστηριότητα επεκτείνεται και στους συμβασιούχους υπαλλήλους του δημοσίου. Το πνευματικό παιδί του ΠΑΣΟΚ έχει επιβλέψει τις προσλήψεις περίπου 300.000 μόνιμων, τακτικών και εποχικών υπαλλήλων του ευρύτερου δημοσίου τομέα.
Για πάνω από δέκα χρόνια, όλες οι υπαλληλικές θέσεις (εκτός διοικητών και κάποιων εκτάκτων και συμβασιούχων) καταλαμβάνονται ή όχι μέσω διαδικασιών του ΑΣΕΠ; Τι συνέβη τους προηγούμενους μήνες και το ξέχασαν έως και οι πνευματικοί πατέρες του; Πώς ανακάλυψαν οι γιαλατζί σοσιαλδημοκράτες ότι το δημόσιο έχει καταληφθεί από κομματικούς αργόμισθους; Κι αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, γιατί δεν έχουν παραπεμφθεί τόσο όσοι διοικούν και υπηρετούν τον ΑΣΕΠ όσο και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι για απάτη κατ’ εξακολούθηση; Προφανώς τα ερωτήματα είναι ρητορικά. Το ΠΑΣΟΚ (και από δίπλα η ΝΔ, το ΛαΟΣ, το ΔηΑρι και η ντορική Δήσυ) καθώς και οι μιντιακές τους υπηρέτριες έχουν βαλθεί να σας πείσουν ότι Δ.Υ. συνεπάγεται αποκλειστικά και μόνο κομματική πρόσληψη. Έτσι είναι, αν έτσι νομίζουν.
Κι ας δεχτούμε χάρην καφενειακής κουβεντούλας ότι το δημόσιο έχει όντως κατακλυστεί από κομματικούς καρεκλοκένταυρους. Ποιο το πλάνο της κυβέρνησης στην αναζήτηση αυτών των ανήθικων, άχρηστων και οικονομικά επιζήμιων στοιχείων (ανεξαρτήτως γαλαζοπράσινης -και ειδικά πράσινης- απόχρωσης); Ποια η μέριμνα για την τιμωρία τους με δυσμενή απόσπαση/μετάθεση, χρηματική ποινή ή ακόμη και οριστική απόλυση; Μήπως ο κάθε υπουργός του ΠΑΣΟΚ σταμάτησε να κουβαλάει μαζί του όπου πάει όλους τους τελειωμένους/συνταξιούχους/άεργους κομματικούς κολλητούς του (βλ. π.χ. Χρυσοχοϊδη με την παρέα του πρώην μπάτσου Νασιάκου και πρώην δικαστικού Διώτη στο υπ. ανάπτυξης); Κι άλλες ρητορικές ερωτήσεις…
Και μία άσκηση για εκείνους που γοητεύονται από την ιδέα της ορθολογικής απόσπασης και ακόμη πιο ορθολογικής απόλυσης των «αργόμισθων»: Μαντέψτε με ποια κριτήρια θα γίνουν οι αποσπάσεις (ή και απολύσεις). Ποιοι θα αποσπαστούν κι από αυτούς ποιοι για τις χειρότερες θέσεις στις πιο απομακρυσμένες υπηρεσίες; Δε θέλει και μεγάλη φαντασία. Κριτική ικανότητα και  μνήμη μόνο.

«Οι ΔΕΚΟ είναι ελλειμματικές»

It’ elementary my dear Watson!
Τους μισθούς και τα λειτουργικά έξοδα των ΔΕΚΟ δεν τις πληρώνει η κεντρική κυβέρνηση αλλά ο πολίτης, μέσω των τιμολόγησης των υπηρεσιών τους. Το κράτος τις επιχορηγεί, όπως επιχορηγεί οποιαδήποτε ιδιωτική εταιρεία (π.χ. Ολυμπιακή) για συγκεκριμένες κοινωνικές παροχές (π.χ. φθηνή ηλ. ενέργεια στις επιχειρήσεις, εισητήρια στους κατοίκους της παραμεθωρίου κ.λπ.). Οι ΔΕΚΟ δεν είναι ούτε νοσοκομεία, ούτε πανεπιστήμια, ούτε η αστυνομία και ο στρατός, που ως δωρεάν παροχές και λειτουργικές μονάδες του κράτους υπάγονται απευθείας σε αυτό.  Το να περιληφθούν τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ στο έλλειμμα της κεντρικής κυβέρνησης αποτελεί μία από τις καραμπινάτες απάτες, στις οποίες μας έχει συνηθίσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Για την ακρίβεια θα ισοδυναμούσε με το να περιληφθούν τα ελλείμματα της Aegean σε εκείνα του κράτους, λόγω των επιδοτούμενων δρομολογίων στα νησιά! Πρόκειται για μία ακόμη ελληνική πρωτοτυπία (διά χειρός ΓΑΠ). Επιπροσθέτως, το ΠΑΣΟΚ επένδυσε πάνω στη διακομματική (σ.σ. Σημίτη και Καραμανλή) πρακτική με τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ, τα οποία εκτοξεύονταν από το γεγονός ότι το κράτος δεν απέδιδε τις υποχρεώσεις του προς αυτές (προκειμένου τη μείωση των εμφανιζόμενων δαπανών στον προϋπολογισμό) επιβάλλοντάς τους την κάλυψη των χρεών με τραπεζικό δανεισμό, με σκοπό τόσο να στηρίξει το παραπλανητικό επιχείρημα «για όλα φταίνε οι προηγούμενοι», όσο όμως και να ολοκληρώσει -με το μικρότερο δυνατόν πολιτικό κόστος- την πολιτική ξεπουλήματος των δημοσίων υπηρεσιών σε διαπλεκόμενους ιδιώτες.
Όμως δεν είναι αυτή η ουσία, αλλά αυτός καθεαυτός ο κοινωνικός ρόλος των ΔΕΚΟ. Όταν θες να έχεις φθηνό εισητήριο στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και προσιτό τιμολόγιο ηλεκτρισμού στα νοικοκυριά δεν βάζεις πρώτη προτεραιότητα την κερδοφορία των αντίστοιχων επιχειρήσεων. Όταν ανεβάζεις το εισητήριο στα ΜΜΜ κατά 50% προκειμένου να κάνεις την ΕΘΕΛ κερδοφόρα (σ.σ. σιγά την οικονομική διάνοια) αποφασίζεις ότι οι μεταφορές δεν αποτελούν αγαθό κοινής ωφέλειας. Τόσο απλά. Η μονομερής ανάγνωση (σ.σ. ηθελημένη όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της προηγούμενης παραγραφου) των ελλειμμάτων οδηγεί, με τη λογική του κοινωνικού αυτοματισμού, στο συμπέρασμα ότι πρέπει να μειώσεις τις δαπάνες κάθετα ή και να αυξήσεις τα έσοδα. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι οι δαπάνες στις ΔΕΚΟ δεν πρέπει να εξορθολογιστούν. Όχι όμως με αυτοσκοπό την κερδοφορία, αλλά τις καλύτερες υπηρεσίες. Είδατε κάποια ανάλογη πρόνοια στο σχέδιο ανασυγκρότησης του ΟΣΕ; Για το γεγονός ότι η Δυτική Πελοπόννησος δεν έχει εν έτει 2010 σιδηροδρομική σύνδεση φταίνε οι αποδοχές των μηχανοδηγών; Ή μήπως τα ΑΜΕΑ που πλέον δεν τυγχάνουν μειωμένου εισητηρίου «τα έφαγαν» μαζί με τον Πάγκαλο;
Με δεδομένο το επίπεδο δημοσίων υπηρεσιών στη χώρα μας, η ανάγνωση του Πίνακα 2 παραπάνω δημιουργεί θλίψη. Κι όμως, υποσχέθηκαν περικοπές. Περικοπές δρομολογίων (στις ακριτικές περιοχές), περικοπές μισθών (οριζόντιες), περικοπές δαπανών (γενικά και αόριστα). Το μόνο που αυξάνεται είναι το τιμολόγιο. Οι ΔΕΚΟ δεν είναι ελλειμματικές, γιατί και ο όρος από μόνος του είναι βλακώδης (σ.σ. αν ήταν απλώς κερδοφόρες ενδεχομένως δε θα ήταν κοινωφελείς). Οι ΔΕΚΟ, αποφασίστηκε, απλώς να εξαφανιστούν!
Σημείωση: ο υπογράφων έχει υπάρξει επιτυχών του ΑΣΕΠ αλλά ουδέποτε θαμώνας προθάλαμου κομματικού γραφείου. Έχει δε -κακώς, όπως αποδείχτηκε από την εμπειρία του στον «υγιή» ιδιωτικό τομέα- αρνηθεί την πρόσληψή του, γιατί επιβλήθηκε η πεποίθησή του ότι το «δημοσιοϋπαλληλίκι» αφορά όσους δεν έχουν όνειρα στη ζωή τους. Ουδείς… αναγκύλωτος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

  • Αποτελέσματα Απογραφής Δ.Υ.
  • Ο μύθος του υπερπληθυσμού των Δ.Υ. “Ιός”
  • Α.Σ.Ε.Π., ν.2190/1994
  • Οι μύθοι του Δημόσιου… τέρατος. Cynical (http://e-cynical.blogspot.com/2010/01/blog-post_21.html)
  • Ελληνική πρωτοτυπία ο συνυπολογισμός των ελλειμμάτων των ΔΕΚΟ στο έλλειμμα του προϋπολογισμού. Σ. Λέκκας

ΠΡΟΣΕΧΩΣ

ΜΕΡΟΣ Β’: Το δημόσιο ως κρατικό λάφυρο και το κράτος ως ιδιωτικό λάφυρο. Ο παρασσιτικός ιδιωτικός τομέας, ως αιτία των ελλειμμάτων.
ΜΕΡΟΣ Γ’: Ειδικότητα Δημόσιος Υπάλληλος. Ο μύθος της «αναδιάρθρωσης» του Δημοσίου Τομέα και η μεγάλη «βούτα» των ιδιωτών στις δημόσιες υποδομές και στο φθηνό καταρτισμένο προσωπικό.
______________________________

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Φώτης Τερζάκης – Κρίση

Όπως είχα υποσχεθεί αναδημοσιεύω το κείμενο του Φώτη Τερζάκη με τίτλο “Κρίση” το οποίο βρίσκεται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ.
Τις θερμές μου ευχαριστίες στον deadmanwalking από το poetry bar.
risinggalaxy
ΚΑΤΗΦΕΙΑ, ΖΟΦΟΣ και ανασφάλεια πλανιώνται πάνω από την ελληνική κοινωνία. Το πρόγραμμα σταθεροποίησης που επέβαλαν ΔΝΤ και Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται αντιληπτό ως απειλή για τα «κοινωνικά κεκτημένα» της Μεταπολίτευσης και κουρελιάζει οριστικά εκείνη την καταναλωτική ευφορία που συνεπήρε επί τρεις περίπου δεκαετίες μικροαστικά και μεσαία στρώματα, λαθρεπιβάτες στο τραίνο της ευρωπαϊκής «ανάπτυξης» που πίστεψαν ότι έχουν απεριόριστο ελευθέρας στον επί πιστώσει παράδεισο μιας ιλουστρασιόν Δύσης. Με κουτοπόνηρη αμεριμνησία αφέθηκαν να ξεγελαστούν από ανενδοίαστες πολιτικές ηγεσίες, σάρκα εκ της σαρκός τους άλλωστε, για τις οποίες είναι εδώ και μισό αιώνα τουλάχιστον ––και ανεξαρτήτως πολιτικών αποχρώσεων–– άρθρο πίστεως το «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ιδού λοιπόν τα επίχειρα της υπολογιστικής δουλικότητας, η δίκαιη αμοιβή τού υποτακτικού που έχει κάνει τέχνη των προσεταιρισμό των ισχυρών με την ελπίδα ότι θα καρπωθεί και ο ίδιος ένα περίσσευμα της ισχύος.
Ασφαλώς η ελληνική κοινωνία έπρεπε να πληρώσει. Για τί πράγμα όμως, είναι το κρίσιμο ερώτημα. Για την ανευθυνότητα, την αναξιοπιστία, τον παρασιτισμό της, λένε ορισμένοι, τα «τριτοκοσμικά» της χαρακτηριστικά – την έλλειψη δηλαδή εκείνης της ορθολογικότητας που θα την έκανε αντάξια του «ανεπτυγμένου κόσμου» στον οποίον φιλοδοξούσε να συμμετάσχει. Ξεχνούν όμως να μας πουν ποιος εξώθησε, και με ποιους εκβιαστικούς τρόπους, μία κοινωνία πρότινος στερημένη και τραυματισμένη από τον εμφύλιο διχασμό, την αμερικανοκίνητη δικτατορία και την ταπεινωτικήΝΑΤΟϊκή κηδεμονία στην υιοθέτηση των μοντέλων της παγκόσμιας αγοράς και σ’ εκείνες τις καταναλωτικές συμπεριφορές που απαιτούσε η αναπαραγωγή του διεθνοποιούμενου κεφαλαίου· ποιος κατέστρεψε την παραγωγική της αυτάρκεια εντάσσοντάς την σ’ έναν πανευρωπαϊκό (αναπόσπαστο τμήμα τού παγκόσμιου) καταμερισμό εργασίας, εξαρθρώνοντας τις αγροτικές της υποδομές, τη μικρή κατά τόπους παραγωγή και τις άτυπες συναλλακτικές σχέσεις, για να την μεταμορφώσει σε εξάρτημα της παγκόσμιας τουριστικής βιομηχανίας, κέντρο διοίκησης επιχειρήσεων και κόμβο χρηματιστικών και χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων για την Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια ή και την υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη – στην προοπτική τού οποίου σχεδιασμού χρηματοδοτήθηκαν φαραωνικά προγράμματα όπως τα μεγάλα έργα στην Αττική, η είσοδος στην ΟΝΕ και το όνειδος της Ολυμπιάδας του 2004· ποιος εξώθησε σε εγκληματικά ανεξέλεγκτο δανεισμό την οικιακή οικονομία, όπως τηρουμένων των αναλογιών και τον ίδιο τον κρατικό προϋπολογισμό, πέραν της ενδημικής διαφθοράς και κακοδιαχείρισης που απλώς επιδείνωσαν την κατάσταση κι επιτάχυναν μια εξέλιξη η οποία ήταν εν πολλοίς δρομολογημένη: διότι όσο απελπιστική κι αν παρουσιάζεται η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας σήμερα, η Ελλάδα κάθε άλλο παρά μόνη βρίσκεται στο ικρίωμα του δημόσιου χρέους, και οι ελληνικές ιδιομορφίες προφανώς δεν αρκούν για να εξηγήσουν την κανονικότητα με την οποία ο δημοσιονομικός στραγγαλισμός καραδοκεί τη μία μετά την άλλη τις χώρες του κόσμου, προχωρώντας αμείλικτα από τις περιφέρειες προς τα κέντρα.
Το ασυγχώρητο έγκλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι μάλλον ο αυτισμός της. Το ότι καθ’ έξιν ––και αυτό αφορά όχι μόνο την κρίσιμη λαϊκή μάζα αλλά σε μεγάλο ποσοστό και τους διανοουμένους της–– αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως  μεμονωμένη και λίγο πολύ μοναδική περίπτωση, ότι αγνοεί συστηματικά τί συμβαίνει έξω από τα σύνορά της, ότι είναι ανίκανη να εντάξει τα όσα διαδραματίζονται στη μικρή και αμελητέα εσωτερική της σκηνή στο πυκνό πλέγμα τής διεθνούς πραγματικότητας. Αν απλώς κάποιοι είχαν παρακολουθήσει τί συμβαίνει εδώ και τριάντα-σαράντα χρόνια, ας πούμε, στην Τανζανία ή στην Μπουρκίνα Φάσο και στο μεγαλύτερο μέρος τής Αφρικής, για να μην αναφέρουμε περιπτώσεις πιο πρόσφατες όπως της Αργεντινής, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας ή της Λεττονίας, θα έβλεπαν καθαρά ποια είναι τα βήματα που έφεραν αυτή τη στιγμή εδώ την Ελλάδα – με την Ιταλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία ν’ ακολουθούν σε απόσταση αναπνοής… Με μία λέξη, από τις ημέρες της αποαποικιοποίησης στη δεκαετία του 1960, το κατά κεφαλήν εισόδημα στις περισσότερες χώρες του «αναπτυσσόμενου» κόσμου έχει πέσει περίπου στο μισό, ενώ το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευθεί σε αστρονομικούς αριθμούς, και συνεχίζει ν’ αυξάνεται… Είναι το τίμημα της ένταξής τους στο παγκόσμιο διακρατικό σύστημα με όρους οικονομίας της αγοράς, επιλογή εξαναγκασμένη από τους πρώην δυνάστες τους, οι οποίοι εγκαταλείποντας τις κτήσεις τους διασφάλισαν τη διαρκή οικονομική τους εξάρτηση από τα μητροπολιτικά κέντρα. Αφού κατέστρεψαν με τις μονοκαλλιέργειες και τον βιομηχανικό καταμερισμό της εργασίας την τροφική τους αυτάρκεια, αφού εξάρθρωσαν τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές κι επέβαλλαν τη χρηματική οικονομία, τις εξανάγκασαν στη συνέχεια ν’ αγοράζουν εκείνο που τους έκλεψαν με όρους οι οποίοι τις τοποθετούν αυτομάτως στο κατώτατο όριο της παγκόσμιας πυραμίδας του πλούτου: το μεροκάματο ενός ινδονήσιου εργάτη στις κακαοφυτείες της Ιάβας δεν αρκεί για ν’ αγοράσει μια σοκαλάτα συσκευασμένη στο Βέλγιο ή στην Ολλανδία. Τα κράτη που γεννήθηκαν με αυτό τον τρόπο, σκελετός των οποίων ήταν η ίδια η αποικιακή διοίκηση, επανδρώθηκαν από μια τοπική ελίτ σπουδασμένη στα πανεπιστήμια των αποικιακών κέντρων και, ως εκ τούτου, αποκομμένη από τον ιθαγενή πληθυσμό και συνηθισμένη να ταυτίζει τα συμφέροντά της με τα συμφέροντα εκείνων. Από την εξαρτημένη αυτή θέση έπρεπε να δανείζονται για να χρηματοδοτήσουν τη λειτουργία τους, και οι δανειστές τους επέβαλλαν περαιτέρω πολιτικούς όρους που είχαν μοναδικό στόχο την «αξιοποίηση» της επένδυσής τους – δηλαδή, τη διαρκή εξαθλίωση των πληθυσμών οι οποίοι γίνονταν έτσι φτηνή εργατική δύναμη στο έλεος των δυτικών κεφαλαίων (δημιουργήθηκαν άλλωστε ειδικοί θεσμοί γι’ αυτό, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι ένας από τους αποτελεσματικότερους…). Και όποτε τύχαινε να εμφανιστεί ένας υπερήφανος ηγέτης που οραματιζόταν την ανεξαρτησία τής χώρας του και μια καλύτερη μοίρα για τον πληθυσμό της, τί ευκολότερο από το να κινητοποιηθούν δυο-τρεις επιλοχίες με γυαλιάrayban και αμερικανικά (ή βρετανικά ή γαλλικά) τζιπ για να τον κρεμάσουν στη μέση της πλατείας;
Αυτό, εν ολίγοις, στη δεκαετία του ’60 και του ’70 λέγαμε «νεοαποικισμό». Σήμερα η λέξη σπανίως ακούγεται· έχουμε επινοήσει νέες και πιο εξωτικές, όπως «παγκοσμιοποίηση» ή «αυτοκρατορία», που μας δίνουν την όμορφη ψευδαίσθηση ότι λέμε κάτι καινούργιο. Το κακό είναι ότι μας εμποδίζουν να δούμε τη συνέχεια ανάμεσα στα φαινόμενα που υποτίθεται ότι περιγράφουν. Και το θεμελιώδες φαινόμενο του οποίου την εκδίπλωση περιγράφουν ακούει σε ένα ακόμη πιο πολύχρηστο όνομα, που ο χειρισμός του ––δυστυχώς!–– αφήνει μικρά περιθώρια στους μεταμοντέρνους διανοούμενους ν’ ακουστούν πρωτότυποι:καπιταλισμός, κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής δηλαδή καιοικονομία της αγοράς, ή καθολική μεσολάβηση του γενικού ισοδυνάμου (της φετιχισμένης μορφής χρήμα). Αν το κτηνώδες αποικιακό εγχείρημα σηματοδοτεί την έναρξη του καπιταλισμού, αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα και την πρώτη απόπειρα παγκοσμιοποίησής του – πράγμα που σημαίνει, μια ροπή προς την παγκοσμιοποίηση πρέπει να θεωρείται εγγενής στον καπιταλισμό, μέρος τής ίδιας του της φύσης. Ακριβέστερα: εκείνο που έχει ο καπιταλισμός κοινό με τον καρκίνο είναι ότι χρειάζεται διαρκώς υγιείς ιστούς για ν’ αναλώνει – μη καπιταλιστικές κοινωνίες, μη εμπορευματοποιημένες πτυχές της κοινωνικής ζωής, μια προϋφιστάμενη βιόσφαιρα. Σύροντάς τα στον κύκλο τής εμπορευματοποίησης, όπως λέμε, τα «αξιοποιεί», δηλαδή τα στραγγίζει απ’ όλα τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά και τα αναλώνει. Οπότε χρειάζεται αμέσως καινούργια θύματα. Αυτή είναι και η σοβαρότερη εγγενής του αδυναμία: αν δεν απομυζά ασταμάτητα κάτι ζωντανό, το χρήμα παύει να γεννάει χρήμα και η μηχανή κινδυνεύει με εμπλοκή. Αυτό είναι που λέμε «δομική κρίση».
Εκείνο που συμβαίνει σήμερα, στη λεγόμενη εποχή της παγκοσμιοποίησης, είναι ότι αυτή η διαδικασία βρίσκεται πολύ κοντά στο σημείο να ολοκληρωθεί: πολύ κοντά στο να μην έχει απομείνει τίποτα έξω από τον θανάσιμο εναγκαλισμό τής χρηματικής οικονομίας και της κεφαλαιοκρατικής «αξιοποίησης», τίποτα πλέον το παρθένο για ν’ αναλωθεί, οπότε ο καπιταλισμός είναι αναγκασμένος να φάει τις ίδιες του τις σάρκες. Αυτό στην τεχνική γλώσσα των αναλυτών του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (που τόσο άσχημα τους διαβάζουν οι αυτοαποκαλούμενοι κληρονόμοι τους) λέγεται «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους» και «κρίση υπερσυσσώρευσης». Είναι ακριβώς η ταυτότητα της κρίσης που διανύουμε, της οποίας τα συμπτώματα έχουν τρομοκρατήσει την παγκόσμια κοινωνία, και μέρος των συμπτωμάτων αυτών είναι η τραγωδία μιας αλυσίδας χωρών που ξεκινάει ––έχει προ πολλού ξεκινήσει–– από την «υπανάπτυκτη» περιφέρεια και φτάνει αισίως πλέον, διαδοχικά, στην Ανατολική και στη Νότιο Ευρώπη. Όχι βεβαίως ότι προορίζεται να σταματήσει εδώ: τα σημάδια έχουν πυκνώσει ήδη στην καρδιά των κοινωνιών που θεωρούνται ––και είναι–– οι ατμομηχανές της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής οικονομίας.
Πώς φτάσαμε λοιπόν ως εδώ;
Το 2008, όταν έσκασε η βόμβα, μιλούσαν όλοι για χρηματοπιστωτική κρίση· σήμερα, δύο χρόνια αργότερα, έχει πάρει τη μορφή δημοσιονομικής κρίσης. Εκείνο που συνέβη εν τω μεταξύ είναι ότι οι κρατικές οικονομίες συμφώνησαν να διασώσουν τον κλονισμένο χρηματοπιστωτικό τομέα δημιουργώντας υπέρογκες τρύπες στους δικούς τους προϋπολογισμούς, τις οποίες τώρα πασχίζουν ν’ αναπληρώσουν με μια ληστρική ––και απεγνωσμένη–– λεηλάτηση των ίδιων των εργαζόμενων πληθυσμών τους. Απεγνωσμένη επειδή, αν δει κανείς καθαρά την πορεία των συμβάντων που οδήγησαν ως εδώ, θ’ αντιληφθεί ότι το φάρμακο είναι χειρότερο από την ασθένεια που καλείται να θεραπεύσει. Διότι, ας μην υπάρχουν επ’ αυτού αυταπάτες, η κρίση για την οποία μιλάμε έχει ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, και στα τέλη της δεκαετίας του ’80 έφτασε ήδη στην πρώτη της κορύφωση. Τότε, απέναντι στην καλπάζουσα ύφεση που θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε κραχ όμοιο με του 1929, επινοήθηκε η στρατηγική του μαζικού δανεισμού και της χρηματιστικής αξιοποίησης κεφαλαίων τα οποία πλεόναζαν και ήταν αδύνατο πλέον να αξιοποιηθούν στην παραγωγική σφαίρα: σαν να λέμε, αφού εξαντλήθηκαν τα όρια εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργατικής δύναμης, των μη-ακόμη καπιταλιστικών κοινωνιών και της ίδιας της φύσης, σύρεται στην κολασμένη τροχιά τής εμπορευματοποίησης και αυτός ο χρόνος, καθώς προεξοφλείται και αναλώνεται η δυνητική παραγωγή (αυτό είναι το ακριβές νόημα της αντιστροφής των παραδοσιακών σχέσεων παραγωγικού-χρηματιστικού κεφαλαίου υπέρ του δεύτερου)·  και αν αυτή δεν πραγματοποιηθεί στον αναμενόμενο χρόνο και στο αναμενόμενο ύψος, κάτι που είναι αναπόφευκτο, ακολουθεί η αλυσίδα καταστροφών που παρακολουθήσαμε το 2008, δήθεν έκπληκτοι. Τίποτα δεν είναι πιο εξοργιστικό ––και αβυσσαλέα παραπλανητικό–– από τις κούφιες ηθικολογικές κραυγές κατά των «κερδοσκόπων» που ακούστηκαν τότε, κι εξακολουθούν να ακούγονται, από στόματα «προοδευτικών» και «αριστερών» κάθε είδους: λες και υπάρχει μια έντιμη και ηθική παραγωγική οικονομία στην οποία θα πρέπει να επιστρέψουμε, λες και το κέρδος δεν είναι η καταστατική αρχή που κινεί την καπιταλιστική οικονομία, λες και δεν είναι αυτή η οικονομία στις κλασικές, καταστατικές της αρχές δύναμη στραγγαλισμού τής ανθρώπινης ζωής και της φύσης στο ικρίωμα της «αξιοποίησης», αέναης δηλαδή κερδοφορίας του κεφαλαίου που είναι η μόνη αξία και ο μόνος σκοπός, και σε τελευταία ανάλυση λες και δεν ήταν αυτή η φυγή προς τα εμπρός του κερδοσκοπικού κεφαλαίου προϊόν της «κανονικής» λειτουργίας του καπιταλισμού, τη στιγμή που η μόνη εναλλακτική εκδοχή ήταν η πλήρης κατάρρευσή του! Τη στιγμή όμως που αυτή η κατάρρευση είχε ξαναμπεί στην ατζέντα πολλών ριζοσπαστικών κινημάτων στην Ευρώπη και στην Αμερική (και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, οπωσδήποτε) γύρω στα 1970, όλες οι «προοδευτικές» δυνάμεις της κοινωνίας, περιλαμβανομένων των οργανώσεων της κοινοβουλευτικής αριστεράς και των Κομμουνιστικών Κομμάτων, συστρατεύθηκαν για να τον στηρίξουν με κάθε τίμημα. Αυτοί οι ίδιοι τώρα θρηνούν για την επικράτηση του «νεοφιλελευθερισμού» και για την άρση των «κοινωνικών κεκτημένων», που ήταν στην πραγματικότητα το εχέγγυο της ενσωμάτωσής τους στο υπάρχον πολιτικό σύστημα!
Το «κράτος πρόνοιας» που νοσταλγούν οι μελιστάλακτοι αυτοί δημοκράτες, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι «κατάκτηση» των δυνάμεων της εργασίας, ήταν ένας μηχανισμός αποτροπής της κατάρρευσης του καπιταλισμού τη στιγμή που προσέκρουσε στην προηγούμενη τέτοια κρίση υπερσυσσώρευσης, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’20 (είναι αξιοπρόσεκτο ότι οι κρίσεις αυτές συμπίπτουν με την κορύφωση των σημαντικότερων επαναστατικών γεγονότων του εικοστού αιώνα). Ήταν ακόμη ένας τρόπος να υπαχθούν όλες οι δυνάμεις της κοινωνίας, ασφαλώς η εργασιακή δύναμη αλλά και οι μέχρι τότε εξαιρούμενες από την παραγωγική εργασία δραστηριότητες, στον κύκλο της εμπορευματικής αξιοποίησης, και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με τον δεσποτικό άνωθεν σχεδιασμό (δηλαδή, από το ίδιο το κράτος ως πράκτορα των μονοπωλιακών συμφερόντων, όπως πειραματικά έβαλαν σ’ εφαρμογή οι λεγόμενοι ολοκληρωτισμοί, το πραγματικό θερμοκήπιο του «κοινωνικού κράτους»)· η συγκεντροποίηση αυτή αντικατοπτρίστηκε και στη διεθνή πολιτική, όπου ο ανταγωνισμός μεμονωμένων αποικιακών αυτοκρατοριών για τον έλεγχο των παγκόσμιων πλουτοπαραγωγικών πηγών έδωσε τη θέση του σε λίγους μεγάλους άξονες ισχύος με μια υπερδύναμη στο κέντρο και γύρω της ένα σύστημα δορυφορικών κρατών, ενώ η στρατιωτική κατοχή κρίθηκε ασύμφορη και τη θέση έδινε όλο και περισσότερο σε μορφές οικονομικού καταναγκασμού υπό την έννοια της μετατροπής τής παγκόσμιας κοινωνίας σε ενιαία, ελεγχόμενη από τα δυτικά χρηματιστηριακά κέντρα, αγορά (το σύστημα νομισματικών ισοδυναμιών που καθιερώθηκε στο Μπρέτον-Γουντς ήταν το κατεξοχήν εργαλείο για την αποκρυστάλλωση μιας παγκόσμιας ιεραρχίας ισχύος, προπομπός της σημερινής λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης»…). Δόλωμα γι’ αυτούς τους μετασχηματισμούς, αλλά και αναγκαίος όρος για την ανακύκληση της εμπορευματικής παραγωγής, ήταν η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των ασφυκτικά ελεγχόμενων μαζών του ανεπτυγμένου τουλάχιστον κόσμου, υπό τον όρον ότι υπήρχαν ακόμα περιθώρια αντιστάθμισης του κεφαλαιοκρατικού κέρδους από την υπερεντατική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Η ξέφρενη τεχνολογική καινοτομία και η προϊούσα οικοκτονία ανήγγειλαν το τέλος αυτής της ευφορικής περιόδου του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Αυτοί έμελλαν να είναι και οι κύριοι πρωταγωνιστές, όπως φαίνεται, στους ραγδαίους ανασχηματισμούς της δεκαετίας του ’70. Η περιβαλλοντική εξάντληση πρόβαλε με τη μορφή της πετρελαϊκής κρίσης που ανέβασε απότομα το κόστος της παραγωγής και των μεταφορών, ενώ οι εφαρμογές της τελευταίας τεχνολογικής επανάστασης ––η γενίκευση του αυτοματισμού–– εμφανίστηκαν ως προσωρινό αντίδοτο που θα τόνωνε την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Ο τεράστιος τεχνολογικός ανασχηματισμός που επακολούθησε, όμως, είχε μια μοιραία συνέπεια που έθιγε τη βαθύτερη δομή του καπιταλισμού: καθιστώντας την ανθρώπινη εργασία όλο και περισσότερο περιττή, και κατά κάποιον τρόπο ασύμφορη, μείωνε τις δυνατότητες απόσπασης υπεραξίας, άρα πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, ενώ πυροδοτώντας δομική ανεργία, συνεπώς μειούμενη αγοραστική δύναμη σε αυξανόμενα ποσοστά του πληθυσμού, δυσχέραινε την ανακύκληση των εμπορευμάτων στην αγορά, άρα κρίσης υπερπαραγωγής. Η τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας που επέτρεπαν οι νέες, αυτοματοποιημένες μορφές εργασίας γινόταν θηλειά στο λαιμό του καπιταλισμού, εφόσον εμμένοντας αυτός στη μεγιστοποίηση του κέρδους έπρεπε ν’ αποκλείσει τόσο την ισοκατανομή του ελεύθερου χρόνου, δηλαδή την απελευθέρωση του συνόλου της ανθρωπότητας από ένα μεγάλο ποσοστό ετερόνομης εργασίας, όσο και τη μείωση των ρυθμών της λεγόμενης «ανάπτυξης», δηλαδή της ανάλωσης ανθρώπων και φυσικών πόρων στην ξέφρενη επιδίωξη κερδοφορίας. Υπό αυτές τις συνθήκες επινοήθηκε η απονενοημένη στρατηγική τού «υπερχρέωση ή θάνατος» – που αποδείχθηκε τελικώς υπερχρέωσηκαι θάνατος.
Παρ’ όσα επακολούθησαν δεν έχουμε πάψει να περιστρεφόμαστε γύρω από αυτό το σημείο. Η σημερινή λυσσαλέα επίθεση των καταφανώς τρομαγμένων κεφαλαιοκρατικών ελίτ στον κοινωνικό κόσμο από την εκμετάλλευση του οποίου εξασφαλίζουν την υπεροχή και τα προνόμιά τους, η αδυσώπητη καταλήστευση όσων απομένουν αιχμάλωτοι στη μισθωτή εργασία και η αδιαφορία ––ουσιαστικά μεθοδευμένη εξόντωση–– για τη αυξανόμενη μάζα που καταφανώς περισσεύει, δεν λύνει το παραπάνω δομικό πρόβλημα, τουναντίον το επιτείνει. Επικρατούσα στρατηγική σε αυτές τις συνθήκες είναι το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», και ο απεγνωσμένος αγώνας  των κατεχόντων για διασφάλιση των αθέμιτων κεκτημένων τους εξομοιώνει όλο και περισσότερο τον παγκόσμιο καπιταλισμό των ημερών μας με το οργανωμένο έγκλημα. Ο γενικευμένος κοινωνικός πόλεμος, χωρίς στρατηγική και κανόνες, χωρίς αναστολές και οίκτο από καμία πλευρά, μοιάζει να είναι η πραγματικότητα που μας περιμένει τις ημέρες που έρχονται.
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΛΟΙΠΟΝ να κάνουμε;
Οι αναλύσεις περισσεύουν, εκείνο που όλοι ζητούν είναι προπαντός πρακτικές λύσεις. Το δυσκολότερο ίσως δεν είναι να πει κανείς τί πρέπει να γίνει, αλλά το πώς μπορεί να γίνει αυτό που θα έπρεπε. Πώς οι άνθρωποι δηλαδή μπορούν να κινητοποιηθούν ώστε να δράσουν με τον τρόπο που μια στοιχειωδώς ορθολογική ανάλυση της κατάστασης υποδεικνύει. Στο επίπεδο της κρατικής πολιτικής, αν ακόμα υπάρχει τέτοιο πράγμα, για παράδειγμα, υποστηρίζεται από ένα μεγάλο μέρος της ακροαριστερής διανόησης η μονομερής έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η κήρυξη στάσης πληρωμών για την Ελλάδα. Η θέση αυτή είναι οπωσδήποτε ορθή από θέση αρχής· αναρωτιέται κανείς ωστόσο πώς, υπό τον παρόντα συσχετισμό δυνάμεων, θα ήταν δυνατή μια επιστροφή στο εθνικό νόμισμα χωρίς αυτό να σημάνει αυτομάτως πολλαπλασιασμό των οικονομικών αποκλεισμών της χώρας και τελεσίδικο σταγγαλισμό της. Η χάραξη μιας αυτόνομης οικονομικής/νομισματικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο υπό τις υπάρχουσες συνθήκες και με την παρούσα κατάσταση της παραγωγικής υποδομής, φοβάμαι, παρουσιάζεται τόσο εφικτή όσο και η υπόθεση του σοσιαλισμού «σε μία μόνη χώρα». Εκείνο που θα έπρεπε να τεθεί ως στρατηγικός στόχος είναι μάλλον η διάλυση της ευρωζώνης, και αυτό απαιτεί συντονισμένη δράση εκ μέρους πολλών χωρών, σε πρώτη φάση τουλάχιστον εκείνων που θίγονται αμεσότερα από τους σκληρούς καταναγκασμούς του ευρωπαϊκού νομίσματος. Μία πολιτική συμμαχιών σε μεσογειακό επίπεδο εναντίον του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου, η οποία θα σφυρηλατούσε ταυτόχρονα οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς με τον Αραβικό κόσμο, κι εν συνεχεία με ένα ευρύτερο τόξο χωρών από τη Λατινική Αμερική, την Μέση Ανατολή, την Ασία και την Αφρική, με τακτικό στόχο τη ρήξη τής αλυσίδας του χρέους και στρατηγικό τη δημιουργία ενός διεθνούς αντιολιγοπωλιακού μετώπου που θ’ αντιπαρατασσόταν δυναμικά στην ιμπεριαλιστική Δύση και θα βραχυκύκλωνε τα σχέδια της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης, θα προσανατολιζόταν δυναμικά προς την τροφική αυτάρκεια, τη μεθοδευμένη απο-ανάπτυξη προς όφελος του κοινωνικού και περιβαλλοντικού πλούτου και, βεβαίως, τη χάραξη αυτόνομης πολιτικής των χωρών, ενώ θα ενίσχυε διεθνώς τη συνασπισμένη παρουσία τους μέσ’ από εντατικές οικονομικές, ενεργειακές, πολιτισμικές και κοινωνικές ανταλλαγές μεταξύ τους, φαίνεται ως η μόνη βιώσιμη πολιτική σε αυτό το επίπεδο. Θα θωράκιζε επίσης τις χώρες αυτές απέναντι στο ενδεχόμενο απροκάλυπτων στρατιωτικών επεμβάσεων εκ μέρους τού ολοκληρωτικού άξονα της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας (που αρθρώνεται ακόμα γύρω από τον ηγεμονικό συνασπισμό ΗΠΑ-Βρετανία-Ισραήλ-Αυστραλία): στο επίπεδο της πλανητικής πολιτικής, όπως και στο επίπεδο της μοριακής δράσης των κοινωνικών κινημάτων, συνιστά πάντα προτεραιότητα  ζωής και θανάτου να προσδιορίσουμε με ευκρίνεια ποιος είναι ο εχθρός.
Το ερώτημα είναι, ποιες χώρες θα ήταν υποψήφιες για μια τέτοια πολιτική όταν οι όροι του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού διασφαλίζουν τη μονοπώληση της πολιτικής εξουσίας από μέλη μιας ορισμένης ελίτ τής οποίας τα συμφέροντα είναι εν τοις πράγμασιν διαπλεγμένα με την διεθνή κεφαλαιοκρατική ολιγαρχία, και ποια συνεταγμένη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα θα είχε το σθένος και τη βούληση για μια τέτοια ιλιγγιώδη αλλαγή πλεύσης. Κανένα απολύτως σημάδι μιας τέτοιας δύναμης δεν υπάρχει στον ορίζοντα. Ούτε βεβαίως υπάρχει ένδειξη μιας χαλύβδινης συλλογικής βούλησης η οποία θα πίεζε ασφυκτικά, από τα κάτω, τις πολιτικές ηγεσίες οδηγώντας σε ρήξη το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα. Διότι οι αποφασιστικές αλλαγές κρίνονται όχι στο επίπεδο των ηγεσιών και της κρατικής πολιτικής αλλά στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης, στο επίπεδο της ανθρώπινης συλλογικότητας που είναι σε θέση, όταν πράγματι θέλει, να μεταβάλει το πολιτισμικό παράδειγμα και να πυροδοτεί κοσμοϊστορικές αλλαγές περιεχομένων.
Αναμφίβολα οι μάζες αυτές, και τα κινήματα που προορίζονται να συστήσουν την εμπροσθοφυλακή τους, θα αναγκαστούν να ασκήσουν μορφές βίας ικανής ν’ απαντήσει στην πολλαπλάσια βία των εγκληματικών συμφερόντων που στέκουν απέναντί τους. Το έργο που έχουν να επιτελέσουν δεν είναι όμως στρατιωτικής τάξεως και τίποτα δεν πρόκειται να κριθεί στο επίπεδο των συγκρούσεων ως τέτοιων. Όλα θα εξαρτηθούν από την ανάδυση ενός νέου συλλογικού φαντασιακού, ικανού να υλοποιηθεί σε συγκεκριμένες μορφές ζωής, στον επίμονο πειραματισμό με καινοφανείς τρόπους συμβίωσης, παραγωγής και συλλογικής αυτοδιαχείρισης. Η πολιτική αυτονομία, η κατά τόπους αυτοοργάνωση και ο οριζόντιος τρόπος λήψης των αποφάσεων είναι μια επίπονη και μακρόχρονη μαθητεία για υποκείμενα ––όπως όλοι εμείς–– που έχουν ανατραφεί και διαπαιδαγωγηθεί στον μολυσμένο αέρα της θεσμικής εθελοδουλίας· είναι ωστόσο η μόνη ελπίδα των ανθρώπων να γίνουν αληθινοί ρυθμιστές της ζωής τους, μιας ζωής που για πρώτη φορά ίσως θ’ αξίζει να τη ζήσουν. Το επιτακτικότερο πράγμα που ακολουθεί είναι ο αναπροσδιορισμός των ίδιων τους των αναγκών. Όσο οξύμωρο κι αν ηχεί, οι άνθρωποι είναι οι τελευταίοι που γνωρίζουν τί οι ίδιοι χρειάζονται, όταν η συστηματική χάλκευση των αναγκών τους και των καταναλωτικών τους προτύπων από και για λογαριασμό του σιδερένιου μηχανισμού ανακύκλησης του εμπορεύματος έχει γίνει από καιρό γι’ αυτούς δεύτερη φύση. Θα πρέπει να στραφούν σε μη οικονομικώς ανταλλάξιμα αγαθά, σε ποιοτικές μορφές ηδονής και εκπλήρωσης, δημιουργώντας ζώνες συναλλαγής εκτός της εμπορευματικής αγοράς, αδιαμεσολάβητες από το μορφή χρήμα. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι υπο τίς παρούσες συνθήκες στις περισσότερες χώρες του κόσμου αυτό είναι κατ’ ουσίαν παράνομο, αν σκεφτούμε τον καταναγκασμό που ασκεί στις κοινωνικές ανταλλαγές το ασφυκτικό σύστημα φορολόγησης-ασφάλισης· και αυτό αναπόδραστα σημαίνει ότι, σε κάποιον βαθμό, θα πρέπει να μάθουμε να αφήνουμε τους νόμους του ολιγαρχικού κράτους ν’ απονομιμοποιηθούν απλώς εκλαμβάνοντάς τους ως μη ισχύοντες, ως μη δεσμευτικούς για τη δράση μας, στον βαθμό που δεν έχουν προκύψει από πραγματική διαβούλευση στην οποία έχουμε λάβει μέρος. Οπωσδήποτε όμως υπάρχουν αρκετά περιθώρια ενδιάμεσων τακτικών: παραδείγματος χάριν, η σύσταση τοπικών αγορών με χρήση εκτός από το εθνικό νόμισμα μη μετατρέψιμων τοπικών νομισμάτων, όπως έχουν κάποιοι προτείνει. Τέτοια τοπικά συστήματα ανταλλαγής υπηρεσιών και αγαθών μπορούν να συμπληρώνονται με τη δωρεάν παροχή ενός όλο και μεγαλύτερου μέρους αγαθών και με την αυτοπαραγωγή, ώστε ο μισθός να μην χρειάζεται να καλύπτει παρά ένα όλο και μικρότερο μέρος των πραγματικών αναγκών. Προπαντός, χρειάζεται να αναπροσανατολιστούμε σε μια λογική των ανταλλαγών υπό την αρχαϊκή ––δηλαδή, εξαιρετικά μοντέρνα–– λογική του δώρου, τη μόνη που μπορεί να πλήξει στην καρδιά του το πλέγμα τής ανταλλακτικής αξίας και να εγγυηθεί μια σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τις αξίες χρήσης.
«Χρειάζεται», «πρέπει»:
κανονιστικότητες, δηλαδή, τις οποίες μοιάζει να περιγελά σκληρά το εμπράγματα ισχύον, η πραγματική συνείδηση των μαζών και τα τρέχοντα κίνητρά τους. Διότι οι μάζες αυτές, ας μη γελιόμαστε, παρά την ανώφελη κολακεία τους από θεωρητικούς οι οποίοι στις ημέρες μας τις χρίζουν ––ακόμα–– κυρίαρχο «λαό» ή ––πλέον–– δυνητικά επαναστατικό «πλήθος», μοιάζουν να βρίσκονται σε βαθύτερα ληθαργική κατάσταση απ’ ό,τι ποτέ άλλοτε στο πρόσφατο παρελθόν, απορροφούν άπληστα τις μολυσμένες αξίες των δημίων τους, ακόμα και στο χείλος της κατακρήμνισης ονειρεύονται κάποιου είδους θαυματουργή «έξοδο» που θα τους επιτρέψει να επιστρέψουν στον προηγούμενο ––κλονισμένο–– τρόπο ζωής και στρέφουν με ευκολία τη δίκαιη κατ’ αρχάς οργή τους όχι στους ίδιους τούς δυνάστες τους αλλά σε άλλες ομάδες εξαθλιωμένων, τις οποίες αντιλαμβάνονται ως αντεκδικητές στον δηλητηριώδη παράδεισο που τους υποσχέθηκαν, και τον οποίον ποτέ δεν θα έχουν. Ιδού η αχίλλειος πτέρνα όλων των ουτοπιών, όλων των ριζικών προγραμμάτων αναμόρφωσης της κοινωνίας: δεν μπορείς να εξαναγκάσεις τις μάζες να δράσουν με τον τρόπο που ονειρεύεσαι γι’ αυτές – σωτηρία με το στανιό, όπως λέμε, δεν υπάρχει… Κι αν είσαι στην ίδια βάρκα μαζί τους, δύσκολα θ’ αποφύγεις τη μοίρα να τις ακολουθήσεις στον βυθό.
Αυτό είναι το ανυπέρβατο όριο της θεωρίας, της ανεξάρτητης σκέψης. Είναι η έσχατη τραγωδία της, αν προτιμάτε. Αν όμως τη δύσκολη στιγμή όλοι στρέφονται σ’ αυτήν ζητώντας πιεστικά ιδέες και απαντήσεις, ας μπουν στον κόσμο τουλάχιστον να τις ακούσουν. Όσοι ζητούν απαντήσεις που ήδη ξέρουν, ας μη ρωτούν· όταν η αλήθεια και ο «ρεαλισμός» βρίσκονται σε πλήρη διάζευξη, ποιος μπορεί να υποχρεώσει, και στο όνομα ποιας αναγκαιότητας, τη θεωρία να γίνει νομιμοποιητής των κυρίαρχων ψευδαισθήσεων του καιρού της; Ασφαλώς και γνωρίζουμε τί πρέπει να γίνει· αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε σε θέση να υποδείξουμε πώς μπορεί να γίνει, διότι αυτό δεν μπορεί να το υποδείξει κανένας, ειμή μόνον εκείνος που βασίζεται στα μέσα εξαναγκασμού τα οποία ενδεχομένως διαθέτει για να επιβάλει επιλογές και συμπεριφορές στην ανθρώπινη συλλογικότητα. Ή, για το θέσω αλλιώς: σε στιγμές τόσο ασυνήθιστες όσο αυτή που διανύουμε, ο ύψιστος δυνατός ρεαλισμός έγκειται στο κατανοεί κάποιος, και να δείχνει καθαρά, το χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα σ’ εκείνο που πρέπει να γίνει και αυτό που μπορεί στην πράξη να γίνει.
http://wp.me/pPn6Y-48j

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Ας εξεγερθούμε!


Πριν ένα χρόνο όλοι οι θιασώτες του καπιταλισμού ισχυρίζονταν ότι η κρίση δεν οφείλονταν στις αγορές, αλλά μονομερώς σε κάποιους αδίστακτους και άπληστους τραπεζίτες, χρηματιστές και κερδοσκόπους που εκμεταλλεύτηκαν την απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών για προσωπικό όφελος.
Οι σοσιαλδημοκράτες από τη μεριά τους διακήρυτταν ότι η κρίση οφείλεται στις νεοσυντηρητικές πολιτικές και πανηγύριζαν για το «τέλος του νεοφιλελευθερισμού» και την επιστροφή του αγοραίου κρατισμού. Όλοι τους όμως απόκρυπταν το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση των αγορών αντανακλά δομικές αλλαγές στον καπιταλισμό και ότι η καπιταλιστική κρίση/κατάρρευση οφείλεται στις αντιδραστικές επεκτατικές αναδιαρθρώσεις και μετασχηματισμούς του καπιταλισμού, ως αποτέλεσμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Η προσπάθεια συσκότισης των πραγματικών αιτιών της κρίσης -η οποία δεν είναι κρίση πολιτικής διαχείρισης αλλά κρίση του καπιταλιστικού συστήματος– γίνεται προκειμένου να αποτραπεί η ανάπτυξη μιας μαζικής απειλητικής ριζοσπαστικοποίησης που δύναται να επιφέρει αυτή η διαπίστωση.
Ο καπιταλισμός όχι μόνο δεν πρόκειται να επιστρέψει σε προηγούμενες μορφές του «κοινωνικού συμβολαίου», αλλά το καταργεί υλοποιώντας νέες αντιδραστικές τομές, προβαίνει σε μια επιθετική συνολική αναδιοργάνωση των εκμεταλλευτικών και καταπιεστικών σχέσεων για να αναπαραγάγει την ολοκληρωτική εξουσία και κυριαρχία του και διατηρεί (ακόμα και εν μέσω κρίσης) σε υψηλά επίπεδα την κερδοφορία του κεφαλαίου και την υπάρχουσα κρατική ισχύ, καταστρέφοντας αξίες χρήσης, εργαζόμενους, κοινωνίες, ανθρώπινες ζωές, περιβάλλον. Δηλαδή η ίδια η κρίση είναι ο καπιταλισμός και ο σύμμαχός του το κράτος, που εδράζονται στην ύπαρξη του κέρδους, της εμπορευματικής κατα ναλωτικής κοινωνίας, της καταπίεσης και που περιθωριοποιούν και κάνουν τη ζωή και την εργασία λάστιχο και χρησιμοποιούν τους εργαζόμενους όταν και όποτε τους χρειάζονται για την αναπαραγωγή και την ισχύ τους. Μια στρατηγική που οι συνέπειές της είναι η διογκούμενη ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η εξαθλίωση και υποβάθμιση της ζωής των ανθρώπων, τα «εργατικά ατυχήματα»- δολοφονίες, η κυριαρχία στη γνώση, τον πολιτισμό, τη φύση, την κοινωνική ζωή.
Επιπλέον η κοινωνική και εργατική διαμαρτυρία αντιμετωπίζεται από τους κρατούντες με τόνους χημικών δακρυγόνων. Καταστέλλουν και ποινικοποιούν όποιον κοινωνικό και εργατικό αγώνα δεν τους αρέσει, αναβαθμίζουν και στελεχώνουν όλους τους κρατικούς μηχανισμούς ή δημιουργούν νέους (ομάδες ΔΙΑΣ, ΔΕΛΤΑ) για την εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και της «δημοκρατικής ομαλότητας», εισάγοντας το ενδεχόμενο ανοιχτής παρανομίας κάθε ανατρεπτικής κοινωνικοπολιτικής δράσης και μ’ αυτόν τον τρόπο τρομοκρατούν και ελέγχουν κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής στην πόλη, στο χωριό, στη γειτονιά, στη συνοικία.
Κοινωνικός εχθρός πλέον είναι εκείνος που δε συναινεί με την πολιτική εξουσία, δεν αναγνωρίζει το μνημόνιο, το πρόγραμμα σταθερότητας και αμφισβητεί έμπρακτα και συνολικά το σύστημα της κοινωνικής λεηλασίας. Πρόκειται για τη σκληρότερη επέλαση του καπιταλισμού. Μια κατάσταση πολέμου κράτους, κυβέρνησης και κεφαλαίου που η επίτευξή του πραγματοποιείται εξαιτίας της απόλυτης στήριξης των υπερεθνικών οργανισμών, που λειτουργούν ως μέσο και άλλοθι για την επιβολή όλων των επώδυνων αντικοινωνικών μέτρων, περιθωριοποιώντας μεγάλα κοινωνικά στρώματα, καταστρατηγώντας κατακτήσεις, υποτάσσοντας τα πάντα στην απόλυτη κυριαρχία τους και κερδίζοντας χώρο, άρα χρόνο, χρήμα και εξουσία.

Πραγματικοί και όχι συμβολικοί αγώνες

Σήμερα όλο το φάσμα της Αριστεράς με ιδεολογήματα και αιτήματα «αριστερού» κεϋνσιανισμού ευελπιστεί ότι θα ανακοπεί η κρίση. Απέναντι στην κρίση προτάσσει την επιστροφή στην προηγούμενη καπιταλιστική κατάσταση, απέναντι στη κρατική βία το συμβολισμό της ελεγχόμενης θυματοποίησης, απέναντι στο Μνημόνιο τη συσσώρευση δυνάμεων και την εξαργύρωση των αγώνων για τις εκλογικές αυταπάτες της, απέναντι στην ποινικοποίηση των κοινωνικών και εργατικών αγώνων την αστική νομιμότητα. Και εξαιτίας των παραπάνω, η επαναστατική ανατρεπτική λύση και απάντηση είναι ανύπαρκτη ή με ονειρώξεις μετατίθενται σε ένα αβέβαιο μέλλον, όπου η γη της επαγγελίας και ο επαναστατημένος άνθρωπος θα δημιουργηθούν αυτόματα σε μια νύχτα. Μέχρι τότε ισχύει το μεσσιανικό- χριστιανικό «δόγμα της καρτερίας». Δηλαδή της «ιστορικής υπομονής» με τις κοινοβουλευτικές διαμεσολαβήσεις και αντιπροσωπεύσεις. Ακόμα και σημεία της άνευρης αντίδρασής της, στον κύκλο της παραλυτικής, παρακολουθητικής στάση της, κινούνται στο επίπεδο του συμβολισμού είτε πρόκειται για κομματικές παρελάσεις στα λιμάνια είτε θυματοποίηση στα λουλουδάδικα για τα δελτία των 8. Οι επιθετικές μορφές πάλης και σύγκρουσης απέναντι στο καθεστώς, η μαζική αντιβία και τα οδοφράγματα, χαρακτηριστικά μόνο ενός μαχητικού και ακηδεμόνευτου εργατικού κοινωνικού κινήματος απελευθέρωσης και χειραφέτησης, ενός πραγματικού αντίπαλου δέους απέναντι στην ολομέτωπη επίθεση κράτους και κεφαλαίου, είναι πέρα κι έξω από την πολιτική κουλτούρα της. Ωστόσο, οι ανατρεπτικές δυνατότητες που πρωτοαναδείχθηκαν μαζικά στην κοινωνική εξέγερση του Δεκέμβρη το 2008 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, με αποκορύφωμα τις εξεγερσιακές διαθέσεις του συλλαλητηρίου της 5ης Μάη 2010, αποτελούν ελπιδοφόρο μήνυμα για τους επερχόμενους πραγματικούς αγώνες επίθεσης. Γιατί η αντίδραση του κόσμου της εργασίας στην εποχή της κρίσης δε θα καθοριστεί πλέον στο πεδίο των συμβολικών αγώνων-ανώδυνων παρελάσεων, που λειτουργούν ως μοχλοί πίεσης και και προγράμματα πάλης που εδραιώνουν τη σωτηρία του συστήματος. Αλλά στο πεδίο των παρατεταμένων ανεξέλεγκτων αγώνων διαρκείας, των μαχητικών απεργιών που θα μπλοκάρουν την παραγωγή, την αγορά και το κράτος, των καταλήψεων νευραλγικών κρατικών υποδομών και τομέων παραγωγής-διανομής-κατανάλωσης, των συγκρούσεων και των οδοφραγμάτων, της δημιουργίας κέντρων αγώνα και δράσης, εργατικών και κοινωνικών αντιθεσμών που θα απειλήσουν μαζικά την κρατική εξουσία και την κυριαρχία του κεφαλαίου. Ως το πραγματικό αντίπαλο δέος απέναντι στο καθεστώς και σε όλους τους πολιτικούς εκφραστές του, στον καθεστωτικό (και συνάμα προδοτικό) συνδικαλισμό των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και τον κομματικοκεντρικό ακίνδυνο συνδικαλισμό του ΠΑΜΕ. Συνολικούς αγώνες πραγματικής σύγκρουσης και επίθεσης που γενικεύονται σε έναν πανκοινωνικό-πανεργατικό ξεσηκωμό εξέγερσης, αλληλεγγύης και αγώνα, όσο σημαντικοί κι αν είναι οι αγώνες -ιδιαίτερα αυτή την περίοδο- ενάντια στις απολύσεις, την ανεργία και την εργοδοτική τρομοκρατία.
Είναι προφανές ότι η αντιστροφή της ολομέτωπης συστημικής επίθεσης εξαρτάται και από την ανάπτυξη αυτόνομων και ανεξάρτητων πεδίων κοινωνικού μετασχηματισμού σε αντιεμπορευματική, αντικρατική, αντι-ιεραρχική βάση, που σπάζουν τις κόκκινες ζώνες και τα όρια που το καθεστώς κάθε φορά βάζει. Ως μια ενιαία επιθετική διαδικασία που δεν εξαρτάται, δεν ετεροκαθορίζεται και δε νομιμοποιείται μόνο από τις συνέπειες της συστημικής κρίσης. Αλλά που επαναορίζει την κοινωνική ζωή, την παραγωγή, την υγεία, την εκπαίδευση, τη γη, όχι απλά ως μια ανέξοδη κριτική του υπάρχοντος καπιταλιστικού κόσμου, αλλά για τη ριζική ανατροπή του.
Αναδημοσιεύει το κύριο θέμα από την Εφημερίδα Δράση (τεύχος 3) η Jaquou Utopie
http://wp.me/pPn6Y-45P