Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ DOSEPASA ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΩΝ ΘΕΩΝΑ-ΜΑΤΖΟΥΡΑΚΗ ΜΕΤΑ ΣΧΟΛΙΩΝ

Θα επιμείνουμε Αριστερά και Ενωτικά

Των Γιάννη Θεωνά, Σωκράτη Μαντζουράνη.
Χωρίς αμφιβολία, το επόμενο διάστημα θα είναι χρόνος καθοριστικών εξελίξεων για το μέλλον και τον προσανατολισμό τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της ριζοσπαστικής αριστεράς γενικότερα. Ήδη εδώ και καιρό έχουν αρχίσει οι διαπαραταξιακές διαβουλεύσεις και οι εσωκομματικές συζητήσεις για την προοπτική και τον πολιτικό ρόλο του ενωτικού εγχειρήματος.
Από τις ήδη γνωστές κομματικές αποφάσεις, αλλά και από αρθρογραφία και δηλώσεις στελεχών, προκύπτουν τα εξής:
Ενώ όλοι αντιλαμβάνονται την πολιτική χρησιμότητα –ιδιαίτερα σήμερα– της παρακαταθήκης που άφησε το ενωτικό εγχείρημα, δεν υπάρχει ενιαία άποψη για την ουσία, το ρόλο και τον προσανατολισμό της «ενότητας». Μια δεύτερη κοινή διαπίστωση είναι ότι η λειτουργία σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική και κοινωνική του παρέμβαση, είναι ανύπαρκτες. Με τον ΣΥΡΙΖΑ, συνέβη ό,τι περίπου και με τις ΔΕΚΟ. Αφού ο δικομματισμός τις εκμεταλλεύτηκε και τις υπερχρέωσε, επικαλείται την απαξίωση που δημιούργησε για να τις «αναδιαρθρώσει».
Έτσι, αφού συνιστώσες ακύρωσαν και μπλόκαραν στην πράξη αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, που τις ψήφισαν και οι ίδιοι, αφού απαξίωσαν τη δημοκρατική λειτουργία και την κοινωνική του παρέμβαση, αφού υποβάθμισαν σημαντικές ιδεολογικές του επεξεργασίες στις οποίες και οι ίδιοι συνέβαλαν, έρχονται σήμερα και επικαλούμενοι τα προβλήματα που δημιούργησε η στάση τους, προβάλλουν την ανάγκη «ανασυγκρότησης» του ΣΥΡΙΖΑ, την ανάγκη «να πιάσουμε το νήμα από την αρχή».
Έστω και έτσι, θα περίμενε κανείς πως οι προτάσεις αναζωογόνησης του ΣΥΡΙΖΑ, θα είχαν πρωτίστως να κάνουν τόσο με την απόφαση να εφαρμοστούν και να δοκιμαστούν στην πράξη οι αποφάσεις πανελλαδικών σωμάτων του σχήματος, όσο και η ανάγκη προβολής των πολιτικών και ιδεολογικών του επεξεργασιών ή και επικαιροποίησής τους, όπου χρειάζεται.
Αντίθετα, τα σενάρια που διατυπώνονται ή διαρρέουν, δεν αφορούν την αναβάθμιση και την ενίσχυση της πολιτικής παρουσίας του εγχειρήματος, αλλά τον πολιτικό επαναπροσδιορισμό του ρόλου του.
Ως πρόσχημα μιας τέτοιας ανάγκης «αναπροσαρμογής», αξιοποιούνται δυο βασικά ζητήματα.
Το πρώτο, είναι η προβαλλόμενη από τον ΣΥΝ «αναγκαιότητα διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ προς το σοσιαλιστικό χώρο».
Ζήτημα που είναι λυμένο και κοινά συμφωνημένο εδώ και χρόνια και οριοθετείται από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, από την απόφασή μας για «ενότητα δράσης και πολιτική συνεργασία ΟΛΗΣ της Αριστεράς» και από την ομόφωνη απόφαση που προσδιορίζει τη σχέση του σχήματος με τη σοσιαλδημοκρατία.
Το δεύτερο, αφορά την ύπαρξη και δράση του σχήματος «Μέτωπο Ανατροπής και Αλληλεγγύης», τη σχέση του με τον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως ο ηγετικός ρόλος του Α. Αλαβάνου σ’ αυτό το σχήμα.
Το θέμα των σχέσεων των συνιστωσών και των «ανένταχτων» στη λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ, είναι επίσης κοινά συμφωνημένο στην ιδρυτική του διακήρυξη που προβλέπει την «πολιτική, ιδεολογική και πολιτική αυτοτέλεια» όλων όσων μετέχουν στο ενωτικό εγχείρημα το οποίο δεν αποτελεί ενιαίο κόμμα, αλλά πολιτική συμμαχία διαφορετικών αριστερών υποκειμένων.
Άλλωστε παρόμοια σχήματα και «συσπειρώσεις» που υπήρξαν και ακόμα υπάρχουν στον ΣΥΡΙΖΑ, ουδέποτε αντιμετωπίστηκαν με τέτοια πολεμική, ούτε υπήρξαν αιτία ανασύνθεσης του εγχειρήματος.
Για παράδειγμα, το ξεχωριστό ψηφοδέλτιο των γυναικών του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές του 2004, δεν έθεσε ζήτημα εξοβελισμού κανενός. Θεωρούμε πως κανείς δεν χρειάζεται άδεια από κανέναν για να ενισχύει συντονισμένα την κοινωνική και πολιτική εμβέλεια και αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι ή αλλιώς, η συζήτηση για τη μορφή και το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ έχει ανοίξει και ελπίζουμε να γίνει με οργανωμένο και συντροφικό τρόπο.
Επειδή όμως γίνεται σε μια περίοδο που τα λαϊκά προβλήματα πολλαπλασιάζονται, οξύνονται και βαθαίνουν, πιστεύουμε πως τούτη η συζήτηση πρέπει να είναι τουλάχιστον ειλικρινής, μακριά από «πίσω σκέψεις» και παραλυτικούς συμψηφισμούς.
Θα θέλαμε λοιπόν έγκαιρα και δημόσια να διατυπώσουμε τις δικές μας απόψεις για το ζήτημα.
Πιστεύουμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ ως σύλληψη έκφρασης της ενότητας δράσης και της πολιτικής συμπόρευσης της ριζοσπαστικής αριστεράς, έχει ρίζες σε λαϊκές δυνάμεις και δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Το πρόγραμμα, οι θέσεις, οι προτάσεις και οι επεξεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν πολύτιμο κεκτημένο, το οποίο μπορεί να επικαιροποιηθεί όπου κριθεί αναγκαίο και να γίνει κτήμα του λαού.
Η λειτουργία και η δράση του –ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα– είναι αναντίστοιχη με τις απαιτήσεις της πολιτικής κατάστασης και τις ανάγκες του λαϊκού κινήματος.
Βασική προϋπόθεση για να αρχίσει μια πορεία ανάκαμψης, είναι να εφαρμοστούν άμεσα όλες οι αποφάσεις των προηγούμενων Συνδιασκέψεων και να συμπληρωθούν όπου χρειάζεται.
Η ζωή απέδειξε πως η σημερινή απαξίωση του εγχειρήματος, δεν έχει να κάνει με «κακές» αποφάσεις, αλλά με την πολιτική απόφαση ορισμένων συνιστωσών ή να μην τις εφαρμόσουν ή να μπλοκάρουν την υλοποίησή τους.
Απ’ αυτή την άποψη, στηρίζουμε την πρόταση για μια οργανωμένη συζήτηση σε Συνδιάσκεψη του σχήματος, όπου θα υπάρξει δημόσια πολιτική δέσμευση όλων για τα παραπάνω ζητήματα. Άλλωστε, πέρα από το γεγονός ότι η σύγκληση της 4ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης είναι απόφαση της ΠΣΕ του περασμένου Ιούλη, δεν είναι απαραίτητο σ’ αυτές τις συνθήκες να μιλήσει κάποτε και ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ;
Πιστεύουμε πως προτάσεις για τη μετατροπή του Μετώπου σε κόμμα, είναι λαθεμένες και επιζήμιες για την ενωτική προσπάθεια της ριζοσπαστικής αριστεράς, όπως θεωρούμε λαθεμένες και αποπροσανατολιστικές και τις προτάσεις να ισχύσει στη λήψη αποφάσεων, ο κανόνας «ένα μέλος, μια ψήφος».
Η καθιέρωση μιας τέτοιας πρακτικής, σημαίνει στην πράξη τη διάλυση των συνιστωσών και τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα και δεν έχουμε ακούσει από κανέναν τέτοια πρόταση.
Η αλλαγή διά της διολίσθησης, πάντα οδήγησε την αριστερά σε διάλυση και διασπάσεις. Τέλος θέλουμε για μια ακόμα φορά, να δηλώσουμε πως σενάρια που κυκλοφορούν για μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε μια «συμμαχία προθύμων» και πολύ περισσότερο σε μια κατά περίπτωση εκλογική συνεργασία, ούτε μας αφορούν, ούτε μας ενδιαφέρουν.
Πιστεύουμε ολόψυχα, πως στην ολομέτωπη επίθεση που δέχεται σήμερα η εργατική τάξη της χώρας μας και όλη η κοινωνία, η Αριστερά εκ των πραγμάτων είναι η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να αντισταθεί και να ανατρέψει το σκηνικό προς όφελος του λαού.
Και αυτή μας την πεποίθηση θα την υπηρετήσουμε με συνέπεια και ανυστερόβουλα μέχρι τέλους.
Αναδημοσίευση από  ” δρόμο ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ”
Κατηγορίες:ΑριστεράΣΥΡΙΖΑ
Be the first to like this post.
  1. Πάνος Δ.
    04/01/2011 στις 17:24 | #1
    Ξεκίνησα να γράφω μια απάντηση σε επιμέρους σημεία του κειμένου, αλλά πραγματικά δεν αξίζει να το κάνω για ΑΛΛΗ μία φορά. Ναι στη δημοκρατική λειτουργία του σύριζα, αλλά όχι στο “ένα μέλος, μία ψήφος”. Αγωνία για τις “ανάγκες του λαϊκού κινήματος”, αλλά αγωνία και για να μη χάσει κανένα κεκτημένο η οργάνωσή μας (θα είμαι κόσμιος και δε θα πω “μαγαζάκι”). Και φυσικά, πάντα φταίνε οι άλλοι… Δεν υπάρχει καθόλου τσίπα πια; Από πού κι ως πού μπορεί κάποιος να “επιμένει ενωτικά” και να διεκδικεί για τον εαυτό του μεγαλύτερη συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων από άλλους “συντρόφους” του; Γιατί αυτό σημαίνει η άρνηση του “ένα μέλος, μία ψήφος” που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Πόσο ενωτικό, πόσο συντροφικό, πόσο δημοκρατικό είναι αυτό; Πόσο σημαντικό για το λαϊκό κίνημα είναι το να έχει παραπάνω λόγο από ισάριθμους ανένταχτους αριστερούς-απλά μέλη του σύριζα η κάθε ΚΕΔΑ; Γιατί δεν πηγαίνετε, επιτέλους, τη μιζέρια σας πουθενά αλλού;
    • Δημήτρης
      05/01/2011 στις 15:44 | #2
      Αυτά ακριβώς σκεφτόμουνα κι εγώ σ. Πάνο διαβάζοντας το άρθρο του Θεωνά… Τελικά αυτοί οι τύποι λίγο διαφέρουν από τους “δεξιούς” πολιτικάντηδες. Καβαλημένα καλάμια και νάρκισσοι που θεωρούν πως τους έταξε ο Θεός της Αριστεράς να μας σώσουν. Δεν σου θυμίζει ο λόγος του το τσιτάτο που λέγανε τα γουρούνια στη “Φάρμα των Ζώων” του Όργουελ; ” Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά κάποια (τα γουρούνια) είναι πιο ίσα από τα υπόλοιπα”. Μάλλον θα πρέπει να ανησυχούν όσοι εξακολουθούν να κουβαλάνε τέτοια μυαλά. Η χλεύη δεν περιορίζεται προς το νεοφιλελευθερισμό. Περισσεύει κάμποση και προς τους νάρκισσους καρεκλοκένταυρους που επιμένουν να δηλώνουν σωτήρες της Αριστεράς και του λαού.
  2. redpunk67
    04/01/2011 στις 18:00 | #3
    Κλασικός γραφειοκρατικός λόγος. Κουβέντα για το κίνημα, για το πώς πρέπει να δράσει η αριστερά, οι αριστεροί, για το πώς θα οργανώσουν την αντίστασή τους οι απλοί άνθρωποι. Ούτε μια ιδέα. Τίποτα. Όλη η κουβέντα για το «κόμμα», για τους συσχετισμούς, για τις ισορροπίες κι αυτά με γενικολογίες και στρογγυλεμένα λόγια.
    Κακώς ασχολούμαστε, συμφωνώ με τον Πάνο.
    • Β.Χ.
      04/01/2011 στις 19:59 | #4
      Νομίζω πως οι απλοί άνθρωποι έχουν καταλάβει και δεν περιμένουν τίποτα,από αυτούς που έδειξαν στις κρίσιμες στιγμές την ανικανότητά τους να ανταποκριθούν…
      Όσο για την “προοπτική και τον ρόλο του ενωτικού εγχειρήματος” αστα να πάνε…αναρωτιέμαι ποιούς περιμένουν ότι θα πείσουν όταν έχουν αποδείξει μέχρι σήμερα ότι μόνο να διαλύουν μπορούν..
  3. Ας είμαστε προσεκτικοί
    05/01/2011 στις 00:57 | #5
    1. Το θέμα δεν είναι αν αυτές οι θέσεις είναι μόνον της ΚΕΔΑ. Η ΚΟΕ και η ΔΕΑ δεν νομίζω να έχουν διαφορετικές θέσεις για αυτά τα ζητήματα. Ο Αλαβάνος ίσως να έχει, αλλά μόνος του δεν μπορεί να κάνει τίποτα, τόσο για το θέμα της δημοκρατικής λειτουργίας του ΜΕΤΩΠΟΥ όσο και για το θέμα του ΣΥΡΙΖΑ.
    2. Επίσης πιστεύω ότι υπερτονίζονται οι πολιτικές διαφορές και προβάλλονται παραπάνω απ’ ότι τους αντιστοιχούν για να καλυφθούν τα άλλα ζητήματα.
  4. ftanei_pia
    05/01/2011 στις 14:57 | #6
    Όταν κατακρίναμε και απαιτούσαμε από άλλους κομματικούς σχηματισμούς να μην μας βλέπουν ΜΟΝΟ σαν αφισσοκολητές, χειροκροτητές, διακινητές ψηφοδελτίων, χρηματοδότες, προπαγανδιστές, και μύρια όσα -τές (και -τρίες), και ποτέ -ΚΑΙ- σαν μέλη με δικαιώματα, με υποχρεώσεις, με άποψη, με προτάσεις, για όλα και για όλους, που κάποια στιγμή θα πούμε ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ, δεν μας έλαβαν, δυστυχώς, υπόψιν τους.
    Είναι ανάγκη αυτόν τον Γολγοθά να τον ξαναζήσουμε πάλι, διαβάζοντας τις (ας μην τις χαρακτηρίσω πως) απόψεις για το Ένα μέλος-Μία ψήφος;
    Τελικά είναι δυνατόν, “τόσα παθήματα κανένα μάθημα”;
    Και 
  5. Δημήτρης
    05/01/2011 στις 16:01 | #7
    Ας πάρουνε χαμπάρι οι “μπαρουτοκαπνισμένοι”, προβεβλημένοι και πολλάκις εκλεγμένοι και βολεμένοι επώνυμοι Αριστεροί πως κάνανε ό,τι πέρναγε από το χέρι τους για να μας σώσουνε ως πεφωτισμένοι ηγέτες. Ας δουλέψουνε και λιγάκι ως απλοί κι ισότιμοι “στρατιώτες” της Αριστεράς κι επειδή “τα στερνά τιμούν τα πρώτα” ας αποδεχθούν ότι οι κολασμένοι της γης δεν τους αναθέτουν τίποτα και γουστάρουνε να σωθούνε μόνοι τους παίρνοντας σβάρνα όποιον στέκεται εμπόδιο στο δρόμο τους. Ίσως επειδή οι παλιοί αριστεροί μεγαλώσαμε και γαλουχηθήκαμε μ’ ένα ηλίθιο κι άκριτο -σχεδόν δουλικό- σεβασμό στην κομματική ηγεσία, οι “φιρμάτοι” σύντροφοι δεν χαμπάριασαν ότι αυτό το παραμύθι τελειώνει επιτέλους κι ο κάθε κατεργάρης επιβάλλεται να κάτσει στον πάγκο του!

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

 
Ζητήματα κομμουνιστικής στρατηγικής
Yπήρξαν ιστορικά δύο δρόμοι, συχνά παράλληλοι μεταξύ τους, για αυτή τη διολίσθηση της αριστερής στρατηγικής από την επαναστατική-κομμουνιστική προοπτική στην ενσωμάτωση στην αστική-κοινοβουλευτική τάξη πραγμάτων: Ο πρώτος είναι ο δρόμος που εγκαινίασε η ιστορική Σοσιαλδημοκρατία, ενώ ο δεύτερος είναι εκείνος των «εθνικών συμφερόντων», ο οποίος από πολύ νωρίς «συγκίνησε» την ελληνική (κομμουνιστική) Αριστερά
 


Του Γιάννη Μηλιού 

1. Διατύπωση του προβλήματος [1]

«Με καταδίκασαν σε είκοσι χρόνια βαρεμάρας/ διότι προσπάθησα να αλλάξω το σύστημα από τα μέσα» [2] , τραγούδησε ο Λέοναρντ Κόεν το 1988, σε ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του.

Ακόμα και όσοι γλίτωσαν αυτή την «ποινή», διότι δεν εντάχθηκαν στις στρατηγικές που επιχειρούσαν να «αλλάξουν το σύστημα από τα μέσα», σίγουρα, σε κάποιες συγκυρίες, θα «καταδικάστηκαν» σε μια άλλη «ποινή», ίσως μάλιστα περισσότερο μακροχρόνια: Τον αποκλεισμό τους από την κεντρική πολιτική σκηνή, την αδυναμία δηλαδή να κάνουν πολιτική με λαϊκό έρεισμα, πέρα από αριθμητικά περιορισμένους κύκλους νεολαίας και διανόησης. [3]

Εδώ όμως απαιτούνται κάποιες διευκρινίσεις: Τι σημαίνει «από τα μέσα» και συνεπώς πώς θα οριζόταν το «μη από τα μέσα» ή «από τα έξω»; Είναι γνωστό ότι οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί (η πάλη των τάξεων με τη γενική έννοια του όρου), αλλά ακόμα και οι ανοικτοί κοινωνικοί αγώνες, όπως οι διαδηλώσεις και οι απεργίες, λαμβάνουν χώρα μέσα στις δομές του καπιταλιστικού συστήματος, στους θεσμούς (τις οικονομικές μονάδες, τις περιοχές λειτουργίας του κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού, τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους).

Η διαφορά υφίσταται κατ’ αρχάς αναφορικά με τη «διοίκηση» ή ανάληψη της «διεύθυνσης» των επιχειρήσεων και των κρατικών θεσμών, με δεδομένο ότι οι δομές στις οποίες αναφερόμαστε εμπεδώνουν και αναπαράγουν την εξουσία του κεφαλαίου: Εφόσον στόχος της Αριστεράς είναι η αλλαγή του κόσμου, η μετάβαση στον σοσιαλισμό, αποτελεί πρόσφορη μέθοδο κοινωνικού μετασχηματισμού η ανάληψη της διεύθυνσης των αστικών θεσμών και ιδίως της διακυβέρνησης του κράτους, ως μέσου για τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του σε σοσιαλιστική κατεύθυνση;

Είναι εύκολο να απαντήσει κανείς αρνητικά στο ερώτημα αυτό, με πειστικό τρόπο, για όλες τις περιπτώσεις που η διακυβέρνηση δεν συνδέεται με μια διαδικασία ριζικών τομών και ανατροπών, όπως δείχνουν άλλωστε τόσο τα παλαιότερα όσο και πρόσφατα «αποτυχημένα πειράματα» (αρχίζοντας από την κυβέρνηση των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και φτάνοντας μέχρι την πρόσφατη συμμετοχή της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην κυβέρνηση της Ιταλίας).4 Από την άλλη, όμως, υπάρχουν περιπτώσεις κινηματικών διαδικασιών που κατέκτησαν και την κυβέρνηση, όπως η περίπτωση Μοράλες στη Βολιβία ή το «φαινόμενο Τσάβες» στη Βενεζουέλα: Από όσο γνωρίζω, η πλειοψηφία των κομμάτων, ρευμάτων και τάσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη αντιμετωπίζουν και τα δύο εγχειρήματα με συμπάθεια (και ενίοτε με ενθουσιασμό).

Σε ό,τι ακολουθεί θα υποστηρίξω τη θέση ότι η επαναστατική στρατηγική σοσιαλιστικού μετασχηματισμού δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του κράτους και της αγοράς στην κατεύθυνση κατάργησής τους («απονέκρωσης»: Λένιν) και ότι αυτή η διαδικασία δεν αρχίζει «μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη»: (Μπορεί να) διεξάγεται ακόμα και μέσα στο καθεστώς της τυπικής καπιταλιστικής κυριαρχίας, με τον περιορισμό του χώρου της αγοράς, τη διεκδίκηση «δημόσιου χώρου» και «δωρεάν υπηρεσιών» και προπαντός την προώθηση μορφών κοινωνικού και εργατικού ελέγχου και άμεσης δημοκρατίας σε λειτουργίες του κράτους και της οικονομίας. Άλλωστε, και «μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη», η ταξική πάλη συνεχίζεται, πράγμα που πολύ απλά σημαίνει ότι η εργατική τάξη εξακολουθεί να παραμένει τάξη εκμεταλλευόμενη, υποκείμενη δηλαδή στους, απολύτως απρόσωπους πλέον, μηχανισμούς καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, οι οποίοι θα διαιωνίζονται όσο υφίστανται οι μορφές του χρήματος, του εμπορεύματος, του μισθού, του κράτους (βλ. Μηλιός, Γ. 2007, «Η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας ως κριτική της Αριστεράς», Θέσεις τ. 101, σσ. 31-50).

Αν κάτι χαρακτηρίζει την «Αριστερά της ήττας», που «προσπάθησε να αλλάξει το σύστημα από τα μέσα», είναι ότι εγκατάλειψε τη στρατηγική ριζικού μετασχηματισμού και απονέκρωσης του κράτους και εξάλειψης της αγοράς, ότι ενσωματώθηκε στο κράτος και έγινε τελικά εκπρόσωπος του κράτους (της καπιταλιστικής πολιτικής εξουσίας) και της αγοράς (του κεφαλαίου). Με τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, υπήρξαν ιστορικά δύο δρόμοι, συχνά παράλληλοι μεταξύ τους, για αυτή τη διολίσθηση της αριστερής στρατηγικής από την επαναστατική-κομμουνιστική προοπτική στην ενσωμάτωση στην αστική-κοινοβουλευτική τάξη πραγμάτων: Ο πρώτος είναι ο δρόμος που εγκαινίασε η ιστορική Σοσιαλδημοκρατία, ενώ ο δεύτερος είναι εκείνος των «εθνικών συμφερόντων» (της «ανεξαρτησίας» και «ανάπτυξης»), ο οποίος από πολύ νωρίς «συγκίνησε» την ελληνική (κομμουνιστική) Αριστερά. Κοινή βάση και των δύο αποτελεί η κυριαρχία της άρχουσας αστικής ιδεολογίας μέσα στα κόμματα της Αριστεράς.

2. Η αφετηρία μιας ηγεμονικής στρατηγικής
Η Σοσιαλδημοκρατία, στην ιστορικά «τυπική» μορφή της, επαγγελλόταν μια μεταρρυθμιστική στρατηγική σταδιακής μετεξέλιξης του καπιταλισμού και μετάβασης στο σοσιαλισμό, μέσα από τον εκδημοκρατισμό του κράτους και τη συνεχή επέκταση της δημόσιας ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Με την έννοια αυτή, ως αφετηρία της σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής θα πρέπει να θεωρείται η διατύπωση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος του Ε. Bernstein, με την επί δύο χρόνια (1896-98) δημοσίευση στην Neue Zeit, την εφημερίδα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, μιας σειράς άρθρων με τίτλο «Ζητήματα του Σοσιαλισμού».

Αν και η θεωρητική και πολιτική πρόταση του Μπερνστάιν ηττήθηκε στη δεδομένη συγκυρία (συγκεκριμένα στο «Συνέδριο του Ανοβέρου» του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας [SPD] το 1899), εντούτοις δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι οι απόψεις αυτές παρέμειναν ενεργές και κυριάρχησαν «σταδιακά» σε όλα σχεδόν τα δυτικά σοσιαλιστικά κόμματα, μέχρι την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Μεσοπολέμου (αλλά και στα κομμουνιστικά κόμματα, το αργότερο μια δεκαετία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο).

3. Η υπαγωγή της Σοσιαλδημοκρατία στον κοινοβουλευτικό μηχανισμό διαχείρισης του αστικού κράτους


Η σημαντικότερη διαφορά στη μορφή του πολιτικού συστήματος του τέλους του 19ου αιώνα, σε σχέση με τη σύγχρονη (μεταπολεμική) μορφή του, έγκειται στον περιορισμένο χαρακτήρα που είχαν τότε οι θεσμοί «πολιτικής αντιπροσώπευσης» των λαϊκών τάξεων: Κατά τον 19ο αιώνα, το γενικό εκλογικό δικαίωμα (του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού) δεν ίσχυε παρά σε λίγες μόνο χώρες: Πρώτα εγκαθιδρύθηκε στη Γαλλία το 1848 (για να κακοποιηθεί στη συνέχεια από το βοναπαρτισμό), και στη συνέχεια θεσπίστηκε στην Ελλάδα (1864), στη Γερμανία (1871), στην Ελβετία (1874) στην Ισπανία (1890), στο Βέλγιο (1893) και στη Νορβηγία (1898). Σ’ όλες αυτές τις χώρες οι μισθωτοί αποτελούσαν την εποχή εκείνη μόνο τη μειοψηφία του πληθυσμού.[ 5]

Η καθυστέρηση αυτή στη διαμόρφωση των τυπικών - «αντιπροσωπευτικών» θεσμικών χαρακτηριστικών του αστικού κράτους, διευκολύνει το να υπερεκτιμηθεί η σημασία του γενικού εκλογικού δικαιώματος, ως μέσου με το οποίο η εργατική τάξη μπορεί να κατακτήσει την πολιτική εξουσία. Η άρνηση των κυβερνήσεων να παραχωρήσουν το εκλογικό δικαίωμα στις κυριαρχούμενες τάξεις εκλαμβάνεται ως απόδειξη για την ανατρεπτική δύναμη που έχει η ψήφος των εργατών, από τη στιγμή που (με την ανάπτυξη του καπιταλισμού) θα γίνουν η πλειοψηφία του πληθυσμού. [6]

Στη συγκυρία του τέλους του 19ου ή των αρχών του 20ου αιώνα, λοιπόν, η σοσιαλδημοκρατική στρατηγική μπορούσε να ισχυρίζεται ότι είχε έναν αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό.

Η ιστορική εξέλιξη διέψευσε, όμως, τις επαγγελίες της Σοσιαλδημοκρατίας. Η περιορισμένη δυνατότητα ενσωμάτωσης των λαϊκών τάξεων οδήγησε τις πρώιμες «περιορισμένα αντιπροσωπευτικές» μορφές αστικού κράτους σε αλλεπάλληλες κρίσεις νομιμοποίησης, μέσα από τις οποίες άνοιξε τελικά, σ’ όλες τις καπιταλιστικές χώρες, ο δρόμος για την εγκαθίδρυση του τυπικού σήμερα («αντιπροσωπευτικού») κοινοβουλευτισμού. Αποδείχθηκε, έτσι, ότι το κοινοβουλευτικό - «αντιπροσωπευτικό» κράτος αποτελεί την «ολοκληρωμένη» μορφή του αστικού κράτους, την τυπική κρατική μορφή, με βάση την οποία ασκείται η καπιταλιστική πολιτική εξουσία.

Παρά την εξέλιξη αυτή, η μπερνσταϊνικής έμπνευσης σοσιαλδημοκρατική στρατηγική κατέστη σταδιακά ηγεμονική αφενός επειδή έμοιαζε «αποτελεσματική» (άνοδος της εκλογικής επιρροής της Αριστεράς και προοπτική κατάκτησης της κυβερνητικής αρχής) και αφετέρου επειδή πήγαζε από μια θεωρητική αντίληψη για τον σοσιαλισμό, κοινή ακόμα και στις «επαναστατικές» πτέρυγες του κινήματος, ως, κυρίως, συστήματος δημόσιας διαχείρισης των μέσων παραγωγής: Η κατοχή της κυβέρνησης από τους σοσιαλιστές, μαζί με την αλλαγή της νομικής ιδιοκτησίας (κρατικοποίηση που εκλαμβάνεται ως «κοινωνικοποίηση») των μέσων παραγωγής θεωρείτο ρήξη με τον καπιταλισμό, ακόμα και αν εξακολουθούσαν να διατηρούνται οι ίδιες κοινωνικές δομές, μορφές και ιεραρχίες (χρήμα, εμπόρευμα, δημόσια διοίκηση, κατασταλτικοί μηχανισμοί, εκπαίδευση, δίκαιο και σύστημα απονομής δικαιοσύνης κ.ο.κ.). [7]

Βέβαια, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοσιαλδημοκρατία δεν παρέμεινε συνεπής στη στρατηγική «κοινωνικοποίησης» των μέσων παραγωγής. Η διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας την οδήγησε γρήγορα στο να μετατραπεί σε «κόμμα της τάξης», μεταθέτοντας τους στρατηγικούς της στόχους σε ένα όλο και πιο ακαθόριστο απώτατο μέλλον. Η ενσωμάτωσή της στον πολιτικό ιδεολογικό μηχανισμό του αστικού κράτους, στον μηχανισμό κοινοβουλευτικής διαχείρισης της συναίνεσης προς την αστική εξουσία, αφυδάτωσε την όποια «σοσιαλιστική» δυναμική της.

4. Η «εθνικοανεξαρτησιακή» μετάλλαξη των Κομμουνιστικών Κομμάτων 

Μια αντίστοιχη ενσωμάτωση των ΚΚ στον αστικό κοινοβουλευτικό μηχανισμό διακυβέρνησης λαμβάνει χώρα μέσα από μια παράλληλη οδό: Τα κόμματα αυτά, εκφράζοντας και πάλι την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας στο εσωτερικό τους, εγκαταλείπουν σταδιακά τη στρατηγική αμφισβήτησης και ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, μέσα από τον ισχυρισμό ότι έχουν αναλάβει αυτά να διεκπεραιώσουν καθήκοντα που το αστικό κράτος και το κεφάλαιο όφειλαν αλλά αθέτησαν να προωθήσουν: την «ανάπτυξη» και την «εθνική ανεξαρτησία».

Επειδή στο ζήτημα αυτό έχω αναφερθεί επανειλημμένα και εκτενώς (π.χ. Μηλιός, Γ. 1996, Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, Εναλλακτικές Εκδόσεις και http://users.ntua.gr/jmilios/), περιορίζομαι εδώ στην παρουσίαση ενός παραδείγματος, ίσως του πλέον χαρακτηριστικού:
Η ΕΑΜική «νικηφόρα επανάσταση», κατά την έκφραση του πρώτου γραμματέα του ΕΑΜ Θανάση Χατζή, παρέδωσε τα όπλα με τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945), καθώς η ηγεσία του ΚΚΕ έχει επιλέξει τη γραμμή της «νόμιμης ύπαρξης», δηλαδή της ενσωμάτωσης στη μετεμφυλιακή αστική κοινοβουλευτική τάξη, χωρίς αμφισβήτηση του κοινωνικού καθεστώτος.

Η γραμμή της ενσωμάτωσης στην αστική-κοινοβουλευτική τάξη αποτυπώθηκε με ιδιαίτερα γλαφυρό όσο και απόλυτο τρόπο στα κείμενα και τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου του ΚΚΕ τον Οκτώβριο του 1945. Στην Πολιτική Απόφαση του 7ου Συνεδρίου του ΚΚΕ ως στρατηγικός στόχος τίθεται βέβαια η μετάβαση από τη λαϊκή δημοκρατία στο σοσιαλισμό. Εντούτοις, ο «στόχος» αυτός απωθείται σε ένα χρονικά απροσδιόριστο απώτατο μέλλον, καθώς η «λαϊκή δημοκρατία» ταυτίζεται με το ίδιο το αστικό καθεστώς, μέσα από μια κενόλογη απολογητική φλυαρία περί «αστικοτσιφλικάδικης» και «εξαρτημένης» Ελλάδας, στην οποία «εκκρεμεί», υποτίθεται, ο αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας.8 Στην ομιλία του γραμματέα του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη στο 7ο Συνέδριο, στις 5.10.1945, σχετικά με το πρόγραμμα του Κόμματος, διαβάζουμε:

«Η 6η Ολομέλεια (Γενάρης 1934) καθόρισε τον αστικοδημοκρατικό, στο πρώτο, αρχικό στάδιο, χαρακτήρα της μεταβολής αυτής. Η λαϊκή δημοκρατία στις σημερινές συνθήκες εκφράζει ακριβώς αυτή τη μεταβολή, […] πραγματοποιεί τον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό σαν απαραίτητο πρώτο στάδιο για το πέρασμα στη σοσιαλιστική μεταβολή. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει, κατ’ αρχήν, βασική διαφορά ανάμεσα στον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό […] και στη λαϊκή δημοκρατία […] που η αστική τάξη δεν τον έκανε διότι πρόδωσε την αποστολή της, βρίσκοντας καλύτερο συμφέρο στη συνεργασία και συμμαχία με τους τσιφλικάδες και το ξένο κεφάλαιο» (Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, τεύχος Ε, Αθήνα 1945, Εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, «Ντοκουμέντα του Ελληνικού Προοδευτικού Κινήματος» 4, σ. 18, οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).

Σε επίπεδο «τρέχουσας πολιτικής», το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ υποστήριζε, στις 1.6.1945:

«Η ανώτατη και πιο επιτακτική ανάγκη της χώρας είναι σήμερα: Ησυχία - Ενότητα - Ομόνοια - Δουλιά - Ανόρθωση. Όποιος διασπά σήμερα την εσωτερική μας ενότητα και δεν αφήνει τον τόπο να ησυχάσει […] είναι ο μοναδικός εχθρός του λαού και της Ελλάδας» (Το ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, τ. 6, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1987, σ. 702).

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι ακόμα και την εποχή αυτή, δηλαδή μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, οι σοσιαλιστικές κινήσεις και τα κόμματα που είχαν λάβει μέρος στο ΕΑΜ εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν την προοπτική «σοσιαλιστικού μετασχηματισμού» της κοινωνίας. Στις 5 Απριλίου 1945 κυκλοφόρησε κοινή Διακήρυξη της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας και του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος (Σβώλος, Τσιριμώκος, Στρατής κλπ.) όπου αναφέρεται:

«Η ηγετική αποστολή της αστικής τάξης κατέπεσε και η καθεστωτική κρίση της κεφαλαιοκρατίας μαστίζει τον κόσμο δεκαετίες τώρα […] Η ηγετική αποστολή στη νέα […] κοινωνία ανήκει στο σοσιαλισμό […] Το Κόμμα μας, έχοντας για βασικό σκοπό την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, θεωρεί σαν πρώτο, αναγκαίο σταθμό τη Λαϊκή Δημοκρατία» (ΕΛΔ-ΣΚΕ, Διακήρυξη, Αθήνα, Απρίλιος 1945, σσ. 1-2).

Αναφορικά με το περιεχόμενο της Λαϊκής Δημοκρατίας, στη Διακήρυξη διευκρινίζεται:

«Η Λαϊκή Δημοκρατία θα ανεβάσει στην εξουσία αυτές τις λαϊκές δυνάμεις της εργασίας και της δημιουργίας και θα πραγματοποιήσει μια πρώτη μορφή, ένα πρώτο στάδιο σοσιαλιστικής εφαρμογής […] Πολιτική έκφραση της αντικαπιταλιστικής ενότητας του εργαζόμενου λαού […] αποτελεί το Κόμμα μας […] Στη Λαϊκή Δημοκρατία θα συνυπάρξουν και θα αλληλοβοηθούν δύο τομείς της οικονομίας. Ένας τομέας σοσιαλιστικής οικονομίας που θα σχηματισθεί με την κοινωνικοποίηση των μεγάλων μοχλών κι μέσων παραγωγής και ένας άλλος της μικρής ατομικής ιδιοκτησίας και των μικρών επιχειρήσεων […] Έτσι η Λαϊκή Δημοκρατία δεν αποτελεί μεταρρύθμιση μες στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, αλλά τον πρώτο σταθμό για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας» (όπ.π., σσ. 3, 5, οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).

Ο απολογητικός χαρακτήρας των διακηρύξεων της ηγεσίας του ΚΚΕ κατά την περίοδο αυτή γίνεται εξόφθαλμος, ακόμα και συγκρινόμενος με τη διακηρυγμένη στρατηγική των Ελλήνων σοσιαλιστών της εποχής.

5. Η στρατηγική για τον κομμουνισμό
Στα καθεστώτα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» έγινε φανερό ότι η «κοινωνικοποίηση», δηλαδή η δημόσια νομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής συμβαδίζει με τη διατήρηση όλων των μορφών της καπιταλιστικής οικονομίας και του καπιταλιστικού κράτους: Το εμπόρευμα, το χρήμα, η επιχείρηση με τον ιεραρχικό καταμερισμό εργασίας που τη διακρίνει, επομένως και η πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, το δίκαιο, τα δικαστήρια, αλλά και η κυβέρνηση, ο στρατός, η αστυνομία, τα κρατικά μέσα μαζικής επικοινωνίας κ.ο.κ. εξακολουθούν και στον «κομμουνισμό» να διατηρούν τον επίζηλο ρόλο που είχαν στον καπιταλισμό.

Η ιστορική αυτή εμπειρία αλλά και η μαρξιστική θεωρία δείχνουν ότι η διατήρηση των οικονομικών και πολιτικών μορφών μέσω των οποίων εκδηλώνεται η κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων κυριαρχίας (της αξίας, του κράτους) σημαίνει την αναπαραγωγή αυτών ακριβώς των σχέσεων εξουσίας. Με την «κατάληψη της κρατικής εξουσίας από την εργατική τάξη», η ταξική πάλη (άρα και η –καπιταλιστική– εκμετάλλευση) συνεχίζεται. Όσο υφίστανται οι μορφές χρήμα, εμπόρευμα, μισθός (και κράτος), η εργατική τάξη υπόκειται σε μια απρόσωπη καπιταλιστικού τύπου εκμετάλλευση (απόσπαση υπεραξίας), η οποία είτε θα εξαλείφεται στην κατεύθυνση της αταξικής-κομμουνιστικής κοινωνίας είτε θα οδηγείται στην παγίωση ενός εκμεταλλευτικού κρατικοκαπιταλιστικού συστήματος όπως στην ΕΣΣΔ και την Ανατ. Ευρώπη.

Όμως η πάλη για την αμφισβήτηση της καπιταλιστικής εξουσίας (μπορεί να) διεξάγεται ήδη πριν την όποια «επαναστατική τομή», επιδιώκοντας επιμέρους ρήξεις ή προετοιμάζοντάς τες, όπως δείχνουν τα σύγχρονα πειράματα στη Λατ. Αμερική και αλλού, όπου κινήματα και αριστερά κόμματα χρησιμοποιούν κρατικούς μηχανισμούς αλλά ακόμα και την κυβέρνηση όχι να τους (τη) διατηρήσουν ως έχουν (έχει), αλλά για να ανοίξουν το δρόμο στον κοινωνικό και εργατικό έλεγχο, την άμεση και εργατική δημοκρατία κ.ο.κ.

Εδώ αξίζει να θυμηθούμε την ανάλυση του Αλτουσέρ, ο οποίος επισήμανε πως ο μόνος τρόπος για να μη μετατραπεί ένα εργατικό-λαϊκό κόμμα σε τμήμα του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος, σε μηχανισμό «ενσωμάτωσης-αντιπροσώπευσης» των εργατικών πρακτικών στο μακροπρόθεσμο συμφέρον του κεφαλαίου, είναι να βρίσκεται «κατά βάση εκτός κράτους», δηλαδή να ωθεί «με τη δράση του τις μάζες να αγωνιστούν για την καταστροφή των αστικών κρατικών μηχανισμών», στην προοπτική της πλήρους χειραφέτησης των δυνάμεων της εργασίας (Λουί Αλτουσέρ, «Το πρόβλημα του κράτους στη μαρξιστική θεωρία», στο Αλτουσέρ κ.ά. Συζήτηση για το κράτος, εκδ. «Αγώνας», Αθήνα 1980, σ. 17).

Η προσέγγιση αυτή σκιαγραφεί τους άξονες μιας στρατηγικής για τον κομμουνισμό που συνδυάζουν τη λενινιστική προβληματική για την καταστροφή-απονέκρωση του κράτους με τη γκραμσιανή έννοια της (αντι-)ηγεμονίας.

Προϋπόθεση για την κατάληψη της εξουσίας από τους εργαζομένους είναι η «συντριβή» του καπιταλιστικού κράτους και η δημιουργία ενός νέου τύπου κρατικού θεσμικού πλαισίου,9 στόχος του οποίου είναι ο σταδιακός μαρασμός αυτού του ίδιου του κράτους και κάθε εξουσίας, ο κομμουνισμός ως αταξική κοινωνία:

Η εργατική εξουσία, ο σοσιαλισμός, δεν αποτελεί έτσι «καθεστώς», ή κάποιον ιδιαίτερο «τρόπο παραγωγής», αλλά επαναστατική φάση μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό: «Θα υπάρξει ένα ξεχωριστό στάδιο ή εποχή μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό» (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, νέοι στόχοι 1971, σ. 84).

Καθοριστικές στην ίδια κατεύθυνση υπήρξαν και οι θεωρητικές παρεμβάσεις που, εκκινώντας συχνά από την εμπειρία της κινεζικής Πολιτιστικής Επανάστασης, υποδεικνύουν ότι η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό αναγκαστικά σχετίζεται με την κατάργηση της μορφής της αξίας, δηλαδή του χρήματος και του εμπορεύματος, συνεπώς και της μορφής επιχείρηση, στο πλαίσιο του ριζικού μετασχηματισμού αυτού που σήμερα ονομάζεται «οικονομία»:

«Για να επιφέρει την εξαφάνιση των εμπορευματικών σχέσεων, αυτή η κυριαρχία του σχεδίου πρέπει να είναι η μορφή κοινωνικής κυριαρχίας των εργαζομένων πάνω στα μέσα παραγωγής, η μορφή της κοινωνικής ιδιοποίησης των μέσων παραγωγής και των προϊόντων από τους ίδιους τους εργαζόμενους […] Η επανάσταση αυτή συνιστά μια από τις “στιγμές” της “επαναστατικοποίησης” των επιχειρήσεων, της μετατροπής τους σε μιαν άλλη “μορφή οργάνωσης”, που συνεπάγεται μιαν άλλη κατανομή των λειτουργιών διεύθυνσης και ελέγχου. Μονάχα ένας τέτοιος μετασχηματισμός μπορεί να αποτελέσει (σε σύνδεση μ’ άλλους μετασχηματισμούς –που δεν αφορούν μόνο την επιχείρηση) ένα από τα στάδια, που οδηγούν σε νέες μορφές κοινωνικοποίησης της εργασίας και, συνεπώς, στην εξάλειψη της μορφής της αξίας από την ίδια την παραγωγική διαδικασία» (Μπετελέμ Σ., Μορφές ιδιοκτησίας στο μεταβατικό στάδιο για το σοσιαλισμό, Ράππας 1974, σσ. 124, 126).

Η αριστερή στρατηγική δεν μπορεί να είναι παρά στρατηγική για τον κομμουνισμό: Ενάντια στο κράτος και την αγορά, για δωρεάν πρόσβαση σε όλο και περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες, για κοινωνικό και εργατικό έλεγχο σε όσο το δυνατόν ευρύτερες σφαίρες της κοινωνικής δραστηριότητας, για μια κοινωνία αλληλεγγύης, ισότητας, ελευθερίας, για μια κοινωνία όπου «όλα να είναι κοινά». Οι αγώνες για το δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης, για ελεύθερους χώρους στην πόλη, για τη μη ιδιωτικοποίηση των λιμανιών, για αξιοπρεπείς συντάξεις εργασίας, για αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ της εργασίας δεν έχουν ένα απλά αμυντικό περιεχόμενο, ενάντια στην τάση επέκτασης του κεφαλαίου. Αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών κοινωνικού ελέγχου και ριζικού μετασχηματισμού κρατικών θεσμών και οικονομικών λειτουργιών: για την αμφισβήτηση της ηγεμονίας του κεφαλαίου.

- - - - - - - - -
1. Μια πρώτη γραφή αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε στο Κόκκινο, τ. 30, Φλεβάρης 2008.
2. «They sentenced me to twenty years of boredom/ For trying to change the system from within», από το τραγούδι «First We Take Manhattan» της συλλογής I΄m Your Man του συνθέτη και στιχουργού Leonard Cohen.
3. Την ποινή αυτή εξέτισα (με μικρές «άδειες») για μία εικοσαετία: 1981-2000.
4. Εξαιρετική συμβολή στην κατεύθυνση αυτή αποτελεί το άρθρο «Αριστερά και διακυβέρνηση» των Χρήστου Λάσκου, Χριστόφορου Παπαδόπουλου και Ευκλείδη Τσακαλώτου στο ένθετο της Εποχής «Εντός Εποχής», τ. 13, 25.11.2007. Βλ. επίσης, στο ίδιο τεύχος: Δημήτρη Μπελαντή, «Η μεταπολεμική στρατηγική της κομμουνιστικής Αριστεράς στη Δυτ. Ευρώπη», όπου αποτυπώνονται οι βασικοί μετασχηματισμοί της στάσης των Κ.Κ. απέναντι στο αστικό κράτος και την εξουσία.
5. Αντίθετα στην Αγγλία, την «πατρίδα του βιομηχανικού καπιταλισμού» της εποχής, το γενικό εκλογικό δικαίωμα δεν θεσπίσθηκε παρά στις αρχές του 20ου αιώνα: Οι πρώτοι εργάτες –οι ειδικευμένοι εργάτες– απόκτησαν το εκλογικό δικαίωμα το 1867. Το 1884 επεκτάθηκε και πάλι το εκλογικό δικαίωμα, με τη λεγόμενη «τρίτη εκλογική μεταρρύθμιση». Εντούτοις ο –ανδρικός– πληθυσμός χωρίς περιουσία ή «αναγνωρισμένο» επάγγελμα, παρέμενε χωρίς εκλογικό δικαίωμα.
6. Ακόμα και ο Ένγκελς, αναφερόμενος το 1895 στο γενικό εκλογικό δικαίωμα, το ονομάζει «ένα νέο όπλο από τα πιο ισχυρά» για την εργατική τάξη και συμπεραίνει: «Η ειρωνεία της παγκόσμιας ιστορίας αναποδογυρίζει τα πάντα […] Τα κόμματα της τάξης […] καταποντίζονται μέσα στο νομικό πλαίσιο που αυτά τα ίδια δημιούργησαν. Αναφωνούν απεγνωσμένα […] η νομιμότητα μας σκοτώνει, ενώ εμείς αποκτάμε με αυτή τη νομιμότητα σφιχτούς μύες και κόκκινα μάγουλα» («Εισαγωγή» στο Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, ΜΕW τ. 7 σσ. 519, 526).
7. Χαρακτηριστικός στην κατεύθυνση αυτή είναι ο ακόλουθος ορισμός: «Με τον όρον σοσιαλιστική κοινωνία θα εννοούμεν θεσμικόν πλαίσιον, όπου ο έλεγχος των μεσών παραγωγής και αυτής της ιδίας της παραγωγής ανήκει εις κεντρικήν εξουσίαν - ή, όπως ημπορούμεν να είπωμεν, όπου αι οικονομικαί υποθέσεις της κοινωνίας ανήκουν, δία λόγους αρχής, εις την δημοσίαν και όχι την ιδιωτικήν σφαίραν». (J. A. Schumpeter, Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία », ΚΕΠΕ, Αθήναι 1972, σ. 230). Η αντίληψη αυτή επέτρεψε στη συλλογικά οργανωμένη κρατική αστική τάξη («ανώτατη γραφειοκρατία») της Σοβιετικής Ένωσης να ανακηρύξει το τέλος της εκμετάλλευσης και την τελεσίδικη εγκαθίδρυση του «παλλαϊκού κράτους» ήδη το 1936. Προηγουμένως, η σοβιετική ηγεσία είχε φροντίσει να (εξ)αφανίσει όσους υποστήριζαν ότι η διαιώνιση κοινωνικών μορφών όπως το δίκαιο (Ε. Πασουκάνις) και το εμπόρευμα (Ι.Ι. Ρούμπιν) υποδηλώνουν τη διαιώνιση των καπιταλιστικών μορφών εξουσίας άρα και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, παρά την εξάλειψη των ατομικών καπιταλιστών της προεπαναστατικής περιόδου.
8. Η συνέχιση, όμως, της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας εναντίον του ΕΑΜικού πολιτικού χώρου και ιδιαίτερα των κομμουνιστών, κυρίως στην επαρχία, οδήγησε την ηγεσία του ΚΚΕ στην απόφαση να μη συμμετάσχει στις εκλογές του Μαρτίου του 1946, χωρίς παράλληλα να εγκαταλείψει τη γραμμή της νόμιμης ύπαρξης (και της αποδοχής της αστικής-κοινοβουλευτικής τάξης πραγμάτων). Για το πώς η αντιφατική αυτή γραμμή και κυρίως η «πίεση από τα κάτω» οδήγησε τελικά στην εμπλοκή του ΚΚΕ στον εμφύλιο πόλεμο, βλ. Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949, τ. 1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2000, σ. 127 κ.ε.
9. «Η απλή μεταβίβαση της παλιάς κρατικής μηχανής σε νέα χέρια δεν είναι καθόλου κατάκτηση της εξουσίας: Το προλεταριάτο οφείλει να συντρίψει αυτόν το μηχανισμό και να τον αντικαταστήσει με κάτι εντελώς νέο» (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση­, νέοι στόχοι, 1971: 111).

Πηγή: Θέσεις

REDNotebook1 Ιανουαρίου 2011 - 5:00 pm | Γιάννης Μηλιός
 

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

10 στρατηγικές χειραγώγησης

σχεδόν [ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ] από την ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ του risinggalaxy
Το θεμελιώδες στοιχείο του κοινωνικού ελέγχου είναι η στρατηγική της απόσπασης της προσοχής που έγκειται στην εκτροπή της προσοχής του κοινού από τα σημαντικά προβλήματα και τις αποφασισμένες από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ αλλαγές μέσω της τεχνικής του κατακλυσμού συνεχόμενων αντιπερισπασμών και ασήμαντων πληροφοριών. Η στρατηγική της απόσπασης της προσοχής είναι επίσης απαραίτητη για να μην επιτρέψει στο κοινό να ενδιαφερθεί για απαραίτητες γνώσεις στους τομείς της επιστήμης, της οικονομίας, της ψυχολογίας, της νευροβιολογίας και της κυβερνητικής. «Διατηρήστε την προσοχή του κοινού αποσπασμένη, μακριά από τα αληθινά κοινωνικά προβλήματα, αιχμάλωτη θεμάτων που δεν έχουν καμία σημασία. Διατηρήστε το κοινό απασχολημένο, τόσο πολύ ώστε να μην έχει  καθόλου χρόνο για να σκεφτεί – πίσω στο αγρόκτημα, όπως τα υπόλοιπα ζώα» (απόσπασμα από το κείμενο: Αθόρυβα όπλα για ήρεμους πολέμους).
Δεν ξέρω αν σας θυμίζει κάτι… εμένα μου θυμίζει τη χαμηλού επιπέδου τηλεοπτική πραγματικότητα και την πνευματική αποχαύνωση που προσφέρει το χαζοκούτι. Μου θυμίζει επίσης αποκαλύψεις και εξιχνιάσεις τρομοκρατικών οργανώσεων και ενεργειών…
Μου θυμίζει καθοδήγηση της κοινής γνώμης σε συγκεκριμένα θέματα για μακρό διάστημα και παράλληλη αποσιώπηση άλλων…
Αυτή η μέθοδος καλείται επίσης «πρόβλημα-αντίδραση-λύση». Δημιουργείται ένα πρόβλημα, μια προβλεφθείσα «κατάσταση» για να υπάρξει μια κάποια αντίδραση από τον κόσμο, με σκοπό αυτός ο ίδιος να ορίσει τα μέτρα που η εξουσία θέλει να τον κάνει να δεχτεί. Για παράδειγμα: Αφήνεται να ξεδιπλωθεί και να ενταθεί η αστική βία ή οργανώνονται αιματηρές επιθέσεις που αποσκοπούν στο να απαιτήσει ο κόσμος νόμους ασφαλείας και πολιτικές εις βάρος της ελευθερίας. Ή ακόμα: Δημιουργούν μία οικονομική κρίση ώστε να γίνει αποδεκτή ως αναγκαίο κακό η υποχώρηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και η διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών.
Μου θυμίζει τον προβοκατόρικο τρόπο που η ασφάλεια και η αστυνομία προκαλεί επεισόδια και μπάχαλα προκειμένου να διαλύσει μια πορεία… η όξυνση της βίας από πλευράς του κράτους προκειμένου να εξωθήσει ανθρώπους σε βίαιες ενέργειες και μετά να έρθει να σερβίρει ακόμα περισσότερη ασφάλεια με λιγότερη ελευθερία με σκοπό να περιορίσει όχι μόνο αυτούς που προβάλλουν αντίσταση αλλά και αυτούς που ενδεχόμενα θα ήθελαν να ακολουθήσουν τους άλλους…
Για να γίνουν αποδεκτά  τα διάφορα απαράδεκτα μέτρα, αρκεί η σταδιακή εφαρμογή τους, λίγο λίγο, επί συναπτά έτη. Κατά αυτόν τον τρόπο επιβλήθηκαν τις δεκαετίες του ΄80 και ΄90 οι δραστικά νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (νεοφιλελευθερισμός): ανύπαρκτο κράτος, ιδιωτικοποιήσεις, ανασφάλεια, ελαστικότητα, μαζική ανεργία, μισθοί που δεν εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα, τόσες αλλαγές που θα είχαν προκαλέσει επανάσταση αν είχαν εφαρμοστεί μονομιάς.
Μου θυμίζει τον τρόπο που το κράτος «χτυπά» τις διάφορες κοινωνικές ομάδες… ξεκίνησε με τους δημόσιους υπαλλήλους, με τρόπο που οι ιδιωτικοί υπάλληλοι ή ορθότερα κάποιοι από αυτούς χαιρέκακα πανηγύριζαν κατά μία έννοια με μια αίσθηση “δικαιοσύνης” απατηλής που οι εξασφάλισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι υφίστανται περικοπές κτλ και που πλέον μπορεί να βρεθούν σε καθεστώς ανασφάλειας όπως και οι ιδιωτικοί.  “Το χρέος είναι δημόσιο έλεγαν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι…” “τις δαπάνες του κρατους θα μειώσουμε, άρα δε χρειάζεται να πειράξουμε τους ιδιωτικούς υπαλλήλους διαλαλούσαν…” κάποιοι το έφαγαν το παραμύθι.
Μου θυμίζει την τακτική του κράτους να διχάζει τους πολίτες και τις εργασιακές ομάδες και  κλάδους, χτυπώντας τους έναν ένα προκειμένου να μην αντιδράσουν όλοι μαζί.
Μου θυμίζει τη σταδιακή εφαρμογή επίσης μέτρων ακόμα και αυτών που αφορούν στον ίδιο εργασιακό κλάδο ή κοινωνική ομάδα. Δε θα γίνει αύξηση φπα έλεγε διαρηγνύοντας τα ιμάτια του ο υπουργός οικονομικών από τηλεοπτικό παράθυρο σε τηλεοπτικό παράθυρο. Δε θα χρειαστούν νέα μέτρα… δε θα πάμε σε επιμήκυνση του χρέους…  μήνα με το μήνα έρχονται και νέα μέτρα πιο επώδυνα… Δεν είναι τυχαίο το σταδιακό της εφαρμογής. Βασίζεται στη λογική του να επιβάλει μέτρα τόσο επώδυνα αλλά και ανεκτά μέχρι του σημείου που η πλειοψηφία του κόσμου δε θα αντιδράσει…
Ένας άλλος τρόπος για να γίνει αποδεκτή μια αντιλαϊκή απόφαση είναι να την παρουσιάσουν ως «επώδυνη και αναγκαία», εξασφαλίζοντας τη συγκατάβαση του λαού τη δεδομένη χρονική στιγμή και εφαρμόζοντάς τη στο μέλλον. Είναι πιο εύκολο να γίνει αποδεκτή μια μελλοντική θυσία απ’ ό,τι μία άμεση. Κατά πρώτον επειδή η προσπάθεια δεν καταβάλλεται άμεσα και κατά δεύτερον επειδή το κοινό, η μάζα, πάντα έχει την τάση να ελπίζει αφελώς ότι «τα πράγματα θα φτιάξουν στο μέλλον» και ότι οι απαιτούμενες θυσίες θα αποφευχθούν. Αυτό δίνει περισσότερο χρόνο στο κοινό να συνηθίσει στην ιδέα των αλλαγών και να τις αποδεχτεί με παραίτηση όταν φτάσει το πλήρωμα του χρόνου.
Μου θυμίζει τα εκβιαστικά διλήμματα όλων των πρωθυπουργών που εγώ τουλάχιστον θυμάμαι και έχω ζήσει… στην ελλάδα υπάρχουν μόνο αναγκαίες-επωδυνες λύσεις ή το χάος…
Από εποχή Μητσοτάκη Σημίτη μέχρι περίοδο Καραμανλή και Παπανδρέου…
Η πλειονότητα των διαφημίσεων που απευθύνονται στο ευρύ κοινό χρησιμοποιούν λόγο, επιχειρήματα, προσωπικότητες και τόνο της φωνής, όλα ιδιαίτερα παιδικά, πολλές φορές στα όρια της αδυναμίας, σαν ο θεατής να ήταν μικρό παιδάκι ή διανοητικά υστερημένος.Όσο περισσότερο θέλουν να εξαπατήσουν το θεατή τόσο πιο πολύ υιοθετούν έναν παιδικό τόνο. Γιατί; «Αν κάποιος απευθύνεται σε ένα άτομο σαν αυτό να ήταν 12 χρονών ή και μικρότερο, αυτό λόγω της υποβολής είναι πολύ πιθανό να τείνει σε μια απάντηση ή αντίδραση απογυμνωμένη από κάθε κριτική σκέψη, όπως αυτή ενός μικρού παιδιού» (βλ. Αθόρυβα όπλα για ήρεμους πολέμους).
Και ούτε καν παιδική ηλικία…
Στην Ελλάδα οι εκάστοτε εξουσίες και πολιτικοί ήξεραν πάντοτε πώς να απευθύνονται στο θυμικό του Έλληνα… είχαν ανάγκη οι έλληνες από τον σοβαρό και μετρημένο πρωθυπουργό, τους πλάσαραν τον τεχνοκράτη-πανεπιστημιακο Σημίτη, ήθελαν τάξη και ηθική… του πουλουσαν σεμνότητα και ταπεινότητα… και μακεδονική λεβεντιά… ναι καλά καταλάβατε για τον μπουχέσα τον Κωστακη μιλάω…
Κάντε το κοινό να είναι ανήμπορο να κατανοήσει τις μεθόδους και τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο και τη σκλαβιά του… «Η ποιότητα της εκπαίδευσης που δίνεται στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις πρέπει να είναι η φτωχότερη και μετριότερη δυνατή, έτσι ώστε το χάσμα της άγνοιας μεταξύ των κατώτερων και των ανώτερων κοινωνικών τάξεων να είναι και να παραμένει αδύνατον να γεφυρωθεί» (βλ. Αθόρυβα όπλα για ήρεμους πολέμους).
Μέσα Μαζικής εξαπάτησης και εξημέρωσης… Υπουργείο Υπνοπαιδείας και Θρησκευμάτων…
Το lifestyle κάνει θαύματα… τα μηδενικά τα κάνει νούμερα…
Για το νούμερο 9 δε θα έπρεπε να γράψω τίποτα αλλά να βάλω από κάτω μια φωτό με το παχουλό αγόρι…ναι καλά καταλάβατε… για τον εγγονό του δικτάτορα πάγκαλου ομιλώ.
Για αυτόν που δήλωσε ότι μαζί τα φάγαμε προκειμένου να δημιουργήσει αυτό το αίσθημα αυτο/συνενοχής στην κοινωνία και ευθύνης ώστε να αποδεχτεί χωρίς αντίσταση και αδιαμαρτύρητα τα επώδυνα τιμωρητικά μέτρα
Κατά τα τελευταία 50 χρόνια, η ταχεία πρόοδος της επιστήμης έχει δημιουργήσει ένα αυξανόμενο κενό μεταξύ των γνώσεων του κοινού και εκείνων που κατέχουν και χρησιμοποιούν οι κυρίαρχες ελίτ. Χάρη στη βιολογία, στη νευροβιολογία και στην εφαρμοσμένη ψυχολογία, το σύστημα έχει επιτύχει μια εξελιγμένη κατανόηση των ανθρώπων, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Το σύστημα έχει καταφέρει να γνωρίζει καλύτερα τον «μέσο άνθρωπο» απ’ ό,τι αυτός γνωρίζει τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το σύστημα ασκεί μεγαλύτερο έλεγχο και μεγάλη εξουσία πάνω στα άτομα, μεγαλύτερη από αυτήν που τα ίδια ασκούν στους εαυτούς τους.
Το σύστημα εκπαιδεύει τα άτομα… συλλέγει προσωπικά δεδομένα από παντού… κατασκευάζει ανάγκες… κατασκευάζει πρότυπα, προφίλ… άλλωστε και σε συντηρητικές κοινωνίες ο κοινωνικός αυτοματισμός είναι κομμάτι του συστήματος…
Το συμπέρασμα είναι διπλό… όλοι είμαστε κομμάτι του συστήματος… και ότι ο Νοάμ Τσόμσκυ είναι και αυτός έλληνας… το ότι ΜΜΕ και εξουσία πολιτική πάνε χέρι-χέρι… δεν είναι συμπέρασμα… είνα αξίωμα…
Να ευχηθώ καλή χρονιά;
Όχι, θα ευχηθώ ντου από παντού ρε
αρχικό κείμενο: http://gr.contrainfo.espiv.net/page/2/
ΥΓ: τα κόκκινα πλάγιασμένα όπως ο Πάγκαλος στα έδρανα της βουλής όταν κοιμάται σχόλια είναι του μαύρου και άραχνου j4nus
Κοντό λινκ μακριάς χειραγώγησης και εξαπάτησης: http://wp.me/pPn6Y-4Yo

Active Member - Aurio

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ

Πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 29 Δεκέμβρη συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τη δολοφονία στο ίδιο το υπουργείο Εργασίας, του μετανάστη εργάτη Ασίζ Εμάντ, από την Αίγυπτο, πατέρα τεσσάρων παιδιών, ο οποίος έπεσε από τον τρίτο όροφο και σκοτώθηκε, ενώ καθάριζε τα τζάμια του υπουργείου Εργασίας στο κτίριο της Κοραή 4, στις 19 Δεκέμβρη. Η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε ύστερα από κάλεσμα της Παναττικής Ένωσης Καθαρισμού Καθαριστριών και Οικιακού Προσωπικού (ΠΕΚΟΠ) και συμμετείχαν εργαζόμενοι από σωματεία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Αντιπροσωπεία της ΠΕΚΟΠ και των πρωτοβάθμιων σωματείων καθώς και μέλη της Διοίκησης του ΕΚΑ και του Γενικού Συμβουλίου της ΑΔΕΔΥ συναντήθηκαν με τον Γενικό Γραμματέα Διαχείρισης Κοινοτικών και Άλλων Πόρων Θεόδωρο Τσέκο. Οι εργαζόμενοι συνδικαλιστές κατήγγειλαν ότι:
·         Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ατύχημα, αλλά με δολοφονία, αποτέλεσμα του καθεστώτος της ενοικίασης εργαζομένων, που είναι καθεστώς δουλεμπορίας, υπερεκμετάλλευσης και εξαθλίωσης. Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας έχει  βάψει τα χέρια της με το αίμα του νεκρού μετανάστη εργάτη Ασίζ Εμάντ.
·         Είναι εξοργιστικό μέσα στο ίδιο το Υπουργείο Εργασίας, που υποτίθεται ότι έχει αρμοδιότητα την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας, να επικρατούν συνθήκες μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας και καταπάτησης κάθε κανόνα υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας.
·         Υπήρξε πλήρης συγκάλυψη και αποσιώπηση του γεγονότος, όπως τεκμηριώνεται από την απουσία οποιασδήποτε επίσημης ενημέρωσης για το γεγονός για δέκα μέρες. Εξίσου απαράδεκτη είναι και η προσπάθεια να μεταφερθεί όλη η ευθύνη στην εταιρεία.
·         Είναι συνολική η υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας σήμερα στις εταιρείες καθαριότητας, αποτέλεσμα και των εκτεταμένων περικοπών δαπανών: απλήρωτοι εργαζόμενοι, καταστρατήγηση συμβάσεων και της εργατικής νομοθεσίας, μαύρη εργασία.
Από τη μεριά του ο Γενικός Γραμματέας Διαχείρισης Κοινοτικών και Άλλων Πόρων κ. Τσέκος:
·         Παραδέχτηκε ότι ο νεκρός συνάδελφός μας εργαζόταν σε καθεστώς μαύρης εργασίας, καθώς ήταν αδήλωτος από το συνεργείο καθαριότητας. Παραδέχτηκε ότι το Υπουργείο Εργασίας δεν γνωρίζει πόσοι εργάζονται στο συνεργείο καθαριότητας, εάν αμείβονται όλοι, εάν υπάρχουν απλήρωτοι εργαζόμενοι σε αυτό το κτίριο. Αγνοούσε ότι το Υπουργείο, ως έμμεσος εργοδότης του συνεργείου καθαριότητας, έχει ευθύνη για την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας, των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας. Αγνοούσε ότι έπρεπε να υπάρχει αναλυτική κατάσταση προσωπικού όλων όσων εργάζονταν στο κτίριο, συμπεριλαμβανομένων και των εργαζομένων στην καθαριότητα.
·         Δεν έδωσε απάντηση για το εάν το Υπουργείο Εργασίας θα ασχοληθεί με το καθεστώς μαύρης εργασίας και δουλεμπορίας που ισχύει στον τομέα της καθαριότητας, ούτε και για το εάν θα τηρηθούν οι προεκλογικές εξαγγελίες για βελτίωση της κατάστασης στο θέμα των ενοικιαζόμενων εργαζομένων.
·         Δήλωσε ότι δεν έχει υπάρξει μέριμνα από τη μεριά του Υπουργείου για την οικογένεια του νεκρού συναδέλφου μας, ακόμη και για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών, όπως τα έξοδα κηδείας, σε αντίθεση με την πρωτοβουλία των ίδιων των εργαζομένων στη Μ.Ο.Δ. του Υπουργείου που θα ανοίξουν σχετικό λογαριασμό.

Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση του Μνημονίου και η τρόικα ΕΕ – ΔΝΤ - ΕΚΤ λεηλατούν μισθούς και συντάξεις, αυξάνουν κατακόρυφα την ανεργία, επιτίθενται στους εργαζομένους στις ΔΕΚΟ, το Υπουργείο Εργασίας συνεχίζει να εκχωρεί την καθαριότητα και τη φύλαξη σε ιδιώτες, διαιωνίζοντας το καθεστώς των δουλεμπορικών εταιρειών, ένα καθεστώς που οδήγησε στην απόπειρα δολοφονίας της Κωνσταντίνας Κούνεβα πριν από δύο χρόνια και τώρα στη δολοφονία στο Υπουργείο Εργασίας του Ασίζ Εμάντ. Καθήκον του εργατικού κινήματος είναι να κλιμακώσει την πάλη για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής. Απαιτούμε εδώ και τώρα:
-Να τιμωρηθούν οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας του μετανάστη εργάτη Ασίζ Εμάντ.
-Να τελειώσουμε μια για πάντα με το δουλεμπόριο στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα με προσλήψεις των εργαζομένων στην καθαριότητα.
Για το συντονισμό της δράσης θα πραγματοποιηθεί σύσκεψη σωματείων και εργαζομένων την Τετάρτη 5 Γενάρη στις 6.00 μ.μ. στα γραφεία των σωματείων, Ανδρ. Λόντου 6 (Β΄ όροφος).