του Νικόλα Σεβαστάκη
Διάβασα το μεγάλης έκτασης κείμενο που γράφτηκε από τον Δαμιανό Παπαδημητρόπουλο και συνυπογράφεται από ακόμα πέντε γνωστές δημόσιες φωνές του χώρου της «Δημοκρατικής Αριστεράς» (δημοσιεύεται στο The Books Journal, τεύχος 6, Απρίλιος 2011). Φέρει έναν πολύ εντυπωσιακό τίτλο: «Από την χρεοκοπία στην αυτογνωσία». Το περιεχόμενό του όμως είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό, με την έννοια ότι θα προκαλέσει θετικές ή αρνητικές εκπλήξεις, ανάλογα βέβαια με το πώς τοποθετείται ο αναγνώστης του, τόσο ως προς τις περιγραφές καταστάσεων όσο και ως προς την κατεύθυνση της προβληματικής του.
- Ρενέ Μαγκρίτ, «Το διπλό μυστικό», 1927
Δεν είναι υπερβολή να πω ότι αισθάνθηκα παράξενα με το μοτίβο που διατρέχει τη συγκεκριμένη ανάλυση. Αναφέρομαι στην, πολύ συμβατική πλέον, αρνητική περιγραφή της Μεταπολίτευσης, των τριών τελευταίων δεκαετιών, ως μιας «ιστορίας [του] λαϊκισμού». Όχι όμως όποιου και όποιου λαϊκισμού, αλλά ενός αριστερού ή πάντως αριστερόστροφου λαϊκισμού στον οποίον, κατά τον συγγραφέα, βυθίστηκαν άπαντες: φυσικά το «ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ» αλλά και τα κόμματα και οι οργανώσεις της Αριστεράς, τα συνδικάτα, οι αντιεξουσιαστές, ακόμα και η συντηρητική παράταξη, ιδιαίτερα της τελευταίας κυβερνητικής θητείας. Αυτό είναι το πρώτο και βασικό σημείο το οποίο, φυσικά, δεν παρουσιάζει κάποια αναλυτική πρωτοτυπία. Προσφάτως, για παράδειγμα, στο συνέδριο του Economist ο διευθυντής του ΙΟΒΕ Γ. Στουρνάρας χαρακτήρισε την μεταπολιτευτική Ελλάδα «χώρα αριστερισμού». Η αναγωγή μιας αντιφατικής ιστορικής περιόδου στο μονοσήμαντο επίπεδο ενός κατακλυσμιαίου λαϊκισμού αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια προσφιλές εξηγητικό σχήμα στον λόγο της κεντροαριστερής ή κεντροδεξιάς σχολής των «εκσυγχρονιστών».
Ρενέ Μαγκρίτ, «Ο απατηλός καθρέφτης», 1928
Το κείμενο ωστόσο δεν εξαντλείται στη διεκτραγώδηση του λαϊκισμού της σύγχρονης ελληνικής περιπέτειας. Περισσότερο ενδιαφέρον έχουν κάποια βήματα παραπάνω στην ανατομία του ελληνικού προβλήματος. Στο επίκεντρο έρχεται εδώ το ελληνικό πρόβλημα ως ευθύνη της Αριστεράς ή ως υπαιτιότητακαι της ελληνικής Αριστεράς. Κυρίως δε αυτής. Και σε αυτή την «Αριστερά» εντάσσονται άπαντες, από το επί δεκαετίες κυβερνών ΠΑΣΟΚ μέχρι τον αντιεξουσιαστικό χώρο, δίχως ιδιαίτερη αξιολόγηση των διαφορών ως προς τους ρόλους, τη θέση, τις πολιτικές κουλτούρες, τη σχέση με την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Σε αυτό το δεύτερο επίπεδο, το ερμηνευτικό σχήμα συμπληρώνεται και με έναν άλλον σημαντικό όρο: δεν είναι απλώς ο «λαϊκισμός» που έφερε την χρεοκοπία. Είναι, λένε, η διαμόρφωση μιας ατομικιστικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας των διάσπαρτων ατομικιστικών απαιτήσεων, των μυριάδων «ιδιωτικών βουλήσεων» που έπνιξαν τον δημόσιο χώρο και οδήγησαν στην κατάρρευση της έννοιας του γενικού συμφέροντος. Και αυτό το οποίο προσθέτει μια ξεχωριστή πλοκή στην αφήγηση αφορά το βασικό υποκείμενο ή τον κύριο οργανωτή και εκφραστή αυτής της ατομικιστικής εξέγερσης εναντίον του γενικού συμφέροντος. Ο υπαίτιος κατονομάζεται: είναι, και εδώ, η ελληνική Αριστερά. Η Αριστερά που, κατά τον Παπαδημητρόπουλο και τους συνυπογράφοντες, πέρασε από την εποχή της αυτοθυσίας και της ανιδιοτελούς αφοσίωσης στο πεδίο του γενικευμένου ατομικισμού ως η αγωνιστική, μαχητική, οργανωμένη εκδοχή αυτού του ατομικισμού.
Γενικευμένος λαϊκισμός, ανεύθυνος ατομικισμός και η ελληνική-αριστερή παθολογία
Ο γενικευμένος λαϊκισμός (κακό συλλογικό) σε συνδυασμό με τον ανεύθυνο ατομικισμό (αντικοινωνικό ατομικό) συναπαρτίζουν λοιπόν το ελληνικό μας πρόβλημα, την ιδιάζουσα ελληνική παθολογία ως μια κατά βάση αριστερή ή αριστερότροπη παθολογία.
Τα παραπάνω συγκροτούν, σε μεγάλο βαθμό, το βασικό πλαίσιο της αφήγησης. Η μεταπολιτευτική ιστορία προσεγγίζεται ως ένα χρονικό συνεχούς διέγερσης και επιθετικής ανάδειξης ατόμων, ομάδων, συντεχνιών και διεκδικητικών εγωισμών, ένα διαρκές πραξικόπημα το οποίο δεν προέρχεται από κάποιες κορυφές του κράτους και των ελίτ αλλά από την ίδια την κοινωνία, από τα «κάτω». Και εννοείται ότι σε αυτό το σαθρό ηθικοπολιτιστικό υπέδαφος φυτρώνει και ένα εξίσου προβληματικό και ασυγκρότητο κράτος, μια κρατική διεύθυνση η οποία γνωρίζει να τακτοποιεί απλώς τα μικροσυμφέροντα, τα προνόμια, τα εκβιαστικά βέτο ή τις ανεύθυνες αρνήσεις των πελατών της.
Η περιγραφή στηρίζεται φυσικά σε γνωστές φωτογραφίες και οικείες, αν και στερεότυπες όπως καταγράφονται, εικόνες. Όμως το συγκεκριμένο κείμενο είναι μια ολοκληρωμένη αφήγηση. Και κατά τη γνώμη μου πρέπει να θεωρηθεί το πιο συνεπές μέχρι τώρα κείμενο εργασίας για την ανίχνευση ενός πολιτικού δρόμου που θα ήθελε να συνδυάσει τον νεοφιλελεύθερο «ρεαλισμό» στην οικονομία με ένα είδος ρεπουμπλικανικής ηθικής ως προς τις αξίες του νέου πολίτη. Επιχειρεί να συνδυάσει δηλαδή τους κανόνες της παραγωγής πλούτου και ευημερίας –υπό το μοναδικό πραγματικό πλαίσιο: το νεοφιλελεύθερο– με στοιχεία μιας αγωγής του πολίτη.
Ας μην εκληφθεί όμως ο χαρακτηρισμός σαν αφοριστική ή δυσφημιστική ετικέτα σε κάποιον ή κάποιους που σκέφτονται διαφορετικά. Ο ορίζοντας του κειμένου είναι εξάλλου μια συγκεκριμένη έκκληση: να φτιάξουμε επιτέλους «κράτος που να λειτουργεί». Η διαφορά της συγκεκριμένης έκκλησης από παρόμοια συνθήματα επανίδρυσης/ μεταρρύθμισης που θα συναντήσει κανείς στα προγράμματα κάθε λογής πολιτικών σχηματισμών, φιλελεύθερων ή και συντηρητικών, είναι ότι πλαισιώνεται με ηθικούς-κοινωνιολογικούς όρους. Δεν θέλει δηλαδή να είναι απλώς η εμπειρική διαπίστωση –την οποία κάνουν άλλωστε τόσοι και τόσοι– για τον θάνατο ή την ματαιότητα μιας Αριστεράς του σοσιαλισμού, ενός οποιοδήποτε αντικαπιταλισμού, αλλά μια υπόθεση για τη συνέχιση του ονόματος ακόμα και μετά την πλήρη εγκατάλειψη των περισσότερων θέσεων οι οποίες φτιάχνουν την αριστερή ταυτότητα ως ταυτότητα με αναφορά στη σοσιαλιστική επιδίωξη (για να μην αναφερθούμε σε κάτι πιο ριζοσπαστικό, σε κάποια ιδέα η προοπτική κομμουνισμού κλπ.).
Έχουμε λοιπόν το χρονικό ενός πανταχού παρόντος λαϊκισμού, μαζί με μια εποπτεία των στερεότυπων του ελληνικού ατομικισμού. Από μόνες τους όμως αυτές οι διαπιστώσεις δεν θα οδηγούσαν στο επιθυμητό για τους συγγραφείς κάλεσμα της «αυτογνωσίας». Για να δικαιωθεί αυτό το κάλεσμα ως πρόσκληση για αποδοχή του ορίζοντα που ιδρύει το Μνημονίου και, ακόμα παραπέρα, ως παραδοχή του γεγονότος «ότι δεν υπάρχει αριστερή διέξοδος από την κρίση», το κείμενο επιστρατεύει έναν σκληρό πραγματισμό. Για την ακρίβεια επαναφέρει στοιχεία του γνωστού «μαρξιστικού» ντετερμινισμού –οι νόμοι της Ιστορίας, οι νόμοι της κοινωνικοϊστορικής εξέλιξης– και τα συγκολλά με το πρόσταγμα της προσαρμογής, της προσαρμογής ως επίγνωσης/αποδοχής των αναπόδραστων όρων της κατάστασης. Ο νεοφιλελευθερισμός, λένε, δεν είναι ιδεολογία αλλά κατάσταση. Το ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν συνιστά απλώς έναν ιδεολογικό λόγο θα μπορούσε να το προσυπογράψει και μια ριζοσπαστική ανάλυση, όπως άλλωστε συμβαίνει στη διεθνή συζήτηση για τον χαρακτήρα των νεοφιλελεύθερων μετασχηματισμών. Αλλά η λέξη «κατάσταση», έτσι όπως επανέρχεται στο κείμενο, προσεγγίζει υπερβολικά το πεδίο της order of things, μιας φυσικής συνθήκης που παρουσιάζεται ως μοίρα μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου. Φυσικά το κείμενο δεν λέει ότι αυτή η κατάσταση είναι αδύνατο να αλλάξει. Λέει όμως ότι είναι τόσο απίθανο να αλλάξει, ώστε το μοναδικό που θα έπρεπε να κάνει ο έχων αυτογνωσία/αυτεπίγνωση είναι να συμφιλιωθεί ανοιχτά με «τους όρους του πεδίου» προσβλέποντας σε κάποιες πολύ μικρές χαραμάδες.
Κανένα πρόβλημα με μια τέτοια επιλογή και εκτίμηση. Το ερώτημα όμως που έρχεται στο νου είναι: Γιατί θα πρέπει αυτό να το κάνει η Αριστερά και οι αριστεροί; Γιατί άραγε το ζητούμενο μιας νέας «εθνικής αυτογνωσίας» να είναι η αυτοκατάργηση μιας συγκεκριμένης οπτικής, η αυτοκτονία της Αριστεράς ως βούλησης μετασχηματισμού των όρων του (νεοφιλελεύθερου) πεδίου και ως ιστορικού κινήματος το οποίο αποβλέπει στην ανατροπή της παρούσας «οικονομικής δικτατορίας» (οι ίδιοι αναφέρουν τον όρο δικτατορία);
Η θέση η οποία προβάλλεται είναι ότι η Αριστερά μετά τη μεταπολίτευση διολίσθησε στον ακραίο βολονταρισμό. Και ως φάρμακο για αυτή τη νόσο προτείνεται τώρα μια υπερβολική δόση «ρεαλισμού», τόσο μεγάλη όμως ώστε, κατά τη γνώμη μου, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για τη διάσωση των στοιχειωδέστερων προϋποθέσεων μιας, όποιας, Αριστεράς. Διότι βέβαια το αποτελεσματικό κράτος και η υπευθυνότητα του πολίτη δεν μπορεί να μονοπωλούνται ως στόχοι από την Αριστερά. Το κράτος, ας πούμε, προσεγγίζεται πλέον ως ο φορέας του γενικού συμφέροντος απέναντι στο αρχιπέλαγος των μερικών συμφερόντων. Ούτε καν ως πεδίο διαφορετικών ταξικών εγκλήσεων, ούτε καν ως συμπύκνωση συσχετισμών δύναμης ανάμεσα σε αστικές μερίδες και αντίπαλα ταξικά συμφέροντα. Σα να καλούμαστε να κάνουμε ένα μεγάλο άλμα από τον Μαρξ στον Χέγκελ και στο δικό του «έλλογο ηθικό κράτος». Ή στον Φερντινάντ Λασάλ και στην παράδοση ενός κρατικού «σοσιαλισμού» με γερμανική ορθολογικότητα.
Αλλά και στην αφήγηση της οικονομικής χρεοκοπίας μάταια θα αναζητούσε κανείς γεγονότα στα οποία δεν πρωταγωνίστησε βεβαίως η Αριστερά αλλά οι κυρίαρχες πολιτικοεπιχειρηματικές ελίτ, η ιθύνουσα τάξη και οι διαπλοκές της. Το πάρτυ του χρηματιστηρίου, ο τυχοδιωκτισμός των Ολυμπιακών Αγώνων, τα τερατώδη εξοπλιστικά, οι σπατάλες των «κομματικών μάνατζερ», όλα αυτά τα πολύ βαρύνοντα σε υλικές και ηθικές συνέπειες ζητήματα δεν βρίσκουν θέση στη γενεαλογία της χρεοκοπίας μας. Αντίθετα, συναντούμε την εξωφρενική θέση ότι το «ασθενές ιδιωτικό κεφάλαιο» στριμώχτηκε και κυριολεκτικά δεινοπάθησε σε έναν τρόπο παραγωγής καπιταλιστικό ως προς την παραγωγή αλλά σοσιαλιστικό ως προς την αμοιβή της εργασίας(!) και ελευθέριο ως προς την κατανάλωση.
Η αφήγηση ωστόσο εμπλουτίζεται με πολλά στοιχεία ηθικολογίας. Η καλή Αριστερά, είπαμε, είναι αυτή της αυτοθυσίας, της ανιδιοτέλειας. Στο σημείο αυτό ανασύρεται μια σχεδόν μεταφυσική ιδέα της ανιδιοτέλειας του παρελθόντος σε σχέση με τον χυδαίο υλισμό της πρόσφατης ιστορίας. Είναι, θα έλεγε κανείς, εκείνη η Αριστερά που παραδέχεται την ανημπόρια της, αλλά οι άλλοι τη σέβονται και την υπολήπτονται ως κάτι ευγενές και συγχρόνως σεμνό και καλοπροαίρετο. Ηττημένη είτε από το μετεμφυλιακό κράτος και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του είτε, τώρα, από τους «όρους του πεδίου» και τη σκληρή αλήθεια των αγορών. Οι συγγραφείς αντιλαμβάνονται λοιπόν ως αναγκαία πράξη αυτογνωσίας την πρόθυμη αποδοχή του επαχθούς για να αποφευχθεί, ενδεχομένως, το μελλοντικά επαχθέστερο. Και προδιαγράφουν τον εξής ρόλο για τη χρήσιμη Αριστερά: να είναι μια δύναμη «παραγωγισμού»-οικονομικού ρεαλισμού, τεχνολογικών αλλαγών προς έναν νέο καπιταλισμό, προνοώντας συγχρόνως και για τις ευπαθείς ομάδες, για τις πλέον αδύναμες κατηγορίες του πληθυσμού. Όσο για την πλειονότητα του κόσμου της εξαρτημένης μισθωτής εργασίας ή ακόμα και των κατώτερων μικροαστικών στρωμάτων; Αυτοί όλοι πρέπει απλώς να υπερβούν τον κακό ατομικισμό τους, να ξεπλύνουν το κρίμα των «σοσιαλιστικών αμοιβών» του παρελθόντος. Η αγωνιστική διεκδίκηση, οι κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις εμφανίζονται εφεξής αν όχι ως κακόφημα πράγματα σίγουρα ως συμπτώματα της μεγάλης νόσου του γενικευμένου λαϊκισμού/ατομικισμού. Ενώ συγχρόνως προξενεί εντύπωση η απουσία της οικολογικής προβληματικής, η εμμονή σε μια τυπική εκσυγχρονιστική και ακραία λειτουργιστική θεώρηση των κοινωνικών αλλαγών, παράλληλα με την ισοπεδωτική αντιμετώπιση κάθε αριστερού βολονταρισμού.
Οι άξονες μιας γόνιμης αυτογνωσίας
Ο ουσιαστικός κριτικός αναστοχασμός για τα όρια, τις αδυναμίες, τις πολιτικές και πολιτιστικές παθολογίες των υποκειμένων της Αριστεράς είναι πάντοτε αναγκαίος. Ποια όμως θα μπορούσε να είναι η υπόθεση εργασίας η οποία θα οργανώσει το αυτοκριτικό βλέμμα; Οι άξονες μιας γόνιμης αυτογνωσίας θα μπορούσαν να περιλάβουν πολλά σημεία: τις αποτυχίες της πολιτικής Αριστεράς να οργανώσει την εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων, να πολιτικοποιήσει επαρκώς τους συντεχνιασμούς, να ενσωματώσει με πειστικό τρόπο τη ριζοσπαστική οικολογική και πολιτισμική μέριμνα σε μια πολιτική αμφισβήτησης του κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης/μεγέθυνσης. Όχι απλώς περιγραφές συμπτωμάτων και επιλήψιμων πράξεων, αλλά μια συζήτηση για τα πιθανά αίτια, μια συζήτηση που δεν μπορεί να μην λάβει υπόψη της και τις εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Το ότι η Αριστερά έπαιξε συχνά στο μικροπολιτικό γήπεδο των αντιπάλων της, ότι δεν κατανόησε έγκαιρα πολλές από τις κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές της ύστερης μεταπολίτευσης, ότι έδωσε ενίοτε μάχες που δεν άξιζαν αλλά και μάχες που την τιμούν, όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν στοιχεία μιας ουσιαστικής επανεκκίνησης ιδεών και πρακτικών. Οι ατομικισμοί της περιόδου της «ευημερίας» αποτέλεσαν το πεδίο άσκησης της εξουσίας του κράτους του δικομματισμού, της εκλογικής του εμπέδωσης και της κοινωνικής του κυριαρχίας. Ναι, η Αριστερά επιχείρησε να διεμβολίσει αυτό το πεδίο, να φτιάξει τους δικούς της χώρους επιρροής σε ένα έδαφος πολλαπλώς υπονομευμένο από τη δυναμική της εξατομίκευσης. Εδώ έπαιξε, και πολλές φορές έχασε. Πάει όμως πολύ να εγκαλείται ουσιαστικά ως το αρχι-υποκείμενο του ατομικισμού ο οποίος εξάλλου ριζώνει στη μακρά διάρκεια του κοινωνικού μας σχηματισμού.
Τι σχέση έχουν όμως όλα αυτά με την υιοθέτηση όλων σχεδόν των κατηγοριών τις οποίες απευθύνουν εδώ και χρόνια οι επιφυλλίδες της Καθημερινής και τα εργοδοτικά Ινστιτούτα Μελετών; Ποια λογική επιτάσσει την αυτογνωσία ως προτεσταντική αυτοενοχοποίηση για όλα περίπου τα δεινά του (ελληνικού) κόσμου;
Το κείμενο «Από τη χρεοκοπία στην αυτογνωσία» προσπερνά τέτοιου είδους ερωτήματα. Καλεί τους αριστερούς να γίνουν φιλάνθρωποι στην κοινωνική πολιτική, νεοφιλελεύθεροι στον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής αλλά –και αυτό έχει ενδιαφέρον– και ως προς την «παραγωγική αναδιάρθρωση» της εκπαίδευσης, ενάρετοι στο φρόνημά τους ως «πολίτες του δημοκρατικού μας κράτους».
Το κάλεσμα είναι απολύτως θεμιτό ως ένα σύνολο ιδεών για συζήτηση. Αλλά, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, μια τέτοια πρόταση, η οποία δεν κρύβει την ριζική πλέον αντίθεση προς το αντικείμενό της, δεν απευθύνεται στην Αριστερά και στο μέλλον της. Απευθύνεται περισσότερο αλλού. Ενδεχομένως σε ένα υποκείμενο αγνώστου πολιτικής ταυτότητας και προσανατολισμού, σε ένα κάποιο «Πράγμα» όπως αποκαλούσαν χαριτολογώντας στην Ιταλία τη δική τους πορεία προς την αυτοκατάργηση…
Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Χαρακτικό του Όττο Νίκελ, από το λεύκωμα «Πεπρωμένο», 1930
Ρενέ Μαγκρίτ, «Το διπλό μυστικό», 1927