Δύο ιδεολογίες πλανιόνται πάνω από την ευρωζώνη. Η μία, η κυρίαρχη, διαβεβαιώνει πως ο πλούσιος και εργατικός βορράς δεν μπορεί να ανεχθεί, πλέον, τους τεμπέληδες νοτίους και να τους χρηματοδοτεί τις διακοπές και την καταναλωτική τους μανία. Η άλλη, η καταστατικά κυριαρχούμενη, πιστεύει ότι η «υπεραξία» του νότου μεταφέρεται στο βορρά μέσω των μηχανισμών άνισης ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας. Εδώ θα ασχοληθούμε με την πρώτη και ειδικά με μια πολύ συγκεκριμένη της συνέπεια για τους θεσμούς της δημοκρατίας και την λαϊκή κυριαρχία.
Το μνημόνιο 1, ως γνωστόν, αποτελεί μια δανειακή σύμβαση της χώρας με το ΔΝΤ και με κάποιες χώρες της ευρωζώνης με πιστοληπτική δυνατότητα ΑΑΑ+. Αν αφήσουμε εκτός το ΔΝΤ, οι χώρες ΑΑΑ+ δεν έχουν βάλει από την «τσέπη» τους ούτε ένα ευρώ για να δανειοδοτήσουν την Ελλάδα και κακώς πιστεύουν κάτι τέτοιο, όσοι το πιστεύουν, στη Φιλανδία, την Γερμανία και αλλού. Εκείνο που έχουν κάνει είναι το εξής πολύ απλό: Χρησιμοποιώντας τα τρία Α και τον ισχυρό συμβολισμό που αυτά δημιουργούν, κατέφυγαν στις αγορές και με εγγυήσεις έχουν πάρει από αυτές κάποια δις ευρώ και τα έχουν δώσει στην Ελλάδα.
Όμως, τα ποσά του πρώτου μνημονίου δεν φθάνουν για να διατηρήσουν μια στοιχειωδώς εύρυθμη πορεία της χώρας προς τον επίσημο μηχανισμό στήριξης το 2013. Δεν είναι μόνο η εγγενής αδυναμία του μνημονίου να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους αλλά και αυτό καθαυτό το μέγεθος του προβλήματος και η αναντιστοιχία του με τους δανειακούς πόρους. Από μια άλλη οπτική γωνία ιδωμένο το ζήτημα, η ανεπάρκεια του προσωρινού μηχανισμού στήριξης αποτελεί μια πρώιμη εκδήλωση των αδυναμιών που θα έχει και ο επίσημος μηχανισμός στήριξης το 2013 και κυρίως όταν η κρίση χρέους αξιολογηθεί κατάλληλα και η αποτίμηση της συμπεριλάβει και τις μεσαίες οικονομίες (Ισπανία και Ιταλία) της ευρωζώνης. Προς το παρόν όμως χρειάζονται περισσότεροι δανειακοί πόροι για την Ελλάδα. Το ζήτημα λοιπόν που γεννάται είναι το ποιος θα εγγυηθεί αυτά τα νέα δάνεια.
Εξαιτίας μιας πανουργίας του λόγου, οι πολιτικές ηγεσίες των χωρών με ισχυρή πιστοληπτική ικανότητα δεν αποτελούν τους πομπούς της κυρίαρχης ιδεολογίας, όπως θα πίστευε μια αφελής προσέγγιση, αλλά τους δέκτες. Δεν μπορούν εύκολα και ανέξοδα να χρησιμοποιήσουν τη θετική τους αξιολόγηση για να εγγυηθούν ξανά ένα νέο δάνειο και αυτό γιατί επικαθορίζονται από έναν διάχυτο, στις κοινωνίες τους, φετιχισμό του χρήματος. Ακόμα και η συμβολική λειτουργία της εγγύησης θεωρείται εκροή χρήματος από τις τσέπες του «λαού».
Η λύση στο παραπάνω πρόβλημα είναι μία και διατυπώνεται από τις κυρίαρχες τάξεις σε Ελλάδα και Ευρώπη. Στις απαραίτητες εγγυήσεις για το νέο δανεισμό πρέπει να συμμετέχει και η Ελλάδα. Και πρέπει να συμμετέχει με τη χρήση της δημόσιας περιουσίας (επιχειρήσεις, υποδομές, ακίνητα) που αφενός θα καλύψει τις τρύπες των εσόδων και αφετέρου θα εγγυηθεί τα νέα δάνεια. Όμως στη διπλή χρήση της δημόσιας περιουσίας ενυπάρχει μια αντίφαση. Ότι πωληθεί δεν μπορεί να λειτουργήσει ως εγγυητικό κεφάλαιο και ότι χρησιμοποιηθεί ως εγγυητικό κεφάλαιο δεν μπορεί να πωληθεί. Άρα, απαιτείται αθροιστικά μια, τεράστιας χρηματικής αξίας, δημόσια περιουσία για να μπορέσει ένα πωλούμενο τμήμα της να καλύψει ταμειακές τρύπες και ένα άλλο να σταθεί ως εγγύηση. Η εκτίμηση και ο χαρακτηρισμός τόσης δημόσιας περιουσίας, προς το παρόν, είναι κάτι το ανέφικτο και μάλλον έτσι θα παραμείνει και στο μέλλον. Χρειάζεται λοιπόν μια πολιτική εγγύηση, ως συμπλήρωμα, και αυτήν μπορεί να τη δώσει μόνο μια σύγκλιση και συνεργασία του κομματικού συστήματος των κυβερνητικών παρατάξεων και ορισμένων δορυφόρων τους, είτε με τη μορφή της συγκυβέρνησης, είτε ακόμα και με τη μορφή ενός δημοψηφίσματος όπου το ένα σκέλος του διλήμματος (το θετικό για τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων στην Ευρώπη) θα στηριχθεί από το υπάρχον κομματικό σύστημα. Το καινούργιο σε αυτήν την συγκυρία δεν είναι τόσο τα προεκλογικά της χαρακτηριστικά αλλά ακριβώς η αναζήτηση μιας αλλαγής της διάταξης και της λειτουργίας των στοιχείων του ίδιου του πολιτικού συστήματος.
Γιαυτό και η υπόθεση της δημοκρατίας και του μηνύματος που έρχεται από τις πλατείες της Ισπανίας είναι πολύ σημαντικά πράγματα για την υπόθεση του κοινωνικού ζητήματος σε όλη την Ευρώπη. Η σύνδεση της δημοκρατίας με τις υποτελείς τάξεις πρέπει να διεμβολίσει τις δύο ιδεολογίες που πλανιόνται πάνω από την Ευρώπη. Είναι ένα ισχυρό χαρτί που δεν πρέπει να «καεί». Ακόμα περισσότερο είναι ένα διαφαινόμενο ιστορικό πεδίο στο οποίο, όπως πάντα στην ιστορία, μας έριξε η ταξική πάλη και γιαυτό πρέπει να παραμείνουμε με αγωνιστικότητα και σοβαρότητα και επί ποινή εξαφανίσεως.
Πέτρος Σταύρου
Το μνημόνιο 1, ως γνωστόν, αποτελεί μια δανειακή σύμβαση της χώρας με το ΔΝΤ και με κάποιες χώρες της ευρωζώνης με πιστοληπτική δυνατότητα ΑΑΑ+. Αν αφήσουμε εκτός το ΔΝΤ, οι χώρες ΑΑΑ+ δεν έχουν βάλει από την «τσέπη» τους ούτε ένα ευρώ για να δανειοδοτήσουν την Ελλάδα και κακώς πιστεύουν κάτι τέτοιο, όσοι το πιστεύουν, στη Φιλανδία, την Γερμανία και αλλού. Εκείνο που έχουν κάνει είναι το εξής πολύ απλό: Χρησιμοποιώντας τα τρία Α και τον ισχυρό συμβολισμό που αυτά δημιουργούν, κατέφυγαν στις αγορές και με εγγυήσεις έχουν πάρει από αυτές κάποια δις ευρώ και τα έχουν δώσει στην Ελλάδα.
Όμως, τα ποσά του πρώτου μνημονίου δεν φθάνουν για να διατηρήσουν μια στοιχειωδώς εύρυθμη πορεία της χώρας προς τον επίσημο μηχανισμό στήριξης το 2013. Δεν είναι μόνο η εγγενής αδυναμία του μνημονίου να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους αλλά και αυτό καθαυτό το μέγεθος του προβλήματος και η αναντιστοιχία του με τους δανειακούς πόρους. Από μια άλλη οπτική γωνία ιδωμένο το ζήτημα, η ανεπάρκεια του προσωρινού μηχανισμού στήριξης αποτελεί μια πρώιμη εκδήλωση των αδυναμιών που θα έχει και ο επίσημος μηχανισμός στήριξης το 2013 και κυρίως όταν η κρίση χρέους αξιολογηθεί κατάλληλα και η αποτίμηση της συμπεριλάβει και τις μεσαίες οικονομίες (Ισπανία και Ιταλία) της ευρωζώνης. Προς το παρόν όμως χρειάζονται περισσότεροι δανειακοί πόροι για την Ελλάδα. Το ζήτημα λοιπόν που γεννάται είναι το ποιος θα εγγυηθεί αυτά τα νέα δάνεια.
Εξαιτίας μιας πανουργίας του λόγου, οι πολιτικές ηγεσίες των χωρών με ισχυρή πιστοληπτική ικανότητα δεν αποτελούν τους πομπούς της κυρίαρχης ιδεολογίας, όπως θα πίστευε μια αφελής προσέγγιση, αλλά τους δέκτες. Δεν μπορούν εύκολα και ανέξοδα να χρησιμοποιήσουν τη θετική τους αξιολόγηση για να εγγυηθούν ξανά ένα νέο δάνειο και αυτό γιατί επικαθορίζονται από έναν διάχυτο, στις κοινωνίες τους, φετιχισμό του χρήματος. Ακόμα και η συμβολική λειτουργία της εγγύησης θεωρείται εκροή χρήματος από τις τσέπες του «λαού».
Η λύση στο παραπάνω πρόβλημα είναι μία και διατυπώνεται από τις κυρίαρχες τάξεις σε Ελλάδα και Ευρώπη. Στις απαραίτητες εγγυήσεις για το νέο δανεισμό πρέπει να συμμετέχει και η Ελλάδα. Και πρέπει να συμμετέχει με τη χρήση της δημόσιας περιουσίας (επιχειρήσεις, υποδομές, ακίνητα) που αφενός θα καλύψει τις τρύπες των εσόδων και αφετέρου θα εγγυηθεί τα νέα δάνεια. Όμως στη διπλή χρήση της δημόσιας περιουσίας ενυπάρχει μια αντίφαση. Ότι πωληθεί δεν μπορεί να λειτουργήσει ως εγγυητικό κεφάλαιο και ότι χρησιμοποιηθεί ως εγγυητικό κεφάλαιο δεν μπορεί να πωληθεί. Άρα, απαιτείται αθροιστικά μια, τεράστιας χρηματικής αξίας, δημόσια περιουσία για να μπορέσει ένα πωλούμενο τμήμα της να καλύψει ταμειακές τρύπες και ένα άλλο να σταθεί ως εγγύηση. Η εκτίμηση και ο χαρακτηρισμός τόσης δημόσιας περιουσίας, προς το παρόν, είναι κάτι το ανέφικτο και μάλλον έτσι θα παραμείνει και στο μέλλον. Χρειάζεται λοιπόν μια πολιτική εγγύηση, ως συμπλήρωμα, και αυτήν μπορεί να τη δώσει μόνο μια σύγκλιση και συνεργασία του κομματικού συστήματος των κυβερνητικών παρατάξεων και ορισμένων δορυφόρων τους, είτε με τη μορφή της συγκυβέρνησης, είτε ακόμα και με τη μορφή ενός δημοψηφίσματος όπου το ένα σκέλος του διλήμματος (το θετικό για τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων στην Ευρώπη) θα στηριχθεί από το υπάρχον κομματικό σύστημα. Το καινούργιο σε αυτήν την συγκυρία δεν είναι τόσο τα προεκλογικά της χαρακτηριστικά αλλά ακριβώς η αναζήτηση μιας αλλαγής της διάταξης και της λειτουργίας των στοιχείων του ίδιου του πολιτικού συστήματος.
Γιαυτό και η υπόθεση της δημοκρατίας και του μηνύματος που έρχεται από τις πλατείες της Ισπανίας είναι πολύ σημαντικά πράγματα για την υπόθεση του κοινωνικού ζητήματος σε όλη την Ευρώπη. Η σύνδεση της δημοκρατίας με τις υποτελείς τάξεις πρέπει να διεμβολίσει τις δύο ιδεολογίες που πλανιόνται πάνω από την Ευρώπη. Είναι ένα ισχυρό χαρτί που δεν πρέπει να «καεί». Ακόμα περισσότερο είναι ένα διαφαινόμενο ιστορικό πεδίο στο οποίο, όπως πάντα στην ιστορία, μας έριξε η ταξική πάλη και γιαυτό πρέπει να παραμείνουμε με αγωνιστικότητα και σοβαρότητα και επί ποινή εξαφανίσεως.
Πέτρος Σταύρου