Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Το ιστορικό της Εργατικής Πρωτομαγιάς, του Γιάννη Κορδάτου

Κείμενο το Γιάννη Κορδάτου από την εφημερίδα «Ο Οικοδόμος», όργανο της «Ομοσπονδίας Εργατοτεχνιτών Οικοδόμων Ελλάδας (ΤΜ. ΓΣΕΕ)», φύλλο 80, Κυριακή 28 Απρίλη 1946.

 

Η εργατική Πρωτομαγιά, ή πιο σωστά η κόκκινη Πρωτομαγιά, έχει την ιστορία της. Δεν καθιερώθηκε έτσι στα καλά καθούμενα σαν η πιο επίσημη γιορτή της οργανωμένης εργατιάς όλου του κόσμου. Έχει την ιστορία της. Να πιο είναι σε μεγάλη συντομία το χρονικό της. Στα 1885 τους μήνες Νοέμβρη και Δεκέμβρη στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής έγιναν δυο εργατικά Συνέδρια για να συζητήσουν πάνω σε σπουδαία ζητήματα που απασχολούσαν το βορειοαμερικανικό προλεταριάτο. Στα χρόνια αυτά η εκμετάλλευση της αμερικάνικης εργατιάς ήταν μεγάλη. Οι ώρες δουλειάς ήταν πολλές. Τα μεροκάματα μικρά και μέσα στις φάμπρικες η ζωή του εργάτη ήταν ζωή σκλάβου.
Ύστερα από πολλές συζητήσεις στα Συνέδρια που έγιναν πάρθηκε η απόφαση στην ερχόμενη Πρωτομαγιά (1886) οι εργάτες ν’ απεργήσουν με πρώτο και βασικό αίτημα την καθιέρωση της 8ωρης δουλειάς. Το είχαν πια καταλάβει οι εργάτες πως με τις παρακάλιες και τη ζητιανιά δε γίνεται τίποτα, πως έπρεπε με την ομαδική τους δράση και δύναμη να επιβάλλουν το δίκαιό τους και τις διεκδικήσεις τους. Έτσι μέσα στους τέσσαρες μήνες που πέρασαν από το εργατικό Συνέδριο του Δεκέμβρη του 1885, με φανατισμό και ενθουσιασμό προπαγανδίστηκε η ιδέα της απεργίας. Ήταν το ζήτημα της ημέρας. Μέρα νύχτα συζητούσαν για την απεργία. Τέτοια ζύμωση είχε γίνει που μερικοί μικροεργοδότες  τα χρειάστηκαν και μόνοι τους δέχτηκαν την οχτάωρη δουλειά στα εργοστάσιά τους χωρίς να κατεβάσουν τα μεροκάματα. Μα οι μεγάλοι φαμπρικάντηδες ήταν ανένδοτοι. Ούτε ν’ ακούσουν ήθελαν πως μπορούσαν να καθιερώσουν το 8ωρο. Είχαν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και στην υποστήριξη του Κράτους. Γι’ αυτό και τα πνεύματα ήταν πολύ ερεθισμένα.
Η Πρωτομαγιά του 1886 ήρθε και η απεργία κηρύχτηκε από την μια άκρια στην άλλη σ’ όλη τη Βόρεια Αμερική. Οι απεργοί βγήκαν στους δρόμους με κοινό σύνθημα: «Οχτώ ώρες δουλειά. Οχτώ ώρες για μόρφωση και ξεκούρασμα. Οχτώ ώρες ύπνο».
Σε λίγες μέρες οι πιο πολλοί εργοδότες άρχισαν να υποχωρούν. 125 χιλιάδες εργάτες κέρδισαν το οχτάωρο. Έτσι μαζί με όσους είχαν κερδίσει από πριν το 8ωρο έγιναν 150 χιλιάδες. Και ύστερα από ένα μήνα απεργία έφταναν σε 200 χιλιάδες. Ενώ όμως στις περισσότερες βιομηχανικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών οι απεργοί κέρδισαν το αίτημά τους, στο Σικάγο η αντίσταση και η αντίδραση των εργοδοτών ήταν πιο οργανωμένη και αποφασιστική. Τα κατάφεραν να μαζέψουν από τις γειτονικές πόλεις μερικές χιλιάδες ασυνείδητους και κίτρινους εργάτες κ’ έτσι κίνησαν τις φάμπρικές τους. Γι’ αυτό στις 3 του Μάη δέκα χιλιάδες απεργοί του Σικάγου μαζεύτηκαν μπροστά σ’ ένα απ’ τα μεγαλύτερα εργοστάσια για ν’ αποδοκιμάσουν τους απεργοσπάστες. Οι φάμπρικες όμως φρουρούντανε  από το στρατό και τη χωροφυλακή. Δόθηκε κιόλας διαταγή να χτυπήσουν στην πρώτη «ανταρσία».
Έτσι όταν οι απεργοί άρχισαν να φωνάζουν και να κατακρίνουν τους κίτρινους εργάτες οι αστυνομικοί και ο στρατός  έριξαν στο κρέας.
Στην αρχή με τις πρώτες μπαταριές σα να τάχασαν γιατί δεν περίμεναν τη δολοφονική επίθεση. Μα μέσα σε λίγα λεπτά ξαναπήραν θάρρος και ρίχτηκαν με πέτρες και ξύλα ενάντια στο εργοστάσιο που δούλευε. Ο στρατός ξακολούθησε το ντουφεκίδι και σωστή μάχη άρχισε που βάσταξε πάνω  από ένα τέταρτο της ώρας. Οι απεργοί αν και δεν είχαν όπλα έδειξαν απαράμιλλο ηρωισμό που θα μείνει αξέχαστος μέσα στην ιστορία του εργατικού κινήματος της Αμερικής. Οι αστυνομικοί τα είχαν χάσει. Είχαν μπροστά τους λιοντάρια και όχι ανθρώπους, γι’ αυτό σε λίγο διαλύθηκαν. Μα απ’ τους στρατώνες του Σικάγου ήρθαν επικουρίες. Οι τοπικές αρχές διάταξαν να χτυπηθούν οι απεργοί και ας χυθεί όσο θέλει αίμα. «Βαράτε τα σκυλιά» ήταν η διαταγή που δόθηκε στο στρατό. Η μάχη ξανάρχισε πεισματικά. Ο αγώνας ήταν σκληρός και άνισος. Οι απεργοί άοπλοι, ο στρατός οπλισμένος. Δε διαλύθηκαν όμως, πάλεψαν και φυσικά στο τέλος η ηρωική τους αντίσταση κλονίστηκε από τις σφαίρες και τις λόγχες της αντίδρασης. Γύρω από τη φάμπρικα όλος ο τόπος ήταν βαμένος από αίμα εργατικό και σπαρμένος από κορμιά απεργών. Έπεσαν πολλοί μάρτυρες της Ιδέας. Πόσοι όμως δεν το ξέρουμε γιατί οι αστυνομικοί δεν άφησαν να γίνει ο απολογισμός της νίκης τους! Πήραν τα πτώματα χωρίς να δώσουν είδηση σε κανέναν που τα έθαψαν.
Την άλλη μέρα οι εργατικές εφημερίδες στιγμάτισαν την κεφαλαιοκρατία για την δολοφονική της επίθεση. Η «Εργατική Εφημερίδα» του Σικάγου μάλιστα δημοσίεψε την παρακάτω ιστορική προκήρυξη:
«Εργάτες!

Ο πόλεμος των τάξεων άρχισε. Χτες  τουφέκισαν τους απεργούς εργάτες μπροστά στη φάμπρικα που εργάζονται. Το αίμα τους ζητά εκδίκηση. Ποιος να μην πιστεύει τώρα πως οι τίγρεις που μας κυβερνούν διψούν από εργατικό αίμα. Οι εργάτες όμως δεν είναι πρόβατα. Στην λευκή τρομοκρατία πρέπει ν’ απαντήσουν με την κόκκινη τρομοκρατία. Καλύτερα ο θάνατος παρά η δυστυχία. Αν τουφεκίζουν τους εργάτες, θα τους απαντήσουμε με τέτοιο τρόπο που να μας θυμούνται για πολύ καιρό οι αφεντάδες μας. Η ανάγκη πια μας κάμνει να φωνάξουμε: Σ τ α  ό π λ α !

Στες γυναίκες, τα παιδιά των δυστυχισμένων κλαίγανε τον σκοτωμένο πατέρα και άντρα τους. Μέσα στα μέγαρά τους οι πλουτοκράτες γέμιζαν τα ποτήρια τους από σαμπάνια και έπιναν στην υγειά των δολοφόνων που επιβάλλουν την τάξη… Σκουπίστε τα δάκρυά σας εσείς που πάσχετε. Θαρρέψετε! Σκλάβοι σηκωθείτε!».
Η προκήρυξη αυτή έπιασε. Την άλλη μέρα 15 χιλιάδες εργάτες μαζεύτηκαν εκεί που τους καλούσε το καθήκον. Ένα κάρο χρησίμεψε για βήμα κι επάνω απ’ αυτό με τη σειρά μίλησαν οι εργατικοί ηγέτες. Η αστυνομία όσο ήταν μέρα έκανε πως παρακολουθούσε από μακριά την εργατική συγκέντρωση· σχεδίαζε άμα νυχτώσει να επιτεθεί και να θερίσει άλλη μια φορά την εργατιά. Μα βγήκε πολύ γελασμένη όταν κοντά στο σούρουπο 150 αστυνομικοί ρίχτηκαν πάνω στην εργατιά, μια μπόμπα έσκασε ανάμεσά τους και καμιά εικοσαριά από δαύτους τους έκανε κομμάτια. Οι άλλοι τόβαλαν στα πόδια. Πατείς με πατώ σε. Τα όργανα της «τάξης», οι προχτεσινοί δολοφόνοι, μπροστά στην εργατική αυτοάμυνα τόκοψαν λάσπη. Μα πίσω από τους αστυνομικούς ήταν ο στρατός. Ένα Σύνταγμα ολόκληρο που άρχισε να πυροβολεί. Νέο αίμα χύνεται. Πολλοί πληγώνονται και πέφτουν χάμω. Οι εργάτες υποχωρώντας παίρνουν μαζί τους και τους ηρωικούς συντρόφους τους που ήταν χτυπημένοι. Η νύχτα εκείνη πέρασε σε μια αφάνταστη τρομοκρατία και από τα ξημερώματα άρχισε το κυνηγητό της εργατιάς. Χιλιάδες πιάστηκαν και κλείστηκαν στα μπουντρούμια. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και δημοσιογράφοι, εργατικοί ηγέτες από τους πιο γνωστούς της Βόρειας Αμερικής. Στις φυλακές έμειναν πολύ καιρό και στο τέλος κράτησαν μόνο οχτώ, τους «πρωτοπόρους», που τους πέρασαν από το κακουργοδικείο.
Το ταξικό δικαστήριο τους καταδίκασε σε θάνατο και το Νοέμβρη του 1886 οι τέσσαρες απ’ αυτούς κρεμάστηκαν και ο πέμπτος λίγες μέρες πριν να γίνει η εχτέλεση, έγινε το κεφάλι του λιώμα καπνίζοντας ένα τσιγάρο που είχε εκρηκτική ύλη. Οι άλλοι τρεις πήραν χάρη και η ποινή τους μετατράπηκε σε καταναγκαστικά δεσμά. Έμειναν εφτά χρόνια στα κάτεργα και όταν είχαν γίνει σωματικά ερείπια από τις κακουχίες τους χαρίστηκε η ποινή.
Τα γεγονότα αυτά που έκαναν μεγάλη εντύπωση σ’ όλη την Αμερική και Ευρώπη, δεν άφησαν φυσικά ασυγκίνητο το οργανωμένο προλεταριάτο. Γι’ αυτό στο Παγκόσμιο Εργατικό Συνέδριο που έγινε […] το 1889, αποφάσισε τιμώντας τη μνήμη των ηρωικών εργατών του Σικάγου να θεσπιστεί η Πρωτομαγιά σα μια διεθνική εργατική γιορτή που την ημέρα αυτή οι οργανωμένοι εργάτες όλου του κόσμου ν’ απεργούν και να εκδηλώνουν σε ομαδικές συγκεντρώσεις το ταξικό τους μίσος ενάντια στην παγκόσμια κεφαλαιοκρατία.
Έτσι καθιερώθηκε η εργατική Πρωτομαγιά που πολλές φορές από τότε βάφτηκε με εργατικό αίμα.
Στην Ελλάδα η εργατική Πρωτομαγιά πρωτογιορτάστηκε στα 1894. Ήταν η πρώτη εργατική εκδήλωση στη χώρα, που έδειχνε την αλληλεγγύη της ελληνικής εργατιάς στο παγκόσμιο προλεταριάτο.

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΡΔΑΤΟΣ

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Όχι εξαίρεση. Είναι το σχέδιο !


Α Τσίπρας: "Ψεύτες, υποκριτές και αδίστακτοι οι κυβερνώντες"

Πόσο καλά κρυμμένη είναι η αλήθεια;




[ … ] το τραπεζικό λόμπι του Charles Dallara – στο οποίο ανήκαν και οι Κυπριακές τράπεζες κάτοχοι ελληνικών ομολόγων – πήρε αποζημίωση για την συμμετοχή του στο PSI, 30 δις ευρώ μετρητά για λογιστικές ζημιές που δεν ξεπερνούσαν τα 18 δις ευρώ.
Ανάμεσα στους ωφελημένους ήταν και οι τράπεζες της Κύπρου, που εκτιμάται ότι για 5 δις ευρώ λογιστική ζημιά λόγω Ελληνικών ομολόγων, εισέπραξαν γύρω στα 7 δις ευρώ αποζημίωση ως μετρητά φορτώνοντας πρόσθετο χρέος στον Έλληνα φορολογούμενο.
Αν προσθέσουμε σ’ αυτά και την μετανάστευση καταθέσεων και κεφαλαίων από την Ελλάδα στην Κύπρο, που ανήλθαν τουλάχιστον σε άλλα 5 δις ευρώ, οι Κυπριακές τράπεζες βγήκαν ωφελημένες από την χρεοκοπία της Ελλάδας.
Γι’ αυτό και είναι εντελώς πρόστυχη η προσπάθεια να φορτώσουν την κατάρρευση των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα. Είναι καθαρό ψέμα και μπορεί να το ισχυριστεί μόνο όποιος δεν ξέρει, ή είναι τόσο απατεώνας που ενώ ξέρει τι έχει συμβεί, το παπαγαλίζει από σκοπιμότητα [ … ]

(από άρθρο του Δημήτρη Καζάκη)

Που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ;


Γιατί ακούω τόσο συχνά το ερώτημα «πού είναι ο ΣΥΡΙΖΑ»;
του Στέλιου Ελληνιάδη (Αναδημοσίευση από τον Δρόμο της Αριστεράς)

Γιατί προφανώς η παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αισθητή σε έναν κόσμο που βαρυγκομάει. Γιατί, λοιπόν, δεν είναι αισθητή; Τι φταίει; Η πολιτική του γραμμή; Η ιδεολογική του ασάφεια; Η πολυδιάσπαση της Αριστεράς; Η πολυφωνία και η πολυτασικότητα του Σύριζα; Η οργανωτική του συγκρότηση; Η κοινωνική του διαστρωμάτωση; Η καθεστωτική φραγή επικοινωνίας; Ο ελιτισμός των αριστερών; Η γραφειοκρατία του κόμματος; Ή κάτι άλλο;
Δεν έχω βγάλει τυχαία τα ερωτήματα. Τα ανθολόγισα από τις ερωτήσεις που θέτει και τις απαντήσεις που δίνει ο κόσμος με τον οποίο έρχομαι σε επαφή. Άλλος δίνει έμφαση σε μια αιτία κι άλλος θεωρεί ότι οι αιτίες είναι συνδυαστικά πολλές. Το σίγουρο είναι ότι όπου βλέπεις καπνό υπάρχει φωτιά.

Η πλάνη της ενημέρωσης

Στον ΣΥΡΙΖΑ, κεντρικά, φαίνεται να επικρατεί η αντίληψη ότι η προβολή μέσα από τα τηλεοπτικά κανάλια είναι το άλφα και το ωμέγα όχι μόνο της επικοινωνίας με την κοινωνία, αλλά και της πολιτικής δουλειάς. Ότι μέσα από τις αντιπαραθέσεις στα τηλεπαράθυρα όχι μόνο ενημερώνεται η κοινωνία για τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ότι συσπειρώνεται κιόλας. Και επιπλέον, ότι η τηλεοπτική παρουσία αναπληρώνει την ανάγκη της φυσικής παρουσίας του ΣΥΡΙΖΑ στους τόπους κατοικίας και τους χώρους εργασίας και κοινωνικής δράσης των πολιτών.

Χωρίς να υποτιμώ τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας με τα οποία ασχολούμαι ποικιλοτρόπως παιδιόθεν, νομίζω ότι αυτή η αντίληψη οδηγεί την Αριστερά σε μια ιδιότυπη απομόνωση από την κοινωνία. Ιδιότυπη γιατί προκύπτει από την προβολή που πολλοί τη θεωρούν πανάκεια. Η εμπειρία, όμως, παγκοσμίως, διδάσκει ότι η προβολή σε υπερβολικές δόσεις μπορεί να επιφέρει τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ειδικά όταν οι συχνά προβαλλόμενοι ενσωματώνονται στο σύστημα προβολής και παύουν να διαφοροποιούνται ευδιάκριτα απ’ αυτό που καταγγέλουν ή αποδοκιμάζουν. Αλλά ακόμη κι αν επιμένουν στον τονισμό των διακριτικών τους γνωρισμάτων, η υπερπροβολή από μόνη της εξομοιώνει τους πάντες, δηλαδή, τους καλούς με τους κακούς.
Τα αποτελέσματα της «υπερέκθεσης» στα ΜΜΕ έχουν επαρκώς μελετηθεί στις ΗΠΑ (overexposure), αλλά μάλλον όχι στην Ελλάδα. Και στην προκειμένη περίπτωση, αυτό δεν αφορά μόνο το κάθε άτομο αφ’ εαυτού, αλλά και τον φορέα σαν συλλογικότητα. Οι εμφανίσεις των εκπροσώπων του φορέα αθροίζονται και έχουν επίπτωση στη συνολική εικόνα του φορέα. Που σημαίνει ότι οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί αθροιστικά να υπερεκπροσωπούν τον φορέα και να τον ενσωματώνουν στο σύστημα, δημιουργώντας σύγχιση ως προς τα χαρακτηριστικά του. Δεν θέλει πολύ, ακόμα κι αν υποστηρίζεις άλλα πράγματα κι άλλες θέσεις, να αποκτήσει ο πολίτης την αίσθηση ότι όλοι ίδιοι είσαστε. Ειδικά στην τηλεόραση, η οποία πρωτίστως ισοπεδώνει. Και μόνη η συνύπαρξη στο ίδιο τραπέζι με τους αντιπάλους σε υπέρμετρες και καταιγιστικές δόσεις αρκεί για να σε εξομοιώσει μ’ αυτούς.

Αν σ’ αυτό το πρόβλημα, που δεν είναι εύκολα παραδεκτό από τους εμπλεκόμενους, προσθέσεις και το πρόβλημα της ανεπαρκούς στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ από αρκετούς εκπροσώπους του στα ΜΜΕ, τότε οι συνέπειες είναι πολύ πιο δυσμενείς.
Και αν δει κανείς το ζήτημα της επικοινωνίας από μία άλλη γωνία, προκύπτουν και άλλα προβλήματα. Ενώ θεωρείται δεδομένη η ισχύς των ΜΜΕ, υποτιμάται το γεγονός ότι υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που δεν χρησιμοποιεί τα ΜΜΕ για την ενημέρωσή του, είτε γιατί δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτού του είδους την ενημέρωση είτε γιατί ενημερώνεται μέσα από άλλους διαύλους επικοινωνίας, πιο γήινους, ίσως και πιο πρωτόγονους. Αυτό το ξέρουν όλοι οι επικοινωνιολόγοι. Στατιστικά, το ποσοστό των πολιτών που δεν βλέπουν δελτία ειδήσεων ούτε ενημερωτικές εκπομπές, πρωινές ή βραδυνές, είναι πάρα πολύ μεγάλο. Ούτε το ένα τρίτο των τηλεθεατών που παρακολουθούν τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή δεν βλέπει εκπομπές πολιτικού περιεχομένου, μου έλεγε ένας φίλος που κάνει μετρήσεις.
Υπάρχει επίσης μία κατηγορία καθόλου ευκαταφρόνητη που δεν βλέπει ειδήσεις και «παράθυρα» εκ πεποιθήσεως, σε ένδειξη αποστροφής και αποδοκιμασίας, και μία άλλη λόγω έλλειψης χρόνου. Για παράδειγμα, ένας πολιτικοποιημένος εργαζόμενος δεν μπορεί να δει τις πρωινές ενημερωτικές εκπομπές, όπως και ένας πολιτικοποιημένος έφηβος δεν μπορεί να δει ούτε τις πρωινές λόγω σχολείου ούτε τις βραδυνές λόγω φροντιστηρίου. Συνεπώς, το πραγματικό ποσοστό των πολιτών που δεν παρακολουθούν ειδήσεις και λοιπές εκπομπές πολιτικού περιεχομένου είναι πολύ μεγάλο. Με δεδομένο ότι το διαδίκτυο έχει άλλες παραμέτρους και η κυκλοφορία των εφημερίδων είναι πολύ μικρή, πώς φτάνει, άραγε, σ’ αυτούς ο λόγος της Αριστεράς; Φτάνει με άλλο τρόπο ακέραιος, φτάνει τεθλασμένος ή δεν φτάνει καθόλου; Το πιθανότερο είναι ότι δεν φτάνει καθόλου ή φτάνει παρομορφωμένος.

Υπάρχει, λοιπόν, ένας επικοινωνιακός φράχτης ανάμεσα στην Αριστερά και ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Για λόγους αντικειμενικούς, αφού τα ισχυρά Μέσα Ενημέρωσης ελέγχονται από την κυρίαρχη τάξη, αλλά και για λόγους υποκειμενικούς, αφού η Αριστερά δεν έχει μεγάλες προσβάσεις στα πιο δυσπρόσιτα τμήματα της κοινωνίας ούτε έχει πιάσει το σφυγμό όλων των δεινοπαθούντων και κατατρεγμένων.
Η δουλειά στις γειτονιές που ήταν σποραδική και ασυνεχής για πάρα πολλά χρόνια, αυξήθηκε, αλλά είναι ακόμα στα σπάργανα. Η δουλειά στους μαζικούς χώρους ήταν επιλεκτική και παραμένει επιλεκτική. Με εξαίρεση την παρουσία σε μερικούς επαγγελματικούς κλάδους, σε ένα πανελλαδικό καθεστώς πολύ χαμηλής συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων, η Αριστερά έχει πάρα πολύ μικρή παρουσία σε μεγάλους μαζικούς κοινωνικούς χώρους, όπως είναι, για παράδειγμα, τα αθλητικά σωματεία, οι εθνοτοπικοί σύλλογοι, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι εστίες λαϊκού πολιτισμού και, γιατί όχι, η εκκλησία. Γι’ αυτό και οι ομιλίες των στελεχών ανά την Ελλάδα, κατά κανόνα, απευθύνονται στη μικρή μειοψηφία των ήδη μυημένων, ούτε καν του συνόλου των μελών των τοπικών οργανώσεων.

Χρειάζεται τάχιστα και αποφασιστικά ριζική αλλαγή των αντιλήψεων. Η Αριστερά είναι ξεκομμένη από τα πιο απομονωμένα τμήματα της κοινωνίας, τα εντελώς μη προνομιούχα, που μετριούνται σε εκατομμύρια ανθρώπους. Και, το χειρότερο, συχνά δίνει βάσιμα την εντύπωση ότι επιλέγει αφ’ υψηλού τις κοινωνικές της σχέσεις. Είναι απογοητευτικό ότι τόσο σοβαρά ζητήματα, ίσως τα πιο σοβαρά, όπως η γραμμή δράσης που θα κινητοποιήσει τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και θα αγγίξει την κοινωνία, η οργανωτική ανασυγκρότηση, η δημοκρατική λειτουργία του φορέα από τη βάση ως την κορυφή και οι μορφές και ο τρόπος επικοινωνίας με τα πιο απροσπέλαστα κοινωνικά στρώματα δεν απασχόλησαν ούτε την Κεντρική Επιτροπή. Γι’ αυτό, οι απορίες του κόσμου αυξάνονται και η παραπληροφόρηση ζει και βασιλεύει.

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Τα οργανωτικά ζητήματα, οι αντιλήψεις και η βάση



Του Τάσου Βαρούνη. Η συζήτηση για τα οργανωτικά ζητήματα του Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη ξεκινήσει.

Τόσο στην οργανωτική επιτροπή που έχει συγκροτηθεί, όσο και σε όποιες άλλες διαδικασίες γίνονται αυτό το διάστημα. Η συζήτηση αυτή δείχνει ότι υπάρχουν διάφορες αντιλήψεις για το τι πολιτικό φορέα θέλουμε. Ποια είναι μερικά βασικά ζητήματα;
 
Πρώτο, αν θα υπάρχει χώρος για να εκφραστεί ουσιαστικά η βάση του ΣΥΡΙΖΑ και τα νέα μέλη ή θα καταλήξουμε «λογικά» σ’ ένα συνέδριο στελεχών και οργανωμένων τάσεων. Εδώ υπάρχουν προτάσεις για ποσόστωση εκλογής για τα νέα μέλη και τη βάση του κόμματος, για όσους δεν συμμετέχουν σε θέσεις, όργανα και επιτελεία. Η πρόταση αυτή δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από πολλούς. Το αντεπιχείρημα ότι «αρκεί ο προσυνεδριακός διάλογος για να εκφραστεί η βάση» φανερώνει μια περιοριστική αντίληψη. Σύμφωνα με αυτή, δημοκρατία είναι η ελεύθερη διατύπωση γνώμης αλλά όχι και η πιο ενεργητική συμμετοχή στις αποφάσεις.
 
Δεύτερο, αν θέλουμε ένα μαζικό συνέδριο με πολλούς αντιπρόσωπους ή μια πιο στενή διαδικασία. Εδώ υπάρχουν διάφορες προτάσεις για το μέτρο εκλογής των αντιπροσώπων. Από το 1/10 μέχρι το 1/30. Το επιχείρημα ότι δεν μπορούμε να έχουμε συνέδριο ουσίας με μεγάλο σώμα δεν στέκει. Φανερώνει φόβο και υποτίμηση για τον κόσμο που ακόμα προσδοκά από τον ΣΥΡΙΖΑ; Ένα δογματισμό που συσχετίζει αυθαίρετα τον αριθμό των αντιπροσώπων με την παραγωγική και γόνιμη διαδικασία; Μια στρέβλωση ότι «πολιτική συζήτηση» είναι η συζήτηση κάποιων «πολιτικοποιημένων» στελεχών; Ή και μια άρρητη αποδοχή ότι είμαστε ευχαριστημένοι με τις μέχρι τώρα διαδικασίες του κόμματος;
 
Τρίτο, αν η πορεία προς το Συνέδριο θ’ αποτελέσει ένα σταθμό για τη μαζικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και την εγγραφή νέων μελών ή για την ακόμα μεγαλύτερη κατοχύρωση ομαδοποιήσεων στον «υπαρκτό» ΣΥΡΙΖΑ. Ο κίνδυνος άλωσης του κόμματος από αριβίστες ή από εγγραφές της τελευταίας στιγμής και αποκλειστικά για εκλογικούς σκοπούς δεν φαίνεται να αντιστοιχεί και τόσο στην πραγματικότητα. Μάλλον, ζούμε την αντίστροφη πορεία και άλλα προβλήματα έχουμε να αντιμετωπίσουμε: Συνελεύσεις χωρίς μεγάλη συμμετοχή, «πάγωμα» αρκετών φίλων και μελών του κόμματος, στασιμότητα. Πρόβλημα που δεν είναι, βέβαια, μόνο οργανωτικό.
 
Τέταρτο, ακριβώς επειδή είναι κυρίως πολιτικά τα προβλήματα και οι λύσεις τους, για το ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα μεγάλο ερωτηματικό, που είναι αν το Συνέδριο θα βοηθήσει στην πολιτική ενοποίηση γύρω από μια κατεύθυνση και στην προετοιμασία για όσα έρχονται ή απλά θα καταγράψει εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς. Η δυναμική επανεμφάνιση του «Κανένα» στις δημοσκοπήσεις και κυρίως τα μηνύματα που έρχονται από παντού, αυτή την ανάγκη υποδηλώνουν: Για έναν ΣΥΡΙΖΑ ζωντανό φορέα της μετάβασης σε μια άλλη Ελλάδα, σε σύνδεση και με δεσμούς με τον κόσμο που παλεύει για την επιβίωση. Ένας τέτοιος φορέας χρειάζεται μπόλικη σκέψη, πρωτοτυπία και πλούτο σχετικά με τους τρόπους που θα οργανώνεται, θα λειτουργεί, θα αποφασίζει.

* Ο Τάσος Βαρούνης είναι μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου

Θα ανοίξει ο ΣΥΡΙΖΑ μια νέα σελίδα;


Οι πραγματικές προκλήσεις του υπό ίδρυση πολιτικού φορέα.Του Σπύρου Παναγιώτου*

Η προσυνεδριακή συζήτηση για τον ΣΥΡΙΖΑ με έναν τρόπο έχει ήδη ξεκινήσει. Το ερώτημα είναι αν η συζήτηση αυτή αλλά και το ιδρυτικό συνέδριο που θα ακολουθήσει θα αναμετρηθεί με τις πολιτικές και οργανωτικές προϋποθέσεις συγκρότησης ενός πολιτικού φορέα ικανού να εμπνεύσει, να συμβάλλει και να πραγματοποιήσει μια μετάβαση, με τομές και ρήξεις σε μια νέα Ελλάδα σε μια άλλη Ευρώπη.
 
Έχουμε ανάγκη από ένα συνέδριο ουσίας. Ένα συνέδριο ανοιχτό στους εργαζόμενους και την κοινωνία, πραγματική δύναμη της ίδιας της μετάβασης. Κυρίως έχουμε ανάγκη να συζητήσουμε και να συνειδητοποιήσουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες καλούμαστε να παίξουμε ρόλο και, σε αυτή την βάση, να συμφωνήσουμε μια πολιτική γραμμή και ένα σχέδιο.
Ζούμε, λοιπόν, σε συνθήκες καταστροφής, συντριβής της κοινωνίας, της οικονομίας της χώρας, σε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης. Παράλληλα διαμορφώνονται συνθήκες έντασης όλων των γεωπολιτικών ζητημάτων στην περιοχή και ιδιαίτερα στοχευμένης επίθεσης ενάντια σε Ελλάδα και Κύπρο. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα αυτών των δύο εξελίξεων στην περιοχή μας θα είναι να ζήσουμε υπό την επίδραση περισσότερων τους ενός δυσμενών παραγόντων. Διάλυσης της κοινωνίας, ακραίας φτώχειας και συρρίκνωσης εργασιακών δικαιωμάτων, αντιδημοκρατικών εκτροπών αλλά και συρρίκνωσης κυριαρχικών δικαιωμάτων. Δηλαδή σε συνθήκες πανεθνικής κρίσης και ήττας όσο οι τρόικες εσωτερικού και εξωτερικού διαφεντεύουν την τύχη της χώρας.
Ένας φορέας, λοιπόν, που φιλοδοξεί να μετασχηματιστεί σε φορέα μετάβασης και ανατροπής και να αναλάβει μάλιστα την κυβέρνηση της χώρας θα κριθεί από τις απαντήσεις που θα δώσει στο σύνολο αυτών των προβλημάτων. Των προβλημάτων της κοινωνίας και όχι όσων εμείς ή κάποιοι από εμάς θα θέλαμε ή θεωρούμε σαν τις μεγάλες πολιτικές ή ιδεολογικές προκλήσεις της εποχής μας.

Συστηματική προετοιμασία
 
Η αντιμετώπιση τέτοιων μεγάλων προβλημάτων απαιτεί με τη σειρά της συστηματική προετοιμασία των πολιτικών όρων ενός σχεδίου μετάβασης και παράλληλα προετοιμασία του κόσμου στη βάση αυτού του σχεδίου. Έτσι, η «κατάργηση του Μνημονίου», η «διαγραφή του χρέους», η «επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης», το «καμιά θυσία για το ευρώ» πρέπει να συμπληρωθούν άμεσα με ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας έξω από τις ράγες του μνημονίου, της διαπλοκής και του παρασιτισμού, στηριγμένο σε νέα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα, ικανού να πείσει για τη δυνατότητα να υπάρξουμε την επόμενη μέρα. Να συμπληρωθεί με τη διατύπωση ενός σχεδίου πολιτειακής επαναθεμελίωσης με πραγματική δημοκρατία έξω από τις ράγες του σημερινού πολιτικού συστήματος. Να συνοδευτεί με ένα σχέδιο μιας νέας εξωτερικής πολιτικής που θα δημιουργεί και αναθερμαίνει νέες και παλιές συμμαχίες, θα συγκροτεί συσπειρώσεις έξω από τα αποσταθεροποιητικά και φιλοπόλεμα σχέδια των ανταγωνιζόμενων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη περιοχή.
Αυτές οι διαστάσεις-συμπληρώσεις του προγράμματος μας πρέπει με τρόπο πρωτότυπο και τολμηρό να τεθούν υπόψη των εργαζόμενων και της κοινωνίας. Να συμβάλουν στη συγκρότηση ενός πολιτικού ρεύματος- κινήματος, υποκείμενου της μετάβασης και της αλλαγής. Ενός πολιτικού ρεύματος με συγκεκριμένη ταυτότητα που με αφετηρία την αντίθεση στο μνημόνιο θα θέτει στο επίκεντρο του αγώνα την ανεξαρτησία, της παραγωγική ανασυγκρότηση, την πραγματική δημοκρατία, βήματα χειραφέτησης των εργαζόμενων, μια νέα θέση της Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο.

Αδιέξοδη πόλωση
 
Η αναγκαία συζήτηση και συμφωνία για αυτά θα καθιστούσαν το συνέδριό μας συνέδριο ουσίας. Με αυτή την έννοια, ο τρόπος που πολώνεται η συζήτηση στις γραμμές μας δεν βοηθά. Τα «κάτω» και «έξω», το «όχι στην Ε.Ε. και το ευρώ», η «συμμαχία με ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ» είναι λίγα, περιοριστικά, μη πειστικά, μια και δεν πασχίζουν να σχετιστούν με τις αναγκαίες πολιτικές και οργανωτικές προϋποθέσεις και δεν αντιλαμβάνονται την ανάγκη να εντοπιστεί το «αδύνατο σημείο του κρίκου» όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα σαν σημείο εκκίνησης βαθύτερων κοινωνικών μετασχηματισμών.
Με τον ίδιο τρόπο δεν βοηθούν οι βεβαιότητες ότι η επίλυση των προβλημάτων της χώρας μπορούν να αντιμετωπισθούν αποκλειστικά εντός των ευρωπαϊκών θεσμών, με κάποια «επαναθεμελιώση» της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης και αντιλαμβάνονται την αμφισβήτηση του παραπαίοντος ευρωπαϊσμού ως «δεξιά αντίληψη» ή τάση προς «εθνική απομόνωση». Το βασικό ερώτημα παραμένει: Προετοιμάζουμε το λαό και προετοιμαζόμαστε για μια ρήξη με την υπαρκτή νεοφιλελεύθερη Ευρώπη; Ή έχουμε αυταπάτες για έναν εύκολο συμβιβασμό υπέρ μας;
Δεν μπορεί να προβληθεί μια πειστική γραμμή ούτε να χαραχθεί ένας δρόμος μετάβασης, επαναλαμβάνοντας ανιαρά όπλα και μεθόδους από τις αρνητικές παραδόσεις του παρελθόντος. Στην πραγματικότητα, η αναζήτηση λύσεων για το σήμερα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με το τρόπο σκέψης και τα εργαλεία που είχαμε μέχρι τώρα.
Με αυτή την υποχρέωση καλείται να αναμετρηθεί το συνέδριό μας. Αυτό θα το καθιστούσε συνέδριο ουσίας.

* Ο Σπύρος Παναγιώτου είναι μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ