[ άρθρο του Δημήτρη Σεβαστάκη στην Αυγή ]
Ο πολίτης, μέχρι και τη δεκαετία του '70, πήγαινε στον τοπικό δεξιό βουλευτή για να λύσει το πρόβλημά του. Tο ΠΑΣΟΚ, αποκέντρωσε το «μέσον» με τον γραμματέα της Τοπικής Οργάνωσης, τον κλαδικό αρχισυνδικαλιστή
κ.λπ. Για να «γίνει η δουλειά», έπρεπε να βρει κανείς την «άκρη»,
δηλαδή την αμοιβαία ωφέλεια με κάποιο στέλεχος επιρροής. Αυτή υπήρξε,
για πολλές δεκαετίες ελληνικής ανάπτυξης και άνθησης, η μέγιστη εκδήλωση
λαϊκής αυτοβουλίας, ευφυΐας και οικογενειακού προγραμματισμού. Η επινοητικότητα στην εύρεση «άκρης».
Η επαγγελματική και οικονομική επιβεβαίωση των έξυπνων, των καπάτσων ή
των αδίστακτων, δίδασκε και τους υπόλοιπους, «τους απ' έξω». Εμπεδώθηκε
μια αγωγή μεσιτείας, αναζήτησης του ενδιάμεσου κόμβου, που λύνει
προβλήματα, που ξεμπλοκάρει τα πλείστα νομικά, διοικητικά και
λειτουργικά προβλήματα του κράτους. Ή, ακριβέστερα, διαμορφώθηκε από τη
μια η αγωγή της φωναχτής διεκδίκησης, της ρητορικής κλαδικότητας (για να
υπάρχουν τα αγωνιστικά άλλοθι) κι από την άλλη η επιμελής ύφανση του
ιστού με το στέλεχος ή τον «δικό μας» κρατικό παράγοντα, για να «γίνει η
δουλειά».
Οικογένειες ολόκληρες μετακινούνταν από τη μια κυβερνητική παράταξη
στην επόμενη, πετυχαίνοντας τους ιδιοτελείς στόχους: διορισμούς
συγγενών, ανάληψη τοπικών έργων από τους «δικούς μας» μικρoεργολάβους,
δάνεια αγύριστα κ.λπ. Να μην παραλείψω ότι από τη νοσηρή λειτουργία
επωφελήθηκαν και αρκετοί, που με όχημα την Αριστερά (και την αδίστακτα
καιροσκοπική ένταξή τους σ' αυτήν) έπαιρναν «δουλίτσες» από το κράτος ή
άρπαζαν κόκκαλο από το πλούσιο ψαχνό. Ο λαός, θεωρούμενος ως αμέτοχος,
ως άβουλος και αναμάρτητος «τελευταίος τροχός», αθωωνόταν από την εν
γένει Αριστερά και φυσικά κολακευόταν από την ήδη εν εξουσία. Αυτή η
αγωγή του πολίτη διαμόρφωσε το διπλό φαινόμενο του προ-αθωωμένου
πονηρού.
Νά μια κατηγορία που δε βρίσκει ποτέ θέση στην αριστερή ανάλυση. Η
λαϊκή ιδιοτέλεια, η οποία προκύπτει μεν από αδυναμία (ταξική, θεσμική
κ.λπ.), αλλά επίσης προκύπτει και από αναξιοπρέπεια. Η
ανάγκη οδηγεί συχνά στην ταπείνωση, στην ικεσία, στην αναπαραγωγή της
χαμηλής αυτοεκτίμησης, αλλά συχνά και στην επιθετική διαχείρισή τους:
θυμόμαστε όλοι τους κανίβαλους των κομμάτων που, στους εκλογικούς
καιρούς, τραμπούκιζαν (ιδιοτελώς και καθόλου από ιδεολογικό πάθος) στους
χώρους δουλειάς, τις γειτονιές και την επαρχία.
Πολλοί αναλυτές (φαντάζομαι και κυβερνητικοί) απορούν με την κάμψη του
κόσμου, με τη σιωπή του κινήματος, με τον αλλόκοτο σκασμό. Γνωρίζουν
βέβαια οι δημοσκόποι ότι σημαντικό μέρος των μαζικών πεποιθήσεων
οργανώνονται γύρω από έναν αντίπαλο της κυβέρνησης πόλο, την
πολυσύντακτη Αριστερά, αλλά η σιωπή του πλήθους παραμένει κάτι
ανατριχιαστικό. Αν ανατρέξει κανείς ψύχραιμα, αυτή την αγωγική σύμπλεξη
θα τη βρει σφηνωμένη στο πρόβλημα της σημερινής λαϊκής παράλυσης. Ο
κόσμος, με αναπτυγμένη την κουλτούρα της ανάθεσης και της μεσιτείας,
περιμένει την έλευση του Σωτήρα, το μαγικό άγγιγμα, κάποιο επιλυτικό
χρησμό, κάτι χαριτωμένα κακοσυντεταγμένο, αλλά ελπιδοφόρο στη
σαξωνικότητά του, κάτι πιο μπρουτάλ, πιο θεσμικό, πιο εργατικό, πιο
κοινοβουλευτικό, πιο μπιτάτο κ.λπ. Ρόλους και ύφη. Αυτό διαμοιράζει ο
λαός. Αναθέτει στην Αριστερά την αλλαγή, όπως ένα άλλο μέρος του,
αναθέτει στην επίσης πολυσύνθετη Νεοδεξιά τη μη αλλαγή.
Σιγά – σιγά, δηλαδή, φτάσαμε στον αναχρονισμό, σε ένα δίλημμα του 1980.
Με τη Δεξιά ή με την Αλλαγή, με τα μονοπώλια ή με τον λαό, με τον
ιμπεριαλισμό ή με την εθνική ανεξαρτησία κ.λπ. Μπορεί όμως η σημερινή
σύνθετη πολιτική αρχιτεκτονική να συμπυκνωθεί σε ένα μανιχαϊστικό
ερώτημα ή μήπως μαζί με την πολιτική αλλοτρίωση, μαζί με την παραγωγική
καταστροφή, καταστρέφεται και η ιστορική διερώτηση; Ή μήπως αυτή η
ευρύτατη σιωπή εκφράζει και μορφοποιεί και κυρώνει μια μέσα καταστροφή,
μια εσωτερική φθίση;
Η έκπτωση που περιγράφω όχι μόνο δεν επιτρέπει τη διαμαρτυρία και τη
λαϊκή ενεργητικότητα, όχι μόνο πάει να αιχμαλωτίσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια
μεσσιανική αοριστολογία, όχι μόνο καθηλώνει και τη Νεοδεξιά σε έναν
ιντερνετικό τραμπουκισμό, σε μια ωραιολογία εκτός πραγματικότητος, σε
μια παθητική διαχείριση τροϊκανών εντολών, αλλά αναστρέφει το σύνολο,
κόμματα, χώρα και λαό στους όρους που τα συνέτριψαν. Η δομή και της νέας
πολιτικής σκηνής και της εξαντλημένης λαϊκής προσδοκίας έχει μέσα της,
εκτός από την ελπίδα, και τη δομή της καταστροφής της. Η κάμψη, η σιωπή
δεν είναι αποτέλεσμα της δεξιάς πολιτικής, αλλά είναι δεξιά κατάσταση
των πραγμάτων, δηλαδή είναι συναίτιο της δεξιάς πολιτικής.
Η βαθύτερη απάντηση και στην οικονομικοπολιτική κρίση και στα αντίπαλα
δίκτυα και στην εκλογοθηρική αλλοτρίωση είναι η αυστηρή, συντεταγμένη
και με νέους όρους σύνοδος του κόσμου. Σε μια μεγάλη πολιτική, ηθική -
καθαρτική - ανασύνταξη. Αυτό, νομίζω, είναι Αριστερά.
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ