Πατριωτισμός, διεθνισμός και η σύνδεση
του εθνικού με το κοινωνικό ζήτημα
Του Λουκά Αξελού*
Το λαϊκό στοιχείο αισθάνεται,
αλλά δεν κατανοεί πάντα ή δεν ξέρει. Ο διανοούμενος ξέρει, αλλά δεν κατανοεί
πάντα και ειδικότερα δεν αισθάνεται.
Το λάθος του
διανοούμενου συνίσταται στο ότι πιστεύει πως μπορεί να ξέρει χωρίς να κατανοεί
και ειδικότερα χωρίς να αισθάνεται και να ενδιαφέρεται ζωηρά, δηλαδή πως ο
διανοούμενος μπορεί να είναι τέτοιος μόνο αν διακρίνεται και αποχωρίζεται από
το λαό-έθνος, δηλαδή χωρίς να αισθάνεται τα στοιχειώδη πάθη του λαού,
κατανοώντας τα και μετά εξηγώντας τα και δικαιολογώντας τα μέσα στην καθορισμένη
ιστορική κατάσταση.
Δεν γίνεται πολιτική
ιστορία χωρίς αυτό το πάθος, δηλαδή χωρίς αυτό το συναισθηματικό δεσμό ανάμεσα
στους διανοούμενους και το λαό-έθνος.
Αν η σχέση ανάμεσα σε
διανοούμενους και λαό-έθνος, ανάμεσα σε διευθύνοντες και διευθυνόμενους δίνεται
με μια οργανική συνάφεια όπου το αίσθημα-πάθος γίνεται κατανόηση και μετά ξέρω,
μόνο τότε η σχέση είναι σχέση αντιπροσώπευσης, πραγματοποιείται η ζωή συνόλου
που μόνο αυτή είναι κοινωνική δύναμη. Δημιουργείται το ιστορικό μπλοκ.
Αντόνιο Γκράμσι
Οι βασικές ορίζουσες.
Υπάρχει μαρξιστική θεωρία για το έθνος;
Ζώντας τον ζόφο των μνημονίων, αλλά και ζώντας κάτω από το βάρος μιας
πρωτοφανούς από τους αντιπάλους μας ιδεολογικοπολιτικής επίθεσης, φρονώ ότι
συζητήσεις σαν αυτές αποσαφηνίζουν μια σειρά ζητημάτων, εντοπίζοντας συγκλίσεις
ή και διαφορές και σε κάθε περίπτωση οξύνουν το οπλοστάσιό μας στον σκληρό
αγώνα που διεξάγουμε στο θεωρητικό μέτωπο της ταξικής πάλης.
Είναι προφανές ότι ένα τόσο σημαντικό ζήτημα είναι αδύνατο να αναπτυχθεί και
εξαντληθεί στα πλαίσια της παρούσας συζήτησης.
Ως εκ τούτου, από πλευράς μου θα θέσω μεν μια σειρά ζητημάτων, που οφείλω όμως
να ξεκαθαρίσω ότι:
Α) Δεν αγκαλιάζουν το σύνολο του προβλήματος.
Β) Είναι αναγκαστικά αξιωματικά τοποθετημένα με βάση τους χρονικούς περιορισμούς,
και
Γ) Δεν αποδίδουν την πρέπουσα τιμή στους συγγραφείς και την βιβλιογραφία, ούτε
καν των δικών μου εργασιών, που καλύπτουν τέσσερεις δεκαετίες έρευνας.
Χωρίς να υποτιμώ τίποτα και κανέναν θεωρώ αφετηριακά αναγκαίο να αποσαφηνίσουμε
ακόμα και αυτά που πιθανά θεωρούμε αυτονόητα. Και πρώτα την ίδια την έννοια της
Αριστεράς.
Αριστεράς, λοιπόν, αλλά ποιας Αριστεράς;
Να κάτι που αν και φαίνεται αυτονόητο εντούτοις δεν δείχνει να έχει
συγκεκριμένα οριοθετηθεί. Σε μια συνέντευξη που μας έδωσε στα Τετράδια το 1988
ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν υπάρχει ένας ορισμός του
σοσιαλισμού και αρκέστηκε να αναφερθεί στον «δικό του».
Έχοντας επίγνωση ότι το ίδιο ισχύει και για την Αριστερά (αφού όλοι από το
ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κ.λπ. αναφέρονται
σε αυτήν), ας επιχειρήσουμε να δώσουμε την «δική μας» προσέγγιση που ορίζει ως
Αριστερά τον πολιτικό και κοινωνικό χώρο, την πολιτική και κοινωνική δύναμη που
μπορεί να δίνει απαντήσεις-λύσεις στα κρίσιμα διακυβεύματα μιας συγκεκριμένης
ιστορικής περιόδου και ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου και κοινωνικού
σχηματισμού, πάντοτε κάτω από την σκοπιά των υποτελών τάξεων και της κοινωνικής
χειραφέτησης και σταθερά και αταλάντευτα υπέρ των εθνικών και κοινωνικών
συμφερόντων του λαού.
Ένα δεύτερο ζήτημα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι αν κάποιοι αμφισβητούν
ότι οι Έλληνες, Τούρκοι, Αμερικάνοι, Γερμανοί κ.λπ. αποτελούν συγκεκριμένα
εθνικά σύνολα (ελληνικό, τουρκικό, αμερικανικό, γερμανικό έθνος), ότι η Ελλάδα,
η Τουρκία, οι ΗΠΑ, η Γερμανία κ.λπ. είναι εθνικά κράτη, κράτη με εθνικά σύνορα,
τότε -προφανώς- ο άξονας συζήτησης αλλάζει. Στον βαθμό που δεν υφίστανται
εθνικά κράτη, έθνη κ.λπ., όντως δεν υπάρχουν εθνικά ζητήματα – προβλήματα και
άρα η συζήτηση περί πατριωτισμού, διεθνισμού κ.λπ. μπαίνει σε τελείως
διαφορετική βάση.
Ένα τρίτο εξίσου σημαντικό ζήτημα που οφείλει να ξεκαθαριστεί είναι ότι όπως
στις έννοιες του σοσιαλισμού και της Αριστεράς χωρούν περισσότερες της μιας
διατυπώσεις, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον πατριωτισμό, τον εθνισμό, τον
εθνικισμό, τον διεθνισμό και το εθνικό ζήτημα.
Θεωρώντας ρεαλιστική κατά βάση την προσέγγιση του Κόννορ Γουώκερ, θα επαναλάβω
ότι ο μαρξισμός μας κληροδότησε όσον αφορά το Εθνικό Ζήτημα τρεις τάσεις. Η
πρώτη επικεντρώνεται και απολυτοποιεί την αξία της ταξικής συνείδησης και της
ταξικής πάλης, στις οποίες δίνει ένα διεθνή-διεθνικό χαρακτήρα, που αντιτίθεται
σε κάθε μορφής εθνικισμό· η δεύτερη ακολουθεί μια εκλεκτικιστική-επιλεκτική
πολιτική στήριξης των εθνικών κινημάτων και της αυτοδιάθεσης, ενώ η τρίτη που
φέρει τα χαρακτηριστικά ενός «εθνικού μαρξισμού», «προσγειώνει» το ζήτημα
αναλύοντάς το με ιστορικούς και συγκεκριμένους γεωγραφικούς/γεωπολιτικούς
όρους, που συνδέονται και συνδυάζονται με τα ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά και
δίνουν στο έθνος ένα κύριο-σημαίνοντα ρόλο ως ιστορικού υποκειμένου στα
κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα.
Ανήκοντας σε εκείνους από τον χώρο της Ελληνικής Αριστεράς που αφετηριακά από
τα πρώτα πρωτόλεια κείμενά μου το 1968 τοποθετήθηκα στην τρίτη τάση, διαπίστωσα
μέσα από διαδοχικές προσεγγίσεις ότι το Εθνικό Ζήτημα αποτελεί την αχίλλειο
πτέρνα όχι μόνο της δικής μας Αριστεράς, αλλά και των πλείστων παλαιών και νέων
σχημάτων που γεννήθηκαν κάτω από την επίδραση μαρξικών ή αναρχικών θεωριών.
Είναι αληθινή η διαπίστωση ότι σημαντική μερίδα που εκτείνεται από τους οπαδούς
του τριτοδιεθνιστικού σοσιαλισμού μέχρι και τη σοσιαλδημοκρατία ή τα αναρχικά
και τεταρτοδιεθνιστικά άκρα, αδυνατεί να κατανοήσει την πραγματικότητα ότι η
πατριωτική-εθνική συνείδηση ήταν και είναι κάτι απτό, υλικό, που ήταν και είναι
πολύ πιο σταθερό και ισχυρό από τη μεταβλητή και ρευστή κοινωνική συνείδηση,
πάνω στην οποία στηρίχθηκε μανιχαϊστικά η εσχατολογική αντίληψη για τους
προλετάριους που δεν έχουν πατρίδα.
Κι ας επιβεβαιώνει η ίδια η ζωή καθημερινά την αγεφύρωτη αντίθεση ανάμεσα στη
θεωρία και την ιστορική πραγματικότητα. Πραγματικότητα που πολύ αδρά επικυρώνει
το γεγονός ότι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από το σε ποια κοινωνική τάξη ανήκουν,
γεννιούνται από συγκεκριμένους και φυλετικά προσδιορισμένους γονείς φορείς μιας
ορισμένης γλώσσας, θρησκείας και κουλτούρας, μεγαλώνουν βιώνοντας την
καθημερινότητα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και γεωγραφικό χώρο ο οποίος
αμετάκλητα τους σφραγίζει θετικά και αρνητικά με προτερήματα, ελαττώματα και διάφορα
«πιστεύω», και ότι ο χώρος αυτός, που δεν είναι άλλος από την πατρίδα τους στην
οποία ζουν, εργάζονται, ερωτεύονται, παντρεύονται και πεθαίνουν, έχει γι’
αυτούς εκείνο το μοναδικό-ανεπανάληπτο στοιχείο που λειτουργεί από ένα σημείο
και πέρα και ως στοιχείο συνειδητής επιλογής, δηλαδή στοιχείο
αυτοπροσδιορισμού, αυτοδιάθεσης και ελευθερίας.
Και αυτό χωρίς — φυσικά — να γίνεται καμιά υπερ-ιστορική προσέγγιση που θα
ήθελε να ταυτίσει το σύγχρονο συγκεντρωτικό κράτος με το έθνος, και χωρίς —
φυσικά — να παραγνωρίζονται τα χρονικά όρια που το φαινόμενο εμφανίζεται
ιστορικά, κάνοντας διακριτά τα σημεία διαφοροποίησης από τις ανεπαρκείς
αντιλήψεις που ταυτίζουν το έθνος με το γένος ή τη φυλή ή που το
αντιλαμβάνονται ως αμιγές προϊόν της βιομηχανικής κοινωνίας, όπως εύστοχα
επισημαίνει και ο Νίκος Πουλαντζάς. Ο εθνικισμός δεν ταυτίζεται ούτε χρονικά,
ούτε περιεχομενικά με τον πατριωτισμό. Οι ρίζες του πατριωτισμού είναι πολύ
βαθιά χαμένες στο χρόνο. Αλλά και στην πιο πρόσφατη περίοδο όπου ο εθνικισμός
και ο πατριωτισμός συνυπάρχουν, ο εθνικισμός αποτελεί εν μέρει ξεχωριστή —
ειδική κατηγορία πατριωτισμού, που έχει πολλά κοινά αλλά και πολλά αποκλίνοντα
στοιχεία με τον πατέρα του. Στοιχεία που καθορίζονται εν πολλοίς από τη
σύγχρονη ιστορική, κοινωνική, πολιτική, εκπαιδευτική, οικονομική και
πολιτισμική πραγματικότητα των τριών τελευταίων αιώνων.
Αν η βαθιά αγάπη των ανθρώπων για τον τόπο τους, αν η συνείδηση ότι το χώμα που
σκεπάζει τα κόκαλα των προγόνων τους και αποτελεί διαχρονικό στίγμα της ύπαρξής
τους (Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας), αν η επίγνωση ότι η κοινή
ιστορία τους ως παρελθόν και παρόν καθορίζει — σε μεγάλο βαθμό — και το
πεπρωμένο τους ως μέλλον, αν η εμμονή τους στα κοινά ήθη και έθιμα, αν η
διαπίστωση ότι μόνο η μητρική τους γλώσσα μπορεί να δώσει και να εκφράσει ό,τι
πιο άθλιο και μεγαλειώδες περικλείει ο ψυχικός τους κόσμος είναι στοιχεία
φανταστικά ή αρνητικά, αν η φράση του πολύγνωμου Οδυσσέα «είπε μου αν είμαι
αληθινά στην ποθητή πατρίδα», δεν είναι εντελώς ίδια με αυτήν που είπε, λέει
και θα πει κάθε πρόσφυγας, ξενιτεμένος ή ξεριζωμένος μετανάστης, κάθε Ιρακινός,
Παλαιστίνιος, Κούρδος ή Ελληνοκύπριος μόλις ξαναντικρίσει τη γη των πατέρων
του, τότε πραγματικά έχουμε να κάνουμε με μια γιγαντιαία υπέρ του πατριωτισμού
απάτη, που μας ταλαιπωρεί από τότε που η ανθρωπότητα πέρασε από την προϊστορία
στην ιστορία.
Αυτή η ουσιαστική λοιπόν ταύτιση των ανθρώπων με το χώρο στον οποίο ζουν, τον
πολιτισμό που από κοινού βιώνουν και συνδιαμορφώνουν, την κοινή παιδεία
(...Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως
μετέχοντας), αλλά και η συνείδηση και βούληση να τα διεκδικούν ως πυρηνικά
στοιχεία της ανθρώπινης (ατομικής και συλλογικής) ταυτότητάς τους, αποτελεί το
πλέον υλικό-υλιστικό στοιχείο της υπάρξεώς τους και αυτό ακριβώς το στοιχείο
προσπάθησαν και προσπαθούν να αναιρέσουν οι οπαδοί του ά-χρονου και ά-τοπου
«διεθνισμού» ερχόμενοι σε πλήρη διάσταση με την πραγματικότητα και την
επιστήμη.
Επεδίωξαν, με δυο λόγια, να θέσουν κάτω από μια λογική ιδεολογικής προκατασκευής,
αυτό που αποτελούσε στοιχείο άρνησης των προκατασκευών, στοιχείο
διαφορετικότητας και ελευθερίας, αυτό που αναγκαστικά λόγω της αφετηριακά
πλουραλιστικής του βάσης και ποικιλομορφίας αποτέλεσε το ιστορικό φρένο στα
φασιστικά μοντέλα.
Γι’ αυτό και είναι εύστοχη η διαπίστωση του Tom Nairn ότι: «Η θεωρία του
εθνικισμού αντιπροσωπεύει τη μεγάλη ιστορική αποτυχία του μαρξισμού».
Αυτή τη μεγάλη ιστορική αποτυχία του μαρξισμού εντοπίζει και ο Έρνεστ Γκέλνερ,
όταν με εξαιρετική γλαφυρότητα και βρετανικό χιούμορ γράφει χαρακτηριστικά:
«Ακριβώς όπως οι εξτρεμιστές σιίτες μουσουλμάνοι διατείνονται πως ο Αρχάγγελος
Γαβριήλ έκανε λάθος δίνοντας το Μήνυμα στον Μωάμεθ, ενώ αυτό προοριζόταν για
τον Αλί, έτσι και οι μαρξιστές αρέσκονται κατά βάσιν να νομίζουν πως το πνεύμα
της ιστορίας ή η ανθρώπινη συνείδηση έκανε μια τρομερή γκάφα. Το αφυπνιστικό
μήνυμα προοριζόταν για τις τάξεις, λόγω όμως κάποιου τρομερού ταχυδρομικού
λάθους δόθηκε στα έθνη. Είναι τώρα αναγκαίο οι στρατευμένοι επαναστάτες να
πείσουν το λανθασμένο παραλήπτη να παραδώσει το μήνυμα μαζί με το ζήλο που αυτό
γεννά στο δικαιούχο παραλήπτη για τον οποίο προοριζόταν. Η απροθυμία τόσο του
δικαιούχου όσο και του σφετεριστή παραλήπτη να εκπληρώσουν αυτή την επιταγή
προκαλεί και ερεθίζει πολύ τον ακτιβιστή».
Όμως παρ’ όλο που η λυσσαλέα επίθεση της Νέας Τάξης έθεσε για άλλη μια φορά επί
τάπητος το πρόβλημα της αυτοδιάθεσης των λαών, εντούτοις μερίδες της Αριστεράς,
μένοντας αγκυλωμένες στη λογική των παραδοσιακών τους αναλύσεων, ερμήνευσαν τα
γεγονότα με βασικό κριτήριο την πολιτική και οικονομικοκοινωνική διάσταση,
παραγνωρίζοντας για άλλη μια φορά την εθνική-πολιτισμική. Είδαν δηλαδή πάλι τα
ζητήματα από τη μια πλευρά τους. Κι όμως, η έναρξη της οριστικής κρίσης του
συστήματος ήταν η επιβεβαίωση της τρίτης στην Αριστερά άποψης ότι ο 20ός αιώνας
ήταν αιώνας κυρίως του εθνισμού και του κρατισμού. Αιώνας, για να θυμηθούμε τα
λόγια του Φρειδερίκου Ένγκελς, που δίνει το δικαίωμα στους Πολωνούς εργάτες να
είναι πρώτα εθνικιστές και ύστερα διεθνιστές. Γιατί δεν μπορείς να εκφράσεις
ουσιαστική διεθνιστική αλληλεγγύη όταν έχεις χάσει ολοκληρωτικά την εθνική σου
ευαισθησία, όταν κωφεύεις ή σιωπάς για τα όσα συμβαίνουν σε χιλιάδες αδέλφια
σου στην υπό τουρκική κατοχή Κύπρο.
Αυτά είναι, κατά την γνώμη μου, τα βασικά στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να
γίνει μια αφετηριακή κατ’ αρχήν προσέγγιση του εθνικού φαινομένου. Γιατί από
εκεί και πέρα οι δρόμοι είναι πολύπλοκοι, αμφίδρομοι και σκολιοί. Κανένα, ίσως,
άλλο φαινόμενο δεν αποτελεί κυριολεκτικά ζωντανή αντίφαση, όσο αυτό. Και σε
κανένα άλλο, οι «δυο» πλευρές των πραγμάτων, το «αφενός» και το «αφετέρου», δεν
σμίγουν και δεν συγκρούονται με τους πιο διαφορετικούς και ιδιόμορφους όρους.
Πατριωτικός, φιλελεύθερος, δημοκρατικός, σοσιαλιστικός, εθνικοαπελευθερωτικός,
ρατσιστικός, φασιστικός, εθνικοσοσιαλιστικός, ο εθνικισμός, αλλά και το εθνικό
φαινόμενο στις ευρύτερές του προεκτάσεις, υφίσταται ως ένα δυναμικό σύνολο
υπαρκτών εκδοχών που εξαιρετικά δύσκολα μπορούμε να το καταγράψουμε και ακόμα
δυσκολότερα να το αποτιμήσουμε στη βαθύτερη λογική και λειτουργία του. Έκφραση
συντηρητική αλλά και ριζοσπαστική, μετριοπαθής αλλά και εξτρεμιστική,
εξουσιαστική αλλά και απελευθερωτική, με πολλές φωτεινές και σκοτεινές πλευρές,
αποτελεί ένα από τα στοιχεία κλειδιά που ερμηνεύουν την ανθρώπινη ιστορία από
το χρονικό σημείο που οι έννοιες του κοινού τόπου-εστίας και του κοινού
βίου-πεπρωμένου, αποτελούν σταθερούς άξονες των ανθρωπίνων κοινωνιών.
Ο Νίκος Πουλαντζάς αντιλαμβανόμενος την πολυπλοκότητα αλλά και την ανεπάρκειά
μας, είχε ευθαρσώς δηλώσει: «Πρέπει να συνηθίσουμε σε τούτο το ολοφάνερο
γεγονός: δεν υπάρχει μαρξιστική θεωρία του έθνους».
Στην υπαρκτή
κοινωνική και πολιτική αρένα έχουν οι εργάτες πατρίδα;
Ας δούμε όμως πώς έχουν τα πράγματα στην συγκεκριμένη αποτύπωσή τους.
Όλοι μας γνωρίζουμε την διατύπωση των Μαρξ-Ένγκελς στο Μανιφέστο ότι «Οι
εργάτες δεν έχουν πατρίδα», την οποία όμως οι ά-χρονοι και ά-τοποι διεθνιστές
αποκόβουν από την συνέχειά της που ρητά δηλώνει: «Μα μια και το προλεταριάτο
πρέπει να καταχτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη, να
συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά
περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης».
Ενώ σε άλλο σημείο σημειώνουν: «Η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική
τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στην μορφή, είναι στην αρχή εθνική. Φυσικά το
προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει, πριν απ’ όλα με την δική του
αστική τάξη» για να καταλήξουν στο τελευταίο κεφάλαιο που αφορά την στάση των
κομμουνιστών να τάσσονται υπέρ των Ελβετών ριζοσπαστών «χωρίς να παραγνωρίζουν
ότι αυτό το κόμμα αποτελείται από αντιφατικά στοιχεία, εν μέρει από δημοκράτες
σοσιαλιστές με την γαλλική έννοια, εν μέρει από αστούς ριζοσπάστες», αλλά και
όσον αφορά τους Πολωνούς «υποστηρίζουν το κόμμα που θεωρεί την αγροτική
επανάσταση σαν προϋπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης».
Ο καθείς σκεπτόμενος αντιλαμβάνεται ότι πέραν της αρχικής φράσης «Οι εργάτες
δεν έχουν πατρίδα», τα δύσκολα και πραγματικά επίδικα κρύβονται στα «Μα μια και
το προλεταριάτο πρέπει να καταχτήσει την πολιτική εξουσία, να, να, να... είναι
και το ίδιο επίσης εθνικό», και «η πάλη του προλεταριάτου... είναι στην αρχή
εθνική», αλλά και «θεωρούν... την αγροτική επανάσταση σαν προϋπόθεση της
εθνικής απελευθέρωσης», ενώ «τάσσονται υπέρ των Ελβετών ριζοσπαστών, χωρίς να
παραγνωρίζουν» κ.λπ. κ.λπ.
Είναι απόλυτα σαφές ότι οι θεμελιωτές της φιλοσοφίας της πράξης δεν ανέπτυξαν
μια πλήρη, σφαιρική και ολοκληρωμένη αντίληψη για το Εθνικό Ζήτημα. Είναι,
επίσης, σαφές ότι η διεθνιστική οπτική και κατεύθυνση αποτελούν σκληρό πυρήνα
της όποιας οπτικής τους, είναι όμως επίσης, εξίσου σαφές, ότι η ανάλυση του
συνολικού τους έργου αποδομεί πλήρως τις επιλεκτικού χαρακτήρα και με σαφή
ιδεολογική χρήση υπέρ του ά-τοπου/ά-χρονου διεθνισμού αντιλήψεις των επιγόνων
και δη στην σημερινή περίοδο των φανερών ή κρυφών εραστών της παγκοσμιοποίησης
και του μεταμοντέρνου.
Ας δούμε, λοιπόν, στεκόμενοι με σεβασμό αλλά και κριτικό πνεύμα, τις θέσεις που
διατυπώνουν οι ίδιοι όταν έρχονται σε επαφή όχι μόνο με το αφηρημένο θεωρητικό
πεδίο, ενός αφηρημένου ά-τοπου και ά-χρονου διεθνισμού, αλλά με την ίδια την
σκληρή πραγματικότητα, όπως αυτή αποτυπώνεται στους υπαρκτούς εθνικούς και
κοινωνικούς αγώνες του 19ου αιώνα.
Αναφερόμενος στους αγώνες των Ούγγρων πατριωτών, ο Φρειδερίκος Ένγκελς σημειώνει
το 1849 ότι «πρώτη φορά στο επαναστατικό κίνημα του 1848, ένα έθνος
περικυκλωμένο από υπέρτερες αντεπαναστατικές δυνάμεις τολμά να αντιμετωπίσει
την δειλή αντεπαναστατική μανία με επαναστατικό πάθος».
Λίγα χρόνια αργότερα μιλώντας για το Ιρλανδικό Ζήτημα θα διατυπώσουν στην
αλληλογραφία τους.
«Ο τρόπος με τον οποίο οι Άγγλοι μεταχειρίζονται σήμερα στην Ιρλανδία τους
πολιτικούς κρατουμένους ή ακόμα και εκείνους που είναι μόνο ύποπτοι ή εκείνους
που καταδικάστηκαν μόνο σε φυλάκιση ξεπερνά πραγματικά ό,τι γίνεται στην Ευρώπη
εκτός από την Ρωσία. Τα παλιόσκυλα!», γράφει ο Μαρξ και ο Ένγκελς του απαντά
στις 24 Οκτωβρίου 1869, ότι: «Από την ιρλανδική ιστορία φαίνεται τι συμφορά
είναι για ένα λαό να έχει υποτάξει έναν άλλο». Ο Μαρξ του ανταπαντά στις 10
Δεκεμβρίου 1869 ότι: «Μια βαθύτερη μελέτη με έπεισε όμως για το αντίθετο. Η
αγγλική εργατική τάξη δεν θα κάνει ποτέ τίποτα προτού ελευθερωθεί η Ιρλανδία.
Από την Ιρλανδία πρέπει να ξεκινήσουμε».
Για να σημειώσει έναν χρόνο αργότερα εμβαθύνοντας στο ζήτημα, το πολύ στυφό για
όλους μας «... κάθε βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο στην Αγγλία κατέχει μια
εργατική τάξη μοιρασμένη σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, τους Άγγλους προλετάριους
και τους Ιρλανδούς προλετάριους. Ο μέσος Άγγλος εργάτης μισεί τον Ιρλανδό
εργάτη, αισθάνεται ένα μέλος του ηγεμονικού έθνους...».
Αν αυτά τα τόσο αποκαλυπτικά καταγράφει ο Μαρξ για τους Ιρλανδούς και Άγγλους
εργάτες πόσο αλήθεια μπορούν να ευσταθούν οι θεωρίες του μακαρίτη, αγαπητού
κατά τα άλλα, συντρόφου Σπύρου Πρίφτη, του Άγι Στίνα δηλαδή, ότι οι χιτλερικοί
στρατιώτες, εργάτες το επάγγελμα, είναι αδέρφια μας και πρέπει να συμφιλιωθούμε
μαζί τους αντί να κάνουμε Αντίσταση.
Διανθίζοντας την συζήτησή μας, σας μεταφέρω έναν πραγματικό διάλογο που
διημείφθη ανάμεσα στον παλαίμαχο κομμουνιστή Άγι Στίνα και εμένα, νεαρό τότε
φοιτητή, στα χρόνια μεσοβασιλείας της Χούντας το 1972, μια συζήτηση που έγινε
στα γραφεία του «Στοχαστή», παρουσία του πρόωρα χαμένου εκδότη της «Διεθνούς
Βιβλιοθήκης» Χρήστου Κωνσταντινίδη.
Υπερασπιζόμενος σθεναρά και μέχρι τέλους τις απόψεις της Ρόζας και της
διεθνιστικής Αριστεράς για καταγγελία του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ως
ιμπεριαλιστικού και συναδέλφωση όλων των εργατών επιτιθέμενων και αμυνόμενων, ο
Στίνας προέκτεινε το γεγονός και στον Β΄ Παγκόσμιο λέγοντάς μου ότι το ίδιο
έπρεπε να κάνει και η δική μας Αριστερά απέναντι στους Γερμανούς εργάτες, αντί
τα δηλητηριασμένα από τον εθνικισμό αντεπαναστατικά ΚΚΕ και ΕΑΜ να τους
επιτίθενται ή και να τους εκτελούν.
Σε αυτή την δύσκολη και αμήχανη για εμένα στιγμή, απέναντι σε έναν δοκιμασμένο
κόντρα στο ρεύμα επαναστάτη, που, από μεριάς μου και ως μπλανκιστής, οπαδός
δηλαδή του αγωνίζεσθαι «παρ’ όλα αυτά», σεβόμουν τους αγώνες του, η απάντησή
μου ήταν: Σπύρο ας δώσουμε ένα τέλος στην συζήτηση αυτή γιατί για εμένα, ό,τι
και να μου πεις, άλλο είναι ο γκεσταπίτης εργάτης-εισβολέας και άλλο είναι ο ελασίτης
εργάτης-αμυνόμενος.
Την ίδια στάση με το Ιρλανδικό, θα κρατήσουν και στο Πολωνικό Ζήτημα οι Μαρξ -
Ένγκελς, τονίζοντας ότι: «Κανένας δεν μπορεί να σκλαβώνει ένα έθνος ατιμώρητα»,
ότι «Δεν αποτελεί αντίφαση ότι το Κόμμα της Διεθνούς των εργατών αγωνίζεται για
την δημιουργία του Πολωνικού Έθνους» και τέλος προς επικύρωση των παραπάνω ότι
«Μέχρι να λυθεί το εθνικό πρόβλημα της πατρίδας τους [οι Πολωνοί] έχουν όχι
μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να είναι πρώτα απ’ όλα εθνικιστές και ύστερα
διεθνιστές», δίνοντας στον χειραφετητικό-απελευθερωτικό αγώνα το πιο βαθύ
πατριωτικό και σοσιαλιστικό περιεχόμενο.
Αυτές είναι μερικές από τις προσεγγίσεις των Μαρξ-Ένγκελς.
Θα μου αντιτείνετε εύλογα. Δηλαδή μόνο αυτές; Θα σας απαντήσω ειλικρινά πως
-προφανώς- Όχι.
Όχι όμως μέσω της γνωστής στο ρεύμα του ά-τοπου/ά-χρονου μεταμοντέρνου
διεθνισμού λαθροχειρίας, αλλά με τα λόγια ενός από τους συνεπέστερους μαθητές
τους.
Τι λέει λοιπόν ο Λένιν για την σχέση του Μαρξ με το Εθνικό Ζήτημα: «Για τον
Μαρξ δεν χωράει αμφιβολία ότι σε σύγκριση με το “εργατικό”, το “εθνικό ζήτημα”
έχει δευτερεύουσα σημασία. Η θεωρία του όμως βρίσκεται τόσο μακριά από το να
αγνοεί τα εθνικά κινήματα, όσο ο ουρανός από τη γη».
Αλλά δεν είναι μόνο η διαστρέβλωση της μαρξικής λογικής που μετατρέπει το έργο
τους σε καρικατούρα.
Η διαστρέβλωση αφορά και το έτερο μεγάλο ρεύμα το Αναρχικό, την οπτική του
οποίου αγνοούν ή διαστρεβλώνουν οι υποτιθέμενοι συνεχιστές του.
Γιατί τι άλλο μπορεί να μαρτυρεί η πλήρης αποσιώπηση της
πατριωτικής-διεθνιστικής δράσης του Μιχαήλ Μπακούνιν στο ιταλικό Risorgimento,
δίπλα στο πλευρό των Γκαριμπάλντι και Ματσίνι ή η παθιασμένη συμμετοχή του στον
εθνικό απελευθερωτικό αγώνα των Πολωνών πατριωτών και των άλλων καταπιεσμένων
σλαβικών εθνοτήτων.
«Συναισθάνομαι ειλικρινά και πάντα τον πατριώτη κάθε καταπιεσμένης πατρίδας. Η
πατρίδα αντιπροσωπεύει το ιερό και αδιαφιλονίκητο δικαίωμα κάθε ανθρώπου, κάθε
ομάδας ανθρώπων, ενώσεων, κοινοτήτων, περιοχών, εθνών να αισθάνονται, να
σκέπτονται, να θέλουν και να δρουν με τον δικό τους τρόπο» γράφει ο Μιχαήλ
Μπακούνιν, κατεδαφίζοντας κυριολεκτικά την απατηλή εικόνα που προσπαθούν να
διαμορφώσουν οι οπαδοί του ά-τοπου διεθνιστικού αντιεξουσιασμού.
Ποια, αλήθεια,
πραγματικότητα κυριάρχησε τον 20ο αιώνα;
Δεν είναι στις προθέσεις της παρούσας η εξαντλητική αναφορά επί των
διατυπωμένων απόψεων στάσεων και πρακτικών.
Ωστόσο, κρίνω απόλυτα απαραίτητο να σταθώ στην κορυφαία παρέμβαση του Λένιν,
κύριου αρχιτέκτονα της λογικής αποφυγής των άκαμπτων αιτιοκρατικών σχημάτων και
κεντρικού εισηγητή της διάκρισης ανάμεσα στα καταπιεστικά και καταπιεζόμενα
έθνη· διανοητή που συνέβαλε στο να ξεκαθαρίσουμε την διαφορά ανάμεσα στον
εθνικισμό των καταπιεστών και των εθνικισμό των καταπιεσμένων.
Και στην ίδια λογική και κατεύθυνση κινήθηκε μετά την βαθιά μελέτη του ιταλικού
Risorgimento, ο δάσκαλος αρκετών εξ ημών Αντόνιο Γκράμσι για να διατυπώσει με
απαράμιλλη διορατικότητα ότι: Ασφαλώς η εξέλιξη τείνει προς τον διεθνισμό, το
σημείο όμως αφετηρίας είναι το «εθνικό» και από αυτό το σημείο αφετηρίας πρέπει
ακριβώς να ξεκινήσουμε, για να καταλήξει στην αναγκαιότητα δημιουργίας ενός
νέου εθνικού-λαϊκού μπλοκ, που κινείται σε σαφώς αντιθετική τροχιά από τον
κλασικό αριστερισμό των Τρότσκυ-Μπορντίγκα.
Γνωρίζω, ότι ορισμένοι θα ισχυριστούν, ότι σε μια εποχή διεθνοποίησης-παγκοσμιοποίησης
εγώ σκαλίζω το παρελθόν για να βρω ερείσματα στο έθνος και τα εθνικά κινήματα.
Πέρα από την αφετηριακά λαθεμένη αντίληψη όλων αυτών που κατά Γκράμσι
«αποδοκιμάζουν το παρελθόν για να μην αντιμετωπίσουν το καθήκον του παρόντος»,
εγώ θα απαντήσω με δύο συγκεκριμένα παραδείγματα.
Το πρώτο ότι όλες οι πραγματωθείσες και επικρατήσασες, ανεξαρτήτως συνέχειας,
επαναστάσεις του 20ού αιώνα είχαν κατεξοχήν πατριωτικό-αντιιμπεριαλιστικό
περιεχόμενο (κινεζική, γιουγκοσλαβική, εαμική, αλγερινή, κουβανική και
βιετναμέζικη) και δεύτερο ότι το κριτήριο όσον αφορά την επικινδυνότητα του
διεθνισμού έχει αντιστραφεί.
Ανήκω στην γενιά αυτών που τους καλούσαν στην Ασφάλεια κατηγορώντας τους ως
διεθνιστές. Σήμερα φρονώ ότι άλλαξαν τα πράγματα και όλοι οι επαρχιώτες μικροευρωπαίοι
διεθνιστές γίνονται πανεπιστημιακοί και ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων.
Δεν υπάρχει διεθνισμός χωρίς να υπάρχουν έθνη. Ο ίδιος ο όρος το προϋποθέτει.
Είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβει κανείς αυτό;
Γιατί η πραγματικότητα είναι αυτή. Επανάσταση έγινε εκεί που το εθνικό ενώθηκε
με το κοινωνικό χωρίς σωβινισμούς και επιθετική αντίληψη προς τα άλλα έθνη.
Εκεί που το Πατρίδα ή Θάνατος αποτέλεσε το Κεντρικό Σύνθημα.
Οι Ισπανοί αντιφασίστες πολέμησαν τον Φράνκο και με το σύνθημα αυτό και Πατρίδα
ή Θάνατος ήταν το σύνθημα του Κάστρο, του Γκεβάρα και του Χο-Τσι Μινχ,
επιβεβαιώνοντας την κλασική διατύπωση του Μάο Τσε Τουνγκ:
Τα κράτη θέλουν την ανεξαρτησία
Τα έθνη την απελευθέρωση
Οι λαοί την επανάσταση.
Αυτή την λογική υπηρέτησε με τον πιο συνεπή τρόπο το δικό μας ΕΑΜ. Ένα
υποδειγματικό πατριωτικό-διεθνιστικό κίνημα που στις σημαίες του είχε γραμμένο
το
Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα
και πανανθρώπινη την λευτεριά.
Και σε αυτή την στρατηγική κινήθηκε η μεγάλη μερίδα της ελληνικής Αριστεράς από
τον Γληνό και τον Άρη, τον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη, τον Πασαλίδη και τον
Ηλιού, τον Νίκο Πουλαντζά και τον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), τον Νίκο Ψυρούκη και
τον Νίκο Σβορώνο, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μανώλη Γλέζο.
Και είναι αυτή η λογική που ενέπνευσε και εμπνέει την σημερινή επαναστατική
πρωτοπορία στον πλανήτη, τα αριστερά μπολιβαριανά κινήματα της Λατινικής
Αμερικής που εμβληματικά προτάσσουν στις σημαίες τους τον Δημοκρατικό
Πατριωτισμό που ξεκινάει από τον Ρήγα και τον Μπολιβάρ για να καταλήξει στον
Άρη, τον Γκεβάρα και τους μαθητές τους.
Η ενότητα και πάλη
των αντιθέτων. Η διαρκής σύγκρουση της διαλεκτικής με τον δογματισμό
Τριάντα τρία χρόνια πριν, το 1981 σε δύο αντίστοιχου περιεχομένου ομιλίες μου
στην Λευκωσία και την Λεμεσό τόνιζα εμφαντικά ότι «θα πρέπει κάποτε να γίνει
ένα ξεκαθάρισμα ανάμεσα στα εθνικά σύμβολα και την καπηλεία τους από τη μεριά
των πατριδοκάπηλων, όπως κάποτε θα πρέπει να γίνει και ένα ξεκαθάρισμα ανάμεσα
στο λαθρεμπόριο του διεθνισμού και τον διεθνισμό τον ίδιο. “Στον βαθμό που η
προοπτική του να γίνουν οι άμεσοι παραγωγοί κύριοι των πεπρωμένων τους είναι
ακόμη πολύ μακρινός στόχος, το κεφάλαιο, μπορεί όπως έχω τονίσει να μην έχει
πατρίδα, αλλά οι υποτελείς τάξεις δυστυχώς ή ευτυχώς οφείλουν να έχουν».
Δεν έχω να προσθέσω ούτε ένα ν στην άποψή μου αυτή γιατί, δυστυχώς, το πρόβλημα
εξακολουθεί να παραμένει.
Ο Ιρλανδός ή ο Ιρακινός «εθνικιστής» που υπερασπίζεται την πατρίδα του δεν
είναι το ίδιο με τον Βρετανό και Αμερικανό εθνικιστή που εισέβαλε σε αυτή.
Ο Ελληνοκύπριος ή Παλαιστίνιος «εθνικιστής» καταδιωκόμενος ή ξεριζωμένος από τα
πατρογονικά εδάφη δεν είναι το ίδιο με τον Τούρκο ή Ισραηλινό «εθνικιστή» που
εισέβαλε στα εδάφη αυτά.
Γιατί όπως σας είπα και πριν στην στιχομυθία μου με τον Άγι Στίνα, δεν είναι το
ίδιο ο ελασίτης και ο γκεσταπίτης και ας είναι και οι δύο προλετάριοι.
Ακόμα και το ίδιο πρόσωπο ή η ίδια δύναμη μπορεί να είναι προοδευτικός/ή ή όταν
αμύνεται μπορεί να γίνει αντιδραστικός/ή ή όταν επιτίθεται.
Ο πατριωτισμός, ο διεθνισμός, το αίσθημα κοινωνικής χειραφέτησης και δικαιοσύνης
δεν λειτουργούν ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες συνθήκες μιας κοινωνίας.
Το προοδευτικό ή αντιδραστικό περιεχόμενο προσδιορίζεται από την συγκεκριμένη
κατάσταση και αυτή είναι η βαθιά διαφορά μας με τους ά-χρονους/ά-τοπους
διεθνιστές.
Το κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας, η αριστοκρατία του χρήματος προσπαθεί στα
πλαίσια μιας νεοταξικής λογικής, διεθνιστικού – τάχα μου – χαρακτήρα να θολώσει
τα νερά, να κουκουλώσει τις διαφορές ανάμεσα στα καταπιεστικά και καταπιεζόμενα
έθνη, ανάμεσα στις κυρίαρχες και υποτελείς τάξεις.
Η μαχόμενη Αριστερά δεν πρόκειται να μπει στην τροχιά τους. Υπερασπιζόμαστε
σταθερά και αταλάντευτα την λογική ότι τα καταπιεσμένα έθνη και οι υποτελείς
τάξεις οφείλουν να αντισταθούν.
Και βασική μορφή αντίστασης, αποτελεί η ανάγκη αντιπαράταξης στην
νεοταξική-νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα κατά της εθνικής και κοινωνικής τους
ταυτότητας και ιδιοπροσωπίας που είναι οι μόνες που μπορούν να αποτελέσουν
αντίρροπον δέος, που είναι οι μόνες που συγκροτούν αυτό που ο αείμνηστος Νίκος
Σβορώνος αποκάλεσε αντιστασιακό χαρακτήρα του ελληνικού έθνους.
Σε αυτό το αντιφατικό, κατακερματισμένο πεδίο, δίνεται ένας κατεξοχήν άνισος
αγώνας. Ας μην απογοητευόμαστε, οι Μαρξ και Ένγκελς ήταν εξίσου απομονωμένοι
και στριμωγμένοι όλη τους την ζωή.
Δεν έπαψαν όμως να αγωνίζονται, αλλά και να αναζητούν συμμάχους, στους Ελβετούς
ριζοσπάστες και τους Ούγγρους, Ιρλανδούς και Πολωνούς πατριώτες. Οι συνθήκες
άλλαξαν, η καταπίεση και τα προβλήματα παραμένουν τα ίδια.
Ποιοι είναι οι φίλοι μας και ποιοι οι εχθροί μας;
Αυτό που οι μεταμοντέρνοι διεθνιστές παρουσιάζουν ως σύγχρονο και διεθνιστικό
είναι άραγε τέτοιο; Μήπως αυτό που φαντάζει «καθυστερημένο» και εθνικό έχει πιο
ριζοσπαστικό και απελευθερωτικό περιεχόμενο;
Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη και δεν θα ήθελα μονομερώς να εκτεθώ στα
ανεπαρκή και έωλα ναι ή όχι. Θα χρησιμοποιήσω όμως ως έμμεση συνηγορία της
άποψής μου τα λόγια ενός πρόσφατα χαμένου σπουδαίου συναδέλφου εκδότη και
αυθεντικού λόγιου-διανοούμενου πρώτης γραμμής, του Αντρέ Σιφρίν που μιλώντας
για τον άνισο αγώνα που σε παγκόσμιο επίπεδο δίνεται και στον χώρο του βιβλίου
σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η μάχη, ωστόσο, δεν έχει κριθεί ακόμα. Αν η
κατάσταση στις αγγλοσαξονικές χώρες είναι τόσο άσχημη όσο την περιέγραψα, το
θέμα δεν θεωρείται λήξαν για την Ευρώπη, όπου ορισμένες αρχαϊκές δυνάμεις, όπως
η πεισματική υπεράσπιση της εθνικής ιδιαιτερότητας και το τοπικιστικό πνεύμα,
όσο αποξενωμένες κι αν είναι από το δημοκρατικό ιδεώδες, μπορούν να υπάρξουν
χρήσιμοι σύμμαχοι. Ο αγώνας συνεχίζεται...».
Δημοκρατικός πατριωτισμός
– πατριωτικός διεθνισμός. Από τον Ρήγα στο ΕΑΜ
Είναι, ίσως, ανορθόδοξο, αλλά θα προτιμήσω να κλείσω όπως, ίσως, έπρεπε να
ξεκινήσω· με μιαν αναφορά στις δικές μας πηγές.
Ας πούμε ότι σεβάστηκα και στάθηκα στην διεθνή πλευρά του ζητήματος, επιχείρημα
όμως όχι τόσο ισχυρό από επιστημολογική άποψη.
Γι’ αυτό πολύ σύντομα θα κάνω μιαν αναφορά στον αφετηριακό πυρήνα που αφορά την
συγκρότηση της πατριωτικής λογικής ή καλύτερα της λογικής του δημοκρατικού
πατριωτισμού που διέπει την ελληνική ριζοσπαστική σκέψη και που φρονώ ότι
οφείλει να γνωρίζει κάθε αριστερός πατριώτης-διεθνιστής.
Γιατί ο ελληνικός ριζοσπαστισμός δεν γεννήθηκε ούτε το 1818 που γεννήθηκε ο
Μαρξ, ούτε το 1848 και 1870 που έγιναν οι επαναστάσεις στην Ευρώπη, ούτε το
1919 που δολοφονήθηκε η Ρόζα.
Ο ελληνικός ριζοσπαστισμός γεννήθηκε το 1798, καθαγιασμένος από το αίμα του
δολοφονημένου Ρήγα και των συντρόφων του, μελών της πρώτης ελληνικής
επαναστατικής οργάνωσης που σύνδεσε το εθνικό με το κοινωνικό και το πατριωτικό
με το διεθνιστικό.
Γιατί στην οργάνωση αυτή, η σχέση δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί το
υπόβαθρο-πλαίσιο εντός του οποίου μπορούμε να επεξεργαστούμε και να στηρίξουμε
την έννοια του δημοκρατικού πατριωτισμού.
Είναι μέσα στην παράδοση του Διαφωτισμού η υιοθέτηση της παραπάνω λογικής.
Λογικής, όπου η ιδέα του πατριωτισμού συνδέε¬ται με την ιδέα των γενικών
φιλελεύθερων, ελευθεριακών και ισονομικών ρυθμίσεων, διαμορφώνοντας το υπόβαθρο
του δημοκρατικού πατριωτισμού.
Με εξαιρετική διαύγεια ένας από τους πατέρες του σύγχρονου φιλελευθερισμού ο
Άνταμ Σμιθ επισημαίνει: «Στη φιλοπατρία μας φαίνεται να συντρέχουν συνήθως δύο
διαφορετικές αρχές. Πρώτον, ένας ορισμένος σεβασμός και μια ευλαβής υπακοή για
το σύνταγμα ή την υφιστάμενη μορφή διακυβέρνησης και δεύτερον, μια ειλικρινής επιθυμία
να καταστήσουμε τη θέση των συμπολιτών μας όσο το μπορούμε πιο ασφαλή,
αξιοσέβαστη και ευτυχή». Θερμός θιασώτης των παραπάνω, ο εις εκ των δασκάλων
του Ρήγα, Ζαν Ζακ Ρουσσώ, παράλληλος χρονικά του Άνταμ Σμιθ και κατεξοχήν
ριζοσπάστης στις απόψεις, τα προεκτείνει, συνδέοντας την ιδέα της ελευθερίας με
τις ιδέες του πατριωτισμού και το καθόλου δημοκρατικό πνεύμα που εμπεριέχει μια
λογική κοινωνικού συμβολαίου «εν οις ο δήμος εστίν ο κρατών».
Η στάση του Ρουσσώ, αλλά και όλης της ριζοσπαστικής πτέρυγας των Διαφωτιστών,
συγκλίνει στην πεποίθηση ότι η παραδοχή της ελευθερίας ως αναντικατάστατης
φυσικής αξίας, αποτελεί απαραίτητο προαπαιτούμενο της αυθεντικής αγάπης προς
την πατρίδα, του αληθινού πατριωτισμού.
Σ’ αυτό το πλαίσιο κινείται και η όλη οπτική του Ρήγα και των συντρόφων του,
εμποτισμένη όμως ιδιαίτερα από το εθνικοαπελευθερωτικό-δημοκρατικό όραμα του
βαλκάνιου ριζοσπαστισμού. Είναι αυτός ο λόγος που η πολιτική-πολιτειακή πρόταση
του Ρήγα, ξεπερνά τα κυρίαρχα ασφυκτικά πλαίσια, συγκροτώντας ένα καινούργιο
σύστημα αρχών και αξιών με σαφή φιλελεύθερο, πατριωτικό και δημοκρατικό
προσανατολισμό. Η συγκεκριμένη ανάλυση της Νέας Πολιτικής Διοικήσεως αλλά και
του Θούριου και του Ύμνου Πατριωτικού, κατέδειξαν νομίζω, ότι η καταγγελία του
δεσποτισμού, η ανάδειξη της ελευθερίας σε πρώτιστη αξία, η εθνική ανεξαρτησία,
η αγάπη και υπεράσπιση της πατρίδας, η ανεξιθρησκία, ο αντιμοναρχικός
πολιτειακός χαρακτήρας, η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, η κοινωνική
ευαισθησία και πρόνοια και η σταθερή προσήλωση στα ατομικά δικαιώματα και τις
δημοκρατικές αξίες και αρχές, αποτελούν τους σταθερούς άξονες του
ιδεολογικοπολιτικού του κόσμου. Η ανάδειξη του κοινωνικού δίπλα στο εθνικό και
του πατριωτικού δίπλα στο διεθνικό, αποτελεί, ίσως, την μεγαλύτερη πολιτική του
κατάκτηση και αποτυπώνεται στην ουσιαστική σύνδεση των στόχων της εθνικής
απελευθέρωσης με την αναγκαιότητα της κοινωνικής αλλαγής που διαπερνά και
διαποτίζει όλο του το έργο.
Ο Ρήγας, χρησιμοποιώντας ως αφετηρία και υπόβαθρο την ρουσσωϊκή λογική της
λαϊκής κυριαρχίας «εν η ο δήμος εστίν ο κρατών», την προεκτείνει δίνοντάς της
ευρύτερο περιεχόμενο στο άρθρο 109 της Νέας Πολιτικής Διοικήσεως που ορίζει ότι
«Η γενική δύναμις της δημοκρατίας συνίσταται εις ολόκληρον το έθνος», διατύπωση
που βρήκε την πρακτική της αποτύπωση στα τρία πρώτα Ελληνικά Συντάγματα και
ιδιαίτερα στο πρωτοπόρο Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827.
Αυτήν, την έξοχη παράδοση δημοκρατικού πατριωτισμού, εφάρμοσε στην πράξη το
μέγιστο δημιούργημα των αγώνων του λαού μας τον 20ό αιώνα, το Εθνικό Απελευθερωτικό
Μέτωπο (ΕΑΜ) και η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), που
κατόρθωσε υποδειγματικά να συνθέσει το εθνικό και κοινωνικό ζήτημα,
εναρμονίζοντας την σχέση λαϊκής κυριαρχίας-δημοκρατίας με το
πατριωτικό-αντιφασιστικό αίσθημα, στην προοπτική άσκησης της αρχής της
δημοκρατικής-λαϊκής κυριαρχίας και της αρχής της εθνικής κυριαρχίας υπέρ του
λαού και του έθνους.
Υστερόγραφο: καμιά
ήττα δεν είναι οριστική
Είναι στην μοίρα της Αριστεράς να αναμετράται με τα δύσκολα.
Η πάλη και η ενότητα των αντιθέτων είναι ένα από αυτά. Ο πατριωτισμός των
υποτελών τάξεων, ως δημοκρατικός όμως πατριωτισμός πάντοτε νοούμενος, δεν
έρχεται σε καμία αντίθεση με τον αυθεντικό διεθνισμό, αλλά αποτέλεσε τον
σιδερένιο τοπικό βραχίονά του, που σε συγκεκριμένο τόπο και συγκεκριμένο χρόνο
έδωσε επιτυχημένα την μάχη με τον εχθρό.
Η Αριστερά που σκοπεύει να παλέψει για να αλλάξει τα πράγματα δεν χρειάζεται να
ψάχνει δεξιά ή αριστερά για να ανακαλύψει την στρατηγική της.
Αρκεί με υπευθυνότητα να εγκύψει στην ιστορία της και θα την βρει. Δυστυχώς ή
ευτυχώς όλοι μας πλέον γνωρίζουμε ότι η Βάρκιζα είναι πιο κοντά στην Πλατεία
Συντάγματος από τον Γοργοπόταμο, αλλά αυτό δεν έλυσε το πρόβλημα.
* Ο
Λουκάς Αξελός είναι συγγραφέας, διευθυντής του περιοδικού Τετράδια και μέλος
της Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ