Πολιτική νομίζουμε συνήθως ότι είναι η υλοποίηση
ενός προγράμματος. Δυστυχώς δεν είναι έτσι τα πράγματα. Μπορεί μια
παράταξη να έχει τη βούληση να πετύχει κάποιους στόχους και να γνωρίζει
σε ποια μέσα μπορεί να προσφύγει για να τους πετύχει. Τα ανθρώπινα
πράγματα είναι όμως έτσι πλασμένα, ώστε τα μέσα σπανίως φέρνουν τα
αναμενόμενα αποτελέσματα.
Η εκτίμηση της κατάστασης αποδεικνύεται εσφαλμένη, ο συσχετισμός
δυνάμεων διαφορετικός από τον προβλεπόμενο, η συγκυρία φαίνεται να
επηρεάζει περισσότερο την έκβαση από ό,τι φαινόταν λογικό. Το πιο
εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι ανακαλύπτουμε έτσι πως θέλουμε κάτι άλλο από αυτό που νομίζαμε πως θέλαμε.
Βέβαια αυτό δεν εμφανίζεται ακριβώς ως αλλαγή του
γενικού στόχου ενός κόμματος, που μπορεί να είναι η συντήρηση, η
απελευθέρωση των αγορών ή η κοινωνική δικαιοσύνη... Σε επίπεδο μέσων
αλλάζει μια παράταξη. Αλλά υπάρχουν μέσα που θεωρούνται σχεδόν το ίδιο
παγιωμένα με τους γενικούς στόχους, αυτούς από τους οποίους εξαρτάται η
ίδια η πολιτική ταυτότητα του κόμματος. Και όταν αλλάζουν τέτοιας
σημασίας μέσα, τότε μπορεί να πει κανείς ότι το κόμμα έμαθε από την
πράξη τι είναι αυτό που θέλει. Όταν ένα κομμουνιστικό κόμμα εγκαταλείπει
τη δικτατορία του προλεταριάτου ή ένα φιλελεύθερο κόμμα στηρίζει το
κοινωνικό κράτος, ίσως δεν αποκλίνουν από αυτό που θέλουν. Ίσως
διαλέγουν ένα καλύτερο μέσον για να το πετύχουν. Αλλά κατά τούτο
μαθαίνουν τι ακριβώς θέλουν.
Αν ένα κόμμα, μια εξουσία, μια κοινωνία δεν μπορούσε να μάθει τι ακριβώς θέλει από την πράξη,
δεν θα ζούσαμε σε ιστορικό κόσμο. Ο κόσμος μας θα ήταν ο φυσικός. Μέσα
του θα κατασκευάζαμε εργαλεία και πολιτεύματα, θα πριονίζαμε και θα
χαράσσαμε πολιτική με τον ίδιον τρόπο, δηλαδή ελέγχοντας τα μέσα ως προς
τον σκοπό που έχουμε εκάστοτε βάλει με τον νου μας. Ο Μαρξ λέει ότι η
οργάνωση μιας ελεύθερης πολιτείας μπορεί να προκύψει μόνο στην πράξη και
όχι ως εφαρμογή του επινοημένου από έναν θεωρητικό σχεδίου (σχετικά με
την Κομμούνα του 1871). Γιατί; Ακριβώς γιατί τέτοιου είδους θεωρητικά
προβλήματα δεν λύνονται με τεχνικό τρόπο, εφαρμόζοντας ένα σχέδιο.
Λύνονται μόνο στην πράξη, γιατί μόνον αυτή περιέχει τα μη αναμενόμενα
από τη θεωρία αποτελέσματα που απαιτούνται για να βρεθεί η λύση. Η
πολιτική πράξη δεν είναι κατασκευή, θα πει η Άρεντ, γιατί η έκβασή της
δεν προεξοφλείται.
Έτσι, ευτυχώς που η πολιτική δεν είναι η
υλοποίηση ενός προγράμματος. Αν ήταν, δεν θα υπήρχε τυχαιότητα, άρα ούτε
εξέλιξη. Η πολιτική δεν θα διέφερε από τη μηχανική. Δεν θα προέκυπτε
κατά τη διαδικασία υλοποίησης ενός σχεδίου καμία δημιουργική απόκλιση σε
σχέση με το σχέδιο. Το πιο απροσδόκητο πράγμα που μας συνέβη ποτέ ήταν
ότι κάποτε αρχίσαμε να μιλάμε. Κανείς δεν μπορούσε να σχεδιάσει την
κατασκευή της γλώσσας (σε ποια γλώσσα άλλωστε θα τη σχεδίαζε;). Έκτοτε
όμως δεν σταματήσαμε να μιλάμε. Το μη αναμενόμενο είναι πολύ συχνά
ολέθριο, οι περισσότερες μεταλλάξεις εμβίων είναι τέρατα, αλλά, όπως
στην περίπτωση της γλώσσας, κάποτε προκύπτει μια δημιουργική εξέλιξη.
Και αυτή καθίσταται αναγκαία άπαξ και εμφανιστεί. Τότε θα πούμε
ότι μάθαμε εκ του αποτελέσματος τι ήταν αυτό που θέλαμε, που δεν
μπορούσαμε να το ξέρουμε πριν.
Με άλλα σχέδια ήλθε η Αριστερά στην
εξουσία και άλλα εφάρμοσε. Η εύκολη ερμηνεία της «μετάλλαξης» είναι
πάντα η ψυχολογική: Έγιναν «λάθη» λένε, υπήρξε «προδοσία» λένε άλλοι. Το
πιθανότερο είναι ότι η μη αναμενόμενη συμπεριφορά της πραγματικότητας
πρόσφερε στην Αριστερά τη δυνατότητα να μάθει καλύτερα τι ήταν αυτό που
ήθελε. Το λιγότερο που έμαθε σε αυτά τα λίγα χρόνια είναι η φύση της
πολιτικής. Η πολιτική δεν είναι ποτέ η εφαρμογή ενός σχεδίου στην
πραγματικότητα. Είναι μάλλον η εκμαίευση ενδιαφερουσών δυνατοτήτων από
την πραγματικότητα.