(Η ανάλυση μιας φοβικής σχέσης)
Ας αναφερθώ στις κοινοτυπίες και τις χρόνιες φοβίες των διαφόρων συλλογικοτήτων, είτε αυτές αποκαλούνται συνελεύσεις, είτε κινήματα, είτε δημοτικές παρατάξεις. Η πρώτη και κλασσικότερη φοβία προέρχεται από τον χώρο των κινημάτων και ονομάζεται «καπέλωμα». Η δεύτερη φοβία προέρχεται από τον χώρο των κομμάτων και των δημοτικών παρατάξεων και ονομάζεται «απροσδόκητο». Οι δημοτικές παρατάξεις για να ξεπεράσουν τον φόβο των απροσδόκητων κοινωνικών εξελίξεων που πιθανά επηρεάσουν την εκλογική τους βάση, καταφεύγουν στην ασφάλεια του κομματικού «χρίσματος», η στην αυθεντία του επικεφαλής του ψηφοδελτίου. Οι δύο αυτές φοβίες αλληλοτροφοδοτούνται και αλληλοενισχύονται. Ας μην μπούμε, προς το παρόν, σε αυτόν τον κουραστικό διάλογο περί φοβιών και ας εξετάσουμε τα ζητήματα της πόλης μέσα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Καταρχήν, ας επιχειρήσουμε κάποιες απαντήσεις σε δυο - τρία θεμελιώδη ερωτήματα.
Ερώτημα 1ον: Τι χαρακτηρίζει ένα προάστιο σαν την Αγία Παρασκευή;
Πολλοί απαντούν πως πρόκειται για μια υπνούπολη που την χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι κυρίως όταν επιστρέφουν από τη δουλεία και πέφτουν στο κρεβάτι η στον καναπέ. Η άποψη αυτή είναι σωστή αλλά παραμένει στο επίπεδο της περιγραφής. Εκείνο που πραγματικά διαχωρίζει τα προάστια από το κέντρο της πόλης είναι η επικράτηση ενός συγκεκριμένου είδους ιδιωτικότητας. Η κυριαρχία, δηλαδή, του ιδιωτικού χώρου πάνω στον δημόσιο με μια συγκεκριμένη μορφή. Πως επιτυγχάνεται αυτό; Ας φανταστούμε την πολεοδομική άρθρωση της πόλης σαν ένα τυπικό διαμέρισμα κάποιας μεσαίας οικογένειας σε κάποια κλασική πολυκατοικία. Το χωλ και οι διάδρομοι του διαμερίσματος είναι οι δρόμοι της πόλης, η κρεβατοκάμαρα είναι οι περιοχές αμιγούς κατοικίας, η κουζίνα το κέντρο διοίκησης της πόλης, το σαλόνι είναι οι χώροι συνάθροισης, οι σκουπιδότοποί και οι κάδοι απορριμμάτων η τουαλέτα κλπ.
Όπως ζούμε μέσα στο διαμέρισμα μας έτσι και επιθυμούμε να οργανώνεται και η ζωή στις πόλεις. Παραδείγματα αυτής της νοοτροπίας; Πολλά. Το κέντρο DA VINCI αποτελεί ένα τεράστιο ιδιωτικό σαλόνι με συγκεκριμένους καλεσμένους στο κέντρο του διαμερίσματος που είναι η Αγίου Ιωάννου. Το ίδιο είναι και η πάνω πλατεία της Αγίου Ιωάννου με τις καφετέριες. Θα έχετε προσέξει, άλλωστε, την μαζική χρήση καναπέδων σε αυτού του είδους τα μαγαζιά που παραπέμπουν στην οικογενειακή θαλπωρή του σπιτιού μας. Τα «Πευκάκια» και ο «Παράδεισος» αποτελούν την κρεβατοκάμαρα της πόλης. Η Βίλα Ιόλα ένα παλιό έπιπλο που δεν ταιριάζει με την γενικότερη επίπλωση του σπιτιού, το δημαρχείο είναι η κουζίνα της πόλης όπου «μαγειρεύονται» οι υποθέσεις της και ανταγωνίζονται μεταξύ τους οι μελλοντικοί, οι νυν και οι πρώην δήμαρχοι για το ποιος είναι πιο «νοικοκύρης». Τα παραδείγματα αυτής της ιδιωτικότητας απεριόριστα. Θα τελειώσω με ένα κλασικό παράδειγμα αυτής της νοοτροπίας. Όταν σε μια συζήτηση μεταξύ κατοίκων των «Πευκακίων» για το πρόβλήμα (όπως το αποκαλούν οι ίδιοι) των τσιγγάνων, ετέθη, από τον γράφοντα το ερώτημα, «….γιατί να μην θεωρούνται κάτοικοι αυτού του προαστίου και οι τσιγγάνοι…», η απάντηση ήταν αφοπλιστική, «….εσύ θα έβαζες ένα αντίσκηνο με τσιγγάνους στο σαλόνι σου;…». Πρόκειται περί εσωτερίκευσης του προβλήματός; Μάλλον πρόκειται για το αντίθετο. Εξωτερικεύεται η εσωτερικότητα του ιδιωτικού χώρου και εφαρμόζεται, κυριαρχώντας, στην πόλη. Πρόκειται για μια πολεοδομική «κάλτσα» που γύρισε το μέσα – έξω.
Ερώτημα 2ον: Τι είναι ένας ελεύθερος χώρος;
Υπάρχει η αντίληψη πως ελεύθερος χώρος είναι αυτός που έχει δημόσιο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Βέβαια, εδώ υπάρχει μια δόση αλήθειας διότι ο χώρος με ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς σίγουρα δεν είναι ελεύθερος. Όμως, ο ιδιοκτησιακός τίτλος δεν είναι το μόνο και ούτε το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό για να ονομάσουμε κάποιον χώρο ελεύθερο, γιατί τι σημαίνει ελευθερία ενός χώρου και σε τι συνίσταται; Όταν μιλάμε για ελεύθερους χώρους μέσα στην πόλη θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε. Ας επιχειρήσω μια προσέγγιση. Ένας χώρος ονομάζεται ελεύθερος γιατί με κάποιον πολιτικά συμβολικό η απλά φυσικό τρόπο, βρίσκεται εκτός της ανταλλακτικής αξίας και των όποιων γεωπροσόδων. Ένας χώρος που έχει αξία, σίγουρα θα αξιοποιηθεί από κάποια μάζα κεφαλαίου που περιμένει να επενδυθεί. Μια κακοτράχαλη πλαγιά σε ένα βουνό είναι ένας, με φυσικό τρόπο, ελεύθερος χώρος χωρίς καμιά αξία. Μέσα στη πόλη όμως, πως ένας χώρος βγαίνει εκτός ανταλλακτικής αξίας; Μόνο αν του αποδοθεί υψηλή κοινωνική αξία δηλαδή τελικά, αν αποκτήσει αξία η αξίες χρήσης από την κοινωνία. Αυτές οι «καθαρές» αξίες χρήσης, χωρίς εμπορευματικές προσμίξεις, αποδίδονται στον χώρο από τοπικές κοινωνίες με σαφή συνείδηση της διάκρισης ιδιωτικού – δημόσιου χώρου. Και εδώ καταλήγουμε στη σύνδεση του θέματος των ελεύθερων χώρων με το είδος του προαστίου που είναι η αγία Παρασκευή. Η εξωτερίκευση της εσωτερικότητας του ιδιωτικού χώρου και η εφαρμογή της σε πολεοδομική κλίμακα, αποτρέπει από την αναζήτηση καθαρών αξιών χρήσης και κατά συνέπεια από την κοινωνική σήμανση χώρων, η διάκενων μεταξύ του δομημένου χώρου, ως ελεύθερων. Η τοπική κοινωνία βολεύεται με αξίες χρήσης εντός του εμπορεύματος. Τα διάφορα Da Vinci και όχι μόνο, επικρατούν. Η κατανάλωση του εμπορεύματος αντικαθιστά πλήρως κάθε χρησιμοποίηση του χώρου.
Ερώτημα 3ον: Tι είναι αυτό στο οποίο αναφέρεται ένα κίνημα πόλης;
Φαντάζομαι πως δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Αγίας Παρασκευής μια βασική κοινωνική διχοτόμηση που σχετίζεται με οικονομικές και συστημικές διαδικασίες όπως είναι η εσωτερική μετανάστευση, η κατασκευή υπερέργων (Αττική οδός, Μετρό κλπ) η αναζήτηση κατοικίας, η στόχευση της εγγύτητας με τον χώρο εργασίας, η αναπαραγωγή των λειτουργιών της πυρηνικής οικογένειας και η γενικότερη αναβάθμιση της ποιότητας ζωής. Αυτές οι διαδικασίες που σχετίζονται με την πολεοδομική και χωροταξική πολιτική του κράτους, την λειτουργία της αγοράς αλλά και τις απλές πρακτικές επιβίωσης έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση της κοινωνικής συμπεριφοράς αλλά και του φαντασιακού μεταξύ του παλιού κάτοικου ενός προαστίου και των σύγχρονων «μετοίκων».
Οι παλιοί κάτοικοι διακατέχονται από μια αντίληψη «ρετρό», αναπολώντας την παλιά γειτονιά, την χαμένη ανοικτότητα των χώρων και την ύπαρξη της αλάνας. Οι παλιοί κάτοικοι «εκπροσωπούνται» από τις δημοτικές παρατάξεις, τη δημοτική αρχή και το πολιτικό προσωπικό ενός προαστίου σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι οι πρόσφατα μετακινηθέντες κάτοικοι. Από την άλλη, οι καινούργιοι κάτοικοι ενδιαφέρονται περισσότερο για κάποιούς γενικούς όρους αστικότητας (εγγύτητα με τον χώρο εργασίας και με σταθμούς μαζικών μέσων μεταφοράς, περισσότερες δυνατότητες ελεύθερου πάρκινγκ, ύπαρξη παιδικών σταθμών για τα παιδιά κλπ) που σχετίζονται περισσότερο με τις σύγχρονες συνθήκες ύπαρξης που, εν πολλοίς, συγκρούονται με το «χαμένο παράδεισο» των παλιών κατοίκων. Εκεί που για κάποιούς το Μετρό, για παράδειγμα, είναι πρόβλημα για κάποιούς άλλους είναι μια λύση.
Μέχρι σήμερα, καμία πολιτική, καμία απαίτηση, καμία δημοτική αρχή και παράταξη δεν έχει «προσφέρει» μια λογική πρόταση υπέρβασης αυτού του ιδιότυπου διχασμού. Στο σημείο αυτό είναι που λείπει ένα κίνημα πόλης το οποίο δεν θα αναφέρεται απλά σε δημότες η πολίτες αλλά στην απαρεμφατική λειτουργία του «κατοικείν» και στους όρους και τις μορφές αυτού του «κατοικείν». Αυτό το κίνημα πόλης, στο βαθμό που του αναλογεί, θα αναδείξει τα προβλήματα του «κατοικείν» και μέσω των λαϊκών συνελεύσεων και των αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών θα αποκαταστήσει τη βασική ασυμμετρία πολιτικού δυναμικού μεταξύ των παλιών και νέων κατοίκων, των παλιών και νέων γενεών και κυρίως της ρομαντικής μνήμης «μιας γειτονιάς που χάθηκε» με την αγωνιστική μνήμη των τωρινών διεκδικήσεων.
Οι κλασσικές φοβίες σε νέο πλαίσιο
Οι φοβίες, ατομικές η συλλογικές, δεν ξεπερνιόνται ποτέ με τελειωτικό τρόπο. Πάντα θα υπάρχουν και πάντα θα θέτουν σε κίνδυνο αποδόμησης και απραξίας, υπαρκτό η φανταστικό, το ατομικό η συλλογικό υποκείμενο. Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να «διέλθουμε» τις φοβίες μας, να περάσουμε από μέσα τους χωρίς να τις παρακάμψουμε. Αποτέλεσμα αυτής της «διέλευσης» δεν θα είναι τόσο ο περιορισμός της φοβίας αλλά η αντιμετώπιση της απραξίας λόγω της φοβίας. Έτσι, είναι στο χέρι της όποιας δημοτικής παράταξης να αποκτήσει πολιτικές διαδικασίες ανεξάρτητες από τις εσωτερικές ομάδες ισχύος και εξωτερική παρεμβατική πολιτική σχετικά αυτόνομη, από τον κύκλο πολιτικής ζωής της «προσωπικότητας» που την εκπροσωπεί ή των «χρησμών» της κομματικής «πυθίας». Θα πρέπει όμως να ισχύει και το ανάποδο. Γιατί δεν είναι μόνο τα κινήματα και οι δημοτικές παρατάξεις που «καπελώνονται» από τα κόμματα, είναι και οι ευρύτερες πολιτικές ιδεολογίες που «καπελώνονται» από τις «προσωπικότητες». Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Δημάρχου Κερατέας, υποστηριζόμενου από τον ΣΥΝ, που ανέχεται αν δεν ενισχύει, εθνικιστικές και ακροδεξιές απόψεις (που αποτελούν άλλωστε και ένα τμήμα της τοπικής πολιτικής παράδοσης). Τελικά τι είναι μια «προσωπικότητα» αν δεν είναι μια συγκεκριμένη μορφή που παίρνει η εξάρτηση από την τοπική «αγορά της ψήφου». Καλό λοιπόν θα ήταν να περιοριστούν οι τοπικές «αγορές της ψήφου» που αποτελούν, άλλωστε, συγκοινωνούντα δοχεία με έναν αντιδραστικό κοινοτισμό και με μια τοπική παράδοση που θέλει να «εξοστρακίζει» το όποιο πρόβλημα.
Για τις λαϊκές συνελεύσεις, που εδώ μας ενδιαφέρουν περισσότερο, στο βαθμό που αυτές έχουν συνείδηση του εαυτού τους ως κίνημα κατοίκων, θα έπρεπε να ισχύει μια τακτική που χρησιμοποιούν τα μικρά παιδιά για την αντιμετώπιση των φοβιών τους. Τα μικρά παιδιά όταν φοβούνται τα φαντάσματα, φορούν τα ίδια ένα σεντόνι και κάνουν πως είναι τα φαντάσματα. Όταν φοβούνται ότι ο μπαμπούλας κρύβεται κάτω από το κρεβάτι, κοιτούν κάτω από το κρεβάτι. Αν λοιπόν φοβόμαστε τα «καπελώματα», ας «καπελωθούμε» οι ίδιοι. Ας γίνουμε φορείς μιας νέας αντίληψης για την πόλη που σίγουρα δεν την έχουν τα κόμματα. Μια νέα αντίληψη που θα προκύψει μέσα από την σύνθεση απόψεων που θα εκφραστούν μέσω των αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών. Μια αντίληψη που θα προβάλει μια διαφορετική αναπαράσταση της πόλης, αντίπαλη με την αναπαράσταση της «νοικοκυροσύνης» και της ιδιοκατοίκησης. Η πόλη δεν είναι «νοικοκυριό». Οι ελεύθεροι χώροι είναι τόποι συνάντησης με το ξένο και το αλλότριο και όχι χώροι υποδοχής καλεσμένων. Υπάρχουν πολλές αξίες χρήσης της πόλης που πρέπει να αναδειχθούν και ακόμα περισσότερες που δεν «εκπροσωπούνται» από την «αγορά της ψήφου». Όλα αυτά αδυνατούν να τα προωθήσουν οι δημοτικές παρατάξεις γιατί αν μπορούσαν θα τα είχαν προωθήσει. Ο μπαμπούλας δεν βρίσκεται εκεί.
Πέτρος Σταύρου
Υ.Γ. Για όποιον/α πιστεύει πως δεν υπάρχουν απτές και πρακτικές συνεπαγωγές αυτών των γενικών αρχών, το επόμενο άρθρο θα επιχειρήσει να τον διαψεύσει.
Ας αναφερθώ στις κοινοτυπίες και τις χρόνιες φοβίες των διαφόρων συλλογικοτήτων, είτε αυτές αποκαλούνται συνελεύσεις, είτε κινήματα, είτε δημοτικές παρατάξεις. Η πρώτη και κλασσικότερη φοβία προέρχεται από τον χώρο των κινημάτων και ονομάζεται «καπέλωμα». Η δεύτερη φοβία προέρχεται από τον χώρο των κομμάτων και των δημοτικών παρατάξεων και ονομάζεται «απροσδόκητο». Οι δημοτικές παρατάξεις για να ξεπεράσουν τον φόβο των απροσδόκητων κοινωνικών εξελίξεων που πιθανά επηρεάσουν την εκλογική τους βάση, καταφεύγουν στην ασφάλεια του κομματικού «χρίσματος», η στην αυθεντία του επικεφαλής του ψηφοδελτίου. Οι δύο αυτές φοβίες αλληλοτροφοδοτούνται και αλληλοενισχύονται. Ας μην μπούμε, προς το παρόν, σε αυτόν τον κουραστικό διάλογο περί φοβιών και ας εξετάσουμε τα ζητήματα της πόλης μέσα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Καταρχήν, ας επιχειρήσουμε κάποιες απαντήσεις σε δυο - τρία θεμελιώδη ερωτήματα.
Ερώτημα 1ον: Τι χαρακτηρίζει ένα προάστιο σαν την Αγία Παρασκευή;
Πολλοί απαντούν πως πρόκειται για μια υπνούπολη που την χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι κυρίως όταν επιστρέφουν από τη δουλεία και πέφτουν στο κρεβάτι η στον καναπέ. Η άποψη αυτή είναι σωστή αλλά παραμένει στο επίπεδο της περιγραφής. Εκείνο που πραγματικά διαχωρίζει τα προάστια από το κέντρο της πόλης είναι η επικράτηση ενός συγκεκριμένου είδους ιδιωτικότητας. Η κυριαρχία, δηλαδή, του ιδιωτικού χώρου πάνω στον δημόσιο με μια συγκεκριμένη μορφή. Πως επιτυγχάνεται αυτό; Ας φανταστούμε την πολεοδομική άρθρωση της πόλης σαν ένα τυπικό διαμέρισμα κάποιας μεσαίας οικογένειας σε κάποια κλασική πολυκατοικία. Το χωλ και οι διάδρομοι του διαμερίσματος είναι οι δρόμοι της πόλης, η κρεβατοκάμαρα είναι οι περιοχές αμιγούς κατοικίας, η κουζίνα το κέντρο διοίκησης της πόλης, το σαλόνι είναι οι χώροι συνάθροισης, οι σκουπιδότοποί και οι κάδοι απορριμμάτων η τουαλέτα κλπ.
Όπως ζούμε μέσα στο διαμέρισμα μας έτσι και επιθυμούμε να οργανώνεται και η ζωή στις πόλεις. Παραδείγματα αυτής της νοοτροπίας; Πολλά. Το κέντρο DA VINCI αποτελεί ένα τεράστιο ιδιωτικό σαλόνι με συγκεκριμένους καλεσμένους στο κέντρο του διαμερίσματος που είναι η Αγίου Ιωάννου. Το ίδιο είναι και η πάνω πλατεία της Αγίου Ιωάννου με τις καφετέριες. Θα έχετε προσέξει, άλλωστε, την μαζική χρήση καναπέδων σε αυτού του είδους τα μαγαζιά που παραπέμπουν στην οικογενειακή θαλπωρή του σπιτιού μας. Τα «Πευκάκια» και ο «Παράδεισος» αποτελούν την κρεβατοκάμαρα της πόλης. Η Βίλα Ιόλα ένα παλιό έπιπλο που δεν ταιριάζει με την γενικότερη επίπλωση του σπιτιού, το δημαρχείο είναι η κουζίνα της πόλης όπου «μαγειρεύονται» οι υποθέσεις της και ανταγωνίζονται μεταξύ τους οι μελλοντικοί, οι νυν και οι πρώην δήμαρχοι για το ποιος είναι πιο «νοικοκύρης». Τα παραδείγματα αυτής της ιδιωτικότητας απεριόριστα. Θα τελειώσω με ένα κλασικό παράδειγμα αυτής της νοοτροπίας. Όταν σε μια συζήτηση μεταξύ κατοίκων των «Πευκακίων» για το πρόβλήμα (όπως το αποκαλούν οι ίδιοι) των τσιγγάνων, ετέθη, από τον γράφοντα το ερώτημα, «….γιατί να μην θεωρούνται κάτοικοι αυτού του προαστίου και οι τσιγγάνοι…», η απάντηση ήταν αφοπλιστική, «….εσύ θα έβαζες ένα αντίσκηνο με τσιγγάνους στο σαλόνι σου;…». Πρόκειται περί εσωτερίκευσης του προβλήματός; Μάλλον πρόκειται για το αντίθετο. Εξωτερικεύεται η εσωτερικότητα του ιδιωτικού χώρου και εφαρμόζεται, κυριαρχώντας, στην πόλη. Πρόκειται για μια πολεοδομική «κάλτσα» που γύρισε το μέσα – έξω.
Ερώτημα 2ον: Τι είναι ένας ελεύθερος χώρος;
Υπάρχει η αντίληψη πως ελεύθερος χώρος είναι αυτός που έχει δημόσιο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Βέβαια, εδώ υπάρχει μια δόση αλήθειας διότι ο χώρος με ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς σίγουρα δεν είναι ελεύθερος. Όμως, ο ιδιοκτησιακός τίτλος δεν είναι το μόνο και ούτε το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό για να ονομάσουμε κάποιον χώρο ελεύθερο, γιατί τι σημαίνει ελευθερία ενός χώρου και σε τι συνίσταται; Όταν μιλάμε για ελεύθερους χώρους μέσα στην πόλη θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε. Ας επιχειρήσω μια προσέγγιση. Ένας χώρος ονομάζεται ελεύθερος γιατί με κάποιον πολιτικά συμβολικό η απλά φυσικό τρόπο, βρίσκεται εκτός της ανταλλακτικής αξίας και των όποιων γεωπροσόδων. Ένας χώρος που έχει αξία, σίγουρα θα αξιοποιηθεί από κάποια μάζα κεφαλαίου που περιμένει να επενδυθεί. Μια κακοτράχαλη πλαγιά σε ένα βουνό είναι ένας, με φυσικό τρόπο, ελεύθερος χώρος χωρίς καμιά αξία. Μέσα στη πόλη όμως, πως ένας χώρος βγαίνει εκτός ανταλλακτικής αξίας; Μόνο αν του αποδοθεί υψηλή κοινωνική αξία δηλαδή τελικά, αν αποκτήσει αξία η αξίες χρήσης από την κοινωνία. Αυτές οι «καθαρές» αξίες χρήσης, χωρίς εμπορευματικές προσμίξεις, αποδίδονται στον χώρο από τοπικές κοινωνίες με σαφή συνείδηση της διάκρισης ιδιωτικού – δημόσιου χώρου. Και εδώ καταλήγουμε στη σύνδεση του θέματος των ελεύθερων χώρων με το είδος του προαστίου που είναι η αγία Παρασκευή. Η εξωτερίκευση της εσωτερικότητας του ιδιωτικού χώρου και η εφαρμογή της σε πολεοδομική κλίμακα, αποτρέπει από την αναζήτηση καθαρών αξιών χρήσης και κατά συνέπεια από την κοινωνική σήμανση χώρων, η διάκενων μεταξύ του δομημένου χώρου, ως ελεύθερων. Η τοπική κοινωνία βολεύεται με αξίες χρήσης εντός του εμπορεύματος. Τα διάφορα Da Vinci και όχι μόνο, επικρατούν. Η κατανάλωση του εμπορεύματος αντικαθιστά πλήρως κάθε χρησιμοποίηση του χώρου.
Ερώτημα 3ον: Tι είναι αυτό στο οποίο αναφέρεται ένα κίνημα πόλης;
Φαντάζομαι πως δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Αγίας Παρασκευής μια βασική κοινωνική διχοτόμηση που σχετίζεται με οικονομικές και συστημικές διαδικασίες όπως είναι η εσωτερική μετανάστευση, η κατασκευή υπερέργων (Αττική οδός, Μετρό κλπ) η αναζήτηση κατοικίας, η στόχευση της εγγύτητας με τον χώρο εργασίας, η αναπαραγωγή των λειτουργιών της πυρηνικής οικογένειας και η γενικότερη αναβάθμιση της ποιότητας ζωής. Αυτές οι διαδικασίες που σχετίζονται με την πολεοδομική και χωροταξική πολιτική του κράτους, την λειτουργία της αγοράς αλλά και τις απλές πρακτικές επιβίωσης έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση της κοινωνικής συμπεριφοράς αλλά και του φαντασιακού μεταξύ του παλιού κάτοικου ενός προαστίου και των σύγχρονων «μετοίκων».
Οι παλιοί κάτοικοι διακατέχονται από μια αντίληψη «ρετρό», αναπολώντας την παλιά γειτονιά, την χαμένη ανοικτότητα των χώρων και την ύπαρξη της αλάνας. Οι παλιοί κάτοικοι «εκπροσωπούνται» από τις δημοτικές παρατάξεις, τη δημοτική αρχή και το πολιτικό προσωπικό ενός προαστίου σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι οι πρόσφατα μετακινηθέντες κάτοικοι. Από την άλλη, οι καινούργιοι κάτοικοι ενδιαφέρονται περισσότερο για κάποιούς γενικούς όρους αστικότητας (εγγύτητα με τον χώρο εργασίας και με σταθμούς μαζικών μέσων μεταφοράς, περισσότερες δυνατότητες ελεύθερου πάρκινγκ, ύπαρξη παιδικών σταθμών για τα παιδιά κλπ) που σχετίζονται περισσότερο με τις σύγχρονες συνθήκες ύπαρξης που, εν πολλοίς, συγκρούονται με το «χαμένο παράδεισο» των παλιών κατοίκων. Εκεί που για κάποιούς το Μετρό, για παράδειγμα, είναι πρόβλημα για κάποιούς άλλους είναι μια λύση.
Μέχρι σήμερα, καμία πολιτική, καμία απαίτηση, καμία δημοτική αρχή και παράταξη δεν έχει «προσφέρει» μια λογική πρόταση υπέρβασης αυτού του ιδιότυπου διχασμού. Στο σημείο αυτό είναι που λείπει ένα κίνημα πόλης το οποίο δεν θα αναφέρεται απλά σε δημότες η πολίτες αλλά στην απαρεμφατική λειτουργία του «κατοικείν» και στους όρους και τις μορφές αυτού του «κατοικείν». Αυτό το κίνημα πόλης, στο βαθμό που του αναλογεί, θα αναδείξει τα προβλήματα του «κατοικείν» και μέσω των λαϊκών συνελεύσεων και των αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών θα αποκαταστήσει τη βασική ασυμμετρία πολιτικού δυναμικού μεταξύ των παλιών και νέων κατοίκων, των παλιών και νέων γενεών και κυρίως της ρομαντικής μνήμης «μιας γειτονιάς που χάθηκε» με την αγωνιστική μνήμη των τωρινών διεκδικήσεων.
Οι κλασσικές φοβίες σε νέο πλαίσιο
Οι φοβίες, ατομικές η συλλογικές, δεν ξεπερνιόνται ποτέ με τελειωτικό τρόπο. Πάντα θα υπάρχουν και πάντα θα θέτουν σε κίνδυνο αποδόμησης και απραξίας, υπαρκτό η φανταστικό, το ατομικό η συλλογικό υποκείμενο. Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να «διέλθουμε» τις φοβίες μας, να περάσουμε από μέσα τους χωρίς να τις παρακάμψουμε. Αποτέλεσμα αυτής της «διέλευσης» δεν θα είναι τόσο ο περιορισμός της φοβίας αλλά η αντιμετώπιση της απραξίας λόγω της φοβίας. Έτσι, είναι στο χέρι της όποιας δημοτικής παράταξης να αποκτήσει πολιτικές διαδικασίες ανεξάρτητες από τις εσωτερικές ομάδες ισχύος και εξωτερική παρεμβατική πολιτική σχετικά αυτόνομη, από τον κύκλο πολιτικής ζωής της «προσωπικότητας» που την εκπροσωπεί ή των «χρησμών» της κομματικής «πυθίας». Θα πρέπει όμως να ισχύει και το ανάποδο. Γιατί δεν είναι μόνο τα κινήματα και οι δημοτικές παρατάξεις που «καπελώνονται» από τα κόμματα, είναι και οι ευρύτερες πολιτικές ιδεολογίες που «καπελώνονται» από τις «προσωπικότητες». Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Δημάρχου Κερατέας, υποστηριζόμενου από τον ΣΥΝ, που ανέχεται αν δεν ενισχύει, εθνικιστικές και ακροδεξιές απόψεις (που αποτελούν άλλωστε και ένα τμήμα της τοπικής πολιτικής παράδοσης). Τελικά τι είναι μια «προσωπικότητα» αν δεν είναι μια συγκεκριμένη μορφή που παίρνει η εξάρτηση από την τοπική «αγορά της ψήφου». Καλό λοιπόν θα ήταν να περιοριστούν οι τοπικές «αγορές της ψήφου» που αποτελούν, άλλωστε, συγκοινωνούντα δοχεία με έναν αντιδραστικό κοινοτισμό και με μια τοπική παράδοση που θέλει να «εξοστρακίζει» το όποιο πρόβλημα.
Για τις λαϊκές συνελεύσεις, που εδώ μας ενδιαφέρουν περισσότερο, στο βαθμό που αυτές έχουν συνείδηση του εαυτού τους ως κίνημα κατοίκων, θα έπρεπε να ισχύει μια τακτική που χρησιμοποιούν τα μικρά παιδιά για την αντιμετώπιση των φοβιών τους. Τα μικρά παιδιά όταν φοβούνται τα φαντάσματα, φορούν τα ίδια ένα σεντόνι και κάνουν πως είναι τα φαντάσματα. Όταν φοβούνται ότι ο μπαμπούλας κρύβεται κάτω από το κρεβάτι, κοιτούν κάτω από το κρεβάτι. Αν λοιπόν φοβόμαστε τα «καπελώματα», ας «καπελωθούμε» οι ίδιοι. Ας γίνουμε φορείς μιας νέας αντίληψης για την πόλη που σίγουρα δεν την έχουν τα κόμματα. Μια νέα αντίληψη που θα προκύψει μέσα από την σύνθεση απόψεων που θα εκφραστούν μέσω των αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών. Μια αντίληψη που θα προβάλει μια διαφορετική αναπαράσταση της πόλης, αντίπαλη με την αναπαράσταση της «νοικοκυροσύνης» και της ιδιοκατοίκησης. Η πόλη δεν είναι «νοικοκυριό». Οι ελεύθεροι χώροι είναι τόποι συνάντησης με το ξένο και το αλλότριο και όχι χώροι υποδοχής καλεσμένων. Υπάρχουν πολλές αξίες χρήσης της πόλης που πρέπει να αναδειχθούν και ακόμα περισσότερες που δεν «εκπροσωπούνται» από την «αγορά της ψήφου». Όλα αυτά αδυνατούν να τα προωθήσουν οι δημοτικές παρατάξεις γιατί αν μπορούσαν θα τα είχαν προωθήσει. Ο μπαμπούλας δεν βρίσκεται εκεί.
Πέτρος Σταύρου
Υ.Γ. Για όποιον/α πιστεύει πως δεν υπάρχουν απτές και πρακτικές συνεπαγωγές αυτών των γενικών αρχών, το επόμενο άρθρο θα επιχειρήσει να τον διαψεύσει.