Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Νέος Γραμματέας Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ

Δελτίο Τύπου για την την εκλογή Γραμματέα του Κεντρικού Συμβουλίου της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ

Tην Κυριακή 26 Νοεμβρίου, διεξήχθη στην Αθήνα η 5η Σύνοδος του Κεντρικού Συμβουλίου της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ. Με το πέρας των εργασιών, εξελέγη ομόφωνα νέος Γραμματέας του Κεντρικού Συμβουλίου της Οργάνωσης ο Σωτήρης Αλεξίου.

Βιογραφικό Σημείωμα του Σωτήρη Αλεξίου

Ο Σωτήρης Αλεξίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη γειτονιά του Ζωγράφου. Είναι 25 ετών, τελειόφοιτος της Πολυτεχνικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ολοκληρώνει τη διπλωματική του εργασία στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στον τομέα της βιοπληροφορικής.
Οργανώθηκε στη Νεολαία Συνασπισμού το 2009. Από το 2011 έως το 2013 διετέλεσε Γραμματέας του Γραφείου Πόλης της Νεολαίας Συνασπισμού Ξάνθης και το 2013 εξελέγη μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Νεολαίας Συνασπισμού. Είναι μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ από την 1η Πανελλαδική της Συνδιάσκεψη, ενώ από το Νοέμβρη του 2015 μέχρι σήμερα διετέλεσε μέλος της Γραμματείας του Κεντρικού Συμβουλίου της Οργάνωσης.
Συμμετείχε στο μαθητικό κίνημα και συγκεκριμένα στις μαθητικές κινητοποιήσεις, μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση στο Φοιτητικό Σύλλογο της Πολυτεχνικής Σχολής, στο Διοικητικό Συμβούλιο του οποίου διετέλεσε μέλος επί σειρά ετών, ως εκπρόσωπος της Αριστερής Ενότητας. Είχε ενεργό ρόλο στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2011, απέναντι στο νόμο Διαμαντοπούλου και έλαβε μέρος στους αγώνες για δημόσια και δωρεάν Παιδεία. Επιπλέον, είχε ενεργή παρουσία στο κίνημα ενάντια στις εξορύξεις χρυσού στις Σκουριές και στη Θράκη. Συμμετείχε στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2014, με το ψηφοδέλτιο της δημοτικής παράταξης «Πολίτες για την Ξάνθη». Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε σε δομές αλληλεγγύης, στο κίνημα υποστήριξης των προσφύγων, καθώς και στο αλληλέγγυο φροντιστήριο του χώρου πολιτικής, πολιτισμού και αλληλεγγύης «Kardelen», όπου δίδαξε για δύο χρόνια.
Το Γραφείο Τύπου
26/11/2017

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

«Δε θα σε δικάσουν οι δικαστές. Εγώ θα σε δικάσω»


 Ένα κείμενο, σε α' πρόσωπο, με στοιχεία από όσα η Μάγδα Καραϊσκάκη - Φύσσα έχει καταθέσει στον Τύπο και στη δίκη της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής για τη δολοφονία του γιου της Παύλου Φύσσα από τον χρυσαυγίτη Γιώργο Ρουπακιά.
Όχι! Δε θα σε δικάσουν οι δικαστές. Εγώ θα σε δικάσω. «Πού πας, με μαχαίρωσες και φεύγεις;», και συ δεν απάντησες. Αλλά εμένα μου χρωστας μια απάντηση. Και η ερώτηση δεν είναι άλλη από...«γιατί»;
Δεν με νοίαζει πως σε βάφτισαν. Το όνομα σου είναι Δολοφονος. Δε θέλω να ορκιστείς. Δεν αναγνωρίζω τον ισόθεο σου, τον φύρερ. Θέλω μόνο μια απάντηση. Ειρωνία! Το παρατσούκλι του, ξέρεις, σήμαινε «δολοφόνος του παρελθόντος» και τα έφερε έτσι που βρέθηκες εσυ, ένα φάντασμα του παρελθόντος, για να τον δολοφονησεις τελικά. Θέλω την απάντηση μου.
Ήταν 3 το βράδυ. Πολύς κόσμος γύρω, μα κανένας δεν μου μίλαγε. Μόνο με κοίταζαν. Μπήκα στον θάλαμο με το φως αυτό το ψυχρό, το απόκοσμο, που φωτίζει το πέρασμα που σε οδηγεί από τη ζωή στο θάνατο, μην τυχόν και χάσεις τον δρόμο και του ξεφύγεις. Προσπάθησα να τον ζεστάνω, να φύγουμε, να σηκωθεί, να φύγουμε, να φύγουμε από εκεί μέσα. Κοιμόταν.
Κι εσυ Δολοφόνε που θέλησες να τον τρομάξεις, στο λέω εγώ η μάνα του ότι δεν τα κατάφερες. Σαν να το είχε προαίσθημα. Το είχε γράψει. Το είχε τραγουδήσει.
«Μια τέτοια μέρα είναι ωραία για να πεθάνεις / Όμορφα κι όρθιος σε δημόσια θέα /Με λένε Παύλο Φύσσα κι είμαι από τον Περαία / Έλληνας μ' ό,τι συνάδει αυτό - όχι μια σημαία, μελανοχίτωνας γόνος του Αχιλλέα και του Καραϊσκάκη / Κι αν ξέρω κάτι είναι πως γεννήθηκα ήδη / με δυο καταδίκες βαριές πάνω στην πλάτη / Δυο φτερά από γέννα πάνω στο σώμα μου ραμμένα».
Εμένα ξέρεις Δολοφόνε το γένος μου είναι Καραϊσκάκη και είμαι εγώ αυτή που του τα έραψα στην πλάτη. Σαν άγγελος που είχε μαζέψει τα φτερά του κοιμόταν. Τον ρώτησα τι έγινε. Τον παρακάλεσα να μου πει. Τον ικέτευσα να μάθω. Αλλά ούτε εκείνος μου μίλησε. Για αυτό... γι'αυτό την απαντήση που αναζητώ οφείλεις να μου την δώσεις εσύ Δολοφόνε.
Περίμενα να δω τα έντερα έξω. Είδα μόνο δυο γάζες στο ύψος του στήθους. Αλλά βέβαια... εσύ δεν είσαι φονιάς. Είσαι Δολοφόνος. Φονεύεις με δόλο. Και στο δίδαξαν αυτό στα τάγματα θανάτου που σε εκπαίδευσαν. Και έμαθες να υπακούς στην εντολή «ότι κινείται σφάζεται». Κι έκανες την εξάσκηση σου επί 70+ χρόνια σε άτυχα κορμιά που κινήθηκαν στο διάβα σου, χωρίς κανένας να μιλήσει για αυτό και να σε τιμωρήσει. Κι εκείνο το βράδυ έτυχε ο γιος μου να είναι ο επόμενος.
Επαγγελματικό το χτύπημα είπε ο γιατρός. Μπήγεις το μαχαίρι με ορμή, το στρίβεις με οργή και το τραβάς. Και ύστερα 4 λεπτά είναι αρκετά για να δώσουν τέλος σε 34 χρόνια. Μα σαν να το ξερε σου λέω... σαν να το ξερε. «Πώς να χωρέσουν όλα αυτά μέσα σε τέσσερα λεπτά. Τριάντα χρόνια ήταν αυτά και ήταν δυνατά. Πού να χωρέσω τόσο πόνο τόση βία», σιγοτραγούδαγε λίγο πριν... Πες μου λοιπόν Δολοφόνε. Πες μου! Πώς ένιωσες όταν το ατσάλι του κρύου μαχαιριού σου, τράνταξε ο χτύπος μιας ανυπότακτης καρδιάς; Δώσε μου επιτέλους μια απάντηση...
Κατέβασε όμως το βλέμμα σου εκεί που του αρμόζει. Τ’ακούς; Εμένα δεν θα τολμάς να με κοιτάς. Τ’ακούς; Το ανάστημα μου μου είναι πολύ ψηλό για να χωρέσει στα μάτια σου. Τ’ακούς;
Εκείνος δεν με άκουσε. «Μου τα έλεγε η μάνα μου, γαμώ την πουτάνα μου, να τα προσέχω τα μεγάλα τα πλάνα μου», έλεγε. Δεν με άκουσε, αλλά ακόμα κι αν ήρθαν έτσι τα πράγματα... καλά έκανε. Ήταν φίλος με τους ανθρώπους κι όχι με τα κτήνη. Ένιωθε ευθύνη απέναντι στο είδος του, στην οικογένειά του, στους φίλους του, στον εαυτό του. Και αντιστάθηκε. Έκανε το αντάρτικο του με μόνα όπλα του τις νότες, για να περισώσει όπως μπορεί το ύψιστο αγαθό της ανθρώπινης ύπαρξης: την αγάπη. Ήθελε να τα ζήσει όλα και γρήγορα. Όταν τον είχα ρωτήσει γιατί... μου είχε πει ότι φοβόταν μην πεθάνει νέος και δεν προλάβει. Κι εγώ όμως φοβόμουν. Κάθε πρωί που έκλεινα την πόρτα αυτό που ζήταγα ήταν να την ξανανοίξουμε και οι 4 μας το βράδυ. Πες μου λοιπόν Δολοφόνε. Πές μου πως θα ζήσουμε εμείς τώρα χωρίς εκείνος να βάλει τα κλειδιά ξανά στην πόρτα. Χωρίς να ακούσουμε ξανά τα βήματα του. Δώσε μου μια γαμημένη απάντηση.
Στο σπίτι μου ήρθες εσύ χωρίς να σε καλέσω. Άλλοι σε στείλανε. Σου βάλανε ένα μαχαίρι στην τσέπη και σε στείλανε. Άνανδρα! 60 εναντίον ενός. Ήρθες στο σπίτι μου και δολοφόνησες το παιδί μου! Έτσι απλά! Έτσι απλά... Και όταν βρήκαν το μαχαίρι στον τόπο του εγκλήματος, εκείνο δεν είχε μόνο τα αποτυπώματα σου πάνω. Είχε τα δικά σου, αλλά και τα δακτυλικά αποτυπώματα των 426.025 που ψήφισαν σημειώνοντας την επιλογή τους με έναν αγκυλωτο σταυρό. Τον ίδιο σταυρό με τον οποίο βρωμίσατε το μνημείο του παιδιού μου, πριν καν εκείνο σαραντίσει. Γιατί δεν είστε απλοί δολοφόνοι Δολοφόνε. Είστε αμετανόητοι ναζιστές. Τα απομεινάρια των δωσίλογων και των ταγματασφαλιτών. Η σπορά των ηττημένων. Κι εξήγησε μου μόνο αυτό... Πώς; Πώς γίνεται ο παππούς σου να ήταν πρόσφυγας, ο πατέρας σου μετανάστης, κι εσύ να έγινες φασίστας; Απαντησε μου επιτέλους ρε καθίκι...
«Φασίστες, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες» έγραψαν κάποιοι στον τόιχο απέναντι από το παράθυρο μου. Χαμογελάς; Έχεις το θράσσος και χαμογελάς; «Δεν θα φύγω απο τη ζωή αυτή αν δεν σε κρεμάσω, απόβρασμα της κοινωνίας. Αν δεν σου κόψω το λαρύγγι». Όχι όμως δεν θα σου κάνω τη χάρη. Αν σε κρεμάσω θα σε λυτρώσω. Και εσένα Δολοφόνε σου αρμόζει τιμωρία. Και η μόνη τιμωρία που έχει αξία είναι να καταλάβεις και να πληρώνεις καθημερινά για τον πόνο που προκάλεσες. Όσο κι αν πας να ξεφύγεις απο αυτό που έκανες, θα με βρίσκεις μπροστά σου. Θα σε πάρω μαζί μου στην κόλαση που με έστειλες. Θα σε στοιχειώσω και θα παλεύω με νύχια και με δόντια κάθε μέρα, να ζήσω κι άλλη μία, και μία επιπλέον... Γιατί έχω ιερό σκοπό Δολοφόνε. Έχω χρέος να σε καταδικάζω μέχρι να βγει η τελευταία μου αναπνοή και να γλιτώνω μέχρι και τα αγέννητα παιδιά του κόσμου από εσένα.
Και θέλω να σε ρωτήσω κι ένα τελευταίο πράγμα Δολοφόνε. Εσένα και όλους τους δολοφόνους του κόσμου... Τι μάνα σας γέννησε; Τι μάνα σας μεγάλωσε;
Εγώ τον γέννησα στα 18. Μαζί μεγαλώσαμε. Αλλά τώρα έμεινα πίσω μόνη. Τον φίλησα το προηγούμενο απόγευμα, τον χαιρέτισα και είπαμε ότι θα πιούμε το πρωί τον καφέ μας στο μπαλκόνι. Και Δολοφόνε εγώ κάθε πρωί φτιάχνω δυο φλιτζάνια ξέρεις. Και πίνουμε τον καφέ μας, γελάμε και λέμε τα νεα μας. Εγώ και ότι μου άφησες πίσω...
Εγώ και μία φωτογραφία του γιου μου...