
Το χειρότερο λάθος που θα μπορούσε να κάνει ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν να «αναγνωρίσει» τα λάθη του που έκανε όλη αυτήν την περίοδο. Για το αποτέλεσμα φταίει ο Δεκέμβρης, η απομάκρυνση από τον αριστερό ευρωπαϊσμό, το εσωκομματικό πρόβλημα του ΣΥΝ, η μη εμβάθυνση του πολιτικού εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ, η διγλωσσία, ο Τσίπρας και οι φίλοι του, το ελλειμματικό ρίζωμα στην κοινωνία, οι «εγγονοί» και οι «εγγονές» του Μάο, η λευκή απεργία των «ανανεωτικών» κλπ.
Διαλέξτε ότι θέλετε από τα παραπάνω και να είστε σίγουροι πως η πολιτική κρίση του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να ξεπεραστεί. Και δεν πρόκειται να ξεπεραστεί γιατί η «αναγνώριση» των λαθών, υπό τις παρούσες εσωκομματικές συνθήκες, αποτελεί μετωνυμία της ιδεολογικής αγκύλωσης των συνιστωσών και όχι διαδικασία αυτοδιόρθωσης. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με πολιτικές φαντασιώσεις και όχι με έγκυρες διαπιστώσεις. Κάθε φαντασίωση αποτελεί μια μυθοπλασία που αναπαριστά τις σχέσεις μας με τα πράγματα. Επιπρόσθετα, αποτελεί ένα πέπλο για να μην αντιλαμβανόμαστε ότι ορισμένες αναπαριστώμενες σχέσεις έχουν αλλάξει.
Για παράδειγμα, αποτελεί πολιτική φαντασίωση ο «αριστερός ευρωπαϊσμός» των ανανεωτικών, γιατί ονοματίζει με φαντασιωτικό τρόπο τα ευρωπαϊκά πράγματα. Αν αντί του «αριστερού ευρωπαϊσμού» χρησιμοποιούσαμε μόνο τον «ευρωπαϊσμό», τότε θα κινδυνεύαμε να έρθουμε αντιμέτωποι με την πολιτική αποτυχία του οράματός μας γιατί η υπεροψία της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας έχει δυναμιτίσει και την πιο απλή εκσυγχρονιστική διαδικασία, πόσο μάλλον κάποιο αριστερό πρόταγμα. Το ονομάζουμε, λοιπόν «αριστερό ευρωπαϊσμό» αυτό που παλαιότερα θα ονομάζαμε απλά «ευρωπαϊσμό» για να μην αντικρίσουμε κατάματα τις ευθύνες του υπαρκτού ευρωπαϊσμού για την βαθιά και ποικιλόμορφη δυσπιστία που επιδεικνύουν οι ευρωπαϊκοί λαοί απέναντι στην ευρωπαϊκή ένωση. Αν όμως αντί της «ισχυρής ευρωπαϊκής μας ταυτότητας» χρησιμοποιούσαμε το ερώτημα «τι Ευρώπη θέλουμε;» για να ασκήσουμε πολιτική, τότε και καλύτερο ψηφοδέλτιο θα φτιάχναμε και περισσότερη επιτυχία θα είχαμε.
Αν για κάτι θα πρέπει να αισθάνεται «ένοχη» η ανανεωτική πτέρυγα αυτό θα πρέπει να είναι η άσκηση της πολιτικής με όρους ισχυρής ταυτότητας που επέτυχε και όχι η «λευκή απεργία». Η στάση που πήρε, συνέβαλε έμμεσα στο να στηθεί ένα προεκλογικό σκηνικό όπου αποδομούνται τα «εγγόνια του Μάο» ενώ μένουν στο απυρόβλητο τα «εγγόνια του Χίτλερ».
Ακόμα ισχυρότερη φαντασιωτική απάντηση στην πολιτική κρίση του ΣΥΝ, αποτελεί το «δεν αλλάζουμε γραμμή» γιατί προέρχεται από την ηγεσία του ΣΥΝ και όχι από την μειοψηφία. Είναι ισχυρότερη γιατί μαζί με τους όρους ανάπτυξης της, εμπεριέχει και τους όρους αναπαραγωγής της μειοψηφικής φαντασίωσης. Για να το πούμε διαφορετικά, για το εκλογικό αποτέλεσμα δεν φταίει η ηγεσία αλλά, κυρίως, η φαντασίωση της ηγεσίας. Η φαντασίωση της ηγεσίας λέει το εξής: Για να βγάλουμε το κόμμα από την ανυποληψία πρέπει να προσδεθούμε με τα κινήματα και αυτό θα μας φέρει και ψήφους. Η φαντασίωση της μειοψηφίας λέει το εξής: για να είμαι ορατός στην κοινή γνώμη πρέπει να έχω μια συγκεκριμένη ανανεωτική και ευρωπαϊκή φυσιογνωμία. Έτσι έχουμε από την μία, το κόμμα κοντά στα κινήματα και από την άλλη, το κόμμα – στούντιο. Οι ευθύνες δεν κατανέμονται ομοιόμορφα. Αφορούν πρωτίστως την ηγεσία αλλά συνυπάρχουν με τις ευθύνες της μειοψηφίας φτιάχνοντας, από κοινού, μια υψηλότερη ευθύνη. Το κόμμα κατασκευάζει είτε «κινηματικούς», είτε «ανανεωτικούς» επικοινωνιακούς κώδικες.
Όμως με επικοινωνιακούς κώδικες δεν αντιμετωπίζεις τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους γιατί οι κώδικες αποκρυπτογραφούνται από την υλική δραστικότητα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Γιατί οι ταξικοί αγώνες δεν διεξάγονται μόνο στα πεζοδρόμια αλλά και στο εποικοδόμημα, στο τόπο των ιδεών.
Οι ιδεολογικές επιθέσεις του συστήματος μπορούν να εντοπιστούν σε τέσσερις χρονικές στιγμές και να αποτυπωθούν με τέσσερα δημοσκοπικά ποσοστά. Όταν το ακροατήριο σου έχει φτάσει το 18%, το πολιτικό σύστημα σε ρωτά αν έχεις πρόγραμμα. Στα γεγονότα του Δεκέμβρη, ο πολιτικός ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους που έχει το όνομα «Ελληνική Δημοκρατία», διαμεσολαβημένος από τα ΜΜΕ, σε ρωτά αν είσαι εντός η εκτός του συστήματος, τα ποσοστά σου τότε είναι γύρω στο 15%. Μετά, σε ρωτά αν θα συνεργαστείς για να δώσεις κυβερνητική διέξοδο. Τα ποσοστά σου τότε είναι γύρω στο 8% με 10%. Τέλος σου λέει ότι «όλοι οι ίδιοι είστε». Τα ποσοστά σου είναι γύρω στο 5%. Γιατί μειώνεται το ακροατήριο σου; Η απάντηση είναι γιατί διαμορφώνεται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους και η ποιότητα του και η ποσότητα του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, ήταν παρόν στους κινηματικούς αγώνες που τον έβγαλαν από την πολιτική ανυποληψία που μέχρι τότε βίωναν όλες ανεξαιρέτως οι συνιστώσες του. Ήταν, όμως και απών από τα μεγάλα ιδεολογικά ζητήματα της περιόδου. Απέκτησε ένα ισχυρό ακροατήριο, του ζητήθηκε να το «διαχειριστεί» ενώ θα έπρεπε να το «πολιτικοποιήσει» ανταγωνιζόμενος τους ιδεολογικούς μηχανισμούς.
Δεν θα πρέπει να μιλάμε λοιπόν για λάθη, αλλά για δομικές ανεπάρκειες και κενά της ύπαρξης ενός πολιτικού οργανισμού. Ναι, ο οργανισμός αυτός πρέπει να συνδιαμορφώσει νέες κινηματικές συλλογικότητες. Όμως, κατά πόσο μπορεί να διεξάγει ιδεολογικούς αγώνες; Τι απαιτείται για αυτό; Για παράδειγμα δεν αρκεί να μιλάς για την αισχροκέρδεια των Τραπεζών. Αυτό αποτελεί σίγουρα έναν σοβαρό κινηματικό στόχο. Όμως, ο καπιταλισμός στηρίζεται στα κέρδη και την εκμετάλλευση. Ποιος θα μιλήσει για την αναγκαιότητα μείωσης των κανονικών κερδών, δηλαδή της εκμετάλλευσης; Το κίνημα στη βάση του ακτιβισμού του δεν μπορεί γιατί αποτελεί μια έκφραση του επιτακτικού της συγκεκριμένης κατάστασης. Το πολιτικό υποκείμενο, όμως, πρέπει να αμφισβητήσει τα κέρδη και η αμφισβήτηση αυτή να συμβεί στο εποικοδόμημα της κοινωνίας. Οι δυνατότητες του κινήματος διαμορφώνονται στη κοινωνία. Οι προοπτικές του όμως καθορίζονται στο εποικοδόμημα.
Η πορεία εξόδου από την κρίση του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να βασιστεί περισσότερο στην ανεύρεση του ιδεολογικού του ρόλου ως συλλογικού διανοούμενου των λαϊκών στρωμάτων παρά στην αναδιαμόρφωση της τράπουλας των εσωκομματικών συσχετισμών. Πρέπει να στηριχθεί στην αναζωογόνηση των τοπικών οργανώσεων παρά στην ενίσχυση των τάσεων. Πρέπει να στηριχθεί σε προγραμματικές και ιδεολογικές θέσεις παρά σε απόψεις και στάσεις. Πρέπει να στηριχθεί στην ιδεολογική ενότητα παρά στο τασικό «κοινοβούλιο» που δεν ξέρει να συνθέτει.
Πέτρος Σταύρου