Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Λαϊκιστικός και τεχνοκρατικός λόγος στις παρυφές της Αριστεράς


Λαϊκιστικός και τεχνοκρατικός λόγος στις παρυφές της Αριστεράς  
(αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ της Κυριακής)
της Λινας Θεοδωρου και του Φανη Παπαγεωργιου

Ο πολιτικός λόγος, στην περίοδο της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, εμφανίζεται συχνά με τη
μορφή ενός διπόλου: σχηματικά, στο ένα άκρο τίθεται ο λαϊκισμός και στο άλλο ο «ορθός λόγος» και
ο τεχνοκρατισμός. Θεωρούμε ότι και οι δύο παραπάνω προσεγγίσεις έχουν κοινές μεθοδολογικές
αφετηρίες και πολιτικές απολήξεις. Ας τις δούμε, σε αδρές γραμμές.
Από τη μία, ο λαϊκισμός μπορεί να αναχθεί σε ένα σχήμα που λέει «ο λαός ξέρει» και αυταξιακά έχει
εγγεγραμμένη την έννοια της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης, μιλώντας από τον λαό για τον λαό,
καταλήγοντας να εμφανίζεται, χονδροειδώς, ως λαϊκό αίσθημα. Αυτός ο πολιτικός λόγος εκφράζεται
προνομιακά από τους Ανεξάρτητους Έλληνες, αλλά και τμήματα της Αριστεράς, έχει στοιχεία
αντιιμπεριαλισμού, συνεχείς αναφορές στο έθνος και ομοιότητες με τον λόγο του ΠΑΣΟΚ του 1980.
Βέβαια, ας σημειωθεί ότι υπάρχουν πολλές εκδοχές λαϊκισμού· ορίζοντας τον λαϊκισμό με αυτό το
σχήμα τον τοποθετούμε σε αντιδιαστολή με την έννοια του αριστερού λαϊκισμού όπως έχει αναλυθεί
μεταξύ άλλων, λ.χ., από τον Νικόλα Σεβαστάκη: «Από την άλλη, η λαϊκή έκκληση της Αριστεράς
φέρει μαζί της κάτι ουσιωδώς αντιδημαγωγικό και “διανοητικό” μαζί της. Εμπεριέχει δηλαδή μια
ηθική και πολιτισμική απαίτηση, το κάλεσμα για απομάκρυνση του λαού από τις αυθόρμητες
δοξασίες, από την αυτονόητη “λαϊκή ιδεολογία”» (N. Σεβαστάκης, «Το πιο δύσκολο στοίχημα.
Σκέψεις με αφορμή τις γαλλικές εκλογές», «Ενθέματα», Η Αυγή, 29.4.2012).
Από την άλλη, ο «ορθός λόγος» --συχνά με τη μορφή του τεχνοκρατισμού--υπονοεί ότι ο λαός δεν
ξέρει τι είναι καλό γι’ αυτόν και πρέπει κάποιοι άλλοι να μιλήσουν για τον ίδιο και τα πραγματικά
συμφέροντά του. Κεντρικά εργαλεία, εδώ, η έννοια των μεταρρυθμίσεων και η «μυωπία» (όρος με τον
οποίο οι κυρίαρχοι αναλυτές περιγράφουν την τάση του λαού να βλέπει μόνο το βραχυπρόθεσμο
συμφέρον του, αγνοώντας το μακροπρόθεσμο). Εκτός από την τρικομματική κυβέρνηση, αυτή την
οπτική τείνουν να υιοθετήσουν και τμήματα της Αριστεράς, κυρίως με το σκεπτικό ότι βρισκόμαστε
εν μέσω οικονομικής κρίσης, αλλά και με το σκεπτικό ότι, αφού εγκαλούμαστε σε τέτοια ερωτήματα,
πρέπει να έχουμε έτοιμες απαντήσεις.
Θεωρούμε ότι και οι δύο προσεγγίσεις δομούνται πάνω σε μια στατική αντίληψη για την κοινωνία και
τοn λαό: παρά τις πιθανές αντιφάσεις, ο λαός γίνεται αντιληπτός με όρους ομοιογένειας και
στατικότητας. Και στις δύο, έχουμε μια από τα πριν γνωστή λαϊκή βούληση, δεδομένη, που
εμφανίζεται ως εταίρος στην κοινωνική κίνηση, σχετικά αμετάβλητη, η οποία σε καμία περίπτωση δεν
μπορεί να γίνει μοχλός κοινωνικής μεταβολής, αλλά απλώς ενσωματώνει μεταβολές στο κοινωνικό
πεδίο.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο του συντηρητικού λαϊκισμού, ο λαός εμφανίζεται με όρους μεσσία και
τιμωρού (βλ., λ.χ., τις δηλώσεις Στ. Παναγούλη) που θα διώξει την τρόικα-κατακτητή και θα σώσει
τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, εξασφαλίζοντας το μέλλον των παιδιών τους. Στο ίδιο πλαίσιο, ο
πολιτικός λόγος δεν πρέπει να αμφισβητεί τις υποτιθέμενες αξίες των Ελλήνων -- είτε αυτές
εκφράζονται στην υπόθεση των οροθετικών είτε στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης, που θα κάνει τα
παιδιά μας ομοφυλόφιλους και θα αφήσει τα κορίτσια μας ανύπαντρα (βλ. δηλώσεις Μιχελογιαννάκη).
Από την άλλη, στο τεχνοκρατικό σχήμα, ο νεοφιλελεύθερος τεχνοκράτης --ή ο ριζοσπάστης
ετερόδοξος-- τραπεζίτης εμφανίζεται ως από μηχανής θεός, που θα σώσει την Ελλάδα και τον
ελληνικό λαό, μέσω του σωστού μείγματος δημοσίων οικονομικών.
Η πρώτη εκδοχή συσκοτίζει τα πολιτικά υποκείμενα και εμφανίζει αυτόκλητους εκφραστές της λαϊκής
βούλησης, μεταθέτοντας σε έναν απώτερο χρόνο το πώς αυτός ο «κυρίαρχος» λαός μπορεί να έρθει
στο προσκήνιο, με ποιους τρόπους μπορεί να αποκτήσει κομβικό ρόλο στην πολιτική διαμάχη αλλά
και με ποιες ουσιαστικές διαδικασίες. Η δεύτερη εκδοχή, ανάλογα με το πολιτικό υποκείμενο που την
εκφράζει, εμφανίζει την οικονομία --πλήρως ή, έστω, επαρκώς-- αυτονομημένη από το κοινωνικό και
το πολιτικό, κατά συνέπεια υπονοείται ότι διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία επικαθορίζουν το
όλο. Παράλληλα, και οι δύο εκδοχές ενθαρρύνουν μια αυξημένη αναφορά στο έθνος και την πατρίδα,
έννοιες που παραπέμπουν στην αφηρημένη ενότητα και αδιαιρετότητα του συγκεκριμένου σώματος
υποκειμένων. Και οι δύο βασίζονται σε στερεότυπα, τα οποία σκόπιμα αναπαράγουν, εμμένοντας σε
ιστορικές αναλογίες, προκειμένου να κάνουν τον λόγο τους ηγεμονικό.
Οι «τεμπέληδες Έλληνες», το «ελληνικό DNA» και η «ελληνική ψυχή» που αντιστέκεται ανέκαθεν
στους «ξένους» είναι μερικά τέτοια στερεότυπα. Έτσι, οι αναφορές στις ιστορικές αναλογίες του
(νέου) ΕΑΜ μπορεί να οδηγούν στο κάψιμο ναζιστικών σημαιών κατά τις διαδηλώσεις εναντίον της
άφιξης Μέρκελ. Ειδικά ο λαϊκίστικος λόγος είναι ηθικοπλαστικός, εμφανίζοντας διχοτομικά καλούς
και κακούς, καλούς πατριώτες και κακούς ξένους κ.ο.κ. Από την άλλη, ο «ορθός λόγος» που
εμφανίζεται στην έντονα ηθικοπλαστική ρητορική του ΚΚΕ επικαλείται το ότι δεν είμαστε έτοιμοι να
κυβερνήσουμε· ενέχει μια αφηρημένη έγκληση στην τιμιότητα και την ειλικρίνεια απέναντι στον
κόσμο της Αριστεράς, δημιουργώντας μια συνεχή ματαίωση για ένα απώτερο μέλλον ετοιμότητας.
Στο πολιτικό λόγο που πρέπει να διαμορφώσει και να αρθρώσει η δική μας Αριστερά θεωρούμε ότι οι
δύο αυτές όψεις του πολιτικού λόγου δεν χωράνε· θεωρούμε μάλιστα ότι, για τους δικούς της λόγους
η καθεμιά, συρρικνώνει την έννοια της δημοκρατίας, εμφανίζοντάς την η μεν πρώτη ως αυτονόητη και
εγγενή στον λαό και η άλλη ως ήσσονος σημασίας. Αντίθετα, στον δικό μας λόγο η δημοκρατία
πρέπει να είναι ζητούμενο κάθε στιγμή και σε κάθε έκφανση του πολιτικού.
Η πολιτική δεν μπορεί να συρρικνώνεται στο ποιος/α θα καταφέρει να πει το καλύτερο τσιτάτο, ή
ποιος/α θα καταφέρει να διατυπώσει το πιο επεξηγηματικό απλουστευτικό σχήμα που γίνεται
κατανοητό από τον λαό. Πιστεύουμε, μάλιστα, ότι μέσω μιας τέτοιας αντίληψης για την πολιτική και
τη δημοκρατία στρώνεται, εν τέλει, ο δρόμος για την Χρυσή Αυγή, η οποία αναμφίβολα υπερέχει σε
ικανότητα να εμφανίζει καλούς και κακούς, τιμωρούς και στερεότυπα, μετατρέποντας την πολιτική
ένα συνονθύλευμα απλουστευτικών σχημάτων.
Αντίθετα, η κεντρική πολιτική εκφώνηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνδέεται με τη μαγιά των
συζητήσεων της κάθε συνέλευσης, δημιουργώντας ιμάντες δημοκρατίας και λαϊκής συμμετοχής, να
διαπαιδαγωγεί με βάση τις αριστερές αξίες και την κριτική σκέψη, και να διαπαιδαγωγείται από την
καθημερινότητα και τις ανάγκες των εργαζόμενων. Πρέπει, ακόμα, να εκφέρει λόγο αντιδημαγωγικό
και σκεπτόμενο, να προτάσσει ένα θετικό όραμα για όλους τους εργαζόμενους, να υπερβαίνει το
καταναλωτικό πρότυπο, διαμορφώνοντας μια κουλτούρα αλληλεγγύης και συμμετοχής, των
συνεταιρισμών, της απο-εμπορευματοποίησης, της ολιγαρκούς αφθονίας, χωρίς τον φόβο της
«απογοήτευσης των μαζών» -- παράμετροι, όλες αυτές, που αναγκαστικά προϋποθέτουν και μια άλλη
αντίληψη για το περιβάλλον. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι, στο επίπεδο του κοινωνικού,
απαιτείται μια ριζική επαναθεμελίωση του κοινωνικού κράτους.
Τέλος, ως βασικός άξονας της ανάλυσης και της δράσης μας, δεν μπορεί να απουσιάζει το πεδίο της
δόμησης των φύλων και της σεξουαλικότητας. Ιδίως σε μια συγκυρία που οι εκδοχές του κυρίαρχου
λόγου αξιώνουν να επαναδιαπραγματευθούν τα πεδία αυτά και να εκμεταλλευτούν τις υπάρχουσες
συντηρητικές δομές της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί είναι εμφανής πλέον η επιστράτευση ενός
νεοσυντηρητισμού, που αποπειράται να αποτελέσει συγκολλητικό ιστό, την εποχή της διάρρηξης της
κοινωνικής συνοχής, και διοχέτευσης της εκμετάλλευσης.
Η δική μας Αριστερά οφείλει να «εγκαλεί» και να αναδεικνύει τα νέα αριστερά κινήματα, να
υποστασιοποιεί τις ομάδες που βρίσκονται εντός αυτών των κινημάτων, με εργαλείο την ανάλυση για
τις κοινωνικές τάξεις, ανεξαρτήτως από το αν τα κινήματα αυτά είναι μειοψηφικά μια δεδομένη
στιγμή, να κυκλώνει το πραγματικό. Οφείλει να πάρει αποστάσεις από όλες τις όψεις του πατριωτικού
λόγου και να επερωτά τον εαυτό της ως αυθεντικό εκφραστή των συμφερόντων των εργαζόμενων
τάξεων. Άλλωστε, ενάντια στα απλουστευτικά σχήματα, μπορούμε να αντιπαραθέσουμε την τομή και
την ασυνέχεια στην κοινωνική κίνηση.
[Σχόλια και συζήτηση για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]
Η Λίνα Θεοδώρου και ο Φάνης Παπαγεωργίου είναι μεταπτυχιακοί φοιτητές, μέλη στους Νέους/Νέες
ΣΥΡΙΖΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: