Τρίτη 7 Απριλίου 2009

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, ΤΟΝ ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ



Το παρακάτω κείμενο αποτελεί πρόταση διαβούλευσης προς την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ 10-12/Απριλίου στο Γήπεδο ΤΑΕΚΒΟΝΤΟ στο ΦΑΛΗΡΟ. Δεν θέλει να διαφωνήσει με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και τη θέση του για τις ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ, αλλά να συμβάλει στην αναίρεση της λάθος συζήτησης που διεξάγεται στις μέρες μας περί ευρωπαϊσμού και αντιευρωπαϊσμού.


1. Για την στάση της Αριστεράς απέναντι στην «Ευρώπη».

Η «Ευρώπη» αποτελεί μια εμμονή για την ελληνική αριστερά που έχει ως αποτέλεσμα τον πολιτικό της παροπλισμό. Είτε ως ο «οικονομικός χωροφύλακας» των λαών, για το λαϊκίστικο ΚΚΕ, το ΠΑΣΟΚ των πρώιμων μεταπολιτευτικών χρόνων και κάποια κομμάτια του αριστερισμού, είτε ως η κύρια πηγή του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης, για το μεγαλύτερο τμήμα της μεταρρυθμιστικής - ανανεωτικής αριστεράς, η ευρωπαϊκή υπόθεση αποτέλεσε, την κυριότερη έκφραση της ήττας της αριστεράς, τόσο στο επίπεδο των ιδεών όσο και στο πολιτικό επίπεδο, μια και η «Ευρώπη» ποτέ δεν συνδέθηκε με τα κοινωνικά ζητήματα της εργασίας και της εκμετάλλευσης σε μια προοπτική κοινωνικού μετασχηματισμού.

Η Ευρώπη δεν έχει «ουσία», δεν είναι «κακή» η «καλή». Η Ευρώπη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ευρώ, του συμφώνου σταθερότητας και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας αποτελεί μια αντίφαση ανάμεσα στην τάση διεθνοποίησης των καπιταλιστικών οικονομιών και στην εθνική συγκρότηση τους. Η οικονομική κρίση έκανε ακόμα πιο εμφανή αυτήν την αντίφαση. Ο χαρακτηρισμός «καπιταλιστικός» αφορά σαφώς την Ευρώπη αλλά πρέπει να αποδίδεται πρωτίστως στις εθνικές οικονομίες. Η αστική απόπειρα λύσης της βασικής αντίφασης μεταξύ διεθνοποιημένων αγορών και εθνικών καπιταλισμών που επιχειρείται με το ευρωσύνταγμα, τον ευρωπαϊκό στρατό, την κοινή εξωτερική πολιτική και την Ευρώπη - Φρούριο έχει, προσωρινά, αποτύχει. Αλλά και να πετύχαινε δεν θα διασφάλιζε ούτε ένα από τα αίτημα του κόσμου της εργασίας. Τουναντίον, θα δημιουργούσε ένα σκληρό, ταξικό εποικοδόμημα εναντίον των εργαζομένων, του περιβάλλοντος, των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών αναγκών.
Το ερώτημα είναι τι κάνει η αριστερά. Αν η αριστερά μεριμνά μόνο για την φυσιογνωμία της, άλλοτε την αντιευρωπαϊκή, και άλλοτε την φιλοευρωπαϊκή, τότε θωπεύεται αυτάρεσκα μπροστά στον καθρέφτη της. Αν προτείνει γενικόλογα, άλλοτε την μεταρρύθμιση και άλλοτε την εθνική απόσυρση τότε υπεκφεύγει του προβλήματος.

Τα όρια του μεταρρυθμισμού έχουν καταγραφεί στο ευρωπαϊκό πεδίο. Το 1997 οι κυβερνήσεις που υπέγραψαν την Συνθήκη του Άμστερνταμ ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία κεντροαριστερές - μεταρρυθμιστικές. Θα περίμενε κανείς να εφαρμόσουν κευνσιανές πολιτικές συνοχής. Ακόμα τις περιμένουμε αυτές. Αντίθετα, εφάρμοσαν νεοφιλελεύθερες, μονεταριστικές και απορρυθμιστικές πολιτικές ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Από την άλλη, παράδειγμα εθνικής αναδίπλωσης με ταξικούς και ριζοσπαστικούς όρους δεν υπάρχει, παρά μόνο στο επίπεδο των συνθημάτων. Στην πραγματικότητα, τα μόνα πετυχημένα παραδείγματα εθνικής αναδίπλωσης που υπάρχουν είναι αυτά που έχουν γίνει με κεντροαριστερούς όρους (Σουηδία, Δανία, Αγγλία). Το παράδοξο της φιλοευρωπαϊκής κεντροαριστεράς που ηττάται από τον νεοφιλελευθερισμό εντός του ενιαίου νομισματικού χώρου και των πετυχημένων κεντροαριστερών υποδειγμάτων ανάπτυξης με εθνικούς όρους θα πρέπει να προβληματίσει τους μεταρρυθμιστές. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει.

Για την ριζοσπαστική αριστερά προέχει μια ταξική πολιτική λύση, από την πλευρά των εργαζομένων, της βασικής αντίφασης μεταξύ διεθνοποιημένων οικονομιών και εθνικών καπιταλισμών και όχι ο πόλεμος «ταυτοτήτων». Και η λύση αυτή δεν μπορεί να είναι παρά μια ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση που να καθορίζεται από τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα που εγγυάται και τις ανάγκες που θέλει να εξυπηρετήσει. Το ζήτημα είναι τι δημόσιο ευρωπαϊκό χώρο θέλουμε. Κάποιου συνταγματικού κλειδώματος των βασικών κριτηρίων και επιλογών των κυρίαρχων εθνικών – αστικών μερίδων ή του κοινού εργατικού δικαίου, των ευρωπαϊκών συλλογικών συμβάσεων, των κοινών δημόσιων υπηρεσιών, της θέσπισης της χάρτας των ευρωπαϊκών κοινωνικών δικαιωμάτων; Γιατί μόνο κοινό νόμισμα και όχι κοινό ελάχιστο μισθό, γιατί ευρωστρατός και όχι κοινή ευρωπαϊκή δημόσια υγεία, γιατί οικολογική ευαισθησία και πράσινη επιχειρηματικότητα και όχι οικολογικό μετασχηματισμό των ευρωπαϊκών οικονομιών;
Τελικά, τι είναι πολιτικά χρήσιμο αυτή την στιγμή, η τήρηση μιας στάσης, φιλοευρωπαϊκής η αντιευρωπαϊκής ή η εύρεση μιας ταξικά προσανατολισμένης πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Η στάση δεν τροποποιεί την πραγματικότητα. Μόνο η πολιτική.

2. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η «Ευρώπη». Πρέπει να αλλάξουν και οι δύο όροι.

Ο ΣΥΡΙΖΑ των εθνικών εκλογών του 2003 αποτελούσε μια εκλογική σύμπραξη, γι αυτό και μόλις τέθηκε το ζήτημα της ευρωπαϊκής του ταυτότητας στις ευρωεκλογές του 2004 διαλύθηκε. Υπερίσχυσαν οι επιμέρους στάσεις απέναντι στην ευρωπαϊκή υπόθεση, μέσα σε έναν εκλογικό σχηματισμό που δεν επεδίωξε και δεν ήθελε να συζητήσει τις διαφορές του. Οι βασικές συνιστώσες του τότε ΣΥΡΙΖΑ επεχείρησαν την αυτόνομη κάθοδο στις ευρωεκλογές, έχοντας, θεωρητικά τουλάχιστον, την ευκαιρία να προβάλουν αυτούσια την φιλοευρωπαϊκή ή την ευρωσκεπτικιστική τους ταυτότητα. Τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά για όλες τις πλευρές. Η φιλοευρωπαϊκή προσέγγιση ηγεμονευόταν από το ΠΑΣΟΚ, ενώ ο ευρωσκεπτικισμός από το ΚΚΕ και το νεοεμφανιζόμενο ΛΑ.Ο.Σ .
Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2007 προχώρησε ένα βήμα παραπέρα και δεν αποτέλεσε απλά και μόνο μια εκλογική συνεργασία αλλά ένας χώρος διαλόγου και κινηματικής ενότητας που αμέσως πήρε τα χαρακτηριστικά της πολιτικής συνομοσπονδίας. Ο φόβος όμως της διάλυσης η της απονέκρωσης του δεν έχει εκλείψει. Τώρα μάλιστα με τα ρευστά εκλογικά του ποσοστά οι κίνδυνοι αυτοί μεγαλώνουν. Οι ευρωεκλογές πάλι θα αποτελέσουν μια εξαιρετικά δύσκολή περίοδο γιατί στο ζήτημα «Ευρώπη» δεν υπήρξε μια πολιτική – ιδεολογική λύση, μια σύνθεση των επιμέρους απόψεων στην κατεύθυνση της υπέρβασής τους.
Για να έχει μέλλον το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εκπληρωθούν δύο συνθήκες.

α. Ο ΣΎΡΙΖΑ να μπορέσει να παράξει τον δικό του πολιτικό λόγο και να βρει τα δικά του σημεία ιδεολογικής ενότητας. Κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα της άθροισης των επιμέρους απόψεων αλλά μια καινούργια σύνθεση. Μια νέα θέση για το τι είναι η Ευρώπη και πως παλεύουμε μέσα σε αυτή, είναι αναγκαστικά το σημείο από το οποίο πρέπει να ξεκινήσουμε. Αυτές οι ευρωεκλογές πρέπει να έχουν δύο στόχους: α) ένα καλό εκλογικό αποτέλεσμα και β) το ξεκίνημα μιας προσπάθειας για παραγωγή νέου πολιτικού λόγου.

β. Ο ΣΎΡΙΖΑ να μπορέσει να αποκτήσει τις δικές του πολιτικές διαδικασίες, οι οποίες θα προέλθουν από τις ίδιες τις οργανώσεις του, από τα μέλη του με διπλή ένταξη, από την πλήρη ισοτιμία των «ανένταχτων» και από την έναρξη διαδικασιών εκχώρησης πολιτικών αρμοδιοτήτων από τις συνιστώσες στο ΣΥΡΙΖΑ. Για τις αρμοδιότητες, το ποιες θα είναι αυτές και το πώς θα εκχωρηθούν θα πρέπει να αποτελέσει το κύριο αντικείμενο των επόμενων πανελλαδικών συνδιασκέψεων.

Οι ευρωεκλογές είναι σε απόσταση αναπνοής, πλέον, και θα πρέπει να επιταχύνουμε. Όμως, αν επιταχύνουμε χωρίς να καταλάβουμε τα επίδικα αντικείμενα που θέτει η κρίση τότε ίσως απλά φτάσουμε πιο γρήγορα στο Γκρεμό. Η εκλογική επιτροπή που θα πρέπει να συσταθεί το επόμενο διάστημα έχει δύσκολο έργο. Δεν αρκεί να βγάλει εις πέρας κάποια δουλειά. Πρέπει να προσεγγίσει τον κόσμο με μια τολμηρή διάθεση χωρίς «ενοχές», ούτε γιατί χάνουμε την ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, ούτε γιατί «ρίχνουμε νερό στον μύλο της καπιταλιστικής Ευρώπης». Τα πράγματα πρέπει να ειπωθούν όπως είναι και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ να συζητηθεί χωρίς τη βοήθεια των κλασσικών σχημάτων λόγου της Αριστεράς. Οι καταστάσεις είναι δύσκολες αλλά και ενδιαφέρουσες. Ας δώσουμε την μάχη με σεβασμό στην ιστορία των συνιστωσών αλλά όχι εμφορούμενοι από τον «πατριωτισμό» τους.



Καρατζάς Τηλέμαχος
Παπαθανασίου Χρήστος
Αλεξίου Δημήτρης
Παπαγεωργίου Φάνης
Δουρέκα Καίτη
Βαλιάνος Χρήστος
Αυλωνίτης Ανδρέας
Σταύρου Πέτρος
Δημόπουλος Δημήτρης
Γαβρίλη Δάφνη
Δημοπούλου Ελένη
Ορφανός Δημήτρης



Δεν υπάρχουν σχόλια: