Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Ζητώ συγγνώμη για την ολιγόλεπτη καθυστέρηση έναρξης της διαδικασίας. Αυτή, όμως, οφείλεται στο γεγονός ότι είχα μια σειρά από σημαντικές – θέλω να πιστεύω – συζητήσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή που με καθυστέρησε, διότι ήταν προγραμματισμένη νωρίτερα, αλλά έγινε λίγη ώρα αργότερα, ήταν η τελευταία με τον Πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ. Και θέλω να σας μεταφέρω ένα κλίμα γενικευμένης υποστήριξης της θέσης της χώρας μας και της ελληνικής κυβέρνησης, ότι μια αξιολόγηση που έπρεπε ήδη να είχε τελειώσει, πρέπει το αργότερο να τελειώσει μέσα σε λίγες ημέρες, μέχρι τα μέσα του μήνα, ώστε στις 22 του Απρίλη να υπάρξει το οριστικό κλείσιμο.
Γνωρίζετε όλοι ότι βρισκόμαστε στο τέλος μιας δύσκολης διαδικασίας. Βρισκόμαστε ένα βήμα πριν την ολοκλήρωση της σαφώς δυσκολότερης αξιολόγησης, αφού ήταν επιλογή μας να βάλουμε μπροστά τα όσα δύσκολα υπήρχαν για να ξεμπερδεύουμε από αυτά και ταυτόχρονα αυτό να συμπέσει χρονικά με την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη. Αλλά και με όσα η ίδια η συμφωνία προβλέπει, την έναρξη της συζήτησης για την ελάφρυνση του χρέους αμέσως μετά την αξιολόγηση.
Και οφείλω, επίσης, να ομολογήσω ότι για πρώτη φορά, μετά από έξι ολόκληρα χρόνια που η χώρα βρίσκεται σε πρόγραμμα και διαπραγματεύεται και που τώρα είναι φανερό ότι διαπραγματεύεται με εντελώς διαφορετική διάθεση τον τελευταίο ενάμιση χρόνο (μέχρι πρότινος οι διαπραγματεύσεις ήσαν η πλήρης αποδοχή).
'Όμως, είναι η πρώτη φορά που υπάρχει σχεδόν απόλυτη συμφωνία ως προς τις εκτιμήσεις για την δημοσιονομική προσπάθεια που υπολείπεται, προκειμένου να κλείσει αυτή η αξιολόγηση ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά και απόλυτη στήριξη στην άποψη, όπως την εξέλαβα από τις πρόσφατες τηλεφωνικές μου επικοινωνίες, ότι η αξιολόγηση αυτή πρέπει να κλείσει και θα κλείσει εντός ολίγων ημερών.
Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα γινόμαστε μάρτυρες, βιώνουμε, ζούμε μια έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς από τη μια και τους εκπροσώπους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) από την άλλη. Μια αντιπαράθεση και μια ενδεχόμενη σύγκρουση.
Μια σύγκρουση που όμως δεν πρέπει να επιτρέψουμε και δεν θα επιτρέψουμε να έχει ως θύμα την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό σε μια κρίσιμη στιγμή για την Ευρώπη, με την προσφυγική κρίση μια ανοικτή πληγή, με την κρίση ασφαλείας, τις τρομοκρατικές επιθέσεις επίσης μια ανοικτή πληγή, αλλά και με μεγάλα ανοικτά ζητήματα, όπως το δημοψήφισμα στη Μ. Βρετανία στις 23 του Ιούνη για την παραμονή ή την αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι σχεδόν όλοι γνωρίζαμε πως το ΔΝΤ παίζει αδικαιολόγητα τις καθυστερήσεις στη διαπραγμάτευση αυτή. Δεν γνωρίζαμε, όμως, μέχρι πού είναι διατεθειμένοι να οδηγήσουν την Ευρώπη κάποιοι, πράγματι, ανόητοι. Και χρησιμοποιώ αυτό τον όρο, γιατί αργά χθες το βράδυ η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ απάντησε στην επιστολή που της απέστειλα το Σάββατο, ζητώντας της να ξεκαθαρίσει αν η τακτική καθυστέρησης της διαπραγμάτευσης, ώστε να φτάσει η χώρα ακόμη και μπροστά στην πιθανότητα πιστωτικού γεγονότος, προκειμένου να πιεστεί, ταυτόχρονα να πιεστεί και η Ευρώπη, με στόχο να υποχωρήσουμε σε παράλογες και εξωπραγματικές απαιτήσεις, της ζήτησα, λοιπόν, να ξεκαθαρίσει αν αυτή είναι η επίσημη θέση του Ταμείου.
Στην απάντησή της η κυρία Λαγκάρντ χαρακτήρισε αυτή την τακτική με τον όρο που χρησιμοποίησα πιο πριν. Την χαρακτήρισε «ανοησία». Και θέλω να τονίσω ότι συμφωνώ απολύτως με την άποψη αυτή. Και χαίρομαι που αναγνωρίζεται αυτός τουλάχιστον ο κοινός τόπος μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της κυρίας Λαγκάρντ.
Την ίδια στιγμή, όμως, αναρωτιέμαι αν όλοι όσοι κάθονται στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης συμφωνούν με αυτή την εκτίμηση. Αν αυτοί που κάθονται στο τραπέζι από την πλευρά του Ταμείου συμφωνούν με αυτή την εκτίμηση. Και ελπίζω ότι τις επόμενες μέρες δεν θα επιβεβαιωθούν όλα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας. Δεν θα επαναληφθεί, δηλαδή, η απόπειρα από την πλευρά των εκπροσώπων του Ταμείου να κινηθεί η διαπραγμάτευση της Ελλάδας και των Θεσμών με ανόητο τρόπο.
Διότι θα μου επιτρέψετε σήμερα να θυμίσω ότι δεν είναι η πρώτη φορά. Από το 2010 και μετά έχουν γίνει αρκετές ανοησίες στα προγράμματα της Ελλάδας που είχαν πραγματικές και βαθύτατες κοινωνικές επιπτώσεις. Είχαν ως συνέπεια τη φτωχοποίηση του ελληνικού λαού. Μια πρωτοφανή, για χώρα στον πυρήνα της Ευρώπης, ανθρωπιστική κρίση. Είχαν ως αποτέλεσμα την εκτίναξη της ανεργίας από το περίπου 7% πριν την κρίση, στο 26%. Είχαν ως συνέπεια την απώλεια του ενός τετάρτου του εθνικού μας πλούτου και την καταστροφή του παραγωγικού ιστού της χώρας.
Να σας θυμίσω, συντρόφισσες και σύντροφοι, ότι ήταν μόλις το 2013 όταν το ΔΝΤ, δια χειρός του ίδιου του διευθυντή του ερευνητικού του τμήματος κυρίου Ολιβιέ Μπλανσάρ, ομολόγησε με τον πιο επίσημο τρόπο μια από αυτές τις ανοησίες. Στην έκθεσή του τότε εξηγούσε ότι ο πολλαπλασιαστής που το ΔΝΤ χρησιμοποίησε για να προβλέψει την ύφεση που θα προκαλούσαν τα μέτρα του μνημονίου ήταν λάθος. Και ήταν για αυτόν ακριβώς το λόγο που κάθε πρόβλεψη που έκανε το ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία υποτιμούσε συστηματικά την υφεσιακή δυναμική της λιτότητας που υποχρέωνε να εφαρμόσουμε.
Συγκεκριμένα το Ταμείο είχε τότε υπολογίσει την ύφεση για το 2010 στο -4%, ενώ αυτή τελικά άγγιξε το -5%. Το 2011 είχε πάλι προβλέψει ύφεση -2,6%, ενώ το τελικό αποτέλεσμα ήταν ύφεση της τάξης του -7,1%. Και τα λάθη, βεβαίως, και οι ανοησίες συνεχίστηκαν και για τα επόμενα χρόνια. Κάθε πρόβλεψη σχεδόν του Ταμείου αποδείχθηκε πλήρως εκτός πραγματικότητας. Για το 2012 υπολόγιζε ανάπτυξη 1,1% και για το 2013 ανάπτυξη 2,1%. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζετε όλοι. Και τα γνωρίζουν ακόμη περισσότερο οι έλληνες πολίτες που τα βίωσαν με τον πιο επώδυνο τρόπο. Το 2012 δεν είχαμε ανάπτυξη, είχαμε ύφεση -6,6% και το 2013 ύφεση -3,3%.
Ήταν τότε που η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ απολογήθηκε δημόσια για την έλλειψη τεχνοκρατικής επάρκειας του Ταμείου. Φαντάζομαι, βέβαια, ότι από τότε το πρόβλημα αυτό ξεπεράστηκε καθώς αποκτήθηκε επαρκής εμπειρία, μόνο που αυτή η εμπειρία αποκτήθηκε στου κασίδη το κεφάλι.
Εν πάση περιπτώσει, πάντως, όλα αυτά τα θυμίζω, όχι γιατί θέλω να αθωώσω και τους υπόλοιπους θεσμούς, όσο και τις τότε ελληνικές κυβερνήσεις. Δεν είναι άμοιροι ευθυνών. Μπορεί το Ταμείο να πρότεινε, αλλά όλοι τότε συμφωνούσαν. Και μάλιστα οι ελληνικές κυβερνήσεις συμφωνούσαν χωρίς αντιρρήσεις. Αυτό όμως που θέλω να τονίσω είναι ότι δεν πρέπει να σπεύδει κανείς να υποτιμά, ούτε βεβαίως και μπορεί να λησμονεί συγκεκριμένα περιστατικά και δεδομένα.
Θέλω, όμως, σήμερα με τη βεβαιότητα ότι πια αυτές οι ανοησίες θα τύχουν ευρύτερης απομόνωσης και παρόμοια λάθη δεν θα επαναληφθούν και ότι η αξιολόγηση θα κλείσει θετικά εντός των επομένων ημερών, θέλω, λοιπόν, με τη βεβαιότητα αυτή να σταθώ περισσότερο για λόγους διδακτικούς – θα έλεγα – σε ορισμένα συμπεράσματα από όσα βγαίνουν σε σχέση με όσα είδαν προχθές το φως της δημοσιότητας.
Διότι, πέρα από όλα τα άλλα, αυτό που έχει για μένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η σφοδρή πεποίθηση των αξιωματούχων του Ταμείου ότι η συμφωνία του Ιούλη ήταν ετεροβαρής υπέρ των ελληνικών συμφερόντων έναντι των επιδιώξεων του Ταμείου. Και αυτό δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο. Και πράγματι, νομίζω ότι ίσως αυτό είναι το μόνο σημείο που δεν είδαμε τη Νέα Δημοκρατία να σπεύδει να υποστηρίξει την άποψη του Ταμείου. Σε όλα τα άλλα συμφωνούν απόλυτα. Αυτό δεν έσπευσαν να αναδείξουν. Προφανώς γιατί αυτό δεν τους συμφέρει, τους χαλάει το μύθο ότι φέραμε το χειρότερο μνημόνιο και ότι με τη διαπραγμάτευση που κάναμε στην πρώτη περίοδο διαλύσαμε την ελληνική οικονομία και ότι όπου σταθεί και όπου βρεθεί κανείς αυτή την αφήγηση ακούει από τους εκπροσώπους της Νέας Δημοκρατίας.
Και βλέπουμε, λοιπόν, τώρα ότι οι αξιωματούχοι του Ταμείου προσπαθούν να επαναφέρουν στο τραπέζι τις αξιώσεις που είχαν πριν, οι οποίες δεν επαληθεύτηκαν με τη συμφωνία. Και βεβαίως, τόσο το Ταμείο, όσο και η Νέα Δημοκρατία παρά τα όσα λέγει, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η συμφωνία που υπογράφηκε τον Ιούλιο και μάλιστα παρά το γεγονός ότι βρεθήκαμε σε δεινή θέση, είναι πολύ ευνοϊκότερη από οτιδήποτε είχε δεσμευτεί μέχρι τότε η χώρα με τις υπογραφές και τις δεσμεύσεις του κ. Σαμαρά και του κ. Βενιζέλου.
Είναι ευνοϊκότερη και δίνει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις προοπτική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, χωρίς να περιλαμβάνει τις ακραίες δεσμεύσεις (που από τότε και εδώ πρέπει να αναγνωρίσουμε διαχρονικά μια σταθερή θέση, από τότε απαιτούσε το ΔΝΤ ήδη από την περίοδο της λεγόμενης τότε πέμπτης αξιολόγησης του δεύτερου προγράμματος) διότι η συμφωνία που φέραμε - και θα το επαναλάβω για άλλη μια φορά - αναθεωρεί προς τα κάτω τους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα που είχε αποδεχθεί η κυβέρνηση των κυρίων Σαμαρά και Βενιζέλου, για να κάνει το χατίρι τότε του ΔΝΤ, ώστε να βγαίνει στα χαρτιά βεβαίως η περίφημη μελέτη βιωσιμότητας του χρέους. Και αυτή η αναθεώρηση οδηγεί σε εξοικονόμηση τουλάχιστον 20 δις ευρώ για την ελληνική οικονομία μεταξύ 2015 και 2018.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ΔΝΤ απαιτούσε τότε μέτρα που είχε ήδη δεχθεί η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου και δεν προχώρησαν, επειδή υπήρξε στον τόπο πολιτική αλλαγή και διαπραγμάτευση που έφερε τη συμφωνία του Ιούλη. Μέτρα που τώρα οι αξιωματούχοι του Ταμείου προσπαθούν να επαναφέρουν στο τραπέζι, παρά το γεγονός ότι είναι έξω από το πλαίσιο της συμφωνίας. Να σας θυμίσω ορισμένα:
Την εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος για τις επικουρικές συντάξεις.
Την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και την πρόβλεψη για Lock out.
Την πλήρη απελευθέρωση των πλειστηριασμών της πρώτης κατοικίας, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της κατοικίας των πολύ χαμηλών στρωμάτων και εισοδημάτων.
Νέες μειώσεις μισθών στο δημόσιο τομέα.
Και τέλος, επέκταση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων με πώληση των μετοχών του ΟΤΕ και του ΑΔΜΗΕ και του συνόλου των υποδομών της χώρας.
Τα ανωτέρω η κυβέρνηση των κυρίων Σαμαρά και Βενιζέλου τα είχε συμφωνήσει, τα είχε αποδεχθεί. Από εκείνο το σημείο, λοιπόν, ξεκινούσε η δική μας προσπάθεια, η δική μας διαπραγμάτευση. Και παρά τον συντριπτικό συσχετισμό της περυσινής χρονιάς (που όλοι γνωρίζουμε τους λόγους για τους οποίους εκείνη την περίοδο δεν υπήρξαν πολλοί να σπεύσουν να συμπαρασταθούν στην προσπάθειά μας στην Ευρώπη, μια πλήρως αντεστραμμένη εικόνα σήμερα) παρά, λοιπόν, τον συντριπτικό συσχετισμό, κερδίσαμε πολλά από αυτά. Και είναι ακριβώς αυτή η εξέλιξη που οδηγεί σήμερα το ΔΝΤ να αμφισβητεί τον ίδιο τον πυρήνα της συμφωνίας, μιας συμφωνίας, την οποία θεωρεί ετεροβαρή υπέρ της Ελλάδας και για αυτό μάχεται να την αλλάξει.
Θέλω, όμως, εδώ να σταθώ και σε ένα δεύτερο σημείο. Διότι τώρα πλέον αποδεικνύεται και μάλιστα με τον πλέον χειροπιαστό και αδιαμφισβήτητο τρόπο, ότι η τακτική των καθυστερήσεων, προκειμένου να φτάσουν τα πράγματα στην ασφυξία και να υπάρχει απειλή του πιστωτικού γεγονότος και βεβαίως η απειλή και η εφαρμογή των capital controls όπως έγινε το περυσινό καλοκαίρι, δεν ήταν ούτε ευθύνη ούτε πόσο μάλλον σχέδιο της ελληνικής πλευράς, όπως διαρκώς μας κατηγορεί ο κ. Μητσοτάκης. Το αντίθετο αποδεικνύεται: ότι ήταν μια καλά σχεδιασμένη πρακτική εξάντλησης της ελληνικής οικονομίας και της διαπραγματευτικής ισχύος της ελληνικής κυβέρνησης. Μια τακτική, που όταν πέρυσι την καταγγείλαμε, παίρναμε ως απάντηση αντίστοιχου ύφους αποστροφές από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, ότι θα καταστρέψουμε τη χώρα, ότι έχουμε εμείς σχέδιο να φέρουμε τα capital controls και μάλιστα τώρα έχουν το θράσος να προτείνουν και σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής.
Αν λοιπόν η Νέα Δημοκρατία θέλει να κάνει Εξεταστική Επιτροπή για τα capital controls, την καλώ να καταθέσει την πρότασή της, όχι στο ελληνικό, αλλά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή όπου αλλού θέλει. Ενόχους στην Ελλάδα για την κατάσταση αυτή δεν πρόκειται να βρει όσο κι αν ψάξει.
Και σήμερα, όμως, υπάρχουν δυστυχώς κάποιοι, φαίνεται αμετανόητοι, που ονειρεύονται την επανάληψη του ίδιου έργου. Αυτή τη φορά όμως θα διαψευστούν οικτρά. Το χειρότερο, όμως, από όλα δεν είναι ότι κάποιοι ενδεχομένως να ονειρεύονται την επανάληψη, προκειμένου να πετύχουν όσα δεν κατάφεραν να πετύχουν πέρυσι, όσα αισθάνονταν ότι έχασαν πέρυσι όταν για πρώτη φορά ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε και μάλιστα με τόση αποφασιστικότητα, το χειρότερο από όλα αυτά είναι ότι σε αυτή τη γραμμή το Ταμείο βρίσκει μοναδικό, επίμονο σύμμαχο τη Νέα Δημοκρατία, η οποία σε κάθε στροφή επιλέγει να ταυτιστεί με τις πιο ακραίες απαιτήσεις του Ταμείου. Διότι περιμένει, αν δεν επιδιώκει, όπως περίμενε και πέρυσι επί επτά μήνες και καρτερούσε, να μην υπάρξει κατάληξη, να μην υπάρξει συμφωνία και κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος. Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια, αυτός είναι ο πόθος τους. Και ο διακαής πόθος πολλών, που αισθάνονται τα συμφέροντά τους να απειλούνται από το γεγονός ότι υπάρχει για πρώτη φορά στον τόπο μια κυβέρνηση με αποφασιστικότητα να αφήσει τη Δικαιοσύνη και τους νόμους να λειτουργήσουν. Και οι παρανομίες τους και η διαπλοκή τους θα ελεγχθούν. Συσπειρώνονται, λοιπόν, όλοι αυτοί μαζί και παρακαλούν μήπως και οι ανόητες προθέσεις ορισμένων γίνουν πράξεις. Δεν θα γίνουν όμως. Μέσα στη μεγάλη τους ανάγκη να παλινορθώσουν το καθεστώς τους, δυστυχώς φαίνεται να αδιαφορούν πλήρως για τις συνέπειες για τη χώρα μιας πιθανής κωλυσιεργίας ή αποτυχίας να ολοκληρωθεί με επιτυχία η πρώτη αξιολόγηση.
Αλλά είναι και κάτι άλλο που τους οδηγεί να παίρνουν τη στάση αυτή και πρέπει να το παραδεχθούμε. Και αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι στο βάθος (όχι στο πολύ βάθος, εδώ που τα λέμε) συμφωνούν πλήρως με μια σειρά από αυτές τις ακραίες απαιτήσεις του Ταμείου. Συμφωνούν με τη λογική του Ταμείου σε πολλά ζητήματα. Συμφωνούν με αυτή την ιδεολογία της λιτότητας για τους πολλούς, αλλά και με τη σκληρή νεοφιλελεύθερη ατζέντα των απολύσεων, της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, της ασυδοσίας της εργοδοσίας, της ιδιωτικής ασφάλισης και της γενικευμένης απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Αυτή είναι η ιδεολογία τους.
Και εδώ έχουμε να κάνουμε και με μια αντιπαράθεση που δεν είναι μόνο πολιτική. Είναι μια ιδεολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες σήμερα στον πολιτικό βίο του τόπου παρατάξεις: Την Αριστερά και τη Νεοφιλελεύθερη Δεξιά του κυρίου Μητσοτάκη. Και έχουν το θράσος οι κύριοι της Νέας Δημοκρατίας να απορούν για ποιόν λόγο δεν ταυτιζόμαστε με τις δημοσιοποιημένες, πλέον, θέσεις ορισμένων αξιωματούχων του Ταμείου, διότι – λέγουν – αυτές οι θέσεις είναι υπέρ της Ελλάδας.
Και αναρωτιέμαι εγώ τώρα πόσο μπορεί να είναι υπέρ της Ελλάδας αυτές οι θέσεις. Γίνεται αναφορά στη θέση ότι βεβαίως πρέπει να γίνει κούρεμα του ελληνικού χρέους. Μα, ποιος το αρνείται αυτό; Ο τελευταίος που θυμάμαι να το ηρνείτο και δημόσια ήταν ο κ. Σαμαράς, ο οποίος, όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν έλεγε ότι δεν υπάρχει ζήτημα χρέους, διότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και απλά αυτό που έκανε ήταν να παρακαλάει να του δοθεί ένα πιστοποιητικό βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Τα θυμόμαστε αυτά. Το ζήτημα είναι ότι (αυτοί που τάχα μας υποστηρίζουν και άρα αναρωτιούνται κάποιοι στη Νέα Δημοκρατία γιατί δεν ταυτιζόμαστε με τις απόψεις τους) το ζήτημα, λοιπόν, είναι ότι δεν ζητούν κούρεμα χρέους, αλλά ζητούν μέτρα πολύ σκληρότερα και πολύ περισσότερα από όσα το καλοκαίρι συμφωνήσαμε. Και μάλιστα τα μέτρα αυτά τα ζητούν με το πρόσχημα του χρέους ή με το πρόσχημα ότι έτσι και αλλιώς αυτά που συμφωνήσαμε και το κούρεμα του χρέους θα το αρνηθούν οι Ευρωπαίοι. Με δύο λόγια για να το εξηγήσω: Αρνούνται την εφαρμογή της συμφωνίας που οι ίδιοι υπέγραψαν τον Ιούλιο. Και τι μας λένε; «Δεχθείτε και άλλα μέτρα και τότε εμείς θα σας χτυπήσουμε την πλάτη και θα σας υποστηρίξουμε να πετύχετε αυτό που ήδη έχετε καταφέρει, αυτό που ήδη έχετε πετύχει με τη συμφωνία του Ιούλη». Δηλαδή, να ανοίξει η συζήτηση για το χρέος. Γιατί αυτό πρέπει να το τονίσουμε. Η συμφωνία του Ιούλη είναι αυτή που προβλέπει, όχι ταυτόχρονα, αλλά αμέσως μετά την πρώτη αξιολόγηση να ξεκινήσει η συζήτηση και να παρθούν αποφάσεις για την ελάφρυνση του χρέους.
Όποιοι, λοιπόν, βάζουν ως προαπαιτούμενο, για να κλείσει αυτή η πρώτη αξιολόγηση και να πάμε στη συζήτηση για το χρέος, νέα μέτρα που δεν μπορεί να σηκώσει η ελληνική οικονομία γιατί θα ξαναγυρίσει στην ύφεση, είναι, για να το πω πιο απλά και λαϊκά, σαν να σου λένε «πήδα από τον πέμπτο όροφο, αλλά μην ανησυχείς εγώ είμαι εδώ για να σε φροντίσω, θα σου δώσω αυτό που ζητάς». Διότι, πραγματικά, αυτό που ζητούν ως αντάλλαγμα για μια γενική υπόσχεση – υποστήριξη στο θέμα του χρέους, είναι κάτι παρόμοιο με το να πηδήξει κανείς από τον πέμπτο όροφο. Μια γενικευμένη επίθεση σε δικαιώματα και κατακτήσεις, που στην πραγματικότητα τινάζουν στον αέρα τη συμφωνία του Ιουλίου. Η οποία συμφωνία –το επαναλαμβάνω αυτό, για να το εμπεδώσουμε όλοι– περιλαμβάνει συγκεκριμένη δέσμευση για αναδιάρθρωση του χρέους, χωρίς όμως να απαιτεί ακρότητες, που κάποιοι θέλουν να επιβάλουν ως προαπαιτούμενο μάλιστα για τη συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα.
Εμείς, λοιπόν, και θέλω από αυτό το βήμα για άλλη μια φορά να το ξεκαθαρίσουμε: Εμείς λοιπόν υπογράψαμε μια συμφωνία, την οποία και θα τηρήσουμε κατά γράμμα. Αλλά ως εδώ. Δεν πρόκειται να ζητήσουμε περισσότερα, αλλά ούτε και να δώσουμε έστω και ένα χιλιοστό παραπάνω από όσα αυτή η συμφωνία περιλαμβάνει.
Το ίδιο περιμένουμε και από όλους τους υπόλοιπους. Να σεβαστούν όσα υπέγραψαν.
Εξάλλου μην κοροϊδευόμαστε. Ξέρουμε και εμείς να μετράμε.
Κάποιοι μας λένε: Γιατί δεν δέχεστε τη μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος και το 2018, που προτείνει σήμερα το Ταμείο; Μια εύκολη απάντηση θα ήταν ότι ήμουν σε εκείνο το τραπέζι, αλλά δεν θυμάμαι να το πρότειναν τότε. Όμως εγώ θα μπω στη δύσκολη απάντηση: Το Ταμείο θέλει μεν μείωση των στόχων, αλλά τα μέτρα που ζητάει για να πιαστούν οι νέοι στόχοι είναι χειρότερα. Ούτε καν τα ίδια. Διότι επιμένει στον απόλυτο παραλογισμό: δεν δέχεται τα επίσημα στοιχεία για την πορεία της οικονομίας, που όλοι οι υπόλοιποι έχουν δεχτεί. Ότι δηλαδή η ελληνική οικονομία όχι μόνο έπιασε τον δημοσιονομικό στόχο του προγράμματος για το 2015, αλλά πέτυχε και ένα μικρό –αλλά αξιόλογο, αξιέπαινο για τις συνθήκες στις οποίες βρεθήκαμε- πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 0,2%. Αυτή είναι η βάση εκκίνησης τόσο για την ΕΚΤ, την Κομισιόν και τον ESM όσο και για την ελληνική κυβέρνηση.
Και αυτά είναι και τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στα οποία όλοι συμφωνούν.
Ο μόνος που τα αμφισβητεί και διαφωνεί είναι το Ταμείο, το οποίο επιμένει να αμφισβητεί την πραγματικότητα και να προσπαθεί να επιβάλλει ως βάση εκκίνησης έναν αριθμό που προκύπτει αυθαίρετα, από το μυαλό τους. Δεν αποδέχεται ότι έχουμε πλεόνασμα 0,2% και λέει να ξεκινήσουμε τη συζήτηση της διαπραγμάτευσης με τη θεώρηση ότι έχουμε έλλειμμα 0,6%.
Ξέρετε, αυτό λίγο μου θυμίζει ότι όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί τους, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.
Και από πού βγαίνει τώρα αυτή η στάση; Εδώ επιτρέψτε μου μια εκτίμηση. Ίσως αυτή η στάση να βγαίνει από την ανάγκη να αποδείξουν ότι δεν μπορεί δυο προγράμματα που οι ίδιοι εμπνεύστηκαν, σχεδίασαν και συμμετείχαν στην υλοποίησή τους να έχουν αποτύχει παταγωδώς, ενώ το τρίτο πρόγραμμα το οποίο δεν αποτελεί δική τους έμπνευση, αλλά αποτέλεσμα μιας σκληρής μάχης και στο οποίο δεν συμμετέχουν – το μόνο από τα τρία που δεν συμμετέχουν προσώρας- να δείχνει ότι πετυχαίνει. Δεν μπορούν να το αντέξουν αυτό, όλοι; Δεν ξέρω αν όλοι, σίγουρα πάντως αυτοί που εμπλέκονται στη διαδικασία της παρακολούθησης του σχεδιασμού και της υλοποίησης.
Όμως, συντρόφισσες και σύντροφοι, είναι οξύμωρο να πρέπει να διαλυθεί μια χώρα και ολόκληρη η Ευρώπη, επειδή κάποιοι δεν θέλουν να παραδεχτούν την αποτυχία τους. Αυτό, όμως, ξέρετε, έχει κοντά ποδάρια. Και κανείς πια στην Ευρώπη δεν μπορεί να το ανεχτεί. Το ίδιο, φυσικά, και τη χώρα μας. Διότι αυτή δεν είναι μονάχα η άποψη της κυβέρνησης και των κομμάτων που στηρίζουν την πλειοψηφία. Από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, χθες- προχθές, σε τηλεφωνική συνομιλία που είχα, άκουσα ευθέως την αναφορά στην ανάγκη αντικατάστασης πλέον του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, από έναν ευρωπαϊκό θεσμό εν ανάγκη από τον ΕSM. Αλλά και κόμματα της αντιπολίτευσης –εδώ επιτρέψτε μου να αναφερθώ ιδιαίτερα στην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, που συνήθως ασκεί, κατά την άποψή μου, αδικαιολόγητη και υπερβολική κριτική στην κυβέρνηση, επεσήμανε τις ακραίες συνέπειες των επιλογών του ΔΝΤ διαχρονικά και ζήτησε χθες να πάρουν θέση.
Ποιος είναι ο μόνος, ο μόνος που εμμονικά, για άλλη μια φορά, σπεύδει να συμπαρασταθεί και να συνδράμει στις ακραίες απόψεις του Ταμείου; Μα η ΝΔ, με πρώτο και καλύτερο τον αντιπρόεδρό της ,κύριο Γεωργιάδη, που φυσικά όταν βγαίνει να πει κάτι σπεύδει και ο κύριος Μητσοτάκης και τον ακολουθεί.
Δεν θέλω να επαναλάβω τους λόγους για τους οποίους γίνεται αυτό. Θέλω όμως να αναφερθώ στο γεγονός ότι η μεγάλη επιθυμία να ξαναγυρίσουν στα πράγματα και να επανεγκαθιδρύσουν το παλιό τους καθεστώς , γίνεται τελικά μια στάση εχθρική απέναντι στο ίδιο το συμφέρον της χώρας.
Και θέλω να αναφερθώ στο γεγονός ότι ακριβώς γι αυτό τον λόγο, για τη βαθιά επιθυμία να ξαναγυρίσουν, έχουν υιοθετήσει μια καταστροφολογία όταν αναφέρονται στην οικονομία και στις εξελίξεις από το 2015 και μετά. Καταστροφολογούν και κινδυνολογούν άνευ ορίων.
Όμως δυστυχώς για την επικοινωνιακή ομάδα των καταστροφολόγων της Συγγρού έχουν ως αντίπαλο τους αριθμούς. Και εγώ δεν θέλω να μιλήσω με εικασίες, αλλά με αριθμούς. Δεν υπάρχει αμφιβολία, το είπα και στη συζήτηση που διεξήχθη στην προ ημερησίας συζήτηση για τη Δικαιοσύνη, όταν αναφέρθηκα στην οικονομία: Ότι η κατάσταση, δεν είναι μια κατάσταση παραδεισένια. Δεν είναι εύκολο, αντιμετωπίζουμε δυσκολίες. Ωστόσο, οι αριθμοί και οι προοπτικές της οικονομίας δεν είναι καθόλου αυτές που περιγράφονται από τα επιτελεία της ΝΔ και τους συμβούλους του κυρίου Μητσοάακη.
Συγκεκριμένα λοιπόν:
Η ύφεση το 2015 αποδείχτηκε οριακή και κατά πολύ μικρότερη όλων των προβλέψεων. Το πραγματικό ΑΕΠ, ενώ οι προβλέψεις ήταν ότι θα μειωθεί ως και 5 μονάδες, μειώθηκε ελάχιστα, μόλις κατά 0,3%. Και βέβαια διαψεύστηκαν οι Κασσάνδρες και οι καταστροφολόγοι.
Το 2015 ήταν χρονιά ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό, παρά την κρίση, με 25 εκατομμύρια επισκέπτες και φέτος αναμένεται αυτό το ρεκόρ να σπάσει εκ νέου.
Φτάσαμε στην 1η θέση, μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ, σε ό,τι αφορά την απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία.
Στο τέλος του 2015, δηλαδή στην καταληκτική ημερομηνία για τα διαρθρωτικά κονδύλια της περιόδου 2007-2013, η Ελλάδα πέτυχε ρεκόρ απορρόφησης με ποσοστό 97%,, το υψηλότερο ανάμεσα στις 28 χώρες της ΕΕ, και αυτό δεν έγινε τυχαία. Έγινε με σχέδιο και πολλή δουλειά λόγω του ανασχεδιασμού των προγραμμάτων από τη δική μας κυβέρνηση. Η άμεση εισροή των παραπάνω πόρων ήταν αυτή που συνέβαλλε και θα συμβάλλει στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας εντός του 2016 και στην περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας.
Η ελληνική κυβέρνηση πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα 0,2%, ενώ ο στόχος του προγράμματος προέβλεπε έλλειμμα 0,25%. και θέλω αυτό να το συγκρίνετε με τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ όπου ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2014 ήταν 1,5% του ΑΕΠ και αυτό που εμείς παραλάβαμε ήταν 0,3%. Η διαφορά είναι κοντά στα 2,2 δισ. ευρώ κάτω από τους στόχους. Τότε όμως πανηγύριζαν και έλεγαν success story, τώρα μιλάνε για καταστροφή. Τότε, συνολικά, μέσα στην πρώτη πενταετία, είχαμε μια μείωση του ΑΕΠ κατά 25 μονάδες και μέτρα 63 δις ευρώ. Και μιλούσαν για success story. Σήμερα μιλούν για καταστροφή.
Δεν θέλω να πανηγυρίσω για την ανεργία, διότι είναι απαράδεκτα υψηλή για μια χώρα της ΕΕ. Δεν μπορώ όμως να μην επισημάνω: Κατά το διάστημα που βρισκόμαστε εμείς στη διακυβέρνηση του τόπου, σε συνθήκες σκληρής διαπραγμάτευσης, σε συνθήκες δύσκολες, η ανεργία μειώθηκε κατά 2,1% . Δεν πρέπει κανείς να πανηγυρίζει, διότι είναι στο 24% -επαναλαμβάνω απαράδεκτο ποσοστό – αλλά κάποιοι που την είχαν φθάσει στο 26% δεν μπορούν να μιλάνε τώρα για καταστροφή.
Αυξήσαμε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων κατά 5,5% στα 6,75 δις ευρώ και διευκολύναμε τις συνέργειες δημόσιου-ιδιωτικού τομέα με νέα χρηματοδοτικά σχήματα που επεκτείνουν τη ρευστότητα της οικονομίας κατά 1,25 δις ευρώ.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται στην κορυφή των ευρωπαϊκών τραπεζών, όσον αφορά στην κεφαλαιακή επάρκεια, εξαιτίας του γεγονότος ότι καταφέραμε να κλείσουμε με επιτυχία την ανακεφαλαιοποίηση που κάποιοι προέβλεπαν ότι θα κοστίσει 25 δις και κόστισε 5,7 δις ευρώ.
Τέλος, σε ότι αφορά τις νέες φορολογικές ρυθμίσεις ευνοούν τα 9/10 των ελεύθερων επαγγελματιών, οι ασφαλιστικές και φορολογικές αλλαγές προστατεύουν τα 9/10 των αγροτών και ικανοποιείται το διαχρονικό αίτημα των ΜμΕ για σύνδεση εισφορών και εισοδήματος.
Αυτή είναι λοιπόν η οικονομική πραγματικότητα. Και όχι ο μύθος τον οποίο έχουν εμπεδώσει ΜΜΕ και κυρίως η ΝΔ, φυσικά βασιζόμενοι στη δικαιολογημένη κούραση της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας από τη διαρκή παραμονή της χώρας σε προγράμματα επιτροπείας.
Και εδώ πρέπει να συμφωνήσουμε; Ότι αν ένας είναι ο στόχος, είναι να τελειώνουμε πια με αυτή την κατάσταση. Να κλείσουμε την αξιολόγηση μέσα στα όρια που συμφωνήσαμε τον περασμένο Ιούλη, η χώρα να βγει μπροστά, να γυρίσει στην ανάκαμψη, να γυρίσουν οι επενδυτές στη χώρα, που έχουν απομακρυνθεί εδώ και έξι χρόνια, να υπάρξει μια προοπτική ότι μοιράζουμε δίκαια τα βάρη αλλά και τις δυνατότητες της ανάκαμψης. Να επιστρέψουμε σε μια ανάπτυξη όπου θα υπάρξει κοινωνικό μέρισμα με κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτός είναι ο στόχος, ώστε σύντομα να μπορέσουμε να έχουμε τη δυνατότητα να πανηγυρίζουμε πραγματικά γιατί τελειώνει η περιπέτεια των μνημονίων και της επιτροπείας για τη χώρα.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Είμαι βέβαιος ότι οι εξελίξεις θα είναι θετικές. Όμως, θα ήθελα το επόμενο διάστημα, να επαναλάβω το πόσο κρίσιμη και σημαντική είναι η προσπάθεια να κρατάμε ανοιχτή τη χαραμάδα της αλήθειας απέναντι στον ελληνικό λαό. Μια αλήθεια που διαστρέφεται και διαστρεβλώνεται από τη μεγάλη πλειοψηφία θα έλεγα, όχι από όλα, των ΜΜΕ. Ακριβώς διότι μια από τις βασικές δεσμεύσεις μας ήταν και παραμένει να προχωρήσουμε στο διαγωνισμό για τα ΜΜΕ και στον έλεγχο των δανείων των ιδιοκτητών των ΜΜΕ.
Ξέρω λοιπόν ότι θα υπάρξουν στο επόμενο διάστημα Κασσάνδρες και κήρυκες της καταστροφής, θα υπάρξουν πολλοί που θα προσπαθήσουν να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα –θα διαψευστούν. Χρειάζεται, όμως, πίστη, αποφασιστικότητα, επιμονή και συνοχή. Και κυρίως να παραδεχόμαστε στον ελληνικό λαό τις αδυναμίες μας και τα λάθη μας, αλλά να του δείχνουμε κάθε φορά τον πραγματικό στόχο και ποιο είναι το πραγματικό μέτρο σύγκρισης.
Θα προχωρήσουμε στην αξιολόγηση και ταυτόχρονα θα προχωρήσουμε και στον διαγωνισμό, θα προχωρήσουμε με αποφασιστικότητα στις δεσμεύσεις μας και πιστεύουμε ότι η χώρα θα βρεθεί πολύ σύντομα σε μια διαφορετική θέση. Θα ξεπεράσει τον κάβο.
Ταυτόχρονα βιώνουμε και τη μεγάλη προσφυγική κρίση που πιστεύω ότι την αντιμετωπίζουμε με ανθρωπιά, με αξιοπρέπεια και προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε ένα τεράστιο πρόβλημα – που πέφτει στις πλάτες μας και αυτό ταυτόχρονα- με όρους αξιοπρέπειας αλλά και με όρους υπεράσπισης του ανθρώπινου προσώπου της Ευρώπης.
Και θέλω σε αυτό το σημείο να επισημάνω, όσο δύσκολο και σκληρό κι αν είναι: Θα παραμείνουμε στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας. Δεν θα φύγουμε ούτε βήμα από αυτό. Όσο δύσκολο και σκληρό κι αν είναι.
Βρισκόμαστε μπροστά στην υλοποίηση μιας δύσκολης συμφωνίας, φανταστείτε όμως τι θα είχε συμβεί στη χώρα, αν δεν είχαμε τη δυνατότητα να έχουμε έστω αυτή τη δύσκολη συμφωνία μπροστά μας. Με δεδομένο το γεγονός ότι είναι αυτοί οι συσχετισμοί δύναμης στην Ευρώπη. Με δεδομένο το γεγονός ότι η μεγάλη απειλή είναι σήμερα η παλινόρθωση κάποιων ακραίων, ακροδεξιών, μισάνθρωπων αντιλήψεων στο κέντρο της Ευρώπης που κλείνουν σύνορα. Αν δεν είχαμε λοιπόν αυτή τη συμφωνία, που έχει έστω δημιουργήσει μια ουσιαστική μείωση των ροών, από μέσο όρο 3.000 ημερησίως, έχουμε φτάσει σε κάτω από 500, 300-400 ημερησίως. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι εάν δεν υπήρχε, πόσο πιο δύσκολα θα ήταν τα πράγματα, κυρίως γι αυτούς τους ανθρώπους που πρέπει να προστατεύσουμε.
Εκτός όμως, επιτρέψτε μου μια αναφορά, από τις διαρροές του Σαββάτου, σε σχέση με τις προθέσεις κάποιων στη διαπραγμάτευση, είχαμε και σήμερα μια ενδιαφέρουσα διαρροή ή μάλλον εκατοντάδες διαρροές που πήραν το χαρακτηριστικό όνομα Panama leaks. Δεν είδα βέβαια κανέναν από τη ΝΔ ή από αλλού να χαρακτηρίζει αυτά τα στοιχεία ανοησίες ή να ψάχνει να βρει όχι την ουσία, τι ακριβώς λένε, Αλλά από πού διέρρευσαν. Αντιθέτως πολλά κράτη, της Γαλλίας συμπεριλαμβανομένης, δήλωσαν ότι θα διερευνήσουν τα στοιχεία και θα τα αξιοποιήσουν ώστε να αναζητηθούν οι τυχόν φοροφυγάδες, το ξέπλυμα χρήματος αλλά και άλλες παράνομες δραστηριότητες.
Η ΝΔ μας εκπλήσσει, αλλά δεν έχει βγει ακόμα με δήλωση ανησυχίας για την ασφάλεια. Θα είχε βέβαια κάθε λόγο να το κάνει, αφού για άλλη μια φορά ακόμα και σε αυτές τις λίστες εμπλέκεται το όνομα του κου Παπασταύρου. Αλλά δεν βγήκε, προς το παρόν τουλάχιστον, να θέσει θέμα ασφάλειας. Και αναρωτιέται κανείς: απουσιάζει από καμιά λίστα φοροφυγάδων ο κος Παπασταύρου ή είναι σε όλες μέσα;
Δεν ξέρω, αλλά έχω την αίσθηση ότι όπου υπάρχει λίστα, υπάρχει και αυτό το όνομα. Και μένει τώρα ο κος Μητσοτάκης- γιατί αυτό δεν είναι αστείο - να μας πει αν θα συνεχίσει και τώρα να τον να τον καλύψει για μια ακόμη φορά. Οψόμεθα.
Σύντροφοι και Συντρόφισσες,
θα ήθελα να κλείσω λέγοντας ότι ο Απρίλης θα είναι ένας μήνας εξελίξεων, είναι η τελευταία δύσκολη στροφή, την οποία όμως θα πάρουμε με επιτυχία και θα βγούμε στην τελική ευθεία.
Η αξιολόγηση θα κλείσει μέχρι τις 22 Απρίλη κ και οι σχεδιασμοί όσων θέλουν να στήσουν μια ιστορική φάρσα θα πέσουν στο κενό. Να είστε βέβαιοι γι αυτό. Και να ξέρετε ότι αυτοί που περισσότερο από όλους θα βγουν εκτεθειμένοι, δεν είναι κάποιοι τεχνοκράτες. Θα μας μείνει απλά μια πικρή ανάμνηση για τα χρόνια που κάποιοι τους αντιμετώπιζαν, εδώ στην Ελλάδα, σαν να είναι θεοί και πρωθυπουργοί. Αυτοί που θα βγουν πιο πολύ εκτεθειμένοι, δεν θα είναι αυτοί που εύκολα θα ξεχαστούν, αλλά αυτοί που δεν ξεχνιούνται εύκολα. Αυτοί που δεν διστάζουν να βάλουν για μια κόμη φορά το δικό τους μικροκομματικό συμφέρον πάνω από το συμφέρον της πατρίδας.
Αυτοί θα βγουν πιο πολύ εκτεθειμένοι. Αλλά να ξέρετε ότι τον κάβο αυτό θα τον ξεπεράσουμε με τόλμη, αποφασιστικότητα, με πίστη στις δυνάμεις, με εμπιστοσύνη στον ελληνικό λαό. Και αυτοί θα είναι εκτεθειμένοι βαριά απέναντι στον ελληνικό λαό για μια ακόμη φορά και απέναντι στην Ιστορία.
Εμείς θα δικαιωθούμε για τον αγώνα μας και την προσπάθειά μας.