Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Π. Σκουρλέτης: Σκέψεις και επισημάνσεις μπροστά στο 3ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ


Οι τελευταίες εκλογές συνέπεσαν ουσιαστικά με το τέλος  μιας επώδυνης περιόδου για το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας μας. Το τέλος μιας βαθιάς πολύπλευρης κρίσης που αν και  ήταν οικονομική στον πυρήνα της δεν άφησε τίποτα ανέγγιχτο, τα έπιασε όλα. Οι οικονομικές επιπτώσεις είναι γνωστές και πολλές από αυτές θα μας συνοδεύουν για αρκετά χρόνια ακόμα, ωστόσο το κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμα φαίνεται ότι είναι βαθύτερο, μιας και τροφοδότησε μια σειρά από αλλαγές που ακόμα δεν έχουν ολοκληρωθεί.

Σήμερα, μετά από δέκα χρόνια ακραίας λιτότητας, η διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας δείχνει πιο ταξική, η εμπέδωση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων δημιουργεί μια νέα συνείδηση στα ίδια τα στρώματα που τις βίωσαν. Στο πολιτικό πεδίο κατέρρευσαν βεβαιότητες δεκαετιών, σπάσανε στερεότυπα και αμφισβητήθηκαν εκπροσωπήσεις. Όλες αυτές οι βαθιές κοινωνικοπολιτικές διεργασίες οδήγησαν στην κατάρρευση του συναινετικού   δικομματισμού και αποτυπώθηκαν σε γενικές γραμμές στα χαρακτηριστικά του μεταμνημονιακού διπολισμού, όπως διαμορφώθηκε μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ίσως είναι το μοναδικό παράδειγμα που παρά την εφαρμογή ενός Μνημονίου κατόρθωσε όχι μόνο να σταθεί όρθιος, αλλά και να επιβεβαιώσει τον ρόλο του ως ο άλλος πόλος της πολιτικής σκηνής. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο, το πέτυχε διότι, παρά τη μεγάλη αντίφαση να υλοποιεί  μια πολιτική που δεν ήταν δική του και του επιβλήθηκε ως αποτέλεσμα ενός επώδυνου συμβιβασμού, το έκανε αμβλύνοντας τις επιπτώσεις της. Έθεσε ως προτεραιότητα το θέμα της ανθρωπιστικής κρίσης, ήταν αρωγός σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες «δεύτερης κατηγορίας», έδειξε ένα άλλο ύφος και ήθος και του το αναγνώρισε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Εκμεταλλεύτηκε σε μεγάλο βαθμό όποιες ρωγμές υπήρχαν στο ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ήταν αναγκασμένος να κυβερνά. Δεν θα μπορούσε, ωστόσο, από ένα σημείο και μετά να αποφύγει το κόστος της πολιτικής που ήταν εξαναγκασμένος να υλοποιεί. Όταν για όλα αυτά μίλησε ειλικρινά, έπεισε αρκετούς. Όταν πήγε να ωραιοποιήσει καταστάσεις, απογοήτευσε κόσμο και γέννησε καχυποψία.
Σίγουρα υπήρχαν δυνατότητες να τα κάνουμε καλύτερα αν ήμασταν πιο συλλογικοί στην οργάνωση της δουλειάς μας, αν ακούγαμε πιο πολύ τα μηνύματα της κοινωνίας, αν σε πεδία που ήταν προνομιακά για μας δεν βάζαμε αυτογκόλ. Μια σοβαρή και σε βάθος αποτίμηση της αντιφατικής και πρωτόγνωρης εμπειρίας των τελευταίων ετών θα μας βοηθήσει να γίνουμε καλύτεροι, να βγάλουμε συμπεράσματα, να είμαστε πιο πειστικοί από εδώ κι εμπρός αλλά και να αποκαταστήσουμε την επικοινωνία μας με τμήματα της κοινωνίας που δυσπιστούν απέναντί μας.

Γιατί όμως ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε, όντας ένα μικρό κόμμα στις αρχές της κρίσης, να φθάσει μέχρις εδώ; Ήταν τυχαίο; Μόνο τυχαίο δεν ήταν. Ήμασταν εκείνη η πολιτική δύναμη που μιλήσαμε για τα πραγματικά χαρακτηριστικά της κρίσης συνδέοντάς την με τη δομική αδυναμία της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης, την κρίση του νεοφιλελεύθερου παγκοσμιοποιημένου μοντέλου, αλλά και με τις στρεβλώσεις του εγχώριου παραγωγικού μοντέλου στο πλαίσιο του φαύλου δικομματικού πολιτικού συστήματος. Υπερασπιστήκαμε εξ αρχής τις κοινωνικές κατηγορίες που στοχοποιούσαν οι μνημονιακές πολιτικές. Δεν φοβηθήκαμε να βρεθούμε στις πλατείες, όχι για να καθοδηγήσουμε αλλά για να ανοίξουμε διαύλους επικοινωνίας με τη λαϊκή αγανάκτηση. Ήμασταν ενωτικοί χωρίς περιχαρακώσεις, ενώ τολμήσαμε να πούμε πως η Αριστερά είναι ικανή όχι μόνο να καταγγέλλει αλλά και να κυβερνά. Όλα αυτά αναδεικνύουν πως η δική μας Αριστερά είχε τα στρατηγικά εργαλεία για να κάνει όλα αυτά τα βήματα που την οδήγησαν στην αξιωματική αντιπολίτευση το 2012, δυο φορές στην κυβέρνηση το 2015 και στην αξιωματική αντιπολίτευση το 2019. Δείξαμε στην πράξη πως είμαστε μια Αριστερά που έκανε συμμαχίες, υπερβάσεις, ανοίγματα, που αναλαμβάνει  το ρίσκο της πράξης και δεν αρκείται μόνο στην περιγραφή και τη διαμαρτυρία.
Όλα τα προηγούμενα χρόνια συμπορευτήκαμε με χιλιάδες πολίτες. Πολίτες που εγκατέλειψαν τις πολιτικές τους αναφορές και αναζήτησαν την πολιτική τους έκφραση μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αποδείχτηκε πως αυτή η συμπόρευση δεν ήταν συγκυριακή αλλά μια ώριμη πολιτική στάση πολιτών, κατά κύριο λόγο της ευρύτερης Αριστεράς και του ευρύτερου προοδευτικού χώρου. Αυτούς όλους καλούμε σήμερα να στηρίξουν με πιο δυναμικό τρόπο, μέσα από την ένταξή τους, την επανεκκίνηση του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα περίοδο.
Αυτό που ζούμε σήμερα, τα χιλιάδες νέα μέλη, τους δεκάδες χιλιάδες που συναντιόμαστε σε όλη την Ελλάδα στις ανοιχτές συνελεύσεις, είναι το αποτύπωμα  όλης της προηγούμενης πορείας μας. Πρόκειται για μια συνάντηση στο όνομα και το έδαφος της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς που φιλοδοξεί να αξιοποιήσει τις καλύτερες των παραδόσεων των δυνάμεων και των ρευμάτων του αριστερού και ευρύτερου προοδευτικού χώρου. Δεν πρόκειται για μια προσπάθεια διαμόρφωσης μιας νέας απροσδιόριστης δημοκρατικής παράταξης, άλλωστε άλλο είναι το νόημα και το περιεχόμενο  της παράταξης και άλλο του κόμματος, μιλάμε για την Αριστερά της εποχής μας. Με ταυτότητα την υπεράσπιση και τη συνεχή διεύρυνση της δημοκρατίας, τον αγώνα κατά των ανισοτήτων και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Με πρόγραμμα ανταγωνιστικό στον νεοφιλελευθερισμό και στρατηγικό στόχο τον σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία.
Δεν μπορεί αυτή η συζήτηση να γίνεται με όρους προηγούμενων δεκαετιών ή να εργαλειοποιούνται οι πολιτικές καταγωγές με σκοπό τη διαμόρφωση άχαρων μηχανισμών. Το κάλεσμά μας αφορά τη διάσπαρτη, πολύμορφη, ανένταχτη Αριστερά, τον κόσμο του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, ιδιαίτερα όμως πρέπει να αφορά τις νεότερες γενιές που μας τίμησαν με υψηλά ποσοστά στις τελευταίες εκλογές. Τους νέους και τις νέες που με τους δικούς τους κώδικες αναζητούν μια νέα σχέση με την πολιτική, με περιεχόμενο και δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής εκεί που λαμβάνονται οι αποφάσεις.
Οι κυρίαρχες συστημικές δυνάμεις, ό,τι δεν πέτυχαν στις εκλογές, τη στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, θα επιχειρήσουν να το κάνουν μετά, κυρίως μέσω των ΜΜΕ. Θα γίνουμε μάρτυρες απίθανων επιθέσεων αλλά, ταυτόχρονα και  μιας προσπάθειας να μας τοποθετήσουν στο πλαίσιο ενός νέου συναινετικού δικομματισμού. Όμως ο μεταμνημονιακός διπολισμός συγκροτείται στη βάση της προγραμματικής ανταγωνιστικότητας και αντιπαλότητας ως προς τον νεοφιλελευθερισμό.
Το κόμμα μας έχει γνώση των αδυναμιών του, έχει συνειδητοποιήσει τη μικρή κοινωνική του γείωση, ωστόσο δεν μπορεί να απαξιώνεται σκόπιμα από διάφορους «προοδευτικούς» τιμητές που θεωρούν πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια. Πρόκειται γι’ αυτούς που τους ενοχλεί ακόμα και ο όρος Αριστερά και τον θεωρούν ξεπερασμένο. Πολύ περισσότερο, δεν μπορούμε να το κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Ιδιαίτερα όσοι από εμάς βρεθήκαμε σε κρίσιμες θέσεις και με τη στάση μας δεν συμβάλαμε τα τελευταία χρόνια στην καταξίωσή του.
Με εμπιστοσύνη στις δημοκρατικές συλλογικές διαδικασίες, με συντροφικότητα και αλληλεγγύη, μπορούμε πράγματι να καταστήσουμε το τρίτο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ένα ιστορικό συνέδριο τομής και συνέχειας για την Αριστερά της εποχής μας.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Χωρισμός κράτους – εκκλησίας: Ώριμος και αναγκαίος -Νίκος Φίλης στο Documento



O μακαρίτης Παναγιώτης Ζέπος, καθηγητής Νομικής και υπουργός Παιδείας στην πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1974-1976), κατά την ψήφιση του συντάγματος του 1975 είχε πει: «Ο χωρισμός κράτους – εκκλησίας είναι ορθότερος, όμως ας τον αφήσουμε για αργότερα». Πώς να συγκριθεί ένας φιλελεύθερος του 1975 με έναν νεοφιλελεύθερο του 2019, τη στιγμή που ο δεύτερος δεν κρίνει καν ορθό τον χωρισμό; Χάσμα που δείχνει γιατί αυτό το «αργότερα» κρατάει 44 χρόνια· και απ’ ό,τι φαίνεται, θα κρατήσει μερικά ακόμη.
Είναι σήμερα οι συνθήκες ώριμες για τον χωρισμό; Το ερώτημα τέθηκε άλλη μια φορά με αφορμή την αναθεώρηση του συντάγματος και η απάντηση είναι «απολύτως». Το υποδεικνύουν δημοσκοπήσεις, συζητήσεις και ο επιστημονικός διάλογος. Δεν συμφωνεί όμως σύσσωμη η ΝΔ – και παραδόξως η Ιεραρχία. Και αν τα στελέχη της κυβέρνησης και οι βουλευτές της ΝΔ υπακούουν σε ανόητους μικροπολιτικούς κανόνες, τι κάνει ιεράρχες να αντιδρούν;
Το επισημαίνω γιατί πιστεύω ότι ο χωρισμός θα ωφελήσει την ίδια την εκκλησία. Θα τη βοηθήσει να ανασυγκροτηθεί στηριγμένη στις πνευματικές δυνάμεις της, στη βάση του ευαγγελικού νοήματος και σκοπού που οφείλει να διέπει τον λόγο και να χαρακτηρίζει τη φυσιογνωμία της, με διασφάλιση της νομιμότητας, χωρίς κρατικές επεμβάσεις, χωρίς φονταμενταλιστικές και ζηλωτικές εκφράσεις. Να κερδίσει πιστούς χάρη στον λόγο που κηρύττει και στις πράξεις της και όχι επειδή είναι «κρατική» θρησκεία.
Πρωτίστως βέβαια ο χωρισμός θα αναβαθμίσει και θα θωρακίσει τη δημοκρατία μας, αφού θα κατοχυρώσει για λογαριασμό των πολιτών με τον πλέον τελεσίδικο τρόπο την –βασική– ελευθερία στις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Το δικαίωμα καθενός από μας να θρησκεύεται όπως θέλει, σε όποιο βαθμό νιώθει έτοιμος να το πράξει – ή και καθόλου. Από τη στιγμή που επιτυγχάνεται ο χωρισμός και παύει να εκχωρείται σε κάποια μορφή θρησκευτικότητας υπεροχή σε βάρος άλλης, θεσπίζεται στην πράξη το αυτονόητο: άλλη είναι η ιδιότητα του πιστού και άλλη του πολίτη, ακόμη κι όταν αναφερόμαστε στο ίδιο πρόσωπο.
Ο χωρισμός όμως κράτους – εκκλησίας, ώριμος επαναλαμβάνω από πλευράς λαϊκής αποδοχής, είναι σήμερα και αναγκαίος: σε ορισμένες γωνιές της Ευρώπης παρατηρούμε μια «επιστροφή» της θρησκείας με διεκδίκηση πολιτικής παρέμβασης. Πρόκειται για έναν νέο φονταμενταλισμό σε όλες τις εκδοχές του, σε όλες τις θρησκείες και τα δόγματα, αλλού περισσότερο έντονο –και άρα αντιληπτό και ορατό– και αλλού λιγότερο. Εξίσου επίμονο και βλαπτικό πάντως. Κι αντίθετα από ό,τι επιχειρούν να μας κάνουν να πιστέψουμε κάποιοι αρθρογράφοι και αναλυτές, τα δεινά αυτά δεν αφορούν μόνο τους «άλλους». Αν όμως θέλουμε να τα καταπολεμήσουμε σε εκείνους, δεν
Γιατί όμως ο χωρισμός δεν φαίνεται να προχωρά στην Ελλάδα ούτε σε αυτή την αναθεώρηση; Γιατί άλλοι διστάζουν, φοβούμενοι την αντίδραση ιεραρχών ή μερίδας της κοινής γνώμης, και άλλοι (χειρότεροι, προφανώς) λογαριάζουν το μικροπολιτικό κέρδος στις κάλπες. Ψηφοθηρούν στο όνομα της εκκλησίας, διαδίδοντας ότι ο χωρισμός των... αριστερών τη στοχοποιεί, παραπλανώντας έτσι βάναυσα τους πιστούς. Αποδεικνύουν πόσο λίγο σέβονται την ίδια την εκκλησία, πόσο λίγο στην πραγματικότητα υπολογίζουν τον δυναμισμό και τον πνευματικό της ρόλο.
Αν κάποτε, στα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση του 1821, η ταύτιση κράτους και εκκλησίας δικαιολογούνταν μερικώς, σήμερα, σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία, είναι απαράδεκτο να επιβιώνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ στο μέρος αυτό της αναθεώρησης στάθηκε άτολμος. Η Αριστερά και κάθε προοδευτικός και φιλελεύθερος πολίτης οφείλουν με επιχειρήματα να μιλήσουν και να πείσουν για την ανάγκη συνταγματικής επίλυσης του θέματος αυτού το ταχύτερο, αλλά και να αγωνιστούν στο μεταξύ για την οριστική εκκοσμίκευση της κοινωνίας σε κάθε της έκφραση, από σήμερα.

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Αλ. Χαρίτσης: Πόσο θράσος πια κ. Μητσοτάκη;



«Η κυβέρνηση που παρέλαβε το 2015 μια χρεοκοπημένη οικονομία και το 2019 παρέδωσε μια οικονομία με δέκα συνεχόμενα τρίμηνα ανάπτυξης και με μείωση της ανεργίας κατά 10 μονάδες είναι απίστευτα ανίκανη»

Για θράσος εγκαλεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Χαρίτσης, με αφορμή τη συνέντευξη του πρωθυπουργού στη γερμανική Handelsblatt.
Όπως σημειώνει ο Αλ. Χαρίτσης, στη συνέντευξή του ο Κ. Μητσοτάκης αναφέρει επί λέξει:
"Ήταν απίστευτος ο βαθμός ανικανότητας που επέδειξαν κατά τη διακυβέρνησή τους. [Η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α.] ήταν μια οδυνηρή εμπειρία και κόστισε στη χώρα μας μια περιουσία».
«Μάλιστα. Η κυβέρνηση που παρέλαβε το 2015 μια χρεοκοπημένη οικονομία και το 2019 παρέδωσε μια οικονομία με δέκα συνεχόμενα τρίμηνα ανάπτυξης και με μείωση της ανεργίας κατά 10 μονάδες είναι απίστευτα ανίκανη. Και τολμάει να το ισχυριστεί αυτό ο επικεφαλής της παράταξης που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία και την κοινωνία σε απόγνωση.
Πόσο θράσος πια κ. Μητσοτάκη;» τονίζει ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

Τυχοδιώκτες και επικίνδυνοι (από την ΑΥΓΗ)

 Αποτέλεσμα εικόνας για εικόνες ΜΑΤ

Οι ανάγκες διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης δημιουργούν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα στο κυβερνητικό κόμμα, το οποίο προεκλογικά είχε δεσμευτεί απέναντι στην εκλογική του βάση με μια ακροδεξιά λαϊκιστική ρητορική.

 Στο μέτωπο της Novartis, νέα στοιχεία βγαίνουν στο φως καταρρίπτοντας την επίσημη γραμμή της Ν.Δ. ότι πρόκειται περί σκευωρίας. Η επιδίωξη της παραγραφής και οι σχετικές μεθοδεύσεις δημιουργούν σοβαρό πολιτικό κόστος στην κυβέρνηση και οι ισορροπίες ανάμεσα στον Κ. Μητσοτάκη και στην ομάδα Σαμαρά γίνονται ολοένα και πιο εύθραυστες.

Στα οικονομικά, η μεσαία τάξη αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι εξαπατήθηκε, καθώς ο κύριος όγκος των ελαφρύνσεων στοχεύει στους οικονομικά ισχυρούς, ενώ έρχονται αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές για τους ελεύθερους επαγγελματίες.

Για να ξεφύγει από αυτή τη δύσκολη κατάσταση, η κυβέρνηση δραπετεύει από την πολιτική ατζέντα και καταφεύγει στη συνταγή «τάξις και ασφάλεια». Η αδικαιολόγητη βία και η προκλητική στάση των αστυνομικών αρχών -με πιο κραυγαλέο παράδειγμα το αστυνομικό μπλόκο σε κέντρο διασκέδασης και την απρόκλητη επίθεση εναντίον φοιτητών της ΑΣΟΕΕ- παράγει γεγονότα τα οποία η κυβέρνηση, με τη βοήθεια των πρόθυμων ΜΜΕ, επιχειρεί να εκμεταλλευτεί πολιτικά. Βασική της επιδίωξη είναι να συσπειρωθεί η συντηρητική βάση της κοινωνίας, να κατευναστεί η ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματος και να στοχοποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτική δύναμη που ευνοεί την «ανομία».

Είναι μια τακτική τυχοδιωκτική και επικίνδυνη. Κάποιοι θεωρούν ότι κερδίζουν οξύνοντας το κοινωνικό κλίμα και ρίχνοντας λάδι στη φωτιά. Και θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα να παίζουν παιχνίδια με την κοινωνική ειρήνη και τη δημοκρατία για να απεμπλακούν από τα πολιτικά τους αδιέξοδα. Γι' αυτό τα μάτια μας ανοιχτά.