Του Χρήστου ΛάσκουΔεν υπάρχει αμφιβολία πως η υπόθεση της πολιτικής ανατροπής στην Ελλάδα και στην Ευρώπη είναι αναγκαίο, αλλά και πολύ δύσκολο εγχείρημα. Στο πλαίσιο μιας καταστροφικής ύφεσης και της σύστοιχης, μ’ αυτήν, δολοφονικής ανεργίας και φτώχειας, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί παγκόσμια ιστορική πρωτοτυπία, σε ό,τι αφορά την ταχύτητα της πολιτικής του εκτίναξης. Ίσως μόνο οι Μπολσεβίκοι, στην περίοδο Φεβρουαρίου - Νοεμβρίου 1917, κατέκτησαν με αντίστοιχη ταχύτητα επιρροή, σχεδόν αποκλειστικά, όμως, στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ρωσίας. Κι είναι κάθε άλλο παρά «ιερόσυλη» η σύγκριση. Έτσι θα την αντιμετώπιζαν μόνο οι αντιδραστικά μεταφυσικοί ανάμεσά μας. Οι υλιστές αντιλαμβάνονται, νομίζω, τη βασιμότητά της.
Ας αφήσουμε, όμως, τις ιστορικές αναλογίες κι ας πάμε στη συζήτηση για τα τωρινά μας καθήκοντα, που είναι τεράστια. Η πρόθεσή μου εδώ είναι να σχολιάσω ένα και μόνο ζήτημα, αυτό που αφορά τα πρώτα πράγματα που θα πρέπει να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς με το που θα έρθει στα πράγματα. Κι αυτό όχι γιατί πιστεύω πως πέφτει οσονούπω το ώριμο φρούτο -αντίθετα θα απαιτηθεί κολοσσιαία προσπάθεια- αλλά γιατί ο σχεδιασμός αναφορικά με τα «πρώτα μέτρα» και ο δημόσιος διάλογος σχετικά είναι βασικό στοιχείο για την επίτευξη του ίδιου του στόχου της πολιτικής ανατροπής.
Η γκραμσιανή ιδέα για την ανάγκη κατάκτησης της ηγεμονίας από μέρους των κατώτερων τάξεων πριν -και ως προϋπόθεση- από την κατάκτηση της εξουσίας, θέμα επίκαιρο ακόμη κι όταν το άμεσο είναι η κυβέρνηση, εφαρμόζεται κατεξοχήν σε αυτήν την ιδέα της συζήτησης και της διάχυσης του προβληματισμού για τα «πρώτα μέτρα». Γιατί αυτά σηματοδοτούν «ό,τι μπορεί να καταλάβει ο καθένας» για τον πυρήνα μιας αριστερής πολιτικής.
Θα πει, βέβαια, κάποιος πως ήδη έχουμε, με την ευκαιρία των δύο εκλογικών αναμετρήσεων της προηγούμενης χρονιάς, τοποθετηθεί σχετικά. Η κατάργηση των Μνημονίων, η επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης με στόχο την επιλεκτική διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, η επαναφορά των κατώτερων μισθών και των εργασιακών δικαιωμάτων στην πρότερη κατάσταση, η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος δεν είναι κάποια από τα βασικότερα πρώτα μέτρα, στα οποία, εξηγώντας αναλυτικά, έχουμε ήδη δεσμευθεί;
Η αλήθεια είναι πως τα προηγούμενα διαμορφώνουν ένα υποστηρίξιμο και πειστικό πλαίσιο πολιτικής, που είναι προαπαιτούμενο οποιασδήποτε ριζικής κοινωνικής μεταβολής. Νομίζω, όμως, πως χρειαζόμαστε κι άλλα. Και, επιπλέον, πιστεύω πως αυτά θα είναι δημιουργία όχι τόσο των κατάλληλων επιτροπών, όσο του ανοιχτού διαλόγου ανάμεσά μας. Γι’ αυτό και καταθέτω μερικές σκέψεις επί του θέματος με την ελπίδα να συζητηθούν, να συμπληρωθούν ή να αναιρεθούν, αλλά, πάντως να βοηθήσουν, ακόμη και με την απόρριψή τους, στον εμπλουτισμό του σχετικού προβληματισμού.
Το πρόβλημα των ανέργωνΘεωρώ, πρώτον, πως μια κυβέρνηση της Αριστεράς είναι υποχρεωμένη από την πρώτη ώρα να απαντήσει στο πρόβλημα των ανέργων. Προσοχή στις λέξεις. Όχι στο πρόβλημα της ανεργίας, που είναι συνδεδεμένο με παραγωγικές παρεμβάσεις μεγάλης έκτασης, συγκεκριμένες κλαδικές πολιτικές και διαμόρφωση νέων δομών χρηματοδότησης, πράγματα, δηλαδή, που απαιτούν, όσο κι αν συμπιεστούν, χρόνο, αλλά με το άμεσο επιβιωτικό πρόβλημα των ανέργων.
Νομίζω, λοιπόν, πως η πρόταση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, την οποία ο χώρος μας έχει εισηγηθεί, ακόμη και νομοθετικά, εδώ και μια δεκαετία περίπου, είναι εξαιρετικά επίκαιρη. Με τη χρήση του ορίου φτώχειας ως χαμηλότερου κατωφλιού, το ελάχιστο εισόδημα θα είναι σημαντικά μεγαλύτερο από το επίπεδο του τωρινού επιδόματος ανεργίας και θα αποτελέσει μια αναπνοή για τους ανέργους, η οποία θα είναι ακόμη δραστικότερη σε συνδυασμό με την απαλλαγή τους από την υποχρέωση αποπληρωμής χρεών, τη δωρεάν μετακίνησή τους, όπως και τη δωρεάν πρόσβαση σε μια σειρά από δημόσια αγαθά και υπηρεσίες.
Από την άλλη, μια τέτοια στοιχειώδης ανακούφιση θα δώσει τη δυνατότητα, μαζί και με συγκεκριμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις και τις δομές χρηματοδότησης, ίσως σε ένα μεγάλο τμήμα του αποστρατευμένου πληθυσμού να αναλάβει πρωτοβουλίες στους τομείς της εναλλακτικής και της κοινωνικής οικονομίας. Και ο καθένας καταλαβαίνει τη στρατηγική σημασία μιας τέτοιας στροφής, ακόμη και από την οπτική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.
Το άμεσο δημοσιονομικό κόστος μιας τέτοιας επιλογής θα ήταν της τάξης, περίπου, των 5 δισ. ή 2,5% του ΑΕΠ, και, νομίζω, πως ένας μηδενισμός π.χ. των εξοπλιστικών δαπανών ή των πληρωμών προς συγκεκριμένους μεγάλους προμηθευτές θα ήταν μια πρώτη κίνηση για τη διασφάλισή τους, μέχρις ότου η φορολογική επανάσταση, που απαιτείται από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, θα άρχιζε να αποδίδει.
Το περιουσιολόγιοΘεωρώ, λοιπόν, δεύτερον, πως η φορολογική μας παρέμβαση θα πρέπει να ξεκινήσει ήδη από σήμερα με τη διαρκή πίεση της σημερινής κυβέρνησης, μέσα από συγκεκριμένες προτάσεις, οι οποίες ενεργητικά θα αποδεικνύουν την ταξική της βούληση να μην προχωρήσει σε απολύτως εφικτές κινήσεις στον τομέα αυτό. Κυρίως, όμως, θα πρέπει να πιέζουμε, με εμμονικό καθημερινό τρόπο, στην κατεύθυνση του περιουσιολογίου, αποδεικνύοντας, με τη βοήθεια και των εργαζομένων του υπουργείου Οικονομικών, πόσο εύκολο είναι μέσα σε μερικούς μήνες να καταρτιστεί. Είναι κρίσιμο να εξαναγκαστούν, έστω για τα μάτια του κόσμου, να κινηθούν σ’ αυτήν την κατεύθυνση.
Η γρήγορη, μετά από την άνοδο της Αριστεράς, κατοχή του περιουσιολογίου θα δώσει τεράστιες δυνατότητες να ασκηθεί μια άμεση πολιτική αναδιανομής, που μπορεί να αναστρέψει με ραγδαίους ρυθμούς και δραστικά το σημερινό καταστροφικό σπιράλ. Κυρίως, όμως, να διαμορφώσει συνθήκες γρήγορης παγίωσης μιας ηγεμονίας της Αριστεράς στο μέτρο που θα αποδεικνύει, με τον πιο πρακτικό τρόπο, πως το σύνθημα «να πληρώσουν οι πλούσιοι την κρίση» αφορά μια προοπτική που δεν λέγεται για προπαγανδιστικούς λόγους, αλλά γίνεται - και όχι όσο δύσκολα φαίνεται σήμερα, ελλείψει τέτοιων εργαλείων.
Από την άλλη, η πρόσθεση επιχειρημάτων στην υποστήριξη της εδραίας, ακόμη και για τα ταξικά αδέλφια των καπιταλιστών «μας» στην Ευρώπη, διαπίστωσης πως το ελληνικό κεφάλαιο και τα ευρύτερα κοινωνικά στηρίγματά του έχουν τεράστια περιουσία και κρυφή ρευστότητα, η οποία επαρκεί για μια εντελώς άλλη πορεία της ελληνικής κοινωνίας, αλλά διαφεύγει διαρκώς με μαφιόζικα νόμιμους τρόπους, δίνει μια μεγάλη ευκαιρία να κληθούν από την ελλαδική εργατική τάξη οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι να πιέσουν τις δικές τους οικονομικές και πολιτικές ελίτ να «δώσουν» τους «δικούς μας». Πράγμα, που, εμφανώς, θα προσφέρει μεγάλη ώθηση στην αριστερή κυβέρνηση στην πρώτη, πολύ δύσκολη, περίοδο.
Η υγείαΣε ό,τι αφορά, τρίτον, τα δημόσια αγαθά, είναι απολύτως αναγκαίο να δοθεί προτεραιότητα στα ζητήματα της υγείας, η οποία ήδη καταρρέει με καταστροφικά αποτελέσματα για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Η πολιτική επίπτωση αυτής της εξέλιξης θα είναι δραματική για τις δυνατότητες της ελληνικής εργατικής τάξης να αναστρέψει την κατάσταση. Η εξαθλίωση που παράγει η κακή υγεία και, ακόμη περισσότερο, η εξαφάνιση της ελπίδας πως μπορεί, με τη δημόσια αρωγή, κάποιος να την αντιμετωπίσει είναι δύναμη για το σύστημα στο μέτρο που, εντελώς αντίθετα με τις ανοησίες περί του ριζοσπαστικού δυναμικού της ακραίας βιοτικής απελπισίας, διαμορφώνει συνθήκες πλήρους αποστράτευσης και εκμηδενισμού των δυνατοτήτων αντίστασης. Και στον τομέα αυτό, λοιπόν, σε άμεση συνεργασία με τους νοσοκομειακούς γιατρούς θα πρέπει ήδη από σήμερα να ξέρουμε και, κυρίως, να ξέρει η ελληνική κοινωνία πώς θα κινηθούμε. Η αναπτέρωση του ηθικού είναι καθοριστική και για τους κρίσιμους πολιτικούς λόγους που εξετάζω σε αυτό το κείμενο.
Σταματάω εδώ. Τονίζοντας, όπως και στην αρχή, πως το ζήτημα της ηγεμονίας επιλύεται όχι με την επίκληση πανανθρώπινων αξιών ή υπέροχων κομμουνιστικών ιδεών, αλλά με πολύ πρακτικότερους τρόπους. Όπως, άλλωστε, σημείωνε ο Αλτουσέρ, η ιδεολογία έχει κατεξοχήν πρακτική υπόσταση. Η ιδεολογία δεν είναι «ιδέες». Είναι καθημερινές πρακτικές εγκλήσεις και τελετουργίες, που κατασκευάζουν υποκείμενα. Αν η αριστερά, λοιπόν, ενδιαφέρεται για την ιδεολογική ανατροπή, που απαιτεί η κατάκτηση της ηγεμονίας, θα πρέπει να κινηθεί «κατανοητά», δηλαδή πολύ πολύ πρακτικά.
Μπορεί η ανάλυση που προηγήθηκε να μη θέτει τις ορθές ιεραρχήσεις. Μπορεί κάποιος άλλος σύντροφος ή συντρόφισσα να έχει καλύτερες ιδέες. Όπως κι αν έχει, πάντως, τέτοια είναι τα πράγματα που κατεξοχήν πρέπει να συζητάμε και να επιλύουμε. Όχι γιατί είμαστε πρακτικιστές, αλλά γιατί θέλουμε να γίνουμε πρακτικοί, δηλαδή ηγεμονικοί.
Πηγή:
Κυριακάτικη Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου