Από το ομώνυμο άρθρο του Λέανδρου Πολενάκη στην Αυγή
[ ... ] Ο αριστοφανικός «Πλούτος» μπορεί να είναι εξίσου ένας εξόριστος
πολιτικός που επιστρέφει απ’ το Παρίσι δηλώνοντας: «Έκανα ώς σήμερα
κακές παρέες, μα δείτε με πόσο έχω αλλάξει!» Ή ένας άλλος, που θα μείνει
γνωστός στην Ιστορία για το: «δώσ’ τα όλα». Ή ένας τρίτος για το:
«χρήματα υπάρχουν». Αδιάφορο ποιος ακριβώς. Πρόκειται για μια κωμωδία
όπου τα κοστούμια κάνουν κατάληψη στους ανθρώπους! Εκεί επικεντρώνεται
το ζήτημα και έτσι πρέπει να τη δούμε, ως τραγική φάρσα. Ο Πλούτος δεν
είναι κατά κανένα τρόπο συνηγορία υπέρ της λιτότητας, όπως δεν είναι
υπέρ του ανεξέλεγκτου πλουτισμού. Πουθενά δεν λέει «μαζί τα φάγαμε»,
όπως υπαινίσσεται ο διασκευαστής στην πρόσθετη παράβαση. Δεν έχει καν
παράβαση, ούτε μας μιλά για «έντιμο πενία». Πού τη βρήκε; Δεν υπάρχει
αντιαριστοφανικότερη σύλληψη από αυτήν. Ο Αριστοφάνης «ζει» κυριολεκτικά
με τις μυρωδιές της αγοράς και με το θέαμα της αφθονίας. Δεν ανασαίνει
χωρίς αυτά. Δες το πανηγυρικό τέλος όλων των έργων του, αλλά και
ολόκληρους τους «Αχαρνής». Πώς λοιπόν, τον στριμώχνεις, τον βιάζεις και
τον φέρνεις στα δικά σου ιδεολογικά μέτρα και σταθμά, να συνηγορεί υπερ
λιτότητας και Μνημονίων; Μας κάνεις κήρυγμα; Με συγκεκριμένες μάλιστα
αναφορές σε δρώντα πολιτικά πρόσωπα; Ο ποιητής δεν ανήκει σε κάποιους,
σε όλους μας ανήκει. Και πονάει για την κατάντια της πόλης του. [ ... ]
Ολόκληρο το άρθρο εδώ