Ο έξαλλος δημόσιος αντικυβερνητικός λόγος της Ν.Δ.,
όπως εκφράζεται στα κοινωνικά δίκτυα και στην αρθρογραφία των έντυπων
και ηλεκτρονικών ΜΜΕ, χωρίζεται σε δύο βασικά ρεύματα: το «φιλελεύθερο»
και το καθαρά ακροδεξιό. Αλήθεια πάντως είναι ότι όσο στον λόγο αυτόν
εισχωρούν η εμπάθεια και το πολιτικό μίσος, τόσο τα δύο αυτά ρεύματα
ταυτίζονται σε φραστικό επίπεδο και ο διαχωρισμός τους γίνεται
εξαιρετικά δύσκολος.
Οι “φιλελεύθεροι”
Το «φιλελεύθερο» ρεύμα αντιμετωπίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως μετενσάρκωση του
παλιού λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ: γι’ αυτούς η κυβέρνηση της Αριστεράς
αντιπροσωπεύει το αντιπαραγωγικό Δημόσιο και τον εθνολαϊκισμό.
Το πρώτο παρουσιάζει απλώς ηθελημένη ιστορική άγνοια για το ποιοι σε
αυτόν τον τόπο κατέστησαν αντιπαραγωγικό το Δημόσιο, πώς το μετέτρεψαν
σε πελατειακό μηχανισμό, πόσες καριέρες βουλευτών, υπουργών και
επαγγελματιών συνδικαλιστών οικοδομήθηκαν πάνω σε αυτό, σε εποχές που η
Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ είχε περιορισμένη εκλογική δύναμη και σχεδόν
μηδενική επιρροή στα συνδικάτα.
Και ακόμα, πόσοι ήταν οι κυβερνητικοί σύμβουλοι και τι ακριβώς
αποδοχές είχαν τις πριν από τα Μνημόνια εποχές, αλλά και μέχρι το 2014.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό, ο εθνολαϊκισμός, τους ενοχλεί στον ΣΥΡΙΖΑ
κατά περίπτωση. Κατηγορούν την Αριστερά ότι συνεργάζεται με τον
«ακροδεξιό» Καμμένο, αλλά δεν τους ενοχλούν η ακροδεξιά ομάδα Σαμαρά και
η γραμμή που επέβαλε στο “Μακεδονικό”.
Θυμούνται τη Χρυσή Αυγή μόνο όταν παρουσιάζουν το αφήγημά τους για
την “επάνω πλατεία” και τους “ακροδεξιούς Αγανακτισμένους”, αλλά όχι
όταν οι νεοναζί συμπλέουν με τη Ν.Δ. (διαδηλώσεις για “Μακεδονικό”,
Μυτιλήνη) ή όταν επιτίθενται σε μετανάστες και κοινωνικά κέντρα.
Στην πραγματικότητα, ο αντιφασισμός τους ενεργοποιείται μόνο όταν
τους προσφέρει επιχειρήματα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν εναντίον της
Αριστεράς και επομένως είναι αντιφασισμός υποκριτικός και προσχηματικός.
Αντίστοιχης ποιότητας είναι και η κοινωνική τους ευαισθησία όταν
καταγγέλλουν το “τρίτο και αχρείαστο Μνημόνιο”, ενώ δοξολογούν ως
μεταρρυθμιστικούς φάρους τα δύο προηγούμενα.
Οι ακροδεξιοί
Το ακροδεξιό ρεύμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που λέει:
καθαρός αντικομουνισμός, ρεβανσισμός που φτάνει ακόμα και σε αναφορές
στον Εμφύλιο και τις εξορίες, χαμηλότατου επιπέδου κραυγές και χυδαία
φρασεολογία. Δεν είναι μόνο τα διάφορα τοπικά στελέχη της Ν.Δ., που
εκφράζονται με γλώσσα συνταξιούχου ταγματασφαλίτη σε κάθε δυνατή
ευκαιρία (περίπτωση Μπουτάρη, “Μακεδονικό” κ.λπ.).
Είναι τα εκατοντάδες σχόλια κάτω από τις αναρτήσεις της “Ομάδας
Αλήθειας”, του “Πρώτου Θέματος”, του Liberal κ.λπ., που δείχνουν ότι η
πολιτική σκέψη στον χώρο της Δεξιάς έχει γυρίσει στα επίπεδα της
δεκαετίας του 1950 και ότι το ακροδεξιό ρεύμα είναι το κυρίαρχο στην
βάση της Ν.Δ. Αυτό φυσικά έχει και άμεσες επιδράσεις στη συμπεριφορά των
τοπικών και των κεντρικών στελεχών του κόμματος, εκεί όπου η ανάγκη να
κρατηθούν κάποια προσχήματα δεν προφταίνει να επιβληθεί.
Όλοι στη Ν.Δ. ξέρουν πλέον ότι ο ακροδεξιός λαϊκισμός αποδίδει κέρδη,
ενώ η μετριοπάθεια και ο δημοκρατικός πολιτικός λόγος όχι. Και αναλόγως
πορεύονται.
Έτσι στοιχεία της ακροδεξιάς ατζέντας ενσωματώνουν στον λόγο τους
πολλά κεντρικά στελέχη της Ν.Δ. Οι βασικοί και συστηματικοί εκφραστές
αυτού του ρεύματος, όμως, είναι ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο Μάκης Βορίδης.
Έχουν και οι δύο τη στήριξη των συστημικών ΜΜΕ και ο λόγος τους,
ακριβώς επειδή είναι εμπαθής και οριακός, αναπαράγεται πολύ πιο
αποτελεσματικά τόσο στα μέσα όσο και στα κοινωνικά δίκτυα. Επίσης και οι
δύο έχουν ξεκινήσει την καριέρα τους στην Ακροδεξιά.
Η περίπτωση Άδ. Γεωργιάδη
Ο Άδωνις Γεωργιάδης ασκεί το είδος του εύπεπτου ακροδεξιού λαϊκισμού
που είναι τόσο της μόδας στην Ευρώπη. Έχει ζητήσει συγγνώμη από κάποιους
τους οποίους ως πολιτευτής του ΛΑΟΣ τον βόλευε να βρίζει, αλλά τώρα πια
όχι: το Ισραηλιτικό Συμβούλιο και τον Βαρδινογιάννη. Κατά τα άλλα
κρατάει άθικτη την πολιτική του ατζέντα.
Τα μπλεξίματά του με το ΚΕΕΛΠΝΟ και τη Novartis τον έχουν
αποχαλινώσει σε επίπεδο φρασεολογίας. Η πρόσφατη δήλωσή του “Ο Τσίπρας
είναι ό,τι πιο χυδαίο και τοξικό μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο” δεν
εκφράζει μόνο την ανησυχία του και την εμπάθειά του. Προσπερνώντας
επιδεικτικά τη χούντα, για την οποία ο αντιπρόεδρος της Ν.Δ. διατηρεί
εξαιρετικά τρυφερή και διαλλακτική άποψη, νομιμοποιεί κάθε ακροδεξιό
χουντικό απόβρασμα να βγει να ξεσπαθώσει. Και απ’ ό,τι φαίνεται είναι
πολύ περισσότερα από ό,τι νομίζουμε.
Ο Μ. Βορίδης
Ο Μάκης Βορίδης αποτελεί πιο σοβαρή περίπτωση. Θήτευσε από μικρός
παρέα με τον Μιχαλολιάκο σε χουντοεθνικιστικές ναζιστικής απόκλισης
οργανώσεις, που είχαν στόχο να αναστρέψουν τη Μεταπολίτευση. Συμμετείχε
σε δολοφονικού χαρακτήρα φασιστικές επιθέσεις, όπως η γνωστή περίπτωση
με το τσεκούρι, για την οποία έτυχε να υπάρχει φωτογραφία.
Αργότερα ίδρυσε ένα ακροδεξιό πολιτικό μόρφωμα τύπου “Χρυσή Αυγή
χωρίς αρβύλες” με κεντρική ατζέντα τους “λαθρομετανάστες” και με πρόθεση
να εισαγάγει τον λεπενισμό στην Ελλάδα. Μετέφερε αυτούσια την ατζέντα
του στον ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη και από εκεί πέρασε στη Ν.Δ. χωρίς ποτέ να
την αποκηρύξει.
Προχθές ο Μ. Βορίδης ζήτησε να υπάρξει “στρατηγική ήττα των ιδεών της
Αριστεράς για να μην ξαναβρεθεί στην εξουσία με οποιαδήποτε μορφή της”.
Υπέδειξε μάλιστα στον Κ. Μητσοτάκη “να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και
τους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία, γιατί οι
ιδέες της είναι ελαττωματικές”.
Ο Μ. Βορίδης δεν είπε φυσικά ποιες ακριβώς είναι οι ιδέες της
Αριστεράς που πρέπει να “ηττηθούν στρατηγικά” και κυρίως ποιες είναι
αντίστοιχα οι ιδέες που πρέπει να νικήσουν. Αλλά ας υποθέσουμε
καλοπροαίρετα ότι η πρώτη αποστροφή υπονοεί ότι η “στρατηγική ήττα των
ιδεών της Αριστεράς” θα μειώσει την εκλογική της δύναμη. Το άλλο με τις
“παρεμβάσεις στο κράτος και τους θεσμούς” που πρέπει να κάνει ο Κ.
Μητσοτάκης “ώστε να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία” τι ακριβώς
υπονοεί;
Στην Ελλάδα του 2018 στην εξουσία έρχεται αυτός -και μόνον αυτός- που
αποφασίζουν οι ψηφοφόροι. Ανεξάρτητα από πόσο “ελαττωματικές” θεωρεί
τις ιδέες του ο κάθε Βορίδης. Και δεν μπορούν, πλέον, να υπάρξουν
“παρεμβάσεις στο κράτος και τους θεσμούς” που να μπορούν να
χειραγωγήσουν τη λαϊκή ετυμηγορία, τουλάχιστον από το 1974 και μετά.
Ο λόγος του Μ. Βορίδη, είναι λόγος της εποχής του Παπάγου, τότε που
ιδεολογικός πυλώνας της Δεξιάς ήταν ο ΙΔΕΑ, οι παλαίμαχοι των Ταγμάτων
Ασφαλείας και της “Χ” και οι μηχανισμοί της Ασφάλειας. Τότε οι
“παρεμβάσεις στο κράτος και τους θεσμούς” προσπαθούσαν να περιορίσουν
την πολιτική δράση της Αριστεράς για λόγους “εθνικής ασφάλειας”.
Τώρα ο Βορίδης τις εισηγείται για λόγους υπεράσπισης της “ελεύθερης
οικονομίας” και της “ανταγωνιστικότητας”. Αλλά η λογική -που εδράζεται
σε μια χυδαία παραχάραξη του τι ακριβώς λέει και τι θέλει η Αριστερά-
είναι ακριβώς η ίδια.
Με αυτή την έννοια, η πλατφόρμα Βορίδη έχει πολύ μεγαλύτερη πολιτική
συγγένεια από όση αρχικά φαίνεται, με τα ουρλιαχτά του Μπαρμπαρούση και
του Παππά για τα ξερονήσια και τους αποκεφαλισμούς. Απλώς, σε αντίθεση
με τους νεοναζί, ο Βορίδης έχει πολιτικό συμφέρον να είναι πιο
μετρημένος στις διατυπώσεις του.
Δεν είναι ότι η Αριστερά έχει κάποιον λόγο να ανησυχεί με αυτά. Η
ουσία του ζητήματος είναι ότι οι ακροδεξιοί παίρνουν ολοένα και
περισσότερο υπό τον έλεγχό τους τον δημόσιο λόγο της Ν.Δ. Και όσο
περισσότερο επιβάλλονται, τόσο περισσότερο αποθρασύνονται. Την ίδια
στιγμή λοξοκοιτάζουν προς τα ανερχόμενα ακροδεξιά ρεύματα που
ενισχύονται στην Ευρώπη. Και όταν στη Ν.Δ. θα ξεσπάσει η πρώτη ανοιχτή
πολιτική κρίση, θα αποκαλύψουν ξανά τον πραγματικό παλιό εαυτό τους.