Οτιδήποτε αφήνει το μυαλό μουδιασμένο και θολώνει την κρίση, οτιδήποτε αντιστέκεται στη διανοητική εξήγηση, κατάταξη και διαχείριση, μας οδηγεί σχεδόν αυτόματα στον δρόμο του ανορθολογισμού. Σε μια μεγάλη λεωφόρο για την ακρίβεια, που την άνοιξε και τη διαπλάτυνε ο φόβος των ανθρώπων μπροστά στο μυστηριώδες και το δυσκατάβλητο, το οποίο αρκετά συχνά ερμηνεύεται μοιρολατρικά σαν «οιωνός της θεϊκής οργής». Οποιον θεό κι αν θέλει οργισμένο η πίστη των ανθρώπων, μεταβαλλόμενη στις χιλιετίες της ιστορίας τους.
Τίποτε πιο χαρακτηριστικό, πιστεύω, όσον αφορά τη ρηγμάτωση του ορθού λόγου μπροστά στην ακάθεκτη επέλαση του κακού, από τις τελευταίες στιγμές του Περικλή. Ο Αθηναίος πολιτικός, από τους θεμελιωτές του πολιτισμού που προσδιορίζουμε ως δυτικό, εννοώντας τον ως διαφωτισμένο και απελευθερωμένο, υπήρξε μαθητής του Αναξαγόρα του Κλαζομένιου, που για τη σύνεσή του προσαγορεύθηκε «Νους».
Απαλλάχτηκε έτσι από τη δεισιδαιμονία και διδάχτηκε να προσεγγίζει τα φαινόμενα ως ορθολογιστής. Κι όμως. Λίγο πριν πεθάνει και αυτός από τον λοιμό που θέρισε την Αθήνα το 430 π.Χ., όταν –κατά Θουκυδίδη– οι άνθρωποι «ώσπερ τα πρόβατα έθνησκον», δεν είχε πια το κουράγιο ή τη διάθεση να εναντιωθεί στις δεισιδαίμονες «θεραπευτικές» περιποιήσεις των συγγενισσών του. Μεταφράζω όσα γράφει ο Πλούταρχος για τον «Ολύμπιο», που, πράγμα σπάνιο, κράτησε τον βίο του «εν εξουσία καθαρόν και αμίαντον»:
«Ούτε κι ο Περικλής γλίτωσε από τον λοιμό. Mόνο που αυτόν η αρρώστια δεν τον χτύπησε βίαια και με οξύτητα, όπως τους άλλους, παρά έφθειρε σιγά σιγά το σώμα του και, αργά αργά, έτσι όπως παρατεινόταν από τη μια φάση της στην άλλη, υπέσκαψε το φρόνημα της ψυχής του. Στα “Hθικά” του ο Θεόφραστος μελετά το πρόβλημα αν ο χαρακτήρας του ανθρώπου υπακούει στις αλλαγές της τύχης κι αν τα παθήματα του σώματος αφανίζουν την αρετή. Ιστορεί λοιπόν εκεί πως, άρρωστος πια ο Περικλής, έδειξε σ’ έναν φίλο του που πήγε να τον επισκεφθεί το φυλαχτό που του είχαν κρεμάσει στον λαιμό οι γυναίκες. Ηθελε με τούτο να φανερώσει πόσο άσχημη ήταν πια η υγεία του, αφού είχε καταντήσει να ανεχθεί ακόμα και μια πράξη τόσης μωρίας».
Τυπικά, και έπειτα από τόσες επίσημα δημοσιευμένες πληροφορίες, ο νέος κορωνοϊός δεν θα ’πρεπε να θεωρείται περισσότερο μυστηριώδης απ’ ό,τι οι υπόλοιποι της οικογένειάς του, από χρόνια ενδημικοί πια.
Μολαταύτα, η καταγωγή του από μιαν Ανατολή που εκ παραδόσεως την υπολογίζουμε σαν μυστηριακή, η ευκολία με την οποία επελαύνει σε ισχυρές χώρες που βιάστηκαν να αυτοανακηρυχθούν θωρακισμένες, αλλά και η επιμονή του να ξεφεύγει από τα ερμηνευτικά σενάρια που κατασκευάζουμε και ανακατασκευάζουμε, διατηρεί γύρω του ένα στέμμα μακάβριου εξωτισμού. Και επιτρέπει τη διακίνηση ανόητων συνωμοσιολογικών θεωριών, καθώς και τη διαφήμιση ή και εμπορία ψευτοθεραπευτικών μεθόδων, παραθρησκευτικών ή παραεπιστημονικών. Το «Βυζαντινόν» του «Λυσίαρχου» Κυριάκου Βελόπουλου, η πρόπολη του μουσουργού/μελισσουργού Σταμάτη Κραουνάκη και ο αγιασμός-σπρέι του πρώην μητροπολίτη Αμβρόσιου μοιάζουν πολύ περισσότερο απ’ όσο διαφέρουν.
Για ορισμένους στην ορθολογική Δύση, και μάλιστα την αμερικανική, η εμφάνιση του ιού στην Κίνα ήταν αναμφισβήτητη απόδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με ένα επιπλέον κατασκεύασμα της «παμπάλαιης κινεζικής πονηρίας», με στόχο την οικουμενική κυριαρχία, την απόσπαση της πλανηταρχίας από τις ΗΠΑ. Παρωδία στην παρωδία, στη δυτική ανθρωπογεωγραφία η καρικατούρα του σατανικού Φου Μαντσού έχει καταλήξει να αναπαριστάνει πιστότερα από οτιδήποτε άλλο τον σκοτεινό και δόλιο «κινεζικό δράκο». Αν είναι και κόκκινος ο δράκος αυτός, κομμουνιστής, έστω και κατά δήλωσή του, ακόμα χειρότερα. Το σενάριο αυτό πάντως δεν παραπερπάτησε, γιατί άφηνε ανερμήνευτη τη διάλυση της κινεζικής οικονομίας, καθώς και την εκ των πραγμάτων εξώθηση της τσακισμένης κινεζικής κοινωνίας στην αμφισβήτηση της σοφίας του απολυταρχικά ηγεμονεύοντος Κομμουνιστικού Κόμματος. Και μάλιστα στην αμφισβήτηση της ίδιας της κορυφής του, και όχι μόνο κάποιων περιφερειακών ή μεσαίων στελεχών.
Αφού λοιπόν τον κορωνοϊό δεν τον κατασκεύασαν τα κινεζικά εργαστήρια, τότε, «νομοτελειακά», τον σκάρωσαν άλλοι σκοτεινοί τύποι στα δικά τους θερμοκήπια ανθρωποκτόνου κακίας. Πληθώρα οι σχετικές ταινίες, κραυγαλέα βλακώδεις, αποτελούν τη βιβλιογραφία των ευφαντάστων, στους οποίους έσπευσε να συμπεριληφθεί και ο αντιπρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. «Τους ξέφυγε ο ιός» λοιπόν, όπως υποτίθεται ότι τους είχε ξεφύγει στη δεκαετία του 1980 ο ιός του AIDS, ο οποίος μάλιστα είχε αποδειχθεί ιδανικός (αν όχι «θεόσταλτος») για τη μέχρις εξολοθρεύσεως τιμωρία των πάσης φύσεως «παραβατικών» ή «αντικανονικών» – ομοφυλόφιλων, τοξικοεξαρτημένων, μαύρων κ.ο.κ. Κι αν δεν τους ξέφυγε, τότε «τον απελευθέρωσαν επίτηδες», τάχα για να λυθεί το πρόβλημα του παγκόσμιου υπερπληθυσμού. Ιδού ένα μοντέρνο «Κείων νόμιμον», με τους άνω των εβδομήντα ετών να θυσιάζονται μαζικά και ανελέητα, αντί να εξωθούνται στην αυτοκτονία, όπως στη νήσο Κέα της αρχαιότητας.
Πόσοι πιστεύουν στο σενάριο της εργαστηριακής κατασκευής του ιού και της συναφούς μαλθουσιανής χρήσης του; Είναι περίπου ισάριθμοι όσων στην αρχή της κρίσης δήλωναν σίγουροι πως θα τον μεταφέρουν στη Δύση οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, έτσι κι αλλιώς μολυσμένοι στις κυρίαρχες αναπαραστάσεις μας. Το ότι δεν ήρθαν έτσι τα πράγματα, δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν θα μπορούσε να έχουν έρθει. Οπερ έδει δείξαι...
Ανάμεσα στα πολλά που μαθαίνουμε από τον Θουκυδίδη, ιδιαίτερη σημασία έχουν τα εξής πέντε: Πρώτον, και ο λοιμός των Αθηνών ήταν οιονεί παγκόσμιος: «Η αρρώστια άρχισε, όπως λέγεται, πρώτα από την Αιθιοπία, στην Ανω Αίγυπτο, κατέβηκε έπειτα στην Αίγυπτο και στη Λιβύη και στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας του Βασιλέως», της Περσίας δηλαδή (στη μετάφραση του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, που ταυτίζει την Αιθιοπία με το Σουδάν, εκδ. Πόλις, 2011). Δεύτερον, και τότε συνωμοσιολογική ήταν η πρώτη, αυθόρμητη εξήγηση, αφού οι Αθηναίοι έλεγαν πως οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίξει δηλητήριο στις δεξαμενές του Πειραιά.
Τρίτον, ανάμεσα στα πρώτα θύματα ήταν οι γιατροί: «Αυτοί προπαντός πέθαιναν επειδή αυτοί προπαντός έρχονταν σε επαφή με τους αρρώστους». Ο Κινέζος γιατρός Λι Γουενλιάγκ, που πρώτος προειδοποίησε για τον ιό, πέθανε με την πίκρα του αγγελιαφόρου που τιμωρείται επειδή η αγγελία του είναι στενάχωρη. Τέταρτον, οι άνθρωποι έπραξαν όπως το συνηθίζουν οι άνθρωποι, ικετεύοντας τα ουράνια, πλην, πέμπτον, οι θεοί ανταποκρίθηκαν όπως το συνηθίζουν οι θεοί – αδρανώντας: «Επίσης», παρατηρεί ο Θουκυδίδης, που νόσησε και ο ίδιος, «οι ικεσίες σε ιερά ή σε μαντεία και ό,τι άλλο τέτοιο δοκίμασαν δεν ωφέλησαν σε τίποτα· στο τέλος τα άφησαν νικημένοι από το κακό». «Πάντα ανωφελή ην». Αυτά τα γράφει ένας φυγάς του θανάτου, που την κρίση του δεν τη θόλωνε κανένα λοιμικό.