Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Το βασικό ερώτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και ο νομισματικός πόλεμος

 
(ένα ενδιαφέρον σημείωμα του Κώστα Καλλωνιάτη που βρήκαμε στο λογαριασμό facebook του Γιάννη Μηλιού. Ενδιαφέρον έχουν και τα διαγράμματα ισοτιμίας προς το τέλος του κειμένου)
 
Είναι απολύτως φυσικό νομίζω λίγο πριν το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ να επικεντρώνεται ο δημόσιος διάλογος της αριστεράς γύρω από προβλήματα στρατηγικής της σοσιαλιστικής μετάβασης και να απασχολεί ιδιαίτερα η στάση απέναντι στην Ευρώπη με δεδομένη την ειλημμένη απόφαση κατάργησης του μνημονίου και της απάνθρωπης πολιτικής της μονόπλευρης και διαρκούς λιτότητας για τη μισθωτή εργασία. 

Θα ήθελα λοιπόν να σταθώ σε δύο ζητήματα που θέτει το μέλος της Κ. Ε. του ΣΥΡΖΑ, Παναγιώτης Αθανασιάδης, σε άρθρο του που διάβασα στο iskra.gr με τίτλο «Φταίει ο γάιδαρος, χτυπάμε το σαμάρι...» και συγκεκριμένα στο βασικό ερώτημα που κατά τον Π.Α. πρέπει να απασχολεί το συνέδριο και στο θέμα του νομισματικού πολέμου που ο ίδιος ανακινεί με αφορμή την κριτική του Γ. Μηλιού στο πρόγραμμα του ΑΚΕΛ. 

Να διευκρινίσω εξαρχής πως τα θέματα αυτά με απασχολούν ως πολίτη και αριστερό χωρίς να είμαι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ αλλά προσδοκώντας σε κάτι καλύτερο από το συνέδριο του. Πιστεύω, δε, πως απασχολούν και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας που αναζητεί λύσεις επιβίωσης και πολιτικές διεξόδους στην συντελούμενη κοινωνική καταστροφή. Γι’ αυτό και δεν αντιλαμβάνομαι την προτροπή του Π.Α. προς τον Γ.Μ. σε ένα πιο κλειστό προσυνεδριακό διάλογο ή στην επίδειξη διπλωματικής ευγένειας και ευαισθησίας προς το αδελφό κόμμα του ΑΚΕΛ. Αν μία πολιτική είναι επικίνδυνη ή και καταστροφική για την κοινωνία και κατ’ επέκταση και για το ίδιο το κόμμα που την ασπάζεται, πρέπει να επικρίνεται ανοιχτά και έγκαιρα με κάθε τρόπο. Έτσι προφυλάσσεται το αδελφό κόμμα κι αυτό απαιτεί ο σεβασμός στις αρχές και τους στρατηγικούς στόχους που διακηρύσσει, όχι ο σεβασμός σε κάποια πρόσωπα, ηγεσίες ή τυπικές διακομματικές σχέσεις. Αυτή είναι η ταπεινή μου γνώμη κι ελπίζω να μην σφάλλω όντας έξω από τα κομματικά πράγματα. 

Έρχομαι τώρα στο βασικό ερώτημα του Π.Α. όπως ο ίδιος το διατυπώνει : «δεδομένης της ανάλυσης που έχουμε ως ΣΥΡΙΖΑ για το ρόλο των κρατών του ευρωπαϊκού νότου ως πειραματόζωων μιας πολιτικής που θα εφαρμοστεί στη συνέχεια σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ΟΝΕ η αντιπαραβολή ενός προγράμματος ριζικά αντιπαραθετικού τόσο τακτικά όσο και στρατηγικά με το κυρίαρχο αυτή τη στιγμή σχέδιο στην ευρωζώνη πόσο πιθανό είναι να αποσπάσει τη συγκατάθεση ή την ανοχή της Μερκελικής Ευρώπης ήτοι να μην πυροδοτήσει μια διαδικασία εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ είτε ως αφετηριακή επιλογή είτε ως χειρότερη έκβαση;».

Μία πρώτη παρατήρηση: η πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας ήδη εφαρμόζεται σε μικρότερη έκταση και ένταση σε όλη σχεδόν την ΕΕ. Από εκεί και πέρα, το αν και πόσες από τις προτάσεις μιας ελληνικής αριστερής κυβέρνησης μπορεί να δεχθεί η ευρωπαϊκή αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι είναι συνάρτηση του συσχετισμού των ταξικών και πολιτικών δυνάμεων που θα έχουν ως τότε διαμορφωθεί για να τις υποστηρίξουν. Με τα σημερινά δεδομένα, οι πιθανότητες είναι να μην δεχθούν ακύρωση του μνημονίου και αναδιαπραγμάτευση της πολιτικής με μαζική διαγραφή χρέους, μολονότι προσανατολίζονται σε νέο κούρεμα από μόνοι τους επειδή αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο της πολιτικής τους. Εκτός κι αν έχει φουντώσει πάλι η οικονομική κρίση και ο συστημικός κίνδυνος για διάλυση της Ευρωζώνης από μία έξοδο της Ελλάδας είναι μεγάλος. Αυτό δεν πρέπει να το υποτιμάμε γιατί η κρίση είναι όλη μπροστά μας όπως μαρτυρεί η νέα φούσκα των αγορών και οι απελπισμένες προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών να αποσοβήσουν την ύφεση και τον αποπληθωρισμό με μαζική εκτύπωση χρήματος και έμμεση υποτίμηση του νομίσματος. 

Ακριβώς για όλους αυτούς τους λόγους πρέπει η μάχη να δοθεί μέσα στην Ευρώπη με την κατάλληλη προετοιμασία, συντονισμό και συνεργασία σε διεθνές επίπεδο με άλλα αριστερά κόμματα και με εργατικά συνδικάτα πάνω σε αμοιβαία αποδεκτές προτάσεις. 

Γιατί ενώ το κεφάλαιο είναι ενωμένο, οι δυνάμεις της εργασίας παραμένουν διασπασμένες. 

Γιατί ακόμη κι αν μας διώξουν από την Ευρωζώνη (γι’ αυτό χρειάζεται το Πλάνο Β μετά το Πλάνο Α), θα έχουμε δημιουργήσει τις αναγκαίες συμμαχίες για να μην οδηγήσουν στην πλήρη απομόνωση και ασφυξία μετά την Ελλάδα όπως λογικά θα επιχειρήσουν για λόγους παραδειγματισμού και αποτροπής μιας διάλυσης της Ευρωζώνης. 

Γιατί ο ελληνικός λαός μετά από μία εξοντωτική εσωτερική υποτίμηση το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται είναι επιπλέον μία δυσβάστακτη νομισματική υποτίμηση στα πλαίσια μιας αστικής εθνικής διαχείρισης της κρίσης.

Γιατί αν όπως σωστά θυμίζει ο Π.Α. στρατηγικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο σοσιαλισμός, τότε πρέπει να διδαχθούμε από την ιστορία του 20ου αιώνα πως δεν μπορεί να κτιστεί σοσιαλισμός σε μία μόνο χώρα.

Γιατί αν η έξοδος της Ελλάδας διαλύσει την Ευρωζώνη και η κάθε χώρα-μέλος υιοθετήσει τη λογική ‘ο καθένας για τον εαυτό του’ υποτιμώντας μαζικά και ανταγωνιστικά το νόμισμα του με στόχο να φορτώσει τα δικά του προβλήματα ανταγωνιστικότητας στον γείτονα, τότε το επόμενο στάδιο θα είναι ο εμπορικός και το μεθεπόμενο στάδιο ο στρατιωτικός δηλαδή ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αυτό είναι το δίδαγμα του μεσοπολέμου που συστηματικά παραβλέπει η ‘αριστερά της δραχμής’. 

Αναφερόμενος στον κίνδυνο ενός νομισματικού πολέμου ο Π.Α. επισημαίνει : «Τέλος ο σφος Μηλιός, όπως και άλλοι σφοι σε διάφορες τοποθετήσεις τους εστιάζουν στο θέμα της νομισματικής υποτίμησης και του κινδύνου ενός νομισματικού πολέμου που θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι σε περίπτωση επανόδου σε εθνικά νομίσματα. Το ερώτημα το οποίο προκύπτει εντελώς αβίαστα είναι: Ο σφος Μηλιός και άλλοι σφοι που μετέρχονται αυτήν την φιλολογία δεν έχουν αντιληφθεί ότι πέρα της εσωτερικής υποτίμησης μέσω των μνημονίων, το σχέδιο των ευρωπαϊκών ελίτ από την αρχή της κρίσης περιλαμβάνει και το σκέλος της νομισματικής υποτίμησης την οποία πληρώνουν οι λαοί της Ευρώπης;

Ποια ήταν άραγε η ισοτιμία ευρώ – δολαρίου το 2010 και ποια είναι σήμερα; Μήπως ένας από τους βασικούς λόγους που οι ΗΠΑ αντιτίθενται στη γερμανική πολιτική για την ευρωζώνη δεν είναι ότι αυτή συνεπάγεται την υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου, γεγονός που αυξάνει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων και οικονομιών και μειώνει την αντίστοιχη των εταιρειών και της οικονομίας των ΗΠΑ σε βάρος του συνόλου των εργαζομένων και στις δύο όχθες του Ατλαντικού την ίδια μάλιστα στιγμή που μαίνεται ένας νομισματικός πόλεμος της Κίνας με αμφότερες τις ΗΠΑ και την ΟΝΕ;»

Ο Π.Α. σφάλλει εάν θεωρεί πως το ευρώ είναι υποτιμημένο. Αν ήταν δεν θα είχαν τόσο μεγάλο αναπτυξιακό πρόβλημα οι χώρες του Νότου, ούτε θα έχαναν την τελευταία 5ετία εξαγωγικά μερίδια αγοράς όλες οι χώρες-μέλη (μηδέ εξαιρουμένης της Γερμανίας και Γαλλίας). Όποιος εξετάσει τη μακροχρόνια ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο, το γιεν και τη στερλίνα θα διαπιστώσει πως το ευρώ έχει στη διάρκεια των τελευταίων 10-15 ετών ανατιμηθεί (βλ διαγράμματα) γιατί η λογική της ΟΝΕ ήταν να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στην προοπτική του νέου νομίσματος μιας ενωμένης Ευρώπης ώστε να ανταγωνισθεί το ευρώ το δολάριο σαν το δεύτερο ισχυρό διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Από εκεί και πέρα, η ΕΚΤ έχει βρεθεί στην ανάγκη να τυπώσει χρήμα κατά διαστήματα προκειμένου να στηρίξει τις χώρες του Νότου με αγορές κρατικών ομολόγων, ενδίδοντας μερικά στις πιέσεις των ανταγωνιστών της να υποτιμήσει το ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, θα έπρεπε να προβληματίσει τον Π.Α. το γεγονός ότι στην πρόσφατη κρίση χρεών της Ευρώπης, το ευρώ δεν υποτιμήθηκε.



Κλείνω το σημείωμα αυτό με μία φιλική παρατήρηση. Η παρακίνηση του Π.Α. όλα αυτά να κουβεντιαστούν εσωτερικά στον προσυνεδριακό διάλογο για να μην τραυματιστούν με σπασμωδικές κινήσεις οι σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με αδελφά κόμματα και τον ελληνικό λαό με βρίσκει εντελώς αντίθετο και τη θεωρώ εξόχως συντηρητική γιατί νομίζω υποτιμά τόσο την δυνατότητα συμμετοχής όσο και την ανάγκη των εργαζομένων να ζυμωθούν και να πεισθούν μέσα από ανοιχτές δημοκρατικές διαδικασίες για το ρεαλισμό και το δυναμικό στοιχείο της αλλαγής που όλοι ευελπιστούν πως κομίζει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Αν πραγματικά πιστεύουμε στο σοσιαλισμό, τότε ας μην υποτιμούμε την ωριμότητα και την κρίση των πολιτών στους οποίους απευθυνόμαστε και τους οποίους φιλοδοξούμε να εκπαιδεύσουμε και να ενεργοποιήσουμε στην υπόθεση του σοσιαλισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: