Παρακολουθώντας τόσο την “αντιπολιτευτική” δράση του Κουβέλη, όσο και το δημόσιο διάλογο των μελών της Δημοκρατικής Αριστεράς, έρχεται μοιραία στο μυαλό η εύστοχη έκφραση “πασόκοι με πολιτικά”* που κυκλοφορεί τις τελευταίες ημέρες από στόμα (με κακιά γλώσσα) σε στόμα. Πολύ φοβάμαι ότι ακόμη πιο εύστοχη θα ήταν “πασόκοι με στολή”, αλλά πριν γίνω τόσο κακός, ας αναγνώσουμε λίγο καλύτερα τα του οίκου, αλλά και της… γειτονιάς της “δημοκρατικής” αριστεράς.
Ο πρόεδρος και τα στελέχη της ΔημΑρ πασχίζουν να πείσουν με τα λόγια πως δεν ισχύει αυτό που ο κόσμος έχει τούμπανο: ότι δηλαδή σιγοντάρουν την πολιτική του ΠΑΣΟΚ και συντάσσονται (έστω και με σκεπτικισμό) με τις νεοφιλελεύθερες συνταγές του Μνημονίου. Η παρουσία του καταχειροκροτούμενου Παπανδρέου στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματος, υπήρξε ένα σαφέστατο επικοινωνιακό φάουλ, ενώ η ανάδειξη με το συντριπτικό (έως “αφρικανικό”) ποσοστό του 97,3% του μοναδικού υποψήφιου για την προεδρία, Φώτη Κουβέλη, δε δίνει αυτό που θα λέγαμε την καλύτερη εικόνα σε ένα κόμμα που θεμελιώνει τη δημοκρατία στην Αριστερά (σ.σ. σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους που, σύμφωνα με τα στελέχη της ΔημΑρ, είναι κρυπτοσταλινικοί, κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση). Παρόλο που ήδη από το καλοκαίρι, προσπαθώντας να αιτιολογήσουν την αποσχιστική τους ενέργεια και έχοντας εξασφαλίσει τις βουλευτικές έδρες μέσα από το ψηφοδέλτιο του Σύριζα, τάσσονταν ανοικτά ενάντια στον αριστερό ακτιβισμό, χαρακτηρίζοντάς τον συλλήβδην ως “μυωπικό αριστερισμό”, τα στελέχη και οι φίλοι της ΔημΑρ παίρνουν πλέον σαφέστατα θέση στον ιδιότυπο -αν και καθόλου πρωτότυπο- πόλεμο που έχει ανοίξει στο Σύριζα ειδικά, αλλά και στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά γενικότερα, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θεόδωρος Πάγκαλος. Πάντα όμως στα πλαίσια του “πολιτικού πολιτισμού” όπως θέλουν να βαφτίζουν τις παρεμβάσεις τους, που όλως τυχαίως έχουν σχεδόν πάντα στόχο τους πρώην συντρόφους τους και ελάχιστα έως και καθόλου την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Το κακό όμως είναι ότι επιμένουν στην προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι ασκούν αντιπολίτευση και -το χειρότερο- αναμένουν ότι θα πειστεί έστω και ένας σοβαρός παρατηρητής της πολιτικής πραγματικότητας. Έτσι λοιπόν, ας δεχτούμε ότι είναι “αριστερό” να αναζητούν το μεταρρυθμιστικό σοσιαλισμό στις παραγράφους του μνημονίου, ζώντας στη
σοσιαλδημοκρατική νιρβάνα και πιστεύοντας ότι
το πρόβλημα με την αστική τάξη είναι ότι “
δεν κάθεται ήσυχη, ακίνητη βρε αδερφέ, να την φορολογήσουμε“, όπως περιγράφει εύγλωττα ο
Ηρακλής Μπογδάνος. Δεκτό και το θερμό χειροκρότημα στον Παπανδρέου (αλλά και στο Παπαθεμελή και το Μάνο) στο ιδρυτικό τους συνέδριο. Όλα αυτά εντάσσονται ούτως ή άλλως στον “πολιτικό πολιτισμό”, με τη μορφή λογότυπου που συμβολίζει το κυρίαρχο κομματικό μάρκετινγκ της Δημ.Αρ.
Όταν όμως ξαμολιέσαι σε εφημερίδες, μπλογκ και ραδιόφωνα με χουλιγκάνικη διάθεση για τους (πρώην) συντρόφους σου και με τραμπουκική ορολογία που θα ζήλευε κι ο Πάγκαλος, τότε αναλαμβάνει η θυμοσοφία να σου χτυπήσει το καμπανάκι: μην χέζεις εκεί που τρως.
Όπως πάντα, το παιχνίδι του άθλιου ισοπεδωτισμού -ευθυγραμμισμένο με την παγκαλική ρητορική- άνοιξε ο μέντορας του Κουβέλη,
Λεωνίδας Κύρκος, με την περίφημη συνέντευξη στο Βήμα τις ημέρες του συνεδρίου της ΔημΑρ, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ
αποκάλεσε τα κινήματα πολιτικής ανυπακοής, νοσταλγούς του Μουσολίνι (
«Και ο Μουσολίνι καλούσε σε ανυπακοή»)
A. Νεφελούδης: "Αναρωτιέμαι αν στο ιδεολογικό οπλοστάσιο των παχυλά αμοιβόμενων συνδικαλιστών του ΣΥΝ, περιέχονται χειρονομίες και εκφράσεις σεξουαλικού περιεχομένου"
Ήταν να μη γίνει η αρχή. Μετά τον Κύρκο, σειρά πήραν στελέχη και φίλοι της ΔημΑρ, σκορπίζοντας το γέλιο (αλλά και την αηδία) στην
επίδειξη υπερβάλοντα ζήλου στη στρέβλωση και την κατασυκοφάντηση. Ανάμεσα στα όσα γράφτηκαν και ειπώθηκαν, ξεχωρίζει το άρθρο “
Η ιδεολογία του τραμπουκισμού, ο Συν-Σύριζα και οι παχυλά αμοιβόμενοι συνδικαλιστές του” τού
Ανδρέα Νεφελούδη (μέλος της ΔημΑρ και υποψήφιος δημάρχος Ν. Σμύρνης), όπου αφήνεται να εννοηθεί ότι ο Σύριζα στρατολογεί συνδικαλιστές του (παχυλά αμοιβόμενους) προκειμένου να βιαιοπραγούν, έχοντας ανάγει τον τραμπουκισμό σε συστατικό στοιχειο της δράσης του, συμπληρώνοντας μάλιστα ότι αυτό συμβαίνει ήδη από το 2008. Ένα άθλιο κείμενο που
θα έκανε τόσο τον Θεόδωρο Πάγκαλο όσο και τον Προκόπη Παυλόπουλο περήφανους για την πολιτική παρακαταθήκη τους. Περισσότερο έμπειρος στην πολιτική, ο
Θεόδωρος Μαργαρίτης, ελλίσσεται στις κακοτοπιές, όταν σε συνέντευξή του στον 984 επιχειρεί να
ταυτίσει τους αναρχικούς με τους χρυσαυγίτες, με αφορμή την (ομολογουμένως τραγική) εισβολή ομάδας αναρχικών στην ομιλία του Τζέιμς Γουότσον στην Πάτρα.
Ακόμη όμως κι αν υπάρχει όλη η καλή διάθεση να δεχτούμε ότι οι “ίσες αποστάσεις απέναντι στη βία” μπορούν να αποτελέσουν κεντρικό πολιτικό πρόταγμα και πως η κριτική προς τα αριστερά γίνεται “καλή τη πίστη”, είναι αδύνατο να προσπεράσουμε την νεοφιλελεύθερη στροφή που εμφανίζει δειλά-δειλά ο χώρος της ΔημΑρ, στην προσπάθεια
να υποστηριχθεί το -υποτιθέμενο- μεταρρυθμιστικό περιεχόμενο του Μνημονίου. Είναι γνωστό ότι από την αρχή η ΔημΑρ συντάχθηκε με την άποψη που θέλει την οικονομική κρίση να αποτελεί ιδιαίτερο ελληνικό φαινόμενο που ωφείλεται στην (άνευ πολιτικού προσήμου) κακοδιαχείριση και το “υπερτροφικό δημόσιο”. Μήνα με το μήνα, γίνεται φανερό ότι το περιεχόμενο του Μνημονίου δεν αποτελεί καν πρόβλημα, καθώς, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο
Γεράσιμος Γεωργάτος(μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΔημΑρ), στο μπλογκ του διευθυντή ειδήσεων του Mega,
aixmi.gr: “Οι ελληνικές δραματικές ιδιαιτερότητες και οι ευρωπαϊκές αδυναμίες δεν αντιμετωπίζονται με αντιμνημονιακές ιαχές που καλλιεργούν νοσταλγικές αυταπάτες”. Η τυπικά πασοκική γραμμή που θέλει όποιον αντιτίθεται στην πολιτική του μνημονίου, να το κάνει από συντηρητισμό και νοσταλγία του διεφθαρμένου παρελθόντος, αναλύεται διεξοδικά: “
Όποιος επιμένει να χαϊδεύει τα αυτιά του αριστερού κοινού (…)
καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι μπορεί η Ελλάδα να επανέλθει στην πρότερη κατάσταση της ασύδοτης δημόσιας και ιδιωτικής σπατάλης και προτείνει να οδηγηθεί «επαναστατικά» η χώρα σε πτώχευση και οι πολίτες σε εξαθλίωση, με τον αποκλεισμό της από κάθε μηχανισμό και δυνατότητα δανεισμού”.
Με λίγα λόγια η Δημοκρατική Αριστερά “απαγορεύει” την αντίδραση στο μεταρρυθμιστικό περιεχόμενο του μνημονίου, άσχετα από την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων. Άλλωστε, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αστική μας δημοκρατία είναι πλήρως διασφαλισμένη και απόλυτα λειτουργική. Κάτι που μας υπενθυμίζει εμμέσως η επίσημη ανακοίνωση της Δημ.Αρ. για την 44η επέτειο από τη Δικτατορία: «Η 44ή επέτειος της επιβολής της χούντας των συνταγματαρχών βρίσκει τη χώρα σε μια κρίσιμη καμπή και την κοινωνία αντιμέτωπη με το φάσμα της χρεοκοπίας. Ο φόβος για το αύριο έχει δημιουργήσει συνθήκες έντονης απογοήτευσης για τους πολίτες. Οι συγκρίσεις με το 1967, όμως, σε κάθε περίπτωση είναι άστοχες και ιστορικά λαθεμένες».
Έως και οι ΟΠ εμφανίζονται με πιο ριζοσπαστικό πρόσωπο απέναντι στην νεοφιλελεύθερη επίθεση του ΠΑΣΟΚ, διαχωρίζοντας τις θέσεις (και τις σχέσεις) τους από την ΔημΑρ. Ορθώς δε, διαμαρτύρονται για τη φίμωση που δέχονται σε σχέση με το νεότευκτο κόμμα Κουβέλη από τα καθεστωτικά ΜΜΕ, τα οποία τους θυμούνται μόνο όταν υπάρχει κάποια νέα δήλωση Τρεμόπουλου για το Σκοπιανό και την κόντρα του με τον Ψωμιάδη.
Τα νέα όρια του ρεφορμισμού
Ο προσχηματικός (επίσημος) αντιπολιτευτικός λόγος της ΔημΑρ
ακολουθεί κατά πόδας τις επιλογές του ΠΑΣΟΚ. Κάθε φορά που η κυβερνηση οπισθοχωρεί ένα βήμα σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά και εργασιακά κεκτημένα, από πίσω της ακολουθεί ο Κουβέλης. Όταν ήρθε το Μνημόνιο το ζήτημα για τη ΔημΑρ ήταν το πώς θα “μοιραστεί” στους πολίτες. Όταν άρχισαν να πετσοκόβονται μισθοί και συντάξεις, η Δημοκρατική Αριστερά έβγαλε ανακοινώσεις συμπαράστασης στους χαμηλόμισθους. Όταν έπεσε στο τραπέζι η δημόσια περιουσία, ο Κουβέλης την υποδέχτηκε με έναν ελαφρύ σκεπτικισμό (σε ό,τι αφορά τις ΔΕΚΟ και το περιβάλλον), φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να παραδεχτεί ότι “
δεν είναι ταμπού η εκποίηση“. Όταν προστέθηκαν τα 26 δισεκατομμύρια καπέλο στα μέτρα και πάλι η ρητορική εξαντλήθηκε σε… πράξεις διαίρεσης. Αύριο, μεθαύριο, με την πλήρη κινεζοποίηση της εργασίας ποια θα είναι η νέα “κόκκινη γραμμή” της ΔημΑρ; Η αργία του Σαββατοκύριακου;
Αυτό δεν είναι ρεφορμισμός, παρά μόνον άτακτη υποχώρηση.
Η πραγματικότητα ωστόσο είναι ακόμη χειρότερη. Αν παρακολουθήσει κάποιος τον εσωτερικό και δημόσιο διάλογο μεταξύ στελεχών και φίλων του κόμματος, μάλλον θα ανατριχιάσει στη διαπίστωση ότι η κριτική που ασκείται στο ΠΑΣΟΚ έρχεται από τα δεξιά του. Καρικατούρες βγαλμένες από τα κόμικ του σημιτικού εκσυγχρονισμού ασκούν κριτική στη ΔημΑρ για “στρογγύλεμα των θέσεών της”. Υποστηρίζουν ότι πρέπει να απαλλαγούμε από το ΠΑΣΟΚ όχι γιατί υπέγραψε το Μνημόνιο, αλλά γιατί είναι ανίκανο να το εφαρμόσει αποτελεσματικά. Από εμμονικοί έως κατευθυνόμενοι αναλυτές των κυρίαρχων μίντια, όπως Μανδραβέλης, Σωμερίτης, Πρετεντέρης, Μαρίνος, Γεωργελές κ.α., δεν θα μπορούσαν να φανταστούν τόσο προνομιακή θέση στο κοινό του δικομματισμού όσο σε εκείνο της αυτοαποκαλούμενης “Δημοκρατικής Αριστεράς”. Γνήσιοι παρακολουθητές της νεοσυντηρητικής προπαγάνδας και ακούσιοι συμμέτοχοι στο “Δόγμα του Σοκ”, τα μέλη της ΔημΑρ αναπαράγουν την επικοινωνιακή μέθοδο του “πολιτικά ορθού” καταγγελτισμού προς κάθε αριστερό ανάχωμα μπροστά στην άτακτη υποχώρηση της εργασιακής πραγματικότητας έναν ολόκληρο αιώνα πίσω. Κάθε αντίδραση στην εφαρμογή του μνημονίου ταυτίζεται με συντηρητισμό που επιζητεί να μην αλλάξει τίποτε. Κάθε ταξική ανάλυση βαφτίζεται προγονολατρία. Κάθε τοπική συλλογικότητα αποδίδεται εντελώς ανεγκέφαλα την ακροδεξιά. Κάθε ακτιβισμός τυποποιείται στην κατηγορία “τυφλη βία” κατά… ΕΛΟΤ! Ο παγκαλική ρητορεία βρίσκει ένθερμους υποστηρικτές στο χώρο αυτό και ταυτόχρονα η ίδια ακριβώς δικομματική μυωπία απέναντι στα ιστορικά προεόρτια του Δεκέμβρη του 2008 μετατρέπεται σε πλήρη τύφλωση στην παρούσα ιστορική πραγματικότητα.
Ο Γιώργος Παπανδρέου θεωρείται από ανθρώπους της ΔημΑρ απαράδεκτα... "αντιμνημονιακός"
Η ομολογία ότι “
αν το Μνημόνιο κρινόταν από εμάς, θα το ψηφίζαμε” που γίνεται στην συνέδριο της ΔημΑρ από τον
Μάνο Ματσαγγάνη είναι αποκαλυπτική των εσωτερικών πολιτικών διεργασιών. Στο πνεύμα του απολίτικου μεταρρυθμισμού, σε συνάρτηση με τη μονίμως υποβόσκουσα σταλινική παράδοση του χώρου της “ανανεωτικής αριστεράς”, έχει οδηγήσει τα μέλη της να αναζητούν πρωτοπορίες σε ακραία συντηρητικές νεοκαπιταλιστικές εφαρμογές και σε πρόσωπα-ηγέτες ικανά και αποφασιστικά να τις υλοποιήσουν.
Η πλήρης απονεύρωση του πολιτικού λόγου από τα νοήματά του, έχει αντικαταστήσει ακόμη και αυτή τη δύσμοιρη ζύμωση σε ένα τμήμα της Αριστεράς, με την παραγωγή πολιτικού μάρκετινγκ σε επιτελικό επίπεδο. Πλέον, ο πολιτικός λόγος υποκαθίσταται από μότο κενά ουσιαστικού περιεχομένου κατασκευασμένα από μία ελίτ (ή αν προτιμάτε αυτοθεωρούμενη ελίτ), που θα μπορούσαν να διαφημίζουν από παιδικές τροφές έως ασφαλιστικές υπηρεσίες, ή ακόμη και να φιλοξενούνται σε πολύχρωμα “bumper stickers”. «Προοδευτικός Μεταρρυθμισμός ή Αριστερίστικος Λαϊκισμός», «Οικονομική Διακυβέρνηση ή Εθνικιστική Υστερία», «Νομιμοφροσύνη ή Βία», θα μπορούσαν να αποτελούν συνθήματα στους τοίχους ενός μεταμοντέρνου καπιταλιστικού σχολείου και όχι διλήμματα ενός γνήσια Αριστερού σχηματισμού.
Φαίνεται, τέλος, ότι το μεγαλύτερο μειονέκτημα της “ανανεωτικής αριστεράς”, η άκαιρη ερμηνεία της πολιτικής πραγματικότητας, δεν την έχει εγκαταλείψει. Από το “γιατί δεν θα γίνει δικτατορία” του 1967, έως το φλερτ με το “πείραμα Μαρκεζίνη”, ο χώρος της “ανανέωσης” πάσχει εμφανώς στον τομέα του συγχρονισμού. Το ίδιο και σήμερα, σε καιρούς κατάρρευσης του μεταρρυθμιστικού μύθου της διακυβέρνησης Σημίτη και της καταβαράθρωσης του μνημονιακού προτάγματος, ψάχνει το σκουπιδοτενεκέ του πολιτικοϊστορικού γίγνεσθαι για γκουρμέ αποφάγια.
Υπάρχει κοινό;
Η μετεκλογική μεθόδευση του σχηματισμού της Δημοκρατικής Αριστεράς από την ετερόκλητη κοινοβουλευτική ομάδα που τη συγκρότησε αρχικά, δεν αφήνει αμφιβολίες σχετικά με τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες που κρύβονται πίσω από αυτήν την κίνηση. Δεύτερο βήμα, η αναζήτηση ενός κοινού έτοιμου να δεχτεί τις αυτάρεσκες και αυτοπροσδιοριζόμενες “προοδευτικές”, πλην εντυπωσιακά ρηχές, κατευθύνσεις της ΔημΑρ. Η καλπάζουσα σήψη του πολιτικού (και όχι μόνο) σκηνικού σίγουρα απελευθερώνει κοινωνικές ομάδες προς αναζήτηση νέας κομματικής στέγης. Τα υπόλοιπα είναι θέμα πολιτικού μάρκετινγκ, όπως ανέφερα παραπάνω.
Ένα ελιτίστικο τμήμα προοδευτικών (άνθρωποι ανώτερης κοινωνικής τάξης που αντιλαμβάνονται την αριστερά με ηθικοπλαστικούς όρους και λιγότερο με πολιτικούς) αλλά καιαπογοητευμένοι νοσταλγοί της σημιτικής παντοκρατορίας, αποτελούν αναμφίβολα τον πλέον προνομιακό χώρο έκφρασης της ΔημΑρ. Από δίπλα και ένα τμήμα φιλελεύθερων δεξιών που απεχθάνονται την υποκρισία και τον παραγοντισμό της Μπακογιάννη και ψάχνονται μεταξύ Στέφανου Μάνου και Ανδρέα Ανδριανόπουλου, Γιώργου Παπανδρέου και Αλέκου Παπαδόπουλου, για τον καλύτερο εκφραστή του λεγόμενου “υγιούς καπιταλισμού”.
Με λίγα λόγια η ΔημΑρ δεν αποτελεί ισχυρό διασπαστικό φορέα στο χώρο της πολιτικής Αριστεράς, κάτι που υποδεικνύει και η χαμηλότατη δημοσκοπική της επιρροή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν συμβάλει με την ύπαρξή της και μόνο στη γενικότερη εικόνα ενός παζλ αταίριαστων κομματιών, ενώ ταυτόχρονα δεν πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος της στο χρόνιο αποσυντονισμό της αριστερής πολιτικής έκφρασης. Το 30% των απογοητευμένων από το σύνολο της πολιτικής ψηφοφόρων, βρίσκουν έναν ακόμη λόγο να μην πλησιάζουν την Αριστερά και ούτε να αναζητούν στήριξη στους ταξικούς τους συμμάχους. Οι υποψιασμένοι, που δεν ικανοποιούνται από τις -σε μεγάλο βαθμό προκάτ- αναλύσεις της κοινοβουλευτικής αριστεράς, ακόμη και οι ριζοσπαστικοποιημένοι που όμως αμφισβητούν τις ικανότητες και την αποτελεσματικότητα των εξωκοινοβουλευτικών κλειστών επαναστατικών κλαμπ και των “αμόλυντων” μαρξιστών, έρχονται αντιμέτωποι με μία ακόμη τραγελαφική ενδοαριστερή κόντρα που απαξιώνει συνολικά το χώρο. Η χρήση “πολιτικά ορθής” επιχειρηματολογίας είναι τόσο εμφανώς ρηχή και εμπαθής, ώστε να επιδεινώνει τη γενικότερη αίσθηση ενός μικροκομματικού κατιναριού επαγγελματιών “αριστερών” και πολιτικών καιροσκόπων, αφόρητα ανίκανων να αποτελέσουν ελπίδα για μία διέξοδο με τη συμμετοχή λαϊκών μαζών.
(*) Την έκφραση “πασόκοι με πολιτικά” τη διάβασα σε αυτό εδώ το μπλογκ πρώτη φορά από τον φίλο Capybara, αν ως “πνευματικός πατέρας” της έκφρασης φέρεται ο καθηγητής Γ. Ρούσσης. Όπως και να έχει τις τελευταίες ημέρες υιοθετείται από ολοένα και περισσότερους.
Ζαphod