Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζαχαριάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζαχαριάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

KKE και Μακεδονικό ζήτημα: αντιϊμπεριαλισμός, διεθνισμός και διαχείριση κενών συμβόλων (από την ΑΥΓΗ)



Του Χριστόφορου Βερναδάκη - Η στάση των πολιτικών δυνάμεων ενώπιον των νέων όρων του πολιτικού ανταγωνισμού αποτελούν αντικείμενο κριτικής και αναστοχασμού. Και σε αυτήν τη διαδικασία η στάση του ΚΚΕ, ως του παλαιότερου ενεργού πολιτικού παράγοντα στην ιστορική διαδρομή του Μακεδονικού ζητήματος, χρήζει ιδιαίτερης ενασχόλησης. Κυρίως γιατί με τις οβιδιακές μεταμορφώσεις των θέσεών του για το ζήτημα, βρίσκεται πλέον ενώπιον της ιστορίας του.
Του Χριστόφορου Βερναδάκη 
                                                                                                                   
«Υποστηρίζουμε ότι οι Σλαβομακεδόνες που υπάρχουν στην Ελλάδα πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα που έχουν όλοι οι Έλληνες πολίτες. Να έχουν το δικαίωμα να μιλούν και να καλλιεργούν τη γλώσσα τους, τις παραδόσεις τους, τον πολιτισμό τους, τους χορούς και τα τραγούδια τους. Καμία διάκριση να μην υπάρχει. Αυτή μας η θέση πηγάζει απ' όλη την ιστορία του ΚΚΕ. Παλέψαμε και παλεύουμε ενάντια σε όλες τις διακρίσεις».

«Εμείς πήγαμε στο εκτελεστικό απόσπασμα για τους Σλαβομακεδόνες, υπερασπιζόμενοι τα δικαιώματά τους».

Χαρίλαος Φλωράκης, Συνέντευξη στην εφημερίδα «Νόβα Μακεντόνιγια», 06-05-1998

Εισαγωγή
Η συμφωνία των Πρεσπών εγκρίθηκε από τη Βουλή, ωστόσο το μέτωπο της πολιτικής σύγκρουσης παραμένει ανοικτό και διαπερνά το κομματικό σύστημα, με ανατροπές και ανακατατάξεις. Η στάση των πολιτικών δυνάμεων ενώπιον των νέων όρων του πολιτικού ανταγωνισμού αποτελούν, όπως είναι προφανές, αντικείμενο κριτικής και αναστοχασμού. Και σε αυτήν τη διαδικασία η στάση του ΚΚΕ, ως του παλαιότερου ενεργού πολιτικού παράγοντα στην ιστορική διαδρομή του Μακεδονικού ζητήματος, χρήζει ιδιαίτερης ενασχόλησης. Κυρίως γιατί με τις οβιδιακές μεταμορφώσεις των θέσεών του για το ζήτημα, βρίσκεται πλέον ενώπιον της ιστορίας του. Επίσης, στην εξέλιξη των θέσεων αυτών, αντικατοπτρίζονται με τον εναργέστερο τρόπο οι ανηφορικές στενωποί που διήνυσε το Μακεδονικό στο πέρασμα του χρόνου, από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα.
Ας θέσουμε λοιπόν εισαγωγικά κάποια σχεδόν ρητορικά ερωτήματα, για να ανιχνεύσουμε καταρχήν τις αντιφάσεις που προέκυψαν από τις πρόσφατες τοποθετήσεις των εκπροσώπων του ΚΚΕ σε αντιπαράθεση με θέσεις που πήρε το ιστορικό αυτό κόμμα στο πολύ πρόσφατο παρελθόν.
- Το 1992 ήταν το μόνο κόμμα που είχε αντιδράσει στη λογική των συλλαλητηρίων και τη γνωστή πολιτική κερδοσκοπία των εθνικιστικών κύκλων. Πότε το ΚΚΕ είχε λάθος πολιτική, τότε που στρέφονταν κατά του εθνικισμού ή σήμερα που παρά τον αντιιμπεριαλιστικό βερμπαλισμό, αντικειμενικά συμπλέει μαζί του; Τότε δεν υπήρχαν «ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί», αλλά αναδύθηκαν όταν η Κυβέρνηση ανέλαβε την πρωτοβουλία επίλυσης του Μακεδονικού ζητήματος;
- Αμφισβητείται η γενική πολιτική βούληση του γειτονικού κράτους για την ένταξή του στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση; Αν ναι, πώς θεωρεί το ΚΚΕ ότι μπορεί να επέμβει στη βούληση αυτή ένα άλλο κράτος;
- Αν δεχτούμε ότι η Συμφωνία αυτή δεν είναι επιλογή της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά εκπορεύεται και εξυπηρετεί μόνον τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ο καταλληλότερος τρόπος αντίδρασης είναι εμείς ως άλλη χώρα να μην προχωρήσουμε σε μία Συμφωνία αλλά να αφήσουμε τη χώρα αυτή «εργαλείο» στα χέρια τους;
- Το ΚΚΕ στις θέσεις του στρέφεται ενάντια στον «ιμπεριαλισμό» του μικρού κράτους της Βόρειας Μακεδονίας, το οποίο μάλιστα εμφανίζει και «αλυτρωτικές βλέψεις» έναντι της Ελλάδας, δηλαδή εδαφικές διεκδικήσεις. Αυτή ακριβώς όμως είναι και η θέση του ελληνικού εθνικισμού που, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, υιοθετήθηκε από όλες τις εκδοχές του αντιπολιτευόμενου πολιτικού προσωπικού. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα, γιατί και πώς το ΚΚΕ που αναφέρεται στη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό, δεν αντιλαμβάνεται ότι το σχήμα του οδηγεί σε υπόκλιση στον εθνικισμό;
- Υπάρχει κάποια θέση στο σχήμα του ΚΚΕ εκτός από το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, τους Έλληνες και τους «ΠουΓουΔουΜίτες» ιμπεριαλιστές που καταγγέλλει, για το ρόλο που παίζουν οι ιμπεριαλισμοί της Ρωσίας και της Κίνας, καθώς και οι «υποϊμπεριαλισμοί» της Τουρκίας, της Αλβανίας και της Βουλγαρίας στην περιοχή;
- Τι γνώμη έχει το εργατικό κίνημα της Βόρειας Μακεδονίας ή κόμματα του αριστερού τόξου ή κοινωνικές δυνάμεις, απέναντι στους οποίους θα μπορούσαμε να εκφράσουμε τη διεθνιστική μας αλληλεγγύη; Και επανερχόμενοι στο προηγούμενο ερώτημα των ευρύτερων ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων στην περιοχή, πότε οι υποτελείς τάξεις της Ελλάδας χάνουν περισσότερο; Με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των οπαδών της Συμφωνίας που ευνοούν μια σταθερότητα στα Βαλκάνια ή με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς αυτών που καταπολέμησαν τη συμφωνία και επωφελούνται από τη διατήρηση της αστάθειας; Οι εργατικές τάξεις της Βόρειας Μακεδονίας και της Ελλάδας χάνουν περισσότερα με καθεστώς ειρήνης, συνανάπτυξης και σταθερότητας στα Βαλκάνια ή με καθεστώς αστάθειας, αναταραχής και πολιτικής ακραίων εθνικισμών;
- Τέλος, ένα ερώτημα – κλειδί για τη στάση του ΚΚΕ: Εφόσον απορρίπτει ως απαράδεκτο και «αλυτρωτικό» τον όρο Μακεδόνες, πώς προτείνει να λέγονται οι βόρειοι γείτονες και το κράτος τους, ώστε να μπει φραγμός στα ιμπεριαλιστικά σχέδια ένθεν κακείθεν;

Οι πρόσφατες θέσεις του ΚΚΕ για το μακεδονικό

Στις θέσεις του 1992-93 το ΚΚΕ συγκρούεται με τον εθνικισμό, δεν υπογράφει την κοινή δήλωση των Αρχηγών των κομμάτων, δεν θέτει θέμα εθνικότητας ή γλώσσας και θεωρεί το όνομα ως δευτερεύον ζήτημα που έχει μόνο γεωγραφική έννοια. Επισημαίνει με αφορμή τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας τον υπαρκτό κίνδυνο γενικής αμφισβήτησης των συνόρων στα Βαλκάνια. Εξαρχής δε, καταγγέλλει τον ρόλο του Ευρωπαϊκού και αμερικανατοϊκού ιμπεριαλισμού στην περιοχή.
Το 1993 το ΚΚΕ ασκεί κριτική στην ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΝ, ότι επικεντρώνονται στο όνομα Μακεδονία και στα παράγωγά του, αντί να αναζητηθεί μια συμφωνία κατοχύρωσης της ασφάλειας και της εθνικής κυριαρχίας με το νέο κράτος.
Το 1995 το ΚΚΕ είχε ζητήσει από την κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει τις θέσεις της πάνω στο Μακεδονικό, είχε καταγγείλει την Πολιτική Άνοιξη του Αντ. Σαμαρά ως επικίνδυνη για τα εθνικά θέματα και είχε χαιρετίσει την αλλαγή προς τη σωστή κατεύθυνση της θέσης του ΣΥΝ.
Κορυφαία στιγμή της πρόσφατης ιστορικά πολιτικής του ΚΚΕ στο μακεδονικό είναι η επίσκεψη του Χαρίλαου Φλωράκη στα Σκόπια τον Μάη του 1998 και η συνάντησή του με τον Κίρο Γκλιγκόροφ και στελέχη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Σε εκείνη την περίπτωση οι αναφορές του ΚΚΕ περί «φιλίας των λαών» είχαν όντως υποστασιοποιηθεί πολιτικά στην πράξη.
Μέχρι το 2011 το ΚΚΕ καταγγέλλει τη στασιμότητα στις διαπραγματεύσεις, συνεχίζει να υποστηρίζει την ορθή θέση περί ονοματολογίας και μιλά για πνεύμα φιλίας και συνεργασίας με τους βόρειους γείτονες. Το κόμμα εμφανίζεται επιφυλακτικό στη χρήση του όρου «Σλαβομακεδονία» και «Σλαβομακεδόνες», με το σκεπτικό ότι δεν καλύπτει την αλβανική μειονότητα της γειτονικής χώρας. Η χρήση του όρου «Σκοπιανοί» δεν γίνεται δεκτή και μάλιστα αποδομείται με ευστοχία στη Βουλή από την τότε ΓΓ Α. Παπαρήγα.
Από το 2011 και μετά το ΚΚΕ «ανακαλύπτει» προβλήματα με τη γλώσσα και την εθνότητα υπό το πρόσχημα ότι η επιβολή τους αποτελεί κεντρική πολιτική της αστικής τάξης της Βόρειας Μακεδονίας. Διαβλέπει σε αυτό κίνδυνο για ανάλογες διεκδικήσεις και άλλων μειονοτήτων στη Βαλκανική και θεωρεί ότι δημιουργούνται ευκαιρίες παρέμβασης του Ιμπεριαλισμού για αποσταθεροποίηση της περιοχής. Έτσι η Λ. Κανέλλη μπορεί άνετα πλέον να αποκαλεί τους Βορειομακεδόνες «Σκοπιανούς» χωρίς κανείς από την ηγεσία του ΚΚΕ, ούτε καν η Α. Παπαρήγα, να εκφράζει την παραμικρή ενόχληση.
Η σημερινή θέση του ΚΚΕ, αναφανδόν απορριπτική για τη Συμφωνία των Πρεσπών, διαμορφώνεται σε τρεις κεντρικούς άξονες:
α) αναφέρεται στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως παράγοντες αποσταθεροποίησης, με τα γνωστά αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα,
β) αναφέρεται στην Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όπου την χαρακτηρίζει όχημα υλοποίησης της στρατηγικής του νατοϊκού ιμπεριαλισμού αφενός και αφετέρου μέσο προώθησης των άμεσων συμφερόντων της αρπακτικής πολιτικής της ελληνικής αστικής τάξης και,
γ) αναφέρεται στον αλυτρωτικό εθνικισμό των γειτόνων με αιχμή τη μακεδονική γλώσσα και την εθνοτική ταυτότητα, που εγκυμονούν κινδύνους για τη σταθερότητα στην περιοχή.
Το ΚΚΕ κρατώντας τον βερμπαλισμό μιας δήθεν «μαρξιστικής προσέγγισης» για τον ιμπεριαλισμό, βλέπει τη Συμφωνία ως ένα βήμα του ελληνικού μονοπωλιακού καπιταλισμού και του ελληνικού χρηματιστικού κεφαλαίου που θέλει «να ποδηγετήσει» το μικρό λαό και τα ταυτοτικά του χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα όμως, αρνούμενο την αναγνώριση αυτών των ταυτοτικών χαρακτηριστικών, όπως ακριβώς κάνει και ο ελληνικός μονοπωλιακός καπιταλισμός, αναγνωρίζει και καταγγέλλει τον «ιμπεριαλισμό» του μικρού κράτους της Βόρειας Μακεδονίας, το οποίο μάλιστα εμφανίζει και «αλυτρωτικές βλέψεις» έναντι της Ελλάδας.
Τι από τα δύο άραγε συμβαίνει κατά το ΚΚΕ;
Πρόκειται ίσως για επανάληψη ενός φαινομένου που υπήρξε συχνό στα μεταπολεμικά γραφειοκρατικά σταλινικά κόμματα. Η θεωρία να είναι μια δογματική παράταξη λέξεων, όρων, εκφράσεων, χωρίς εσωτερική συνοχή, και κυρίως χωρίς συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένης κατάστασης, κάτι που θα την συνέδεε οργανικά με την παραγωγή πολιτικής γραμμής. Η θεωρία είναι ένα άλλοθι συμβολισμών που νομιμοποιεί στο κομματικό ιερό τις πολιτικές μετατοπίσεις.
Το αποτέλεσμα είναι ένας πολιτικο-θεωρητικός λαβύρινθος. Στην ανάλυση του ΚΚΕ έχουμε και πάλη των τάξεων και καταπίεση λαών, αλλά και διαπάλη κρατών – εθνών. Ανάλογα με το κείμενο ή την τοποθέτηση αλλάζει και η πρωτοκαθεδρία. Αν αφαιρεθεί η αντιιμπεριαλιστική και ταξική αντικαπιταλιστική επίφαση, δεν μένει παρά η ταύτιση με τα συνθήματα του ελληνικού εθνικισμού στις πιο ακραίες του εκδοχές.
Και η ταύτιση αυτή παράγει ευθέως και μια σειρά σκόπιμων διαστρεβλώσεων της πραγματικότητας, όπως της Α. Παπαρήγα που ισχυρίστηκε στη Βουλή ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε τη θέση για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό μετά τη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008. Τη θέση για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό ο ΣΥΝ την υιοθέτησε από το 1992 και μάλιστα πριν την υιοθετήσει το ΚΚΕ. Ο ΣΥΝ εξάλλου είχε υποστηρίξει το «Πακέτο» Πινέϊρο, το οποίο είχε απορρίψει το ΚΚΕ.

Η λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού και οι αντι-λενινιστικές θέσεις του σημερινού ΚΚΕ

Το βασικό άλλοθι των μεταπτώσεων του ΚΚΕ είναι βεβαίως η επίκληση του «ιμπεριαλισμού» και των επιδιώξεών του στην περιοχή. Τι είναι όμως ο «ιμπεριαλισμός» στην αντίληψη του σημερινού ΚΚΕ; Ας ξαναπιάσουμε λίγο το νήμα της έννοιας αυτής.
Το 1916 ο Β. Ι. Λένιν εξέδωσε μια μπροσούρα με τον τίτλο «Ιμπεριαλισμός, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού». Εκεί αναπτύσσονται σημαντικά θεωρητικά ζητήματα, με άμεση επίδραση στην πολιτική του 20ου αιώνα.
Η κεντρική ιδέα της λενινιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού συνοψίζεται στο ότι «ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνή τραστ και έχει τελειώσει το μοίρασμα όλων των εδαφών της γης από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες». Και αλλού, «μοίρασμα των αγορών σημαίνει και εξαγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων …», μία βασική μαρξική αρχή.
Αντίθετα με τις τότε αντιλήψεις περί του ιμπεριαλισμού, έννοιας που επινόησε ο Τζων Ά. Χόμπσον, ο λενινιστικός ιμπεριαλισμός είναι πάνω απ’ όλα μονοπωλιακός καπιταλισμός με βασικά χαρακτηριστικά: α) τη συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που έχουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή και, β) τη συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Στον λενινιστικό ιμπεριαλισμό «εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτά η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων. Συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο» και, τέλος, «έχει τελειώσει το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές δυνάμεις».
Με τον «ιμπεριαλισμό» του ο Λένιν εισάγει δύο ακόμα εννοιολογικές καινοτομίες, τη θεωρία της ανισόμετρης ανάπτυξης των καπιταλιστικών χωρών και τη θεωρία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, με την επαναστατική πολιτική δράση να στοχεύει στον πιο αδύναμο κρίκο αυτής της αλυσίδας.
Οι άμεσες συνέπειες αυτής της λενινιστικής ανα-θεώρησης της έννοιας του ιμπεριαλισμού εμφανίζονται: α) σε θεωρητικό επίπεδο, όπου με την έννοια του μονοπωλίου διευρύνεται το μαρξικό υπόδειγμα από το πεδίο της παραγωγής στο πεδίο της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και, β) σε πολιτικό επίπεδο, όπου με τη θεωρία του αδύναμου κρίκου καταφέρνει να οδηγήσει το ρωσικό προλεταριάτο σε συμμαχία με την αγροτιά στην Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ο λενινιστικός ιμπεριαλισμός λοιπόν συνιστά τομή τόσο με τις απόψεις του Χόμπσον που σχετίζονται με τη «χιλιομετρική» εδαφική επιρροή των αυτοκρατοριών ή των αποικιοκρατικών δυνάμεων, όσο και με τα θεωρητικά τυπολογικά σχήματα και προσεγγίσεις που αναπτύχθηκαν αργότερα για να συμπεριλάβουν το σχήμα των διεθνών σχέσεων, αντιθέσεων και συσχετισμών μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Για τον Λένιν (και τον μαρξισμό γενικότερα) ο ιμπεριαλισμός - στην ουσία του - δεν είναι εξωτερική πολιτική, δεν είναι «πάλη κρατών», δεν είναι διακρατικές σχέσεις, δεν είναι στρατιωτικές επεμβάσεις, δεν είναι οι “μεγάλες χώρες” έναντι των «μικρών». Αυτά υπήρχαν και πριν τον ιμπεριαλισμό - μονοπωλιακό καπιταλισμό. Αυτά τα χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού περιγράφονται και στην προ-μαρξιστική ιστοριογραφία όπου π.χ. η αρχαία Ρώμη, η Αραβική Αυτοκρατορία του Ισλάμ, η Αυστρο-ουγγρική αυτοκρατορία ή η Μ. Βρετανία ορίζονται ως ιμπεριαλιστικά, δηλαδή ως «επιθετικά» κράτη, χωρίς τις απαραίτητες ουσιαστικές διαφοροποιήσεις και με τα ίδια μεθοδολογικά εργαλεία.
Οι επεμβάσεις και οι διακρατικές σχέσεις στον ιμπεριαλισμό προκύπτουν ως αποτέλεσμα (και όχι ως αιτία) της ιμπεριαλιστικής ανάπτυξης, δηλαδή της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε μια συγκεκριμένη ιστορική φάση. Προφανώς στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού συστήματος υπάρχουν ανισομέρειες, αλλά αυτές δεν αφορούν το ζήτημα αν η μία η άλλη χώρα είναι ιμπεριαλιστική η όχι αλλά τον συσχετισμό μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Η θεωρία του ιμπεριαλισμού επηρέασε όχι μόνο την επιστημονική ανάλυση της κατάρρευσης των αυτοκρατοριών, αλλά έπαιξε σημαντικό ρόλο στο τελευταίο κύμα ανάδυσης εθνών - κρατών στον 20ο αιώνα με την αποσάθρωση της αποικιοκρατίας και την αυτοδιάθεση των λαών. Θα αφήσουμε κατά μέρος τη νεότερη συζήτηση στο πεδίο του μαρξισμού για τον ιμπεριαλισμό ως σταδίου του καπιταλισμού και θα παραμείνουμε στην κλασική προσέγγιση την οποία χρησιμοποιεί με εργαλειακό τρόπο το ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ στη δική του ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό, όπως την εξειδικεύει στην περίπτωση του «μακεδονικού», είναι περισσότερο κοντά στις αστικές ερμηνείες του «ιμπεριαλισμού» παρά τον φανατικό «αριστερό» βερμπαλισμό με τον οποίον τις επενδύει. Στην ανάλυση του ΚΚΕ οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί (ΝΑΤΟ, ΕΕ) διατάζουν και τα κράτη – μαριονέττες εφαρμόζουν. Οι επεμβάσεις, οι συμφωνίες και οι διακρατικές σχέσεις δεν είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας καπιταλιστικής ανάπτυξης και παραγωγικών σχέσεων και συσχετισμών στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού, αλλά η αιτία. Όλα τα γεγονότα που εξελίσσονται ως «στιγμές» της ταξικής πάλης και των ταξικών ανταγωνισμών σε ένα κοινωνικό σχηματισμό, για το ΚΚΕ δεν είναι παρά η στιγμή μιας «εξωτερικής βούλησης» ενός υπερεθνικού οργανισμού. Ο εξωτερικός παράγων είναι ο κυρίαρχος και η πάλη των τάξεων αντικαθίσταται από την πάλη των κρατών.
Την ίδια κακομεταχείριση επιφυλάσσει το ΚΚΕ και στη λενινιστική προσέγγιση για την αυτοδιάθεση των λαών, προσφεύγοντας σε σοφιστείες μανιχαϊστικού τύπου. Από τις θέσεις του προκύπτει ότι ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός είναι θεμιτός αν είναι «ανεξάρτητος» και επιλέγεται «αυτοβούλως» από έναν λαό ή μία υπό διαμόρφωση εθνική οντότητα, χωρίς παρεμβάσεις άλλων εθνικών κρατών ή διεθνών παραγόντων. Αντίθετα, αν επιδρούν στη διαδικασία αυτή παράγοντες του διεθνικού πλαισίου διακρατικών σχέσεων και συσχετισμών, όπως οι διεθνείς οργανισμοί επί παραδείγματι, τότε η διαδικασία αυτή είναι εξυπηρέτηση ιμπεριαλιστικών σχεδίων και συνεπώς καταδικαστέα.
Αφήνοντας στην άκρη το γεγονός ότι η «αυτοδιάθεση» στην περίπτωση των γειτόνων μας έχει τεθεί πολύ πριν ιδρυθούν το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η προσέγγιση του ΚΚΕ εκτός από αντι-μαρξιστική είναι και καθαρά μεταφυσική. Ουδέποτε μία ιστορική διαδικασία «αυτοδιάθεσης» ολοκληρώθηκε σε συνθήκες γεωπολιτικού κενού. Τα εθνικά μορφώματα πέρασαν διαδοχικά από ιστορικά στάδια ετεροπροσδιορισμού και αυτοπροσδιορισμού. Αυτή την τελευταία έννοια του αυτοπροσδιορισμού οι θεωρητικοί του ΚΚΕ την απορρίπτουν αναφανδόν, ακόμα και αν λειτουργεί σε ένα διαλεκτικό πλαίσιο υλικής ιστορικής συγκυρίας.

«Ο λόγος μας συμβόλαιο;»

Ο Δ. Κουτσούμπας στις 19-01-2018 σε συνέντευξη στον Real FM είχε δηλώσει ότι «θα πρέπει να ξεφύγουμε από αυτή την στείρα ονοματολογία. Ήταν πάγια θέση του ΚΚΕ, από το 1992. Ο όρος “Μακεδονία”, εάν χρησιμοποιηθεί στην ονομασία της γειτονικής δημοκρατίας, θα πρέπει να έχει αυστηρά γεωγραφικό προσδιορισμό».
Μιλώντας όμως στη Βουλή ο Δ. Κουτσούμπας μετατοπίζεται (προς τα δεξιά βεβαίως) και ασκεί κριτική στη συμφωνία των Πρεσπών γιατί δεν επιλύει άμεσα το θέμα του αλυτρωτισμού με τις απαραίτητες αλλαγές στο σύνταγμα της ΠΓΔΜ (!) και επιπλέον η Κυβέρνηση αποδέχεται τις «ανιστόρητες θέσεις περί μακεδονικού έθνους και μακεδονικής γλώσσας, που αποτελούν βασικά στηρίγματα του αλυτρωτισμού»! Η Συμφωνία των Πρεσπών «είναι μια επαίσχυντη συμφωνία, μια συμφωνία κατά παραγγελία των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ, η οποία βέβαια έχει την αποδοχή της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα που προσδοκά οφέλη».
Σύμφωνα με την προσέγγιση του ΚΚΕ, η συμφωνία δεν δημιουργεί συνθήκες σταθερότητας στη Βαλκανική, γιατί ανοίγει τον δρόμο για αλλαγές συνόρων στα βαλκάνια και «καλλιεργεί το μίσος ανάμεσα στους λαούς»!
«Η ένταξη στις διάφορες ιμπεριαλιστικές ενώσεις - δολοφόνους των οραμάτων και της θέλησης των λαών, σε όλες τις χώρες, ποτέ δεν είναι πραγματική επιλογή των λαών, αλλά της αστικής τάξης, της άρχουσας τάξης της κάθε χώρας, για να υπηρετήσει τα δικά της ιδιοτελή οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα». Και ποια είναι αυτά; Το στρατηγικό ενδιαφέρον της αστικής τάξης της Ελλάδας «για επιχειρήσεις στη γειτονική χώρα και όχι μόνο». Ή αλλού όπου τμήματα του «εγχώριου μεγάλου κεφαλαίου» που θα επωφεληθούν «από τη ληστεία και εκμετάλλευση άλλων λαών, μήπως εξασφαλίσουν μεγαλύτερο μερίδιο και κέρδη».
Στο σχήμα του ΚΚΕ δεν υπάρχουν ενδο-αστικές αντιθέσεις. Το γεγονός ότι υπάρχουν άλλα «τμήματα του εγχώριου μεγάλου κεφαλαίου», που επωφελούνται από τη σημερινή εκκρεμότητα στις σχέσεις των δύο χωρών και κερδίζουν από το λαθρεμπόριο καυσίμων, πχ, διαφεύγει της προσοχής του ΚΚΕ. Το ίδιο και οι εκατοντάδες μεσαίες ή μικρότερες ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην γειτονική χώρα και εκμεταλλεύονται την εργατική της τάξη, επωφελούμενες από τα χαμηλά μεροκάματα, την απουσία προστασίας της εργασίας και του περιβάλλοντος, καθώς και τη διαφθορά και εξαχρείωση του πολιτικού συστήματος που εξέθρεψε η προηγούμενη εθνικιστική κυβέρνηση, με τους Μεγαλέξανδρους και τους Βουκεφάλες.
Αξίζει όμως να αντιπαραβάλουμε τις θέσεις του ΚΚΕ με τις αντίστοιχες «αδελφών» κομμάτων της Μακεδονίας, του Νέου Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας (NKPJ) και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Μακεδονίας - ΠΓΔΜ. Το NKPJ προέκυψε μετά την διάλυση της Λίγκας των Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας τον Γενάρη του 1990.
Το Νέο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας χαιρέτησε την αποχή από το δημοψήφισμα, το «μαζικό μποϊκοτάζ» για «την επιβολή ονόματος της δημοκρατία της Μακεδονίας από την ελληνική αστική τάξη», όπου «οι εργαζόμενοι της Μακεδονίας είπαν αποφασιστικά όχι στον εθνικο-σοβινισμό της επίσημης Αθήνας και στο δυτικό ιμπεριαλιστικό σχηματισμό της ΕΕ και του ΝΑΤΟ», με παράλληλη καταδίκη του «αστικού φιλοϊμπεριαλιστικού καθεστώτος στα Σκόπια». Υπό το πρίσμα αυτό το ΝΚΚΓ, παρόλη την αντιιμπεριαλιστική φρασεολογία, ταυτίστηκε με τις ακραίες εθνικιστικές θέσεις και την πολιτική γραμμή του VMRO.
Αλλά το κόμμα αυτό ασκεί κριτική και στο «αδελφό» κόμμα το ΚΚΕ με τη θέση ότι «Το NKPJ, την ‘δικαιολογία’ της ελληνικής άρχουσας αστικής τάξης, ότι το όνομα Μακεδονία προωθεί «αλυτρωτικές τάσεις» και ότι αυτό απειλεί την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, την θεωρεί απολύτως ψευδή και παράλογη»!
Με τη θέση αυτή, άθελά του, ταυτίζει το ΚΚΕ με την ελληνική σοβινιστική αστική τάξη, παρά το εγκώμιο για «το ένδοξο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση αντιτάχθηκε σε κάθε επιβολή αθέμιτης λύσης». Το αδερφό κόμμα, το «ένδοξο» ΚΚΕ, παρεμπιπτόντως καταδικάζει τον αλυτρωτισμό της άλλης πλευράς.
Βρισκόμαστε ενώπιον μιας παράστασης πολιτικής πρόζας δύο γραφειοκρατικών κομμάτων του υπαρκτού σταλινισμού, όπου κατηγορούν αμοιβαία τον εθνικισμό της άλλης πλευράς και τον αλυτρωτισμό της. Έτσι το ΚΚΕ κατηγορεί μεν τον ιμπεριαλισμό, την ελληνική αστική τάξη και την κυβέρνηση «τσιράκι», αλλά καταδικάζει συλλήβδην και τον αλυτρωτισμό της άλλης πλευράς στο σύνολο μάλιστα του πολιτικού φάσματος, όλες τις πολιτικές δυνάμεις της Βόρειας Μακεδονίας, «χωνεύοντας» στο ίδιο ιδεολογικό καζάνι τις διαφοροποιήσεις και τις αντιθέσεις τους. Το ΝΚΚΓ με τη σειρά του καταδικάζει τον ιμπεριαλισμό και την ελληνική αστική τάξη η οποία χρησιμοποιεί ως δικαιολογία τον «αλυτρωτισμό» του όρου Μακεδονία, μαζί με το φιλοϊμπεριαλιστικό καθεστώς Ζάεφ! Οι σύντροφοι και των δύο κομμάτων ταυτίζονται με τον εθνικισμό και των δύο πλευρών! Ωστόσο δεν μπορεί να έχουν ταυτοχρόνως και τα δύο κόμματα δίκιο, ή είναι ανενημέρωτες οι ηγεσίες τους για τις εκατέρωθεν θέσεις ή έχουν και οι δύο ολισθήσει σε έναν δεξιότατο οπορτουνισμό με αριστερά ψιμύθια, πράγμα που είναι αρκετά πιθανό.
Τα δύο κόμματα με εντελώς παρόμοιες θέσεις εξυπηρετούν ταυτόχρονα τα σχέδια διαφορετικών εθνικισμών. Είναι η αντανάκλαση σε έναν πολιτικό παραμορφωτικό καθρέφτη του ίδιου σκεπτικού, όπου σύμφωνα με το ΚΚΕ κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην Ελλάδα, αν και υιοθετούν εντελώς αντίθετες θέσεις και ακολουθούν εκ διαμέτρου διαφορετικές πολιτικές, εμφανίζονται να εξυπηρετούν το ίδιο ιμπεριαλιστικό σχέδιο ταυτόχρονα!

Μικρός επίλογος

Οι αντινομίες και οι αντιθέσεις που προκύπτουν από την μετάπτωση των θέσεων του ΚΚΕ για το Μακεδονικό δεν συνιστούν μια απλοϊκή ή έστω λανθασμένη ανάγνωση της συγκυρίας του ανταγωνισμού των ιμπεριαλισμών στην περιοχή μας. Αποκρύπτουν κάτι βαθύτερο: την αδυναμία της ηγεσίας του κόμματος αυτού να αναζητήσει έναν νέο ρόλο στο σύγχρονο πλαίσιο της κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου, διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Και μάλιστα με την ιδιαίτερη επιβάρυνση που δημιούργησε στο διεθνές περιβάλλον το απροσδόκητο τέλος του γραφειοκρατικού συστήματος του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Θα χρειαζόταν νέα θεωρητικά εργαλεία, ανοίγματα στα νέα ρεύματα και ριζική - ριζοσπαστική κριτική της πολιτικής του Πράξης. Δεν πας στη νέα διαδρομή με το παλιό εισιτήριο, είχε πει ο Χαρίλαος Φλωράκης, αλλά προφανώς για τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ αυτά «τέτοια ώρα τέτοια λόγια».
Η ηγεσία του ΚΚΕ υπερασπίζεται σύμβολα μαρξισμού – λενινισμού - διεθνισμού, αγώνων και θυσιών, χωρίς αυτά να παράγουν συγκεκριμένους πρακτικούς και ηθικούς συμβολισμούς στο πολιτικό γίγνεσθαι. Η ηγεσία του κόμματος αυτού διαχειρίζεται μια ιστορική παράδοση με μουσειακούς όρους. Στήνει διαρκώς μνημεία του εαυτού της, κάνει δηλαδή την ίδια χρήση με τον εθνικισμό του ιστορικού παρελθόντος και προσπαθεί να τον προβάλλει στο παρόν. Γι αυτό δεν πρέπει να μας ξενίζει η ταύτιση με εθνικιστικά ιδεολογήματα.
Δυστυχώς, το ΚΚΕ έχει εξελιχθεί σε ένα περίκλειστο ιδεολογικοπολιτικό μόρφωμα, που δεν επιθυμεί να επηρεάσει τις μάζες, δεν επιθυμεί να αλλάξει συσχετισμούς, δεν ενδιαφέρεται να «ενοχλήσει» εμπράκτως. Η αυτοαναφορικότητά του είναι η γεροντική ασθένεια του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού. Και η μοίρα κάθε γραφειοκρατίας είναι μακρο-ιστορικά γνωστή…

Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης είναι Υπουργός Επικρατείας – Επ.Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης