Ορθότερα: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να το εφαρμόσει σε σημαντικά σημεία του, όπως η αποτροπή των ιδιωτικοποιήσεων, η αύξηση του κατώτατου μισθού, η δημόσια ιδιοκτησία των τραπεζών και, προπάντων, η αντικατάσταση του Μνημονίου με το δικό του πρόγραμμα οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανασυγκρότησης.
Αντίθετα, στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, στην επαναφορά, με τις «100 δόσεις», των οφειλετών του Δημοσίου στη φορολογική νομιμότητα χωρίς να καταστραφούν, στην επαναλειτουργία της Δημόσιας Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης η νέα κυβέρνηση ήταν γρήγορη και αποτελεσματική.
Αυτό δεν αναιρεί ότι –και με δική της υπαιτιότητα– στις διαπραγματεύσεις «έπεσε σε τοίχο», δηλαδή βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πολιτική οικονομικής ασφυξίας που επέβαλαν οι δανειστές και υποστήριξαν με ζήλο οι εγχώριοι ομόφρονές τους –το παλιό καθεστώς, που είχε συνδέσει την τύχη του με τη γρήγορη ήττα της κυβέρνησης της Αριστεράς– και αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί, κάποιοι λένε να συνθηκολογήσει.
Ωραία, σου λέει ο άλλος, είναι λοιπόν αυτό Αριστερά;
Δηλαδή: είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό που στις δικές μου παραστάσεις –έστω στις παραστάσεις των περισσότερων– πρέπει να είναι η Αριστερά;
Επικρατεί, βλέπεις, η εντύπωση ότι η Αριστερά είναι ένα σύστημα «αρχών» και «αξιών» και αυτό το σύστημα είναι το μέτρο της αριστεροσύνης.
Ομως, από τα μέσα του 19ου αιώνα η Αριστερά –τότε τα σοσιαλιστικά κόμματα– εγκατέλειψε την ηθική-αξιακή θεμελίωση του προγράμματός της και στράφηκε στην επιστημονική διερεύνηση της κοινωνικής πραγματικότητας.
Αυτό είναι το νόημα της Διακήρυξης του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, όπως έγινε ευρύτερα γνωστό.
Η Αριστερά δεν επιδιώκει την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας επειδή «η ιδιοκτησία είναι κλοπή» –αν και ο Μαρξ αποδεικνύει ότι το καπιταλιστικό κέρδος είναι κλοπή κοινωνικού προϊόντος–, αλλά επειδή η επιστημονική ανάλυσή της διακρίνει στην καπιταλιστική ιδιοκτησία «τη φωλιά του θηρίου», την απαρχή της εκμετάλλευσης στη σημερινή κοινωνία και το απόλυτο εμπόδιο για τη χειραφέτηση του ανθρώπου (πάλι στη σημερινή κοινωνία).
Ούτε είναι η Αριστερά υπέρ των φτωχών και εναντίον των πλουσίων από ένα γενικό αίσθημα δικαιοσύνης. Είναι υπέρ της οργάνωσης των λαϊκών τάξεων και, προπάντων, των μισθωτών, επειδή η επιστημονική ανάλυσή της διακρίνει σε αυτή την κοινωνική τάξη τη δύναμη που έχει συμφέρον και μπορεί να καταργήσει την καπιταλιστική ιδιοκτησία και να καταλύσει την εξουσία του κεφαλαίου.
«Επιστημονική» δεν σημαίνει οπωσδήποτε ορθή – οι επιστήμονες κάνουν διαρκώς λάθη. Σημαίνει όμως κάτι που αποδεικνύεται λογικά με ανάλυση των πραγματικών δεδομένων –που χρειάζεται να είναι γνωστά– και όχι εξ αποκαλύψεως ή από πάγιες «αρχές» και «αξίες».
Μα, η ίδια η χειραφέτηση δεν είναι «αξία» της Αριστεράς; Οχι!
Ολοι οι γκουρού του νεοφιλελευθερισμού γι’ αυτήν μιλούσαν και, αν ρωτήσεις τον Μητσοτάκη, αυτήν θα επικαλεστεί!
Τι σχέση έχουν, τώρα, όλα αυτά με τα δικά μας ζόρια και με την Αριστερά στην Ελλάδα;
Εχουν τη σχέση ότι η, ας πούμε εξ αριστερών, κριτική του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης περιορίζονται στη μομφή ότι η Αριστερά δεν μπορεί να πουλάει δημόσια περιουσία, δεν μπορεί να μην αυξάνει τις κοινωνικές δαπάνες κ.ο.κ.
Νομίζω ότι πρόκειται για ανοησία.
Στην ερώτηση «Ποια είναι η τελευταία γραμμή άμυνας;» η μόνη απάντηση μπορεί να είναι: «Αυτή που μπορώ να υπερασπιστώ!».
Από εκεί και πέρα αρχίζει η διερεύνηση του εδάφους, δηλαδή του συσχετισμού, του διεθνούς περιβάλλοντος, του φρονήματος και των διαθέσεων στον λαό, των όπλων του αντιπάλου, των δυνατοτήτων διάρρηξης κάθε φορά των ορίων, των αναγκαίων ελιγμών, των πιθανών συμμαχιών.
Αυτό, βέβαια, το κάνουν λίγο-πολύ όλα τα κόμματα.
Το κρίσιμο για την Αριστερά σε αυτή τη διαδικασία, είτε από τη θέση της αντιπολίτευσης είτε στην κυβέρνηση (αυτό το μαθαίνουμε τώρα) είναι πρώτα να φροντίζει τους ανθρώπους της, δηλαδή τις κοινωνικές τάξεις στις οποίες απευθύνεται.
Οχι από λύπηση ή από συμπάθεια, αλλά επειδή όσο εξουθενώνονται οι λαϊκές τάξεις αποδυναμώνεται η κινητήρια δύναμη του συνολικού της εγχειρήματος.
Αυτό είναι το νόημα και αυτή είναι η ουσία της ανάπτυξης των δομών αλληλεγγύης από την αρχή της κρίσης, του κυβερνητικού προγράμματος για την καταπολέμηση της ανθρωπιστικής κρίσης, των σχολικών γευμάτων, της αγωνίας για τις εργασιακές σχέσεις, των μεροληπτικών προβλέψεων του ασφαλιστικού που έχουν προκαλέσει τη δικαιολογημένη λυσσαλέα αντίδραση του παλαιού καθεστώτος.
Δεύτερον, χρειάζεται να προσπαθεί, αν είναι δυνατό σε κάθε βήμα, να εμφυτεύει στοιχεία του δικού της προγράμματος στην παραγωγή, στο κράτος, στην παιδεία – και μάλιστα έτσι ώστε αυτά να είναι δύσκολο να αναιρεθούν.
Το δύσκολο είναι ότι αυτά η Αριστερά έχει να τα κάνει σε ασφυκτικό, αλλά αντικειμενικά δεδομένο πλαίσιο, πολύ στενότερο από όσο εάν ήταν στη θέση της αντιπολίτευσης, κοιτώντας παράλληλα πού και πώς αυτό το πλαίσιο μπορεί να χαλαρώσει, αν μπορεί να βρεθεί ένας νέος σύμμαχος, αν οι αντιθέσεις στο αντίπαλο στρατόπεδο επιτρέπουν μια κίνηση παραπάνω ή μια κίνηση ταχύτερα.
Επιπλέον, η Αριστερά σε αυτή τη διαδικασία δεν μένει αλώβητη. Το περιβάλλον επιδρά και στο εσωτερικό της, εκεί αναπτύσσονται τάσεις συμβιβασμού και αποδοχής της ιδεολογίας του αντιπάλου – ζούμε, βλέπεις, στον πραγματικό κόσμο.
Αυτό, λοιπόν, είναι η Αριστερά τού σήμερα. Αλλά υπάρχει και η Αριστερά που αφήνεται να την τραβούν οι πεθαμένοι από το ποδάρι και καμαρώνει με τις στολές περασμένων εποχών.
Μόνο που αυτή έχει μόνο διακηρυκτική σχέση με το μεγάλο κίνημα του σοσιαλισμού και της χειραφέτησης του ανθρώπου.
*οικονομολόγος