Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΜΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΜΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Π. Σκουρλέτης: Το μεγάλο στοίχημα της νέας περιόδου είναι να δει ο κόσμος βελτίωση στην καθημερινότητά του


Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Κυρ. Μητσοτάκης συμφωνούν στην επιλογή κατάρρευσης του κοινωνικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος, υποστηρίζει επίσης στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Π. Σκουρλέτης.
«Ακριβώς εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα της νέας περιόδου: το να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που μας έχουν δοθεί έτσι ώστε να μειώσουμε τις ανισότητες, να εδραιωθεί μια νέα αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας και να δει πλέον ο κόσμος τη βελτίωση αυτή -τουλάχιστον το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας στην καθημερινότητά του. Εκεί πάνω, νομίζω, θα κριθεί τελικά η κυβέρνηση και όλες οι προσπάθειές της»: αυτό δηλώνει μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο νεοεκλεγείς γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, Πάνος Σκουρλέτης.
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Κυρ. Μητσοτάκης συμφωνούν στην επιλογή κατάρρευσης του κοινωνικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος, υποστηρίζει επίσης στη συνέντευξή του στο Πρακτορείο ο Π. Σκουρλέτης.
Δριμεία κριτική ασκεί και στην Φ. Γεννηματά -«έχει φύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια της από το 2012 και μετά, και πολύ περισσότερο τα τελευταία χρόνια», αναφέρει- και ξεδιπλώνει το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για τις αυτοδιοικητικές εκλογές λέγοντας: «Εμείς επιδιώκουμε ισότιμες αυτοδιοικητικές συνεργασίες με εκείνες τις δυνάμεις που μπορούμε να συμφωνήσουμε πάνω σε συγκεκριμένα προγράμματα -και αυτό θα κάνουμε».
Ερωτάται όμως από το ΑΠΕ-ΜΠΕ για τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ και σημειώνει ότι «ο Ανδρέας Παπανδρέου, ιδιαίτερα στην πρώτη φάση της διακυβέρνησής του, μπόρεσε και εξέφρασε ένα μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό που είχε αναπτυχθεί στην ελληνική κοινωνία», αλλά περιγράφοντας συγχρόνως τη μετεξέλιξη του Κινήματος που εκείνος ίδρυσε, ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι «το όλο εγχείρημα τελικά του ΠΑΣΟΚ οδήγησε και σε μια απονεύρωση αυτού του ριζοσπαστισμού».
Στο θέμα της διαπραγμάτευσης με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και των πολιτικών επιπτώσεων που αυτή προκαλεί, ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για «μεγάλη πολιτική ευθύνη του κ. Καμμένου» να υπονομεύσει την κυβέρνηση την τελευταία στιγμή, στην τελευταία ευθεία, λόγω της διαφωνίας του για το Μακεδονικό.
Μιλά τέλος για το προσφυγικό και την Ευρώπη, για τις σχέσεις πολιτικής και δημοσιογραφίας.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ Πάνου Σκουρλέτη στον Νίκο Παπαδημητρίου για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ερ.: Κύριε Σκουρλέτη, τρία χρόνια πέρασαν από την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Ποια φράση θα μπορούσε να εμπεριέχει αυτή την τριετία και ποιο το στοίχημα για την επόμενη περίοδο;
 Απ.: Τρία χρόνια, για την ακρίβεια από τη δεύτερη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ…
Ερ.: Σωστά…
Απ.: Η οποία ήρθε μετά από μία περίοδο έντονης αντιπαράθεσης -αναφέρομαι στο διάστημα από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2015- με τους εταίρους μας. Ένας συμβιβασμός που ήταν αναγκαίος και ξεκίνησε μια νέα φάση. Αφού προηγουμένως -όπως θυμάστε και δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό- ο ίδιος ο ελληνικός λαός είχε σε γνώση του περιεχόμενου της τελευταίας συμφωνίας που υπογράφηκε το καλοκαίρι του 2015 (και) ξεκίνησε μια πορεία δύσκολη με αντιφάσεις όπου όμως ολοκληρώθηκε. Και είναι για πρώτη φορά μετά την είσοδο της χώρας στα μνημόνια που ένα πρόγραμμα ολοκληρώνεται χωρίς να υπάρχει ανάγκη να πάμε σε ένα καινούργιο.
Άρα αυτό είναι μια πρώτη επιτυχία. Ενώ η υλοποίηση του τελευταίου προγράμματος έγινε με ένα τέτοιο τρόπο, όσο αυτό ήταν δυνατό ώστε να έχει τις λιγότερες επιπτώσεις στην ίδια την κοινωνία. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ανοιχτές πληγές οι οποίες πρέπει να κλείσουν. Και ακριβώς εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα της νέας περιόδου: το να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που μας έχουν δοθεί έτσι ώστε να μειώσουμε τις ανισότητες, να εδραιωθεί μια νέα αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας και να δει πλέον ο κόσμος τη βελτίωση αυτή -τουλάχιστον το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας στην καθημερινότητά του. Εκεί πάνω, νομίζω, θα κριθεί τελικά η κυβέρνηση και όλες οι προσπάθειές της.
 Ερ.: Και η κυβέρνηση έχει ήδη ξεκινήσει να παίρνει μέτρα υπέρ των πολιτών, να τα εξειδικεύσουμε όμως λίγο… Ακόμα και τώρα μερίδα των θεσμών, το ΔΝΤ επί παραδείγματι, επιμένει σε σκληρή στάση στο θέμα των συντάξεων. Από την άλλη, η κυβέρνηση επιμένει και αυτή από την πλευρά της ότι δεν θα πάρει το μέτρο. Η μονομερής ενέργεια είναι στη «φαρέτρα» της κυβέρνησης;
 Απ.: Σωστά επισημαίνετε ότι και σε αυτή την περίοδο θα υπάρχουν αντιπαλότητες. Θα υπάρχουν πάντοτε δυνάμεις οι οποίες με έναν κοντόφθαλμο τρόπο, με μια ακραία δογματική λογική θέλουν να επιβάλουν λύσεις, οι οποίες τελικώς είναι αντικοινωνικές. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να εφαρμοστεί ένα μέτρο το οποίο ψηφίστηκε στην προηγούμενη περίοδο όταν υπήρχε η αβεβαιότητα της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων που είχαμε αναλάβει ως δέσμευση -και αναφέρομαι στα πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό το μέτρο λοιπόν της μείωσης των συντάξεων από 1/1/2019 είναι ένα αχρείαστο μέτρο και για αυτό δεν πρέπει να εφαρμοστεί. Είναι σαφές -όπως σας είπα- ότι θα υπάρχουν φωνές, που θα πιέζουν για κάτι τέτοιο, διότι έχουν στο μυαλό τους και ένα άλλο μοντέλο κοινωνίας.
Θα έλεγα ότι υπάρχει μια «συγγένεια» με αυτά που λέει και ο κ. Μητσοτάκης σε σχέση με το ασφαλιστικό, όπου στη δική του πρόταση, η οποία φαίνεται να είναι πολύ «συγγενής» με αυτήν του ΔΝΤ. Δεν χρειάζεται να υπάρχει ένα υγιές βιώσιμο, δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά θα πρέπει κατά βάση να εκχωρηθεί αυτό στον ιδιωτικό τομέα, που στην πράξη όμως σημαίνει ότι αυτοί οι οποίοι θα απολαμβάνουν μια σύνταξη στη ζωή τους θα είναι αυτοί οι οποίοι είχαν την τύχη την ευκαιρία, τη δυνατότητα να έχουν συνεχώς δουλειά και κάποια αντίστοιχα εισοδήματα για να πληρώνουν τις εισφορές τους στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες. Αυτό όμως είναι κατάρρευση του κοινωνικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος. Αθροίζω λοιπόν τις απόψεις του ΔΝΤ με αυτές της ΝΔ για το συγκεκριμένο ζήτημα. Εμείς ακριβώς έχουμε μια εντελώς διαφορετική λογική και αυτή η λογική δεν σημαίνει ότι αγνοούμε τις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει για μια περίοδο μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, επαναλαμβάνω, δεν απειλούνται αυτοί οι στόχοι λόγω πλέον μιας πολιτικής η οποία έχει δείξει ότι αποδίδει.
 Ερ.: Να αλλάξουμε θέμα… Υπάρχει περιθώριο να μεταπειστεί ο κυβερνητικός σας εταίρος αναφορικά με τη συμφωνία με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία Μακεδονίας; Αν όχι, και εφόσον υπερψηφιστεί η συμφωνία από τη πλειοψηφία των βουλευτών, με ποιο τρόπο θα μπορεί να σταθεί στη συνέχεια με αξιοπρέπεια η κυβέρνηση;
 Απ.: Να αλλάξει άποψη ο κ. Καμμένος και οι ΑΝΕΛ για το περιεχόμενο της συμφωνίας το θεωρώ απίθανο. Ούτε κανείς του το ζητάει αυτό. Εκείνο όμως το οποίο θα πρέπει κι αυτός να συνυπολογίσει είναι το εξής: εάν η διαφωνία σε αυτό το κορυφαίο ζήτημα -αλλά που δεν αποτελεί και τη βάση της συμφωνίας μας όταν ξεκίνησε αυτή η κυβέρνηση, η από κοινού συγκυβέρνηση- αν είναι η αιτία για να ακυρώσει τελικά τους λόγους που βρεθήκαμε μαζί και τον Ιανουάριο του 2015 και το Σεπτέμβριο του 2015.
Είναι λοιπόν μεγάλη πολιτική ευθύνη του κ. Καμμένου σε μια επιτυχημένη προσπάθεια με τις αντιφάσεις, επαναλαμβάνω, με τις δυσκολίες και από εδώ και μπρος που έχει αυτή, αλλά που έχει να περάσει ένα σημαντικό κάβο, αυτόν της ολοκλήρωσης του προγράμματος, να την υπονομεύσει την τελευταία στιγμή, στην τελευταία ευθεία, λόγω της διαφωνίας του για το Μακεδονικό. Την σεβόμαστε την άποψή του, δεν του ζητάει κανείς να αλλάξει αλλά δεν πρέπει, επαναλαμβάνω, να κάνει τέτοιες κινήσεις που να ακυρώσουν τελικά τους λόγους που βρεθήκαμε μαζί το Σεπτέμβριο του 2015 και τον Ιανουάριο του 2015.
 Ερ.: Οι αυξημένες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές των τελευταίων ημερών σε συνδυασμό και με τους υψηλούς τόνους στη ρητορική της Άγκυρας είναι κάτι που σας βάζει σε ανησυχία; Και όσον αφορά την κατάσταση στα νησιά μας τι πρέπει να γίνει που δεν έχει γίνει ακόμα;
 Απ.: Νομίζω ότι οφείλουμε να είμαστε σε εγρήγορση να ανησυχούμε και εμείς ως χώρα αλλά και η Ευρώπη συνολικά. Είδατε στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, το βασικό θέμα σήμερα που χωρίζει την Ευρώπη σε δυο στρατόπεδα είναι η διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος. Θα υιοθετήσουμε μια λογική εθνικής περιχαράκωσης η οποία δεν θα εξασφαλίσει και αυτά τα οποία θέλει να εξασφαλίσει κανείς; Δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια, να στρουθοκαμηλίζει, να θεωρεί ότι θα μείνει έξω από αυτό το παγκόσμιο προσφυγικό κύμα ή τις μεταναστευτικές ροές, εάν δεν υιοθετήσει μια πολιτική που να απαντάει στις «ρίζες» που γεννούν αυτό το φαινόμενο. Και αυτή την ευθύνη την έχει συλλογικά όλη η Ευρώπη, την έχουν όλες οι ευρωπαϊκές ηγεσίες. Εμείς έχουμε την ιδιομορφία να είμαστε το εξωτερικό σύνορο της Ευρώπης, να υφιστάμεθα τις μεγαλύτερες πιέσεις, άρα διεκδικούμε μια έμπρακτη στάση αλληλεγγύης από τους ευρωπαίους εταίρους. Και προφανώς πρέπει να αξιοποιήσουμε ό,τι δυνατότητες έχουμε για να μπορούμε πρώτα από όλα να αποσυμφορίσουμε τα ίδια τα νησιά που σήμερα έχουν δεχθεί, μετά την αύξηση των ροών τους τελευταίους μήνες, μια πολύ μεγάλη πίεση. Ως προς αυτό, ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής ο κ. Βίτσας ανακοίνωσε συγκεκριμένα μέτρα τα οποία ήδη υλοποιούνται. Σήμερα, αυτή την ώρα που μιλάμε (σ.σ. Παρασκευή πρωί) το τελευταίο 24ωρο ήδη ξεκίνησε με την μεταφορά κάποιων εκατοντάδων προσφύγων από τη Μόρια αυτό το σχέδιο αποσυμφόρησης. Υπάρχει ένας επανασχεδιασμός για 3.000 -αυτή τη στιγμή- πρόσφυγες οι οποίοι θα φύγουν από τα νησιά, τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, που έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Και βέβαια οι ίδιες οι συνθήκες αυτές καθαυτές στα συγκεκριμένα σημεία φιλοξενίας πρέπει διαρκώς να επιτηρούνται ώστε να καλύπτουν με έναν αξιοπρεπή τρόπο κάποιες στοιχειώδεις ανάγκες. Εκεί πέρα, επαναλαμβάνω, υπάρχει και μία υποχρέωση των εταίρων μας για μια ηθική πολιτική και υλική στήριξη.
 Ερ.: Ένα από τα στοιχήματα για το ΣΥΡΙΖΑ το 2019 είναι οι αυτοδιοικητικές εκλογές. Η κυρία Γεννηματά σας εγκαλεί για πολιτική δειλία ότι πάτε δηλαδή -όπως υποστηρίζει- να κρύψετε την αδυναμία του κόμματός σας πίσω από συνεργατικά σχήματα. Τι απαντάτε;
 Απ.: Νομίζω ότι η κυρία Γεννηματά δεν έχει καταλάβει τι έχει συμβεί στον χώρο της. Εδώ έχει φύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια της από το 2012 και μετά, και πολύ περισσότερο τα τελευταία χρόνια, και η κυρία Γεννηματά θεωρεί ακόμα ότι βρίσκεται στις παλιές καλές εντός εισαγωγικών, εποχές. Δεν έχει καταλάβει ότι η ίδια η κοινωνία και αυτός ο κόσμος που εκφραζόταν από τα παραδοσιακά σχήματα της Κεντροαριστεράς έχει προσπεράσει τα σχήματα αυτά και πολύ περισσότερο τις ηγεσίες τους. Σήμερα υπάρχει ένας νέος πολιτικός χάρτης, υπάρχει μια εδραιωμένη πρωταγωνιστική θέση και παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική σκηνή της χώρας. Εμείς επιδιώκουμε ισότιμες αυτοδιοικητικές συνεργασίες με εκείνες τις δυνάμεις που μπορούμε να συμφωνήσουμε πάνω σε συγκεκριμένα προγράμματα -και αυτό θα κάνουμε. Μιλάμε με αυτοδιοικητικούς όρους, σεβόμαστε την αυτονομία της αυτοδιοίκησης, θέλουμε να συγκροτήσουμε συμμαχικά νικηφόρα εκλογικά σχήματα. Τώρα η κυρία Γεννηματά καλά θα κάνει να μπορέσει να δώσει απαντήσεις -όπως εκείνη το αντιλαμβάνεται προφανώς- στα μεγάλα προβλήματα στρατηγικής και πολιτικού ετεροκαθορισμού, που χαρακτηρίζουν σήμερα το χώρο της Κεντροαριστεράς.
 Ερ.: Ευκαιρίας δοθείσης, «η Ελλάδα στρίβει αριστερά» έγραφε στο πρωτοσέλιδό του το περιοδικό TIME, όχι τρία χρόνια πριν, αλλά το 1981. Τι ήταν τελικώς ο Ανδρέας Παπανδρέου για την Αριστερά και τι παρακαταθήκες άφησε;
 Απ.: Είναι ένα ερώτημα πάρα πολύ μεγάλο και ξέρετε κάθε εποχή έχει τους ανθρώπους που σφραγίζουν τις εξελίξεις. Και προφανώς η πολιτική διαδρομή και η παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν μια τέτοια διαδρομή που σφράγισε τα χρόνια και της μεταπολίτευσης και ιδιαίτερα μετά το 1981. Αλλά, ξέρετε, είναι λάθος να συγκρίνουμε πολιτικές προσωπικότητες και συνθήκες προηγούμενων δεκαετιών με το σήμερα.
Ο  Ανδρέας Παπανδρέου, ιδιαίτερα στην πρώτη φάση της διακυβέρνησής του, μπόρεσε και εξέφρασε ένα μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό που είχε αναπτυχθεί στην ελληνική κοινωνία αλλά το όλο εγχείρημα τελικά του ΠΑΣΟΚ, θα έλεγα ότι οδήγησε και σε μια απονεύρωση αυτού του ριζοσπαστισμού -και θα μπορούσα να αναφερθώ σε μεγάλες ευθύνες αυτής της διαδρομής αυτού του ιστορικού κόμματος, του ΠΑΣΟΚ, και για την κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος και για το πώς αντιλαμβανόταν τα ζητήματα των κοινωνικών ανισοτήτων της ανάπτυξης. Το πώς διαχειρίστηκε την ίδια την παρουσία και το ρόλο του δημόσιου τομέα και το πώς τελικά από ένα σημείο και έπειτα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, σε μια προγραμματική συμπληρωματικότητα με τη ΝΔ διαμόρφωσαν ένα διπολικό πολιτικό σύστημα, το οποίο οδήγησε στην κοινωνική και οικονομική χρεοκοπία.
 Ερ.: Και ένα τελευταίο ερώτημα. Πολιτική και δημοσιογραφία: Κανόνες δεοντολογίας; Πιστή τήρηση του συνταγματικού και νομικού πλαισίου; Εμπάργκο; Τι εν τέλει χρειάζεται για την αποκατάσταση μιας διαταραγμένης σχέσης;
 Απ.: Προσέξτε όταν η δημοσιογραφία δεν λειτουργεί στη βάση της δικής της δεοντολογίας, όταν δεν υπάρχει η βασική αρχή του ρεπορτάζ ότι διασταυρώνουμε την είδηση, τότε η ίδια δεν επιτελεί το καθήκον της. Και, ταυτόχρονα, η ίδια η λειτουργία της δημοκρατίας αποστερείται από μια τέτοια δημοσιογραφική παρουσία-λειτουργία, που αυτό νομίζω ότι είναι κάτι πάρα πολύ κακό. Δυστυχώς έχουν πολλαπλασιαστεί τα φαινόμενα ανθρώπων των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, οι οποίοι έχουν πάρει διαζύγιο με αυτή τη δημοσιογραφική δεοντολογία.
Περισσότερο λειτουργούν κάποιοι δεν είναι συνολικοποιώ, ούτε τσουβαλιάζω. Αλλά είναι αυτοί ίσως που ακούγονται περισσότερο ως εντολείς συγκεκριμένων κατευθύνσεων και παίζουν ένα πολύ συγκεκριμένο ρόλο εξυπηρέτησης συμφερόντων, και λιγότερο ως άνθρωποι οι οποίοι υπηρετούν τη δημοσιογραφία. Η οποία προφανώς έχει τις οπτικές της, κάθε μέσο έχει την αντίληψή του για τα πράγματα, την οπτική του για το πώς αντιλαμβάνεται τα γεγονότα, την κοινωνία, την πολιτική -και αυτό νομίζω ότι είναι η γοητεία, αυτός ο πλουραλισμός στο χώρο των ΜΜΕ.  Όλα αυτά δυστυχώς έχουν συρρικνωθεί -και νομίζω ότι οφείλουμε όλοι, είτε πολιτικά κόμματα, είτε κοινωνικοί φορείς, είτε προσωπικότητες του χώρου να μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία της είδησης της δημοσιογραφίας.
Δυστυχώς δεν είμαι αισιόδοξος ότι τα πράγματα κινούνται προς μια τέτοια κατεύθυνση. Άλλωστε μετά από αυτήν την έντονη σχέση επιχειρηματικών συμφερόντων με δημοσιογραφικά συγκροτήματα των προηγούμενων δεκαετιών, τις σχέσεις διαπλοκής που χαρακτήρισαν το πολιτικό μας σύστημα, τώρα πια έχουμε μπει σε μια ακραία πλέον κατάσταση όπου όλα αυτά που λέγαμε πριν, τα υγιή στοιχεία της δημοσιογραφίας έχουν υποχωρήσει. Χρειάζεται μια προσπάθεια λοιπόν, εξυγίανσης του τοπίου -και αυτό νομίζω ότι είναι και ατομική και συλλογική ευθύνη. Και είναι μια πάρα πολύ μεγάλη συζήτηση που πρέπει να την κάνουμε με νηφαλιότητα, με αυτοπεριορισμό από τον καθένα επιδιώκοντας οι όποιες αντιπαραθέσεις να γίνονται στη βάση πραγματικών διαφωνιών και όχι στη βάση άλλου είδους καταστάσεων και τεχνητών πολώσεων και συγκρούσεων.

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές. Τρία καθοριστικά διλήμματα και οι πιθανές απαντήσεις τους, του Χριστόφορου Βερναρδάκη (RedNotebook)


Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές. Τρία καθοριστικά διλήμματα και οι πιθανές απαντήσεις τους, του Χριστόφορου Βερναρδάκη

Υπάρχουν τρία μεγάλα διλήμματα που απασχολούν τον ΣΥΡΙΖΑ, από τη συγκρότηση του εναίου κόμματος εδώ και ένα χρόνο έως και σήμερα, λίγες ημέρες μετά το τεστ των ευρωεκλογών και των δημοτικών/περιφερειακών εκλογών. Θα προσπαθήσω να τα απαντήσω όσο το δυνατόν πιο καθαρά. Δεν ξεκινώ κατ’ανάγκην από το σημαντικότερο, υπογραμμίζω όμως ότι και τα τρία έχουν μεγάλη μεταξύ τους συσχέτιση και αλληλεξάρτηση.
Δίλημμα Νο 1: Επιασε ο ΣΥΡΙΖΑ «ταβάνι» στην ευρωεκλογές ή όχι;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι εξόχως κρίσιμη, γιατί συνεπάγεται μια αντίστοιχη εκλογική στρατηγική (βεβαίως, πολλές φορές  η «απάντηση» προϋπάρχει και «χρησιμοποιεί» τα στοιχεία κατά το δοκούν. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Αν κάποιος απαντήσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπιασε «ταβάνι» μπορεί να δικαιολογήσει εύκολα μια στρατηγική «προσέλκυσης» μετριοπαθών ψηφοφόρων, επομένως μια προγραμματική μετακίνηση προς το «ρεαλισμό». Αν συμβεί αυτό τότε διαμορφώνεται μια οιονεί ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πλαίσιο ελεγχόμενης συναίνεσης με το κεντρικό πολιτικό σύστημα. Αυτή η αλυσίδα σκεπτικού αποτελεί σήμερα την κεντρική ερμηνευτική και πολιτική διαχείριση του εκλογικού αποτελέσματος που προβάλλει το «σύστημα διακυβέρνησης». Κεντρική στρατηγική του είναι να «σύρει» τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια τυπικά εκλογικίστικη στρατηγική, και εφόσον το καταφέρει, να εκμεταλλευτεί τις επιπτώσεις που θα έχει κάτι τέτοιο στο πρόγραμμα, την ιδεολογία και τη δομή του κόμματος προς όφελός του.
Το «σύστημα διακυβέρνησης» γνωρίζει κάτι που πολλές φορές και στο εσωτερικό ακόμα του ΣΥΡΙΖΑ υποτιμάται, ή αγνοείται. Η εκλογική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και η σταθεροποίησή του το 2014 δεν συνέβη γιατί το κόμμα «μετακινήθηκε» προς κάποιο δυνητικό «κέντρο», αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: Ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να αναδειχτεί σε κυρίαρχο κόμμα όχι γιατί «μετακινήθηκε» προς το κέντρο, αλλά γιατί,  αντίθετα, με την ριζοσπαστική του δύναμη κατάφερε να «μετακινήσει» το ίδιο το κέντρο προς τα αριστερά.
Επιβάλλεται λοιπόν για το σύστημα να πιέσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην ακριβώς αντίστροφη κίνηση. Να μετακινηθεί ο ίδιος προς το «κέντρο», γιατί αν δεν γίνει αυτό θα μετακινείται το «κέντρο» όλο και πιο αριστερά και το συγκρότημα εξουσίας θα χάνει και κοινωνικές προσβάσεις, αλλά και παραδοσιακές «τάξεις-στηρίγματα» που πάντοτε διέθετε (μεσαοστικά και μικροαστικά στρώματα).
Ο ΣΥΡΙΖΑ για να έχει στις σημερινές συνθήκες μια επιτυχημένη εκλογική και νικηφόρα στρατηγική οφείλει να κάνει το αντίθετο από αυτό που «σκέφτονται» οι οργανικοί διανοούμενοι του συστήματος. Καταρχήν πρέπει να γνωρίζει ότι το εύρος της εκλογικής του επιρροής βρίσκεται σήμερα, ακόμα, σε τροχιά ανόδου. Δεν έπιασε δηλαδή «ταβάνι». Οι ευρωεκλογές έδειξαν, πρώτον, τη σταθεροποίηση σε υψηλά ποσοστά της εκλογικής του δύναμης και, δεύτερον, τη σταθεροποίηση και εμβάθυνση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της ψήφου του. Και μάλιστα σε τύπο εκλογών β’τάξεως, δηλαδή σε εκλογές χωρίς διακύβευμα κυβέρνησης. Επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να σταθεροποιήσει και να εμβαθύνει την εκλογική γεωγραφία που σήμερα καταγράφει, και η οποία είναι μια εκλογική συμμαχία των μισθωτών και άνεργων στρωμάτων με τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα που έχουν φτωχοποιηθεί. Είναι πολύ πιο εύκολο για τον ΣΥΡΙΖΑ να διευρύνει αυτήν την εκλογική κοινωνική συμμαχία και να της δώσει σαφές προγραμματικό και ιδεολογικό στίγμα, γιατί ξεκινά από θέση μεγάλης υπεροχής. Αντίθετα, με δεδομένες τις συνθήκες της έντονης ταξικής και ιδεολογικής πόλωσης που επικρατούν σήμερα στη χώρα, είναι εντελώς αδύνατον να αποκτήσει αξιόλογα εκλογικά ακροατήρια στα αστικά στρώματα, και πολύ δύσκολο να διευρύνει θεαματικά τις προσβάσεις του στα μεσοαστικά στρώματα. Επομένως, ο τρόπος για να κερδίσει τις εκλογές και να αυξήσει την εκλογική του δύναμη είναι να ενισχύσει τα ριζοσπαστικά και ανατρεπτικά του χαρακτηριστικά και να τα μορφοποιήσει σε ένα σαφές πολιτικό πρόγραμμα ανατροπής υπέρ των λαϊκών τάξεων.
Το συμπέρασμα των ευρωεκλογών είναι κατά τη γνώμη μου καθαρό. Δεδομένου ότι οι οικονομικές – κοινωνικές συνθήκες που δημιούργησε το Μνημόνιο όχι μόνο δεν έχουν αλλάξει προς το καλύτερο αλλά έχουν επιταθεί, η δέουσα στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να κερδίσει τη μεγάλη πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία δεν είναι να «κινηθεί» προς το «κέντρο», αλλά αντίθετα να παραμείνει προσηλωμένος στο πολιτικό του σχέδιο για μια μεγάλη ανατροπή των δεδομένων και να λειτουργήσει ως «κόμμα-μαγνήτης», ριζοσπαστικοποιώντας «κεντρώες» ή «κεντροαριστερές» ομάδες. Να μετακινήσει δηλαδή ολόκληρο το κέντρο βάρους του κομματικού συστήματος προς τα αριστερά, με άξονα ένα «καθαρό» πρόγραμμα, ταυτόχρονα, ανατρεπτικό και εφικτό.
Δίλημμα Νο 2:  Τι είναι όμως πιο συγκεκριμένα αυτό το «πρόγραμμα»; Πώς μπορεί να υπάρξει αυτή η σύνθεση «ανατρεπτικότητας» και «εφικτότητας» στις σημερινές συνθήκες;
Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό πρέπει να υπάρξει μια σοβαρή υπέρβαση του διλήμματος που ταλανίζει το σύνολο της Αριστεράς, προφανώς και τον ΣΥΡΙΖΑ: χρειάζεται κυβερνητικό πρόγραμμα, ναι ή όχι, και αν ναι τι είδους πρόγραμμα είναι αυτό, αν όχι με τι μπορεί να αντικατασταθεί; Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, και γενικότερα στην κουλτούρα της Αριστεράς, συγκροτούνται πάνω στο ζήτημα αυτό –προφανώς με παραλλαγές και «πολυφωνίες»– δύο γενικές κουλτούρες.
Η πρώτη θεωρεί ότι το «πρόγραμμα» εξ’ορισμού σχεδόν αποτελεί μια «τεχνοκρατική» και «κυβερνητικίστικη» αντίληψη. Κατ’αυτήν, πρόγραμμα είναι τα κοινωνικά και κινηματικά αιτήματα, και κάθε άλλη προσέγγιση συνιστά «δεξιό ολίσθημα». Η αντίληψη αυτή είναι αρχαϊκή. Τείνει να υποτιμά καταρχήν το ρόλο του κόμματος ως «συλλογικού διανοούμενου των μαζών». Το κόμμα δεν είναι ένας απλός «μεταφραστής» ή «διαμεσολαβητής» των επιμέρους κοινωνικών αιτημάτων στο πολιτικό επίπεδο. Το κόμμα είναι ο οργανισμός που ενοποιεί και ολοκληρώνει τα επιμέρους αιτήματα σε πολιτικό πρόγραμμα, δηλαδή εναρμονίζει τις επιμέρους στοχεύσεις, ιεραρχεί προτεραιότητες στο χρόνο και στο χώρο, δημιουργεί εναλλακτικούς δρόμους ώστε να φτάσει στην υλοποίησή τους. Κι’αυτό γιατί «πρόγραμμα» σημαίνει ουσιαστικά διαδικασία συγκρότησης και εμβάθυνσης κοινωνικών συμμαχιών. Απαιτεί επομένως, συγκεκριμένες και «βαριές» ενδεχομένως γνώσεις για τις κοινωνικές διαστρωματώσεις, συγκεκριμένες ιδέες, αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση, κουλτούρα διαχείρισης εργαλείων, κατάλληλο στελεχιακό δυναμικό και πολλά άλλα.
Η δεύτερη κουλτούρα εμφορείται θα έλεγε κανείς από την ακριβώς αντίθετη λογική. Το «πρόγραμμα» θεωρείται μεν απαραίτητο, αλλά εκλαμβάνεται ως ένα άθροισμα «κοστολογημένων» και «ρεαλιστικών» μέτρων. Στην αντίληψη αυτή κινδυνεύει πολλές φορές  να χαθεί το «μείζον» στρατηγικό διακύβευμα, ενώ η ανάγκη να ενσωματωθεί πλήρης και ισχυρή γνώση στη συγκρότηση του «προγράμματος» οδηγεί πολλές φορές στην υιοθέτηση μεθοδολογιών και ερωτημάτων του αντιπάλου. Στην ανάγκη να αναζητηθούν πρωτότυπες και έξυπνες λύσεις, υποβιβάζεται ο ρόλος του κόμματος και των κοινωνικών αιτημάτων / κινημάτων, επειδή θεωρούνται «κλασικής» ή παραδοσιακής αντίληψης. Η δεύτερη αυτή κουλτούρα είναι εκ διαμέτρου φαινομενικά αντίθετη από την πρώτη, ωστόσο μοιάζει πολύ μαζί της. Το «πρόγραμμα» θεωρείται γραμμικό άθροισμα παρεμβάσεων ή στόχων. Δεν συνδέεται με το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πρώτη κουλτούρα. Στην αντίληψη αυτή δεν είναι παρούσες οι κοινωνικές συμμαχίες, αλλά μόνον οι πολιτικές συμμαχίες, οι οποίες όμως εκτρέπονται εύκολα σε εκλογικισμό και τακτικισμό.
Σε ένα κόμμα όμως όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το πρόβλημα δεν είναι οι διαφορετικές κουλτούρες ή απόψεις. Το μεγάλο πρόβλημα του «κόμματος» δεν είναι οι διαφορές, αλλά η «πολιτικοποίηση» των διαφορών. Η σαφής δηλαδή συναίσθηση και της συμφωνίας και της διαφωνίας, οι ακριβείς εννοιολογήσεις που πιθανόν υποκρύπτονται. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι άλλοι μεν συμφωνούν διαφωνώντας και άλλοι διαφωνούν συμφωνώντας. Αλλά σοβαρή σύνθεση και επομένως στρατηγική και τακτική δεν παράγεται υπό αυτές τις συνθήκες.
Ας διευκρινίσουμε λοιπόν ορισμένα απλά ζητήματα, με την ελπίδα να αναπροσαρμοστεί η συζήτηση. «Πρόγραμμα» δεν υπάρχει χωρίς την υλική δράση των μαζών. Επομένως τα κοινωνικά αιτήματα είναι παρόντα και οι κοινωνικές δυναμικές απαραίτητες. «Πρόγραμμα» δεν είναι ένα άθροισμα παρεμβάσεων και προτάσεων, πρόγραμμα είναι η υλική αποτύπωση των κοινωνικών συμμαχιών που εκφράζει ένα κόμμα. Χωρίς αυτή τη άμεση σχέση πολύ απλά είτε δεν υπάρχει οργανισμός είτε μεταβάλλεται σε ένα άμορφο σχήμα. Π.χ. δεν είναι δυνατόν μια Κυβέρνηση της Αριστεράς (που στηρίζεται στην κοινωνική συμμαχία των λαϊκών και μεσαίων τάξεων) να μην «κόψει το λαιμό» της για να αυξήσει τον κατώτατο μισθό και την κατώτατη σύνταξη, ανεξαρτήτως αν είναι «κοστολογημένο» ή όχι και ανεξαρτήτως αν θα έχει άλλου είδους κόστος ή όχι. Είναι άλλο πράγμα – και επιβάλλεται – να βρεις μεθοδολογικά και γνωστικά εργαλεία ώστε να μπορείς να εφαρμόζεις καλύτερα τις πολιτικές σου και άλλο πράγμα να μην τις εφαρμόζεις γιατί δεν βρήκες ακόμα τα κατάλληλα εργαλεία ή τις «συνθήκες».
Βεβαίως, επίσης, «πρόγραμμα» είναι και μια συνεκτική δομή μέτρων και αποφάσεων, ιεραρχημένων ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες και «απλωμένων» στο χρόνο, ανάλογα με τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής τους. Το συμπέρασμα είναι σχετικά απλό. Το κυβερνητικό «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να έχει δύο στοιχεία, άρρηκτα όμως μεταξύ τους: ανατρεπτικότητα και εφικτότητα, εφικτότητα και ανατρεπτικότητα. Οχι το ένα χωρίς το άλλο. Δεν μπορείς να έχεις ανατρεπτικότητα χωρίς εφικτότητα (διότι δεν θα απαντάς στις κοινωνικές σου δυνάμεις και στα άμεσα προβλήματά τους, άρα θα καταρρεύσεις), αλλά, επίσης, δεν μπορείς να έχεις εφικτότητα χωρίς ανατρεπτικότητα (διότι τότε καθίστασαι ένας «διαχειριστής», ένας φορέας άνευ χρησιμότητας για τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπείς).
Δίλημμα Νο 3: Και τι θα γίνει με την ανάγκη διαμόρφωσης «πολιτικών συμμαχιών»;
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πορευτεί «μόνος του» στο κομματικό σύστημα; Δεν έχει αυτονόητα ανάγκη από πολιτικές συμμαχίες;
Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα αυτό απαντάται με δύο τρόπους, ή καλύτερα με δύο παραλλαγές. Η πρώτη παραλλαγή είναι η «στενότερη». Κατ’αυτήν χρειάζεται μια πολιτική συμμαχία, ένα «μέτωπο» των κομμάτων της Αριστεράς, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η δεύτερη παραλλαγή είναι η «πλατύτερη». Κατ’αυτήν χρειάζεται μια συμπόρευση που ξεκινά από την «αριστερή σοσιαλδημοκρατία» και φτάνει μέχρι την άκρα αριστερά.  Φαινομενικώς η διαφορά τους είναι διαφορά εύρους. Ωστόσο και στις δύο παραλλαγές έχω τη γνώμη ότι γίνονται σημαντικές «αφαιρέσεις».
Η πρώτη προσέγγιση αυτή είναι μεν θεωρητικώς σωστή, αλλά πρακτικώς ανέφικτη και αναποτελεσματική. Είναι σωστή η ιδέα μιας συμπόρευσης της αριστεράς, όμως η υλική πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το ΚΚΕ ως ηγετική ομάδα και ως ιστορική γραφειοκρατία, για λόγους που δεν είναι της ώρας αλλά που κάποτε πρέπει να συζητηθούν πολύ σοβαρά, αποτελεί οργανικό τμήμα του πολιτικού συστήματος. Συνειδητά και συνεκτικά αφίσταται κάθε ιδέας και κάθε δράσης μετωπικής ρήξης με το σύστημα. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σαφώς πολύ πιο σύμμαχες δυνάμεις, αλλά ακόμα – δυστυχώς – ισχνές στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Επομένως, η παραλλαγή αυτή δεν απαντά εμπράκτως στην ανάγκη πολιτικών συμμαχιών.
Η δεύτερη παραλλαγή είναι σαφώς πιο «κοντά» στην πραγματικότητα των υλικών πολιτικών συσχετισμών, όμως απαντά στο πρόβλημα πολλές φορές με όρους «τακτικής».  Εϊναι προφανής, π.χ, η ανάγκη πολιτικής συμμαχίας με την «αριστερή σοσιαλδημοκρατία», όμως όρος για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι να βαθαίνει ολοένα και περισσότερο το ρήγμα στο εσωτερικό της ευρύτερης «σοσιαλδημοκρατίας» ή της «κεντροαριστεράς». Να διαχωρίζεται δηλαδή η «αριστερή σοσιαλδημοκρατία» από την καθεστωτική πολιτική ελίτ και από τη σοσιαλφιλελεύθερη ηγεσία. Και ο τρόπος για να βαθαίνει το ρήγμα δεν είναι τόσο μια κεντρική πολιτική συμπόρευση κάποιων προσώπων με τον ΣΥΡΙΖΑ (χρήσιμο οπωσδήποτε, αλλά όχι αρκετό) όσο η συγκρότηση της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας» σε ένα διακριτό πολιτικό χώρο που θα λειτουργεί συμμαχικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και θα λειτουργεί αποτρεπτικά στις απόπειρες συγκρότησης ή ενοποίησης ή ανασύνταξης του χώρου αυτού. Το ίδιο πράγμα θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να «πριμοδοτήσει» ακόμα και στο χώρο της «κεντροδεξιάς». Να υποβοηθήσει δηλαδή τη συγκρότηση «σχημάτων» που θα αφαιρούν πολιτική και κομματική νομιμοποίηση από τη ΝΔ και την ακροδεξιά και θα αποτελούν δυνητικούς συμμάχους, έστω και «μιας χρήσης» (π.χ. στη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων ή στην αποτροπή της ιδιωτικοποίησης των παραλιών ή του νερού, κλπ).
Ας θυμηθούμε ότι το «σύστημα» τέσσερα χρόνια τώρα «φυτεύει» πολιτικά κόμματα «δεξιά» και «αριστερά», μόνο και μόνο για να αφαιρέσει «αέρα» από τον ΣΥΡΙΖΑ και να αυξάνει την πολιτική του «απομόνωση». Εχει έρθει η ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ να τους «γυρίσει» το παιχνίδι.
Ομως, ας μην το ξεχνάμε στιγμή: των πολιτικών συμμαχιών προηγούνται πάντοτε οι κοινωνικές συμμαχίες. Και εκεί η ένταση της δουλειάς του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή τη στιγμή απολύτως επείγουσα.
Φωτογραφία: Άγγελος Καλοδούκας