Αγάπη και ανταγωνιστικότητα μόνο
Του Κ.Βαξεβάνη
Τώρα που η Ελλάδα γέμισε με μπουκαλάκια και ακριβές συσκευασίες λαδιού που υπόσχονται όσο σχεδόν και ο Σαμαράς το ελληνικό οικονομικό θαύμα, είναι ίσως χρήσιμο να ρίξουμε και μια ματιά στο γερμανικό θαύμα. Για να ξεκαθαρίσουμε όμως πρώτα με το ελληνικό θαύμα, οι θεωρίες που εμφανίζουν τη χώρα να έχει ανάγκη από έξυπνες ιδιωτικές πρωτοβουλίες και απεριόριστη αγάπη που θα ανατρέψει την αρνητική ενέργεια του κακού κρατισμού, είναι ίσως καλές θεωρίες για διασκεδαστικό ράφτινγκ στο Ποτάμι της πολιτικής ανεμελιάς, αλλά δεν είναι αλήθεια.
Η χώρα δεν κατοικείται από τεμπέληδες που πρέπει να τιμωρηθούν ή να αποστομωθούν από εφευρετικούς νεοεπιχειρηματίες των social media και του διαδικτύου, αλλά από πολίτες που διαμορφώθηκαν σε συγκεκριμένες συνθήκες. Η χώρα, με την ένωσή της με την πάλαι ποτέ ΕΟΚ, αυτό που σήμερα εμφανίζεται ως ευρωπαϊκό ιδεατό που δεν μπορεί όμως να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, γνώρισε την αποπαραγωγικοποίηση εξαιτίας της. Εργοστάσια έκλεισαν με επιδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση (τα εργοστάσια ζάχαρης είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση), αλιευτικοί στόλοι καταστράφηκαν πάλι με επιδότηση και η ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία έχασαν κάθε ποιοτικό χαρακτηριστικό από την επιδότηση των στρεμμάτων. Προσέξτε: δεν επιδοτήθηκε το προϊόν, ούτε η ποιότητα αλλά τα στρέμματα. Έτσι για μεγάλο διάστημα, συνέφερε τον έλληνα αγρότη να πάρει επιδότηση και μάλιστα πολλές φορές με ψεύτικα στρέμματα, παρά να καλλιεργήσει τη γη. Έτσι δημιουργήθηκε μια παρασιτική Ελλάδα, στην οποία οι γεωπόνοι έγραφαν στα γραφεία επιδοτήσεις αντί να είναι στα χωράφια και να συμβουλεύουν τους αγρότες τι να καλλιεργήσουν.
Αυτό το «Ευρωπαϊκό» μόρφωμα που παρουσιάζει τον εαυτό του ως προφητεία σωτηρίας, άρχισε να μοιράζει φτηνό δανεικό χρήμα. Ο κύριος Παπαδήμος, αργότερα μνημονιακός πρωθυπουργός που καταλόγισε στους Έλληνες ότι ζούσαν με δανεικά, προέτρεψε δημόσια την κυβέρνηση Σημίτη να δώσει, το 2000, φτηνά δάνεια. Η τηλεόραση δημιουργούσε την ίδια ώρα τα καταναλωτικά πρότυπα στα οποία έπρεπε να αναλωθούν αυτά τα δάνεια. Η Ελλάδα μέσα στην αγκαλιά της ΕΕ, έγινε μια χώρα που ερωτοτροπούσε με τον παρασιτισμό, τα σύμβολα ευωχίας και αγόραζε με δανεικό χρήμα γερμανικά αυτοκίνητα, γερμανικά όπλα και γερμανική τεχνολογία SIEMENS. Σε πολλαπλάσιες τιμές φυσικά, αφού έπρεπε να πληρωθούν και οι μίζες που έδιναν οι διεφθαρμένοι Γερμανοί στους Έλληνες διεφθαρμένους συνεργάτες τους.
Είναι ίσως γοητευτικό σήμερα να ονειρεύεσαι όμορφα μπουκαλάκια λαδιού στα οποία συσκευάζεις εκτός από το λάδι και τα όνειρα μιας άλλης Ελλάδας, αλλά αυτό δεν είναι σωτηρία, ούτε οργανωμένη οικονομική πολιτική.
Ας πάμε λοιπόν τώρα στο γερμανικό θαύμα. Αυτό συνίσταται σύμφωνα με τη Μέρκελ, σε δύο συνταγές. Τη δημοσιονομική πειθαρχία και την ανταγωνιστικότητα. Όταν οι Γερμανοί και οι ευρωπαίοι νεοφιλελεύθεροι μιλούν για ανταγωνιστικότητα, εννοούν ένα πράγμα. Φτηνά μεροκάματα που θα οδηγήσουν σε φτηνά προϊόντα τα οποία έτσι θα είναι ανταγωνιστικά. Σε καμιά περίπτωση δεν εννοούν βεβαίως, τμήμα αυτής της ανταγωνιστικότητας να επωμισθεί ο εργοδότης κάνοντας σκόντο από τα κέρδη του. Αν η ανταγωνιστικότητα που ονειρεύονται ήταν σωτηρία, τότε ούτε στο Πακιστάν, ούτε στην Ινδία, ούτε στην Αφρική θα πέθαινε κόσμος απ την πείνα, αφού τα μεροκάματα εκεί εξασφαλίζουν την πλήρη ανταγωνιστικότητα. Η Καμπούλ έπρεπε να ζει το δικό της success story και το Ισλαμαμπάντ να είναι παράδεισος επενδύσεων.
Τι εννοούν όμως λέγοντας δημοσιονομικό νοικοκύρεμα; Εννοούν και το δείχνουν, πως το σύνολο των δαπανών που πρέπει να κάνει το κράτος υπέρ της κοινωνικής πρόνοιας, πρέπει να ελαττωθεί. Αυτό το «νοικοκύρεμα» χτυπά δικαιώματα που η Ευρώπη είχε κατακτήσει πριν δεκαετίες, μετατρέποντας σε υπηρεσίες επί πληρωμή αυτό που ήταν υποχρέωση του κράτους. Η Ελλάδα είναι ένα καλό παράδειγμα στο τι εννοούν. Ο πρώην υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, πήρε εύσημα από τον Σαμαρά για τη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης. Το κόστος της δαπάνης δεν έπεσε, απλώς μετακύλησε μέσω της συμμετοχής στον ασθενή. Ταυτόχρονα, οι περικοπές στα νοσοκομεία στο όνομα φαινομένων που οι ίδιοι δημιούργησαν, σπρώχνουν τους πολίτες στην ιδιωτική υγεία. Τα ίδια συμβαίνουν και στην Παιδεία.
Αλλά ας πάρουμε την ίδια τη Γερμανία. Είναι ένα υπόδειγμα μερκελικής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Σε αυτήν λοιπόν την πειθαρχημένη χώρα, το ένα τρίτο των πολιτών ζουν, σύμφωνα με τις γερμανικές στατιστικές, στα όρια της φτώχειας. Είναι υποαπασχολούμενοι, ωρομίσθιοι της πείνας που δουλεύουν μερικές ώρες εξασφαλίζοντας την επιβίωσή τους ενώ ταυτόχρονα δεν είναι δηλωμένοι ως άνεργοι ώστε να ανεβάζουν τους δείκτες ανεργίας. Το ποσοστό αυτών που ανασαίνουν για να μην πεθάνουν στη γερμανική κοινωνία αυξάνεται συνεχώς. Η άλλη Γερμανία, ωστόσο, των Τραπεζών και της οικονομικής ελίτ, αναπτύσσεται και πλουτίζει μέσα στην κρίση. Βέβαια οι Γερμανοί, ακόμη και αυτοί που είναι πλήρως απασχολούμενοι, έχουν 10 χρόνια να δουν αύξηση.
Αξίζει άραγε όλη αυτή η δημοσιονομική προτεσταντική πειθαρχία; Γιατί, για να γίνουμε Γερμανία και να λέμε ότι πεθαίνουμε σε ένα ισχυρό κράτος και όχι σε ένα ανίσχυρο; Και επειδή αυτή η πειθαρχία προωθείται με το λαϊκό παράδειγμα ενός νοικοκυρεμένου σπιτιού που ζει τακτοποιημένο, το παράδειγμα αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν θέλει πειθαρχία νοικοκυριού και ισότητας. Θέλει μια πειθαρχία στην οποία στο νοικοκυριό κάποιοι θα δουλεύουν για να εξασφαλίζουν έσοδα σε ένα πειθαρχημένο σπίτι, αλλά καλά θα περνάει μόνο αυτός που επιβάλει την πειθαρχία. Οι υπόλοιποι απλώς θα μπορούν να λένε πως ζουν και πεθαίνουν σε ένα πειθαρχημένο σπίτι.
Του Κ.Βαξεβάνη
Τώρα που η Ελλάδα γέμισε με μπουκαλάκια και ακριβές συσκευασίες λαδιού που υπόσχονται όσο σχεδόν και ο Σαμαράς το ελληνικό οικονομικό θαύμα, είναι ίσως χρήσιμο να ρίξουμε και μια ματιά στο γερμανικό θαύμα. Για να ξεκαθαρίσουμε όμως πρώτα με το ελληνικό θαύμα, οι θεωρίες που εμφανίζουν τη χώρα να έχει ανάγκη από έξυπνες ιδιωτικές πρωτοβουλίες και απεριόριστη αγάπη που θα ανατρέψει την αρνητική ενέργεια του κακού κρατισμού, είναι ίσως καλές θεωρίες για διασκεδαστικό ράφτινγκ στο Ποτάμι της πολιτικής ανεμελιάς, αλλά δεν είναι αλήθεια.
Η χώρα δεν κατοικείται από τεμπέληδες που πρέπει να τιμωρηθούν ή να αποστομωθούν από εφευρετικούς νεοεπιχειρηματίες των social media και του διαδικτύου, αλλά από πολίτες που διαμορφώθηκαν σε συγκεκριμένες συνθήκες. Η χώρα, με την ένωσή της με την πάλαι ποτέ ΕΟΚ, αυτό που σήμερα εμφανίζεται ως ευρωπαϊκό ιδεατό που δεν μπορεί όμως να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, γνώρισε την αποπαραγωγικοποίηση εξαιτίας της. Εργοστάσια έκλεισαν με επιδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση (τα εργοστάσια ζάχαρης είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση), αλιευτικοί στόλοι καταστράφηκαν πάλι με επιδότηση και η ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία έχασαν κάθε ποιοτικό χαρακτηριστικό από την επιδότηση των στρεμμάτων. Προσέξτε: δεν επιδοτήθηκε το προϊόν, ούτε η ποιότητα αλλά τα στρέμματα. Έτσι για μεγάλο διάστημα, συνέφερε τον έλληνα αγρότη να πάρει επιδότηση και μάλιστα πολλές φορές με ψεύτικα στρέμματα, παρά να καλλιεργήσει τη γη. Έτσι δημιουργήθηκε μια παρασιτική Ελλάδα, στην οποία οι γεωπόνοι έγραφαν στα γραφεία επιδοτήσεις αντί να είναι στα χωράφια και να συμβουλεύουν τους αγρότες τι να καλλιεργήσουν.
Αυτό το «Ευρωπαϊκό» μόρφωμα που παρουσιάζει τον εαυτό του ως προφητεία σωτηρίας, άρχισε να μοιράζει φτηνό δανεικό χρήμα. Ο κύριος Παπαδήμος, αργότερα μνημονιακός πρωθυπουργός που καταλόγισε στους Έλληνες ότι ζούσαν με δανεικά, προέτρεψε δημόσια την κυβέρνηση Σημίτη να δώσει, το 2000, φτηνά δάνεια. Η τηλεόραση δημιουργούσε την ίδια ώρα τα καταναλωτικά πρότυπα στα οποία έπρεπε να αναλωθούν αυτά τα δάνεια. Η Ελλάδα μέσα στην αγκαλιά της ΕΕ, έγινε μια χώρα που ερωτοτροπούσε με τον παρασιτισμό, τα σύμβολα ευωχίας και αγόραζε με δανεικό χρήμα γερμανικά αυτοκίνητα, γερμανικά όπλα και γερμανική τεχνολογία SIEMENS. Σε πολλαπλάσιες τιμές φυσικά, αφού έπρεπε να πληρωθούν και οι μίζες που έδιναν οι διεφθαρμένοι Γερμανοί στους Έλληνες διεφθαρμένους συνεργάτες τους.
Είναι ίσως γοητευτικό σήμερα να ονειρεύεσαι όμορφα μπουκαλάκια λαδιού στα οποία συσκευάζεις εκτός από το λάδι και τα όνειρα μιας άλλης Ελλάδας, αλλά αυτό δεν είναι σωτηρία, ούτε οργανωμένη οικονομική πολιτική.
Ας πάμε λοιπόν τώρα στο γερμανικό θαύμα. Αυτό συνίσταται σύμφωνα με τη Μέρκελ, σε δύο συνταγές. Τη δημοσιονομική πειθαρχία και την ανταγωνιστικότητα. Όταν οι Γερμανοί και οι ευρωπαίοι νεοφιλελεύθεροι μιλούν για ανταγωνιστικότητα, εννοούν ένα πράγμα. Φτηνά μεροκάματα που θα οδηγήσουν σε φτηνά προϊόντα τα οποία έτσι θα είναι ανταγωνιστικά. Σε καμιά περίπτωση δεν εννοούν βεβαίως, τμήμα αυτής της ανταγωνιστικότητας να επωμισθεί ο εργοδότης κάνοντας σκόντο από τα κέρδη του. Αν η ανταγωνιστικότητα που ονειρεύονται ήταν σωτηρία, τότε ούτε στο Πακιστάν, ούτε στην Ινδία, ούτε στην Αφρική θα πέθαινε κόσμος απ την πείνα, αφού τα μεροκάματα εκεί εξασφαλίζουν την πλήρη ανταγωνιστικότητα. Η Καμπούλ έπρεπε να ζει το δικό της success story και το Ισλαμαμπάντ να είναι παράδεισος επενδύσεων.
Τι εννοούν όμως λέγοντας δημοσιονομικό νοικοκύρεμα; Εννοούν και το δείχνουν, πως το σύνολο των δαπανών που πρέπει να κάνει το κράτος υπέρ της κοινωνικής πρόνοιας, πρέπει να ελαττωθεί. Αυτό το «νοικοκύρεμα» χτυπά δικαιώματα που η Ευρώπη είχε κατακτήσει πριν δεκαετίες, μετατρέποντας σε υπηρεσίες επί πληρωμή αυτό που ήταν υποχρέωση του κράτους. Η Ελλάδα είναι ένα καλό παράδειγμα στο τι εννοούν. Ο πρώην υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, πήρε εύσημα από τον Σαμαρά για τη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης. Το κόστος της δαπάνης δεν έπεσε, απλώς μετακύλησε μέσω της συμμετοχής στον ασθενή. Ταυτόχρονα, οι περικοπές στα νοσοκομεία στο όνομα φαινομένων που οι ίδιοι δημιούργησαν, σπρώχνουν τους πολίτες στην ιδιωτική υγεία. Τα ίδια συμβαίνουν και στην Παιδεία.
Αλλά ας πάρουμε την ίδια τη Γερμανία. Είναι ένα υπόδειγμα μερκελικής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Σε αυτήν λοιπόν την πειθαρχημένη χώρα, το ένα τρίτο των πολιτών ζουν, σύμφωνα με τις γερμανικές στατιστικές, στα όρια της φτώχειας. Είναι υποαπασχολούμενοι, ωρομίσθιοι της πείνας που δουλεύουν μερικές ώρες εξασφαλίζοντας την επιβίωσή τους ενώ ταυτόχρονα δεν είναι δηλωμένοι ως άνεργοι ώστε να ανεβάζουν τους δείκτες ανεργίας. Το ποσοστό αυτών που ανασαίνουν για να μην πεθάνουν στη γερμανική κοινωνία αυξάνεται συνεχώς. Η άλλη Γερμανία, ωστόσο, των Τραπεζών και της οικονομικής ελίτ, αναπτύσσεται και πλουτίζει μέσα στην κρίση. Βέβαια οι Γερμανοί, ακόμη και αυτοί που είναι πλήρως απασχολούμενοι, έχουν 10 χρόνια να δουν αύξηση.
Αξίζει άραγε όλη αυτή η δημοσιονομική προτεσταντική πειθαρχία; Γιατί, για να γίνουμε Γερμανία και να λέμε ότι πεθαίνουμε σε ένα ισχυρό κράτος και όχι σε ένα ανίσχυρο; Και επειδή αυτή η πειθαρχία προωθείται με το λαϊκό παράδειγμα ενός νοικοκυρεμένου σπιτιού που ζει τακτοποιημένο, το παράδειγμα αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν θέλει πειθαρχία νοικοκυριού και ισότητας. Θέλει μια πειθαρχία στην οποία στο νοικοκυριό κάποιοι θα δουλεύουν για να εξασφαλίζουν έσοδα σε ένα πειθαρχημένο σπίτι, αλλά καλά θα περνάει μόνο αυτός που επιβάλει την πειθαρχία. Οι υπόλοιποι απλώς θα μπορούν να λένε πως ζουν και πεθαίνουν σε ένα πειθαρχημένο σπίτι.