Η εσωκομματική δημοκρατία είναι κεντρικό επίδικο και για έναν ακόμα λόγο: ο τρόπος λειτουργίας ενός κόμματος στο εσωτερικό του προοικονομεί και τον τρόπο διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας, είτε με την έννοια της προετοιμασίας είτε με την έννοια της προ-διαμόρφωσης αρχών διακυβέρνησης που θα κατοχυρώνουν μια διακριτή σχέση του κόμματος με την κυβέρνηση.
Του Κώστα Ελευθερίου*
Η συζήτηση για το πολιτικό κόμμα βρίσκεται στο επίκεντρο της αριστερής πολιτικής θεωρίας,τόσο της κανονιστικής όσο της εμπειρικής. Ο προβληματισμός για τη μορφή του ιδεώδους πολιτικού υποκειμένου, για τη λογική της κινητοποίησης, για τη φύση του συλλογικού δεσμού που αυτό επιχειρεί να σφυρηλατήσει, για τα μέσα και τους σκοπούς μιας αριστερής πολιτικής οργάνωσης, εκπληρώνει εν πολλοίς και το αίτημα της σύνδεσης της θεωρίας με την πράξη. Υπ’ αυτήν την έννοια, οι αντιμαχόμενες απόψεις για το πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς είναι θέσεις για το ζήτημα της εξουσίας, για το πώς αυτή κατακτιέται και ασκείται αλλά και για το πώς αμφισβητείται. Στο πλαίσιο αυτό, στόχος του παρόντος σημειώματος είναι να προτείνει κάποιες μεθοδολογικές αρχές και να διερευνήσει κάποιες προϋποθέσεις για ένα συλλογικό στοχασμό σε σχέση με το πολιτικό υποκείμενο, δηλαδή το πολιτικό κόμμα. Αναφερόμαστε στο πολιτικό κόμμα διότι, ακόμη και με την απαξίωση που αυτό υφίσταται στις σύγχρονες κοινωνίες αλλά και την κινηματική μεταφυσική που διαπνέει τη σκέψη πολλών εκδοχών της σύγχρονης Αριστεράς, εξακολουθεί να είναι ο θεσμός εκείνος που διασφαλίζει τη σύνδεση της κοινωνίας με την πολιτική, ο εγγενώς ανατρεπτικός και επαναστατικός θεσμός που οργανώνει τα κοινωνικά αιτήματα σε πολιτικέςκαι άρα ο προνομιακός φορέας προώθησης ενός σχεδίου κοινωνικού μετασχηματισμού ως προγράμματος εξουσίας. Σε συνάφεια, λοιπόν, με την παράδοση της θεωρίας των κομμάτων θα αναφερθούμε στην ανάγκη ανάπτυξης ενός «σύγχρονου κόμματος μαζών», η λογική του οποίου, κατά τη γνώμη μας, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις για ένα νέο πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς.
Καταρχάς, τρεις είναι οι θεματικές, τις οποίες πρέπει να συνυπολογίσουμε σε σχέση με το πολιτικό κόμμα της Αριστεράς στον 21ο αιώνα. Η πρώτη θεματική αφορά το μοντέλο κινητοποίησης του κόμματος της Αριστεράς. Εκ των πραγμάτων αυτό προϋποθέτει μια καλή γνώση και αποτίμηση του αναπτυσσόμενου καταμερισμού εργασίας, τις αντιθέσεις που αυτός παράγει, τους όρους πρόσβασης των μελών της κοινωνίας στη γνώση και την πληροφορία, τις μορφές επικοινωνίας που επικρατούν σε ένα δεδομένο κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο. Η κομματική οργάνωση στη βάση της πρέπει να προσαρμόσει τη σκευή της στις συνθήκες που επικρατούν, ωστόσο για ένα κόμμα της Αριστεράς στόχος είναι να λειτουργήσει ανατρεπτικά, να αμφισβητήσει δηλαδή τις διαμορφούμενες συνθήκες στο κοινωνικό πεδίο. Η δεύτερη θεματική αφορά την εσωκομματική δημοκρατία. Ποιο θα πρέπει να είναι το μοντέλο οργάνωσης της εσωκομματικής πολιτικής; Από ποιες αρχές θα διέπονται οι σχέσεις ανάμεσα στα μέρη του κόμματος; Ποιος πρέπει να είναι ο εσωκομματικός τόπος της λήψης των αποφάσεων; Με ποιους τρόπους θα διασφαλίζεται η συμμετοχή των μελών και η ουσιαστική εμπλοκή τους στην εσωκομματική ζωή; Η εσωκομματική δημοκρατία είναι κεντρικό επίδικο και για έναν ακόμα λόγο: ο τρόπος λειτουργίας ενός κόμματος στο εσωτερικό του προοικονομεί και τον τρόπο διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας, είτε με την έννοια της προετοιμασίας είτε με την έννοια της προ-διαμόρφωσης αρχών διακυβέρνησης που θα κατοχυρώνουν μια διακριτή σχέση του κόμματος με την κυβέρνηση. Τέλος το θέμα της εξουσίας και τα διλήμματα που θέτει (εντός/εκτός καπιταλισμού, επαναστατική/μη επαναστατική κ.λπ.) δημιουργούν και μία ακόμα θεωρητική προϋπόθεση: ποια είναι η θεωρία του αριστερού πολιτικού υποκειμένου για το κράτος -κάτι που συνδέεται με την προηγούμενη θεματική.
Στην ιστορία του κομματικού φαινομένου η αριστερή πολιτική μορφή αναδύθηκε διαμέσου του τύπου του «κόμματος μαζών», τον οποίο εισηγήθηκαν τα πρώτα μαζικά εργατικά κόμματα στα τέλη του 19ου αιώνα. Η έννοια του «κόμματος μαζών», έτσι όπως μας την κληροδότησε ο εμβληματικός γάλλος πολιτικός επιστήμονας Μωρίς Ντιβερζέ, αντιστοιχεί στην ιστορική στιγμή διεύρυνσης του εκλογικού δικαιώματος στις εργατικές - λαϊκές τάξεις, στη διαμόρφωση δηλαδή της μαζικής δημοκρατίας και στη διεκδίκηση από πλευράς εργατικής τάξης μιας πολιτικής εκπροσώπησης που οδηγούσε υπό προϋποθέσεις στην άνοδο στην εξουσία διαμέσου ενός εργατικού κόμματος. Το «κόμμα μαζών» ήταν το μέσο για την ένταξη της εργατικής τάξης στη δημοκρατική πολιτική και ταυτόχρονα ο τόπος στον οποίο διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και προώθηση ενός αριστερού προγράμματος εξουσίας. Επιπλέον, με όρους εκλογικής κινητοποίησης, το «κόμμα μαζών» αναδείχθηκε στην πλέον επιτυχημένη πολιτική οργάνωση μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, επηρεάζοντας την οργανωτική πολιτική και των κομμάτων της Δεξιάς. Τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά του «κόμματος μαζών» συνιστούν και το ρεπερτόριο δράσης των κομμάτων της Αριστεράς μέχρι και σήμερα: μαζική στρατολόγηση μελών και κινητοποίησή τους ανάμεσα και στη διάρκεια των εκλογών· ίδρυση τοπικών οργανώσεων σε όλη την επικράτεια· διαδικασίες πολιτικής εκπαίδευσης για στελέχη και μέλη·δημιουργία ενός δικτύου παράλληλων οργανώσεων που κάλυπταν το σύνολο της κοινωνικής ζωής και ενεργοποιούσαν συλλογικά την εργατική τάξη. Οι βασικές απόψεις για τις τρεις προαναφερόμενες θεματικές διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο και με αναφορά στο «κόμμα μαζών».
Σε αυτό το σημείωμα αναφερόμαστε στην ανάγκη ανάπτυξης ενός«σύγχρονου κόμματος μαζών». Προφανώς δεν μιλάμε για την επανάκαμψη της μορφής του «κόμματος μαζών», διότι αυτή αντιστοιχούσε σε μια άλλη κοινωνικό-οικονομική συνθήκη η οποία έχει παρέλθει δια παντός. Ωστόσο η λογική πίσω από τη συγκρότηση του κόμματος μαζών εξακολουθεί να είναι επίκαιρη για τρεις λόγους. Ο ένας λόγος είναι ότι ο αυξανόμενος πολιτικός κυνισμός και η πολιτική αποστράτευση των τελευταίων δεκαετιών -που εντάθηκε στην περίοδο της κρίσης- υποδεικνύει την ανάγκη επανενεργοποίησης της κοινωνίας στην κατεύθυνση της αναζωογόνησης της δημοκρατικής διαδικασίας. Δεδομένου ότι οι κυρίαρχες αντιλήψεις για την επανενεργοποίηση των πολιτών εξαντλούνται σε εξατομικευτικές απευθύνσεις, είναι αναγκαίο να επανέλθει στο προσκήνιο η μαζική πολιτική των συλλογικοτήτων. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η ρητορική αλλά και η πρακτική διάσταση του αντιπροσωπευτικού - δημοκρατικού και του αμεσοδημοκρατικού προτάγματος που υπάρχει στο λόγο πολλών εκδοχών της σύνολης Αριστεράς, που ενίοτε μεταφράζεται και σε αντίθεση κόμματος - κινήματος,είναι αδιέξοδες διότι «χαρίζουν» την υπεράσπιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας -η εδραίωση και η διεύρυνση της οποίας είναι καταρχήν κατάκτηση των αγώνων του λαϊκού κινήματος- στον πολιτικό αντίπαλο. Είναι εφικτός ο συνδυασμός αντιπροσωπευτικών και αμεσοδημοκρατικών λογικών, που θα ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες κομματικές λειτουργίες, στο πλαίσιο μιας κομματικής δομής, η οποία μπορεί ιδανικά να στηρίξει τέτοια εγχειρήματα. Ο τρίτος λόγος είναι ότι σε μια εποχή απο-ιδεολογικοποίησης και κερματισμένης πληροφόρησης είναι αναγκαίο το κόμμα να ανακτήσει τον ρόλο του ως εκπαιδευτικός μηχανισμός, ως φορέας καλλιέργειας και ενδυνάμωσης της πολιτικής παιδείας, η οποία εν τέλει είναι και δημοκρατική παιδεία.
Όλα τα παραπάνω θα μπορούν να ισχύσουν και για τα περισσότερα κόμματα, ασχέτως ιδεολογικής αναφοράς (εξαιρείται προφανώς η ακροδεξιά). Η ειδοποιός διαφορά που οριοθετεί τη συζήτηση για το πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς αφορά τη συλλογική δέσμευση προς την κατεύθυνση του κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός, ως συλλογικό αίτημα και ως σχέδιο, πρέπει να διαπερνά τις οργανωτικές στρατηγικές και τα εγχειρήματα της ανασύνταξης, πρέπει να είναι η διαρκής και μόνιμη επιδίωξη που κανοναρχεί τη δράση του πολιτικού υποκείμενου. Η εμπειρία της κυβέρνησης αλλά και της αντιπολίτευσης για τις δυνάμεις της Αριστεράς παρέχουν εκ των πραγμάτων μια πολύτιμη εμπειρική ύλη για τις απαιτήσεις ενός νέου πολιτικού υποκειμένου στον 21ο αιώνα. Το θέμα είναι αυτή η εμπειρική ύλη να μην θεωρητικοποιείται αβασάνιστα. Να μη θεωρείται, για παράδειγμα, η λογική του κράτους ο μόνος τρόπος κατανόησης ενός εγχειρήματος κυβερνώσας Αριστεράς. Ο συλλογικός στοχασμός για το πολιτικό υποκείμενο, αλλά ακόμα και ο πειραματισμός γύρω από την (ανα)συγκρότησή του αφορά και την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, σχετίζεται με τη μακροημέρευση του όποιου αριστερού εγχειρήματος και προϋποθέτει και κάποια αποστασιοποίηση της σκέψης. Χρειάζεται ο κοινωνικός μετασχηματισμός ως ιδεολογική πλαισίωση αλλά και ως όρος οργάνωσης και δράσης του πολιτικού υποκειμένου να διατηρεί την αξιακή του αυτοτέλεια και να μην υποβιβάζεται σε μια μη ρεαλιστική ή ρομαντική στόχευση.
*Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης