Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Ποιό μέλλον, ποιό κόμμα




Ποιο μέλλον, ποιο κόμμα

Σε όλους μας συμβαίνει καμιά φορά να διαβάζουμε κάτι και να έχουμε την αίσθηση πως κι εμείς το ίδιο ακριβώς θα γράφαμε. Να σκεφτόμαστε: μακάρι να το είχα γράψει εγώ αυτό. Αυτή την αίσθηση δημιούργησε η παρακάτω παράγραφος:

[ … ] Το αποτέλεσμα του Ιούνη (2012) – μια ιστορική ευκαιρία, ανεπανάληπτη ως προς τους όρους της για την Αριστερά – εκλήφθηκε από το μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που κινητοποιήθηκε με στόχο να πετύχει την κυβερνητική αλλαγή ως ήττα. Η μερίδα αυτή της κοινωνίας αποσύρθηκε, μετά από μία αρχική αναμονή κάποιων μηνών,  απογοητευμένη [ … ]  Στοιχείο που συνέβαλε στην απόσυρση της κοινωνίας, ήταν και ο «φόβος των μαζών» που επέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Πρώτα-πρώτα οργανωτικά. Η διεύρυνση του κόμματος προς το εκλογικό σώμα που τον ψήφισε έγινε με πολλή καθυστέρηση, άτολμα και συντηρητικά. Το μήνυμα που εκπέμφθηκε από τις πρώτες μέρες το πήραν άμεσα τα κοινωνικά στρώματα που κινητοποιήθηκαν και γι’ αυτό ο αρχικός ενθουσιασμός μετριάστηκε, έγινε στάση αναμονής και όταν μετά από πολύ χρόνο έγινε το άνοιγμα, όπως έγινε, ως μη-άνοιγμα στην κοινωνία, πήρε περισσότερο το χαρακτήρα ένταξης πολιτικών οργανωμένων ομάδων, στελεχών με μία πολιτική εμπειρία και όχι μαζικής ένταξης του κόσμου που κινητοποιήθηκε το προηγούμενο διάστημα.
Να το πούμε αλλιώς, δυναμικά νέα στρώματα που προσέγγισαν τον ΣΥΡΙΖΑ βλέποντας την ελάχιστα δημοκρατική οργάνωσή του, τις φατρίες και ένα διαμορφωμένο κομματικό κατεστημένο, όχι και πολύ φιλικό σε πολλές-πολλές αλλαγές, απλώς στάθηκαν στη γωνία. Ίσως αυτή η καθυστέρηση στο άνοιγμα κατά ένα χρόνο, και το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στο καταστατικό του συνέδριο δεν πέτυχε να οργανωθεί ως ενιαίο κόμμα, να αποτέλεσε το σημαντικότερο εμπόδιο στην πολιτική διείσδυσή του στην κοινωνία [ … ] (3)

Τις τελευταίες ημέρες άκουσα και διάβασα πολλά σχετικά με τις τελευταίες εκλογές και την σημασία τους. Ορισμένοι αναλύοντας το ζήτημα δείχνουν κυριολεκτικά να φοβούνται την σοσιαλδημοκρατία όχι ως πολιτική στάση αλλά ακόμη και ως όνομα. Ο συμβολισμός, όταν βασίζεται σε ιστορικούς αναχρονισμούς, παρασύρει τα επιχειρήματα σε αγκυλώσεις και τη σκέψη σε εμμονές. Δημιουργείται καμιά φορά η εντύπωση πως κεντρικό μέλημα κάποιων δεν είναι η βελτίωση της ζωής των πολιτών και η ενίσχυση της Κοινωνίας αλλά η αποφυγή τους τέρατος που ακούει στο όνομα «κεντροαριστερή διολίσθηση» (1)

[ … ] Είναι, σχεδόν, βέβαιο ότι οι κεντροαριστερές λογικές, μαζί με τα ανώτερα κεντροαριστερά στελέχη είτε είναι βουλευτές είτε όχι, βοηθούντων και των κυρίαρχων εγχώριων κύκλων του ελληνικού αστισμού, θα πνίξουν κυριολεκτικά τον ΣΥΡΙΖΑ, θα προσδώσουν το δικό τους στίγμα στη μετεξέλιξή του και θα αποπειραθούν να αναστείλουν τις τάσεις ριζοσπαστικοποίησης στην κοινωνία [ … ]  (1)

Η κυβερνησιμότητα (δηλαδή η δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει) είναι όρος που σε κάποιους προκαλεί καχυποψία και η αριστερή σοσιαλδημοκρατία είναι ίσως ένα αναγκαίο κακό που απλώς πρέπει να το χειριστούμε εργαλειακά έτσι ώστε να ενισχύσουμε την θέση του δικού μας κόμματος, [ συμπληρώνοντας την ‘τακτική’ και με συμμαχίες «μιας χρήσης» που να αποδυναμώνουν την δεξιά και τα extreme παρακλάδια της (2) ]

Στο σημείο αυτό μπαίνει από ορισμένους και πάλι το γνωστό ζήτημα της ριζοσπαστικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ, του υπερενισχυμένου ρόλου των κομματικών οργάνων κλπ (2)

Προσπαθώντας να συνεισφέρει κανείς στην συζήτηση που άνοιξε, δεν μπορεί παρά να σκοντάψει στους παρακάτω αριθμούς που είναι απλώς τα επίσημα (Υπ. Εσωτερικών) συγκεντρωτικά αποτελέσματα επικράτειας των Ευρωεκλογών του Μαΐου.

Κόμμα
Έδρες
%
Δεξιά-Κέντρο-Συντήρηση
Αριστερά
ΣΥΡΙΖΑ
6
26,57%

26,57%
ΝΔ
5
22,72%
22,72%

ΧΑ
3
9,39%
9,39%

ΕΛΙΑ
2
8,02%
8,02%

ΠΟΤΑΜΙ
2
6,60%
6,60%

ΚΚΕ
2
6,11%
6,11%

ΑΝΕΛ
1
3,46%
3,46%

ΛΑΟΣ

2,69%
2,69%

ΕΕΠ

1,44%
1,44%

ΔΗΜΑΡ

1,20%
1,20%

ΕΠΛ

1,04%
1,04%

ΚΕΚ

1,00%
1,00%

ΓΕΦΥΡΕΣ

0,91%
0,91%

ΠΡΑΣΙΝΟΙ

0,90%

0,90%



64,58%
27,47%

Ξέρω πως αρκετοί φίλοι θα στενοχωρηθούν που θα δουν να συμπεριλαμβάνεται στην προτελευταία στήλη και το ΚΚΕ, όμως θα πρέπει κάποια στιγμή όλοι να αντιληφθούμε πως «το ΚΚΕ ως ηγετική ομάδα και ως ιστορική γραφειοκρατία, για λόγους που δεν είναι της ώρας αλλά που κάποτε πρέπει να συζητηθούν πολύ σοβαρά, αποτελεί οργανικό τμήμα του πολιτικού συστήματος. Συνειδητά και συνεκτικά αφίσταται κάθε ιδέας και κάθε δράσης μετωπικής ρήξης με το σύστημα» (2)

Σε κάθε άνθρωπο που σκέφτεται με την κοινή λογική ο παραπάνω πίνακας δείχνει πως ακόμη και τώρα, μετά από τόση καταστολή, καταστροφή, απαξία και φτωχοποίηση της χώρας οι πολίτες ψηφίζουν δεξιά/υπερσυντηρητικά αφού οι κεντροαριστερές πολιτικές δυνάμεις της προτελευταίας στήλης είναι στην ουσία -από πλευράς εκλογικού ποσοστού και κοινωνικού βάρους- αμελητέες. Όσοι διαβάζουν αυτό το κείμενο νομίζω πως θα συμφωνήσουν πως είναι μάλλον δύσκολο να βρεθούν κεντροαριστερά πολιτικά και αξιακά χαρακτηριστικά σε μορφώματα όπως η ΕΛΙΑ ή το ΠΟΤΑΜΙ. Είναι δύσκολο λοιπόν, με τα δεδομένα αυτά, να υιοθετηθούν θέσεις περί τριπλής νίκης ή να θεμελιωθεί πολιτική κατεύθυνση ριζοσπαστικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ο βολονταρισμός οδηγεί σε αυτό που ορισμένοι ονομάζουν ‘πολιτικό λυρισμό’ δηλαδή στην καταστροφή μέσω της αποκοπής από την πραγματικότητα.

Οι εκτιμήσεις και οι δημοσιογραφικές πληροφορίες περί την Οικονομία είναι βεβαίως χρήσιμες, όμως οι πληροφορίες από πρώτο χέρι και ίδια η πράξη είναι ουσιαστικό εργαλείο. Είναι εργαλείο για να γίνει κατανοητή και να ερμηνευτεί η πραγματικότητα, είναι βάση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί αποτελεσματική πολιτική. Πληροφορία του δεύτερου είδους έχει, από την επαγγελματική του δραστηριότητα, ο γράφων.

Οι περισσότεροι γνωρίζουν πως από το καλοκαίρι του 2009 έως σήμερα οι Ελληνικές τράπεζες έχουν χρηματοδοτηθεί από δημόσια χρήματα και εγγυήσεις (που είναι το ίδιο αφού επιβαρύνουν έμμεσα το Δημόσιο χρέος) που βρίσκονται κοντά και κατ’ άλλους ξεπερνούν, τα 200 δις ευρώ. Στο σημερινό τοπίο των τεσσάρων συστημικών τραπεζικών ομίλων και όσο πλησιάζουν στον ορίζοντα (με τον α ή β τρόπο) οι εκλογές, οι διευθύνουσες ελίτ θα ζητήσουν την «εκδούλευση» πίσω. Θα απαιτήσουν δηλαδή -ως μοχλό πολιτικής επιβίωσης- τη στήριξη της οικονομίας και την επιτάχυνση της όποιας ανάπτυξης μέσω ροής χρήματος αυτή τη φορά αντίστροφης: από τις τράπεζες προς την Οικονομία έστω και με όρους νεοφιλελεύθερους. Στα άμεσα επιχειρηματικά σχέδια μιας από τις τέσσερεις συστημικές τράπεζες, αρχόμενα ήδη από τα μέσα του καλοκαιριού, βρίσκονται η χορήγηση 90 χιλιάδων στεγαστικών δανείων, η χορήγηση 45 χιλιάδων καταναλωτικών δανείων και η στήριξη της απορρόφησης από τον ιδιωτικό τομέα των προγραμμάτων ΣΕΣ ή όπως αλλιώς ονομαστεί το νέο ΕΣΠΑ. Είναι εύκολο να συμπεράνει κανείς πως περίπου την ίδια ρότα θα ακολουθήσουν και οι άλλοι. Το σύστημα και το παλαιοκομματικό πολιτικό προσωπικό που το εκφράζει θα απαιτήσουν πρόσβαση σε εργαλεία και πόρους που θα εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.

Παρ’ όλο που η τελευταία έκθεση της Citibank Για την Ελλάδα δεν ήταν τόσο αισιόδοξη (προβλέποντας έως και ελαφρά ύφεση και για το 2015) όλοι αποδέχονται πως έχουμε πια «ξύσει τον πάτο του βαρελιού» και βρισκόμαστε μπροστά σε μια αργή αλλά «θετική» μεταστροφή του κλίματος. Ο καθηγητής Σ. Ρομπόλης πρόβλεψε +0,6% στο ΑΕΠ του 2015 και τόσο ο ίδιος όσο και το επιτελείο που ο ίδιος συναρμολόγησε, δεν μας έχουν συνηθίσει σε λανθασμένες εκτιμήσεις.

Ολοκληρώνοντας το σκεπτικό, θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως η παραμικρή τάση ανάπτυξης θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης και εφαλτήριο προπαγάνδας με μεγάλη ένταση και με όλους τους τρόπους με προεξάρχουσα την αξιοποίηση του δικτύου «πληροφόρησης» όπου σχεδόν ολόκληρο, συμπεριλαμβανόμενης και της νυν Δημόσιας τηλεόρασης, ανήκει ή ελέγχεται απολύτως από άτομα τα οποία είτε ανήκουν τα ίδια είτε εκπροσωπούν τις ελίτ και τα συμφέροντά τους. Ουδείς από όποια πολιτική αφετηρία κι αν προέρχεται δεν είναι τόσο αφελής ώστε να υποτιμήσει την ασύλληπτη δύναμη διαμόρφωσης γνώμης που έχει ο καλά στημένος μηχανισμός των ΜΜΕ.
Κι ας μην ξεχνάμε και τις σχετικές επιδόσεις των Ευρωπαϊκών ελίτ που εκτός των άλλων μέσων πολιτικής πίεσης, δεν το έχουν σε τίποτα να βάλουν Γερμανικές εφημερίδες να γράφουν Ελληνικά και Ιταλικές Σπανιόλικα…

Με αυτά τα δεδομένα και σε αυτό το πολιτικό τοπίο θα κληθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικήσει την πρώτη θέση στις επερχόμενες εκλογές. Με τα δεδομένα αυτά θέσεις όπως η παρακάτω

[ … ] Η εκλογική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και η σταθεροποίησή του το 2014 δεν συνέβη γιατί το κόμμα «μετακινήθηκε» προς κάποιο δυνητικό «κέντρο», αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: Ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να αναδειχτεί σε κυρίαρχο κόμμα όχι γιατί «μετακινήθηκε» προς το κέντρο, αλλά γιατί,  αντίθετα, με την ριζοσπαστική του δύναμη κατάφερε να «μετακινήσει» το ίδιο το κέντρο προς τα αριστερά [ … ] (2)

προκαλούν ανησυχία και δημιουργούν αμφιβολίες για το αν κεντρικά στελέχη του κομματικού μηχανισμού έχουν πράγματι αντιληφθεί που βρισκόμαστε και τι ακριβώς έχουμε να αντιμετωπίσουμε.

Ήταν από την αρχή σαφές πως αυτό το κείμενο δεν θα ήταν καθησυχαστικό ή ευχάριστο. Αυτό γιατί, σαν να μην έφταναν οι παραπάνω επισημάνσεις, όλο και περισσότερα μέλη και φίλοι του κόμματος διαπιστώνουν πως αν Ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει εκλογές πριν λύσει τις εσωτερικές του αδυναμίες θα συντριβεί ανεπιστρεπτί εντός μιας μεγαλειώδους αποτυχίας και έτσι θα χαθεί ίσως μαζί του μια ιστορική ευκαιρία για την Ελληνική αριστερά, την Ευρωπαϊκή αριστερά και τους πολίτες της Ευρώπης.

Οι βασικές εσωτερικές αδυναμίες είναι:

(α) Ο στενός κομματικός μηχανισμός, συνεκτιμώντας και το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στο καταστατικό του συνέδριο δεν πέτυχε να οργανωθεί ως ενιαίο κόμμα, είναι σε όχι αμελητέο βαθμό ασύμβατος με την Κοινωνία και με κουλτούρα που σε ρέπει προς τον Ευρωσκεπτικισμό
(β) Στην Κοινωνία ο γενικός συσχετισμός απασχόλησης είναι 15% στο Δημόσιο και 85% στον ιδιωτικό τομέα ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως όσο προχωράμε προς το κέντρο του κόμματος, η σχέση αντιστρέφεται. Το κόμμα δηλαδή δεν καθρεφτίζει στο εσωτερικό του τη δομή της Κοινωνίας που προσπαθεί να εκφράσει
(γ) Ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί ως αστικό κόμμα ή ως συντηρητικός μηχανισμός (πχ ΚΚΕ) διότι αντί να αξιοποιεί την εσωτερική δυναμική και την διάθεση προσφοράς των μελών του (έχει περίπου 25.000 μέλη σήμερα) διατηρεί στρατιά από επαγγελματίες (επαγγελματικά στελέχη, αποσπασμένους, συμβούλους, λογογράφους κλπ κλπ), άτομα δηλαδή που άμεσα ή έμμεσα βιοπορίζονται από την Αριστερά και άρα αναπτύσσουν ακαμψίες και τραβούν από θέση, ακόμη και άθελά τους, το κόμμα προς την ακινησία και την διατήρηση
(δ) Υπάρχει σοβαρή έλλειψη απήχησης οργανικής/οργανωτικής (και όχι ψηφο-δοτικής) στην νεολαία. Αδυναμία που επιδεινώθηκε ιδιαίτερα από τον αναχρονιστικό οργανωτικό διαχωρισμό της νεολαίας από τον κομματικό κορμό
(ε) Η οργανωτική δομή του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πραγματικά σύγχρονη και δεν διευκολύνει την εσωτερική δημοκρατία και την ροή πληροφορίας και ιδεών από το κέντρο προς την ‘βάση’ αλλά -το κυριότερο- από την ‘βάση’ προς το κέντρο

Κάνει επίσης εντύπωση το γεγονός ότι στις τρέχουσες αναλύσεις δεν λαμβάνεται σχεδόν καθόλου υπ’ όψη το γενικό Ευρωπαϊκό περιβάλλον, οι πολιτικοί συσχετισμοί και οι πιέσεις που προέρχονται από εκεί, ωσάν η Ελλάδα να είναι ξεκομμένη από το Κοινοτικό γίγνεσθαι ακολουθώντας έναν sui generis δρόμο που εξαρτάται μόνο από την ίδια και αφορά αυτήν και μόνο.

Απομειώνονται σε σημασία τόσο το πολύ γκρίζο Ευρωπαϊκό πολιτικό κλίμα όσο και το μέγεθος της εξάρτησης της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό κέντρο όχι μόνο λόγω το χρέους αλλά και λαμβάνοντας υπ’ όψη το εξαιρετικά δυσάρεστο γεγονός πως την ιστορική αυτή στιγμή η Ελλάδα είναι μια χώρα που στην ουσία στερείται δευτερογενούς παραγωγής.

Είναι για όλο και περισσότερα μέλη και φίλους σαφές πως ακόμη και σε περίπτωση εκλογικής αυτοδυναμίας ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταλάβει την Κυβέρνηση κι όχι την Εξουσία. Η αποτελεσματικότητα μιας κυβέρνησης με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ θα εξαρτηθεί από την εμπιστοσύνη, την συναίνεση και την συμμετοχή της Κοινωνίας που αυτά με τη σειρά τους θα εξαρτηθούν από την πολιτική ωριμότητα που θα επιτρέψει στο κόμμα να οικοδομήσει κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες όχι «μιας χρήσης» αλλά ειλικρινείς, άφοβες και με σταθερή προοπτική τη βελτίωση της ζωής του πολίτη.

Οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ και οι απλοί πολίτες μπορεί να μην συμμετέχουν στις διαδικασίες, όμως βλέπουν, κρίνουν και διαισθάνονται τα προβλήματα και τις αδυναμίες του.

Ίσως θα ήταν προτιμότερο αντί για τον ολομέτωπο αγώνα εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας (sic) και της κεντροαριστεράς, εάν εν τέλει ιδρυθεί, να δοθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ προτεραιότητα στην εκτίμηση των πραγματικών δυσκολιών και στην επίλυση των εσωτερικών του αδυναμιών. Η αριστερή στρατηγική και η πολιτική θέση που οδηγούν την Κοινωνία εμπρός με όρους πραγματισμού και αποτελεσματικότητας αποτελούν την βάση (και την ουσία) του ριζοσπαστισμού.

Η αριστερά σε συνθήκες πλήρους ανάπτυξης του νέο-φιλελευθερισμού και σιδηράς παγκοσμιοποίησης που μετακινεί πρόσωπα ή πόρους απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη ανάλογα με τις προοπτικές για κέρδος, δεν αφορά πια 'στρώματα' ή τάξεις αλλά ολόκληρη την Κοινωνία. Αφορά το άπιαστο ως σήμερα όραμα του ανθρώπου να ζει ελεύθερος και χωρίς αλληλοεκμετάλλευση όπως και το να ζει -χωρίς εξαιρέσεις και περιορισμούς- σε αρμονία με τον Κόσμο (τη Φύση με την ευρεία έννοια) και ανάλογα με τις δυνατότητες της εποχής του.
Ίσως εκεί είναι που πρέπει όλοι να εστιάσουμε.

Παραπομπές:
[1] Αριστερά ή Κεντροαριστερά – Σ. Συράκου (02 Ιουν. 2014)
[2] Κεντροαριστερό… μαγαζί γωνία -  Ρούντι Ρινάλντι (06 Ιουν. 2014)
[3] Για μια στρατηγική αναδιανομής υπέρ των υποτελών τάξεων - Σπ.Λαπατσιώρας & Γ.Μηλιός (09 Ιουν. 2014)



Θανάσης Κοντονάτσιος
Γέρακας, 10-06-14

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές. Τρία καθοριστικά διλήμματα και οι πιθανές απαντήσεις τους, του Χριστόφορου Βερναρδάκη (RedNotebook)


Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές. Τρία καθοριστικά διλήμματα και οι πιθανές απαντήσεις τους, του Χριστόφορου Βερναρδάκη

Υπάρχουν τρία μεγάλα διλήμματα που απασχολούν τον ΣΥΡΙΖΑ, από τη συγκρότηση του εναίου κόμματος εδώ και ένα χρόνο έως και σήμερα, λίγες ημέρες μετά το τεστ των ευρωεκλογών και των δημοτικών/περιφερειακών εκλογών. Θα προσπαθήσω να τα απαντήσω όσο το δυνατόν πιο καθαρά. Δεν ξεκινώ κατ’ανάγκην από το σημαντικότερο, υπογραμμίζω όμως ότι και τα τρία έχουν μεγάλη μεταξύ τους συσχέτιση και αλληλεξάρτηση.
Δίλημμα Νο 1: Επιασε ο ΣΥΡΙΖΑ «ταβάνι» στην ευρωεκλογές ή όχι;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι εξόχως κρίσιμη, γιατί συνεπάγεται μια αντίστοιχη εκλογική στρατηγική (βεβαίως, πολλές φορές  η «απάντηση» προϋπάρχει και «χρησιμοποιεί» τα στοιχεία κατά το δοκούν. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Αν κάποιος απαντήσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπιασε «ταβάνι» μπορεί να δικαιολογήσει εύκολα μια στρατηγική «προσέλκυσης» μετριοπαθών ψηφοφόρων, επομένως μια προγραμματική μετακίνηση προς το «ρεαλισμό». Αν συμβεί αυτό τότε διαμορφώνεται μια οιονεί ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πλαίσιο ελεγχόμενης συναίνεσης με το κεντρικό πολιτικό σύστημα. Αυτή η αλυσίδα σκεπτικού αποτελεί σήμερα την κεντρική ερμηνευτική και πολιτική διαχείριση του εκλογικού αποτελέσματος που προβάλλει το «σύστημα διακυβέρνησης». Κεντρική στρατηγική του είναι να «σύρει» τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια τυπικά εκλογικίστικη στρατηγική, και εφόσον το καταφέρει, να εκμεταλλευτεί τις επιπτώσεις που θα έχει κάτι τέτοιο στο πρόγραμμα, την ιδεολογία και τη δομή του κόμματος προς όφελός του.
Το «σύστημα διακυβέρνησης» γνωρίζει κάτι που πολλές φορές και στο εσωτερικό ακόμα του ΣΥΡΙΖΑ υποτιμάται, ή αγνοείται. Η εκλογική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και η σταθεροποίησή του το 2014 δεν συνέβη γιατί το κόμμα «μετακινήθηκε» προς κάποιο δυνητικό «κέντρο», αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: Ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να αναδειχτεί σε κυρίαρχο κόμμα όχι γιατί «μετακινήθηκε» προς το κέντρο, αλλά γιατί,  αντίθετα, με την ριζοσπαστική του δύναμη κατάφερε να «μετακινήσει» το ίδιο το κέντρο προς τα αριστερά.
Επιβάλλεται λοιπόν για το σύστημα να πιέσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην ακριβώς αντίστροφη κίνηση. Να μετακινηθεί ο ίδιος προς το «κέντρο», γιατί αν δεν γίνει αυτό θα μετακινείται το «κέντρο» όλο και πιο αριστερά και το συγκρότημα εξουσίας θα χάνει και κοινωνικές προσβάσεις, αλλά και παραδοσιακές «τάξεις-στηρίγματα» που πάντοτε διέθετε (μεσαοστικά και μικροαστικά στρώματα).
Ο ΣΥΡΙΖΑ για να έχει στις σημερινές συνθήκες μια επιτυχημένη εκλογική και νικηφόρα στρατηγική οφείλει να κάνει το αντίθετο από αυτό που «σκέφτονται» οι οργανικοί διανοούμενοι του συστήματος. Καταρχήν πρέπει να γνωρίζει ότι το εύρος της εκλογικής του επιρροής βρίσκεται σήμερα, ακόμα, σε τροχιά ανόδου. Δεν έπιασε δηλαδή «ταβάνι». Οι ευρωεκλογές έδειξαν, πρώτον, τη σταθεροποίηση σε υψηλά ποσοστά της εκλογικής του δύναμης και, δεύτερον, τη σταθεροποίηση και εμβάθυνση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της ψήφου του. Και μάλιστα σε τύπο εκλογών β’τάξεως, δηλαδή σε εκλογές χωρίς διακύβευμα κυβέρνησης. Επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να σταθεροποιήσει και να εμβαθύνει την εκλογική γεωγραφία που σήμερα καταγράφει, και η οποία είναι μια εκλογική συμμαχία των μισθωτών και άνεργων στρωμάτων με τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα που έχουν φτωχοποιηθεί. Είναι πολύ πιο εύκολο για τον ΣΥΡΙΖΑ να διευρύνει αυτήν την εκλογική κοινωνική συμμαχία και να της δώσει σαφές προγραμματικό και ιδεολογικό στίγμα, γιατί ξεκινά από θέση μεγάλης υπεροχής. Αντίθετα, με δεδομένες τις συνθήκες της έντονης ταξικής και ιδεολογικής πόλωσης που επικρατούν σήμερα στη χώρα, είναι εντελώς αδύνατον να αποκτήσει αξιόλογα εκλογικά ακροατήρια στα αστικά στρώματα, και πολύ δύσκολο να διευρύνει θεαματικά τις προσβάσεις του στα μεσοαστικά στρώματα. Επομένως, ο τρόπος για να κερδίσει τις εκλογές και να αυξήσει την εκλογική του δύναμη είναι να ενισχύσει τα ριζοσπαστικά και ανατρεπτικά του χαρακτηριστικά και να τα μορφοποιήσει σε ένα σαφές πολιτικό πρόγραμμα ανατροπής υπέρ των λαϊκών τάξεων.
Το συμπέρασμα των ευρωεκλογών είναι κατά τη γνώμη μου καθαρό. Δεδομένου ότι οι οικονομικές – κοινωνικές συνθήκες που δημιούργησε το Μνημόνιο όχι μόνο δεν έχουν αλλάξει προς το καλύτερο αλλά έχουν επιταθεί, η δέουσα στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να κερδίσει τη μεγάλη πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία δεν είναι να «κινηθεί» προς το «κέντρο», αλλά αντίθετα να παραμείνει προσηλωμένος στο πολιτικό του σχέδιο για μια μεγάλη ανατροπή των δεδομένων και να λειτουργήσει ως «κόμμα-μαγνήτης», ριζοσπαστικοποιώντας «κεντρώες» ή «κεντροαριστερές» ομάδες. Να μετακινήσει δηλαδή ολόκληρο το κέντρο βάρους του κομματικού συστήματος προς τα αριστερά, με άξονα ένα «καθαρό» πρόγραμμα, ταυτόχρονα, ανατρεπτικό και εφικτό.
Δίλημμα Νο 2:  Τι είναι όμως πιο συγκεκριμένα αυτό το «πρόγραμμα»; Πώς μπορεί να υπάρξει αυτή η σύνθεση «ανατρεπτικότητας» και «εφικτότητας» στις σημερινές συνθήκες;
Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό πρέπει να υπάρξει μια σοβαρή υπέρβαση του διλήμματος που ταλανίζει το σύνολο της Αριστεράς, προφανώς και τον ΣΥΡΙΖΑ: χρειάζεται κυβερνητικό πρόγραμμα, ναι ή όχι, και αν ναι τι είδους πρόγραμμα είναι αυτό, αν όχι με τι μπορεί να αντικατασταθεί; Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, και γενικότερα στην κουλτούρα της Αριστεράς, συγκροτούνται πάνω στο ζήτημα αυτό –προφανώς με παραλλαγές και «πολυφωνίες»– δύο γενικές κουλτούρες.
Η πρώτη θεωρεί ότι το «πρόγραμμα» εξ’ορισμού σχεδόν αποτελεί μια «τεχνοκρατική» και «κυβερνητικίστικη» αντίληψη. Κατ’αυτήν, πρόγραμμα είναι τα κοινωνικά και κινηματικά αιτήματα, και κάθε άλλη προσέγγιση συνιστά «δεξιό ολίσθημα». Η αντίληψη αυτή είναι αρχαϊκή. Τείνει να υποτιμά καταρχήν το ρόλο του κόμματος ως «συλλογικού διανοούμενου των μαζών». Το κόμμα δεν είναι ένας απλός «μεταφραστής» ή «διαμεσολαβητής» των επιμέρους κοινωνικών αιτημάτων στο πολιτικό επίπεδο. Το κόμμα είναι ο οργανισμός που ενοποιεί και ολοκληρώνει τα επιμέρους αιτήματα σε πολιτικό πρόγραμμα, δηλαδή εναρμονίζει τις επιμέρους στοχεύσεις, ιεραρχεί προτεραιότητες στο χρόνο και στο χώρο, δημιουργεί εναλλακτικούς δρόμους ώστε να φτάσει στην υλοποίησή τους. Κι’αυτό γιατί «πρόγραμμα» σημαίνει ουσιαστικά διαδικασία συγκρότησης και εμβάθυνσης κοινωνικών συμμαχιών. Απαιτεί επομένως, συγκεκριμένες και «βαριές» ενδεχομένως γνώσεις για τις κοινωνικές διαστρωματώσεις, συγκεκριμένες ιδέες, αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση, κουλτούρα διαχείρισης εργαλείων, κατάλληλο στελεχιακό δυναμικό και πολλά άλλα.
Η δεύτερη κουλτούρα εμφορείται θα έλεγε κανείς από την ακριβώς αντίθετη λογική. Το «πρόγραμμα» θεωρείται μεν απαραίτητο, αλλά εκλαμβάνεται ως ένα άθροισμα «κοστολογημένων» και «ρεαλιστικών» μέτρων. Στην αντίληψη αυτή κινδυνεύει πολλές φορές  να χαθεί το «μείζον» στρατηγικό διακύβευμα, ενώ η ανάγκη να ενσωματωθεί πλήρης και ισχυρή γνώση στη συγκρότηση του «προγράμματος» οδηγεί πολλές φορές στην υιοθέτηση μεθοδολογιών και ερωτημάτων του αντιπάλου. Στην ανάγκη να αναζητηθούν πρωτότυπες και έξυπνες λύσεις, υποβιβάζεται ο ρόλος του κόμματος και των κοινωνικών αιτημάτων / κινημάτων, επειδή θεωρούνται «κλασικής» ή παραδοσιακής αντίληψης. Η δεύτερη αυτή κουλτούρα είναι εκ διαμέτρου φαινομενικά αντίθετη από την πρώτη, ωστόσο μοιάζει πολύ μαζί της. Το «πρόγραμμα» θεωρείται γραμμικό άθροισμα παρεμβάσεων ή στόχων. Δεν συνδέεται με το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πρώτη κουλτούρα. Στην αντίληψη αυτή δεν είναι παρούσες οι κοινωνικές συμμαχίες, αλλά μόνον οι πολιτικές συμμαχίες, οι οποίες όμως εκτρέπονται εύκολα σε εκλογικισμό και τακτικισμό.
Σε ένα κόμμα όμως όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το πρόβλημα δεν είναι οι διαφορετικές κουλτούρες ή απόψεις. Το μεγάλο πρόβλημα του «κόμματος» δεν είναι οι διαφορές, αλλά η «πολιτικοποίηση» των διαφορών. Η σαφής δηλαδή συναίσθηση και της συμφωνίας και της διαφωνίας, οι ακριβείς εννοιολογήσεις που πιθανόν υποκρύπτονται. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι άλλοι μεν συμφωνούν διαφωνώντας και άλλοι διαφωνούν συμφωνώντας. Αλλά σοβαρή σύνθεση και επομένως στρατηγική και τακτική δεν παράγεται υπό αυτές τις συνθήκες.
Ας διευκρινίσουμε λοιπόν ορισμένα απλά ζητήματα, με την ελπίδα να αναπροσαρμοστεί η συζήτηση. «Πρόγραμμα» δεν υπάρχει χωρίς την υλική δράση των μαζών. Επομένως τα κοινωνικά αιτήματα είναι παρόντα και οι κοινωνικές δυναμικές απαραίτητες. «Πρόγραμμα» δεν είναι ένα άθροισμα παρεμβάσεων και προτάσεων, πρόγραμμα είναι η υλική αποτύπωση των κοινωνικών συμμαχιών που εκφράζει ένα κόμμα. Χωρίς αυτή τη άμεση σχέση πολύ απλά είτε δεν υπάρχει οργανισμός είτε μεταβάλλεται σε ένα άμορφο σχήμα. Π.χ. δεν είναι δυνατόν μια Κυβέρνηση της Αριστεράς (που στηρίζεται στην κοινωνική συμμαχία των λαϊκών και μεσαίων τάξεων) να μην «κόψει το λαιμό» της για να αυξήσει τον κατώτατο μισθό και την κατώτατη σύνταξη, ανεξαρτήτως αν είναι «κοστολογημένο» ή όχι και ανεξαρτήτως αν θα έχει άλλου είδους κόστος ή όχι. Είναι άλλο πράγμα – και επιβάλλεται – να βρεις μεθοδολογικά και γνωστικά εργαλεία ώστε να μπορείς να εφαρμόζεις καλύτερα τις πολιτικές σου και άλλο πράγμα να μην τις εφαρμόζεις γιατί δεν βρήκες ακόμα τα κατάλληλα εργαλεία ή τις «συνθήκες».
Βεβαίως, επίσης, «πρόγραμμα» είναι και μια συνεκτική δομή μέτρων και αποφάσεων, ιεραρχημένων ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες και «απλωμένων» στο χρόνο, ανάλογα με τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής τους. Το συμπέρασμα είναι σχετικά απλό. Το κυβερνητικό «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να έχει δύο στοιχεία, άρρηκτα όμως μεταξύ τους: ανατρεπτικότητα και εφικτότητα, εφικτότητα και ανατρεπτικότητα. Οχι το ένα χωρίς το άλλο. Δεν μπορείς να έχεις ανατρεπτικότητα χωρίς εφικτότητα (διότι δεν θα απαντάς στις κοινωνικές σου δυνάμεις και στα άμεσα προβλήματά τους, άρα θα καταρρεύσεις), αλλά, επίσης, δεν μπορείς να έχεις εφικτότητα χωρίς ανατρεπτικότητα (διότι τότε καθίστασαι ένας «διαχειριστής», ένας φορέας άνευ χρησιμότητας για τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπείς).
Δίλημμα Νο 3: Και τι θα γίνει με την ανάγκη διαμόρφωσης «πολιτικών συμμαχιών»;
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πορευτεί «μόνος του» στο κομματικό σύστημα; Δεν έχει αυτονόητα ανάγκη από πολιτικές συμμαχίες;
Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα αυτό απαντάται με δύο τρόπους, ή καλύτερα με δύο παραλλαγές. Η πρώτη παραλλαγή είναι η «στενότερη». Κατ’αυτήν χρειάζεται μια πολιτική συμμαχία, ένα «μέτωπο» των κομμάτων της Αριστεράς, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η δεύτερη παραλλαγή είναι η «πλατύτερη». Κατ’αυτήν χρειάζεται μια συμπόρευση που ξεκινά από την «αριστερή σοσιαλδημοκρατία» και φτάνει μέχρι την άκρα αριστερά.  Φαινομενικώς η διαφορά τους είναι διαφορά εύρους. Ωστόσο και στις δύο παραλλαγές έχω τη γνώμη ότι γίνονται σημαντικές «αφαιρέσεις».
Η πρώτη προσέγγιση αυτή είναι μεν θεωρητικώς σωστή, αλλά πρακτικώς ανέφικτη και αναποτελεσματική. Είναι σωστή η ιδέα μιας συμπόρευσης της αριστεράς, όμως η υλική πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το ΚΚΕ ως ηγετική ομάδα και ως ιστορική γραφειοκρατία, για λόγους που δεν είναι της ώρας αλλά που κάποτε πρέπει να συζητηθούν πολύ σοβαρά, αποτελεί οργανικό τμήμα του πολιτικού συστήματος. Συνειδητά και συνεκτικά αφίσταται κάθε ιδέας και κάθε δράσης μετωπικής ρήξης με το σύστημα. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σαφώς πολύ πιο σύμμαχες δυνάμεις, αλλά ακόμα – δυστυχώς – ισχνές στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Επομένως, η παραλλαγή αυτή δεν απαντά εμπράκτως στην ανάγκη πολιτικών συμμαχιών.
Η δεύτερη παραλλαγή είναι σαφώς πιο «κοντά» στην πραγματικότητα των υλικών πολιτικών συσχετισμών, όμως απαντά στο πρόβλημα πολλές φορές με όρους «τακτικής».  Εϊναι προφανής, π.χ, η ανάγκη πολιτικής συμμαχίας με την «αριστερή σοσιαλδημοκρατία», όμως όρος για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι να βαθαίνει ολοένα και περισσότερο το ρήγμα στο εσωτερικό της ευρύτερης «σοσιαλδημοκρατίας» ή της «κεντροαριστεράς». Να διαχωρίζεται δηλαδή η «αριστερή σοσιαλδημοκρατία» από την καθεστωτική πολιτική ελίτ και από τη σοσιαλφιλελεύθερη ηγεσία. Και ο τρόπος για να βαθαίνει το ρήγμα δεν είναι τόσο μια κεντρική πολιτική συμπόρευση κάποιων προσώπων με τον ΣΥΡΙΖΑ (χρήσιμο οπωσδήποτε, αλλά όχι αρκετό) όσο η συγκρότηση της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας» σε ένα διακριτό πολιτικό χώρο που θα λειτουργεί συμμαχικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και θα λειτουργεί αποτρεπτικά στις απόπειρες συγκρότησης ή ενοποίησης ή ανασύνταξης του χώρου αυτού. Το ίδιο πράγμα θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να «πριμοδοτήσει» ακόμα και στο χώρο της «κεντροδεξιάς». Να υποβοηθήσει δηλαδή τη συγκρότηση «σχημάτων» που θα αφαιρούν πολιτική και κομματική νομιμοποίηση από τη ΝΔ και την ακροδεξιά και θα αποτελούν δυνητικούς συμμάχους, έστω και «μιας χρήσης» (π.χ. στη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων ή στην αποτροπή της ιδιωτικοποίησης των παραλιών ή του νερού, κλπ).
Ας θυμηθούμε ότι το «σύστημα» τέσσερα χρόνια τώρα «φυτεύει» πολιτικά κόμματα «δεξιά» και «αριστερά», μόνο και μόνο για να αφαιρέσει «αέρα» από τον ΣΥΡΙΖΑ και να αυξάνει την πολιτική του «απομόνωση». Εχει έρθει η ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ να τους «γυρίσει» το παιχνίδι.
Ομως, ας μην το ξεχνάμε στιγμή: των πολιτικών συμμαχιών προηγούνται πάντοτε οι κοινωνικές συμμαχίες. Και εκεί η ένταση της δουλειάς του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή τη στιγμή απολύτως επείγουσα.
Φωτογραφία: Άγγελος Καλοδούκας