Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

2o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΣΥΡΙΖΑ



Η Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιεί το δεύτερο Συνέδριό της, από τις 5 έως τις 8 Μαρτίου, στην Αθήνα, Οι αγώνες και οι διεκδικήσεις των νέων ανθρώπων, τονίζει η Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, δείχνουν το δρόμο για την κοινωνία που οραματιζόμαστε. Το μέλλον είναι αριστερά, το μέλλον είναι η Αριστερά.
Όπως τονίζει σε ανανακοίνωση της, η οργάνωση έχει πλέον ολοκληρώσει τη διαδικασία της ανασυγκρότησής της, έχει δημιουργήσει δεκάδες νέες οργανώσεις σε όλη την Ελλάδα, έχει μαζικοποιηθεί μέσα από την ένταξη εκατοντάδων νέων μελών και έχει συνεχή παρουσία στους μαζικούς κοινωνικούς χώρους, καταγράφοντας σημαντικές δράσεις.
Μέσα από τη διαδικασία του Συνεδρίου και την ψήφιση των κειμένων, θα προκύψει ο οδικός χάρτης της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ για τα επόμενα χρόνια, θα αποφασιστούν το πολιτικό σχέδιο και οι κεντρικές αιχμές, θα επικαιροποιηθούν οι θέσεις και προτάσεις για όλα τα ζητήματα που αφορούν τους νέους ανθρώπους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει τον ανοικτό και αδιαμεσολάβητο διάλογο με την κοινωνία, ώστε οι νέοι/ες να εκφράσουν τις απόψεις και τους προβληματισμούς τους, να θέσουν καινούρια ερωτήματα, να μεταφέρουν εμπειρίες και αιτήματα, να συνδιαμορφώσουν τις θέσεις και προτάσεις της επόμενης ημέρας.
Στόχος της είναι, μέσα από τη συνάντηση και το διάλογο με εργαζόμενους/ες, φοιτητές/τριες, μαθητές/τριες, μετανάστες/τριες, νέους καλλιτέχνες, αθλητές/τριες, φορείς, κινήματα πόλης και νέους ανθρώπους από κάθε κοινωνικό χώρο, να συγκροτήσουμε ένα πολιτικό σχέδιο, το οποίο θα αναδεικνύει και θα δίνει απαντήσεις στις ανάγκες της νεολαίας, πάντα με γνώμονα τις βασικές αρχές της Δημοκρατίας, της Αλληλεγγύης, της Ελευθερίας και της Συλλογικότητας.
Οι αγώνες και οι διεκδικήσεις των νέων ανθρώπων δείχνουν το δρόμο για την κοινωνία που οραματιζόμαστε. Το μέλλον είναι αριστερά, το μέλλον είναι η Αριστερά.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στην ΕφΣυν: «Δεν θα εξαντλήσει την τετραετία ο Κυρ. Μητσοτάκης, η φθορά έχει αρχίσει»


Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει μιλώντας στην Εφημερίδα των Συντακτών - Σαββατοκύριακο ότι η δεξιά κέρδισε τις εκλογές του Ιουλίου ξεγελώντας τον ελληνικό λαό, «η απάτη της όμως αποκαλύπτεται». Εκτιμά ότι το ασφαλιστικό σχέδιο της κυβέρνησης έχει έντονο άρωμα αδικίας και οπισθοδρόμησης. Πιστεύει ότι είναι πιθανό να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα το μοντέλο κυβερνητικής συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων, όπως στην Πορτογαλία και την Ισπανία, σημειώνοντας ότι «οι προοδευτικές δυνάμεις δεν μπορεί να έχουν προνομιακές σχέσεις με τη δεξιά, όπως δεν μπορεί να έχουν τα πρόβατα με το λύκο»

• Με αφορμή τα πέντε χρόνια από την πρώτη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, επιτρέψτε μας ορισμένες ερωτήσεις με χαρακτηριστικά απολογισμού: Μήπως θα ήταν καλύτερα για την Αριστερά να αφήνατε την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου -δηλαδή να ψηφίζατε την πρόταση για Πρόεδρο της Δημοκρατίας- να τελειώσει τη δουλειά, για να μη χρειαστεί να ψηφίσετε και να εφαρμόσετε και εσείς μνημόνιο;
Να τελειώσει η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου τη δουλειά, όπως το λέτε, μεταφραζόταν τότε και μεταφράζεται και τώρα με έναν μόνο τρόπο: Να τελειώσει τη χώρα. Να γονατίσει την κοινωνία. Να οδηγήσει την κρίση στο κατώτερο επίπεδο της κοινωνικής διάλυσης, ακόμα και της εθνικής τραγωδίας.
Αυτό συνεπώς που ενδεχομένως συνέφερε το κόμμα θα ήταν συμφορά για τη χώρα. Και τέτοια μικροπολιτικά παιχνίδια άλλοι μπορεί να τα θεωρούν θεμιτά. Εμείς, εγώ, όχι. Η άρνηση της ευθύνης δεν αποτελεί σοβαρή πολιτική επιλογή για την Αριστερά.
• Γιατί όμως λέτε ότι θα ήταν συμφορά;
Φαντάζεστε ότι θα έφερναν κάποια έντιμη συμφωνία ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος; Ή μήπως πιστεύετε ότι ήταν ατύχημα η πτώση τους τον Γενάρη του ’15, που οφείλεται στη μη ψήφιση από μέρους του ΣΥΡΙΖΑ του κ. Δήμα; Η επιλογή Σαμαρά να αφήσει τη χώρα στην εντατική και να τραβήξει τα σωληνάκια, λίγο πριν αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ τη θεραπεία, ήταν απολύτως ενορχηστρωμένη. Ηταν το περιβόητο σχέδιο της παρένθεσης. Που ακυρώθηκε από την ηρωική στάση του λαού μας στο δημοψήφισμα του Ιούλη του ’15.
• Εχετε πει ότι τον Ιούλιο του 2015 η αποδοχή της συμφωνίας που μας πρότειναν οι εταίροι ήταν μονόδρομος. Διαφορετικά η χώρα θα έμπαινε στον δρόμο της καταστροφής. Υπήρχε όμως και μια άλλη επιλογή: να παραιτηθείτε, να προκηρύξετε εκλογές και να αναμετρηθεί με το θέμα η όποια νέα κυβέρνηση. Τη σκεφτήκατε αυτή τη λύση εκείνες τις μέρες;
Θα αστειεύεστε βέβαια. Να σκεφτώ, δηλαδή, να παραδοθώ ή να φυγομαχήσω. Να πω στον λαό που εξέλεξε για πρώτη φορά την Αριστερά: δεν θα πάω μέχρι τέλους τη μάχη και την εντολή που μου έδωσες, πάρ’ τη μου πίσω. Μα αυτό θα ήταν η δεύτερη Βάρκιζα και όχι ο συμβιβασμός με τους εταίρους.

• Με ποιο σκεπτικό απορρίψατε την εκδοχή εθελούσιας αποχώρησης από το ευρώ; Θα ήταν σίγουρα μια πορεία σε αχαρτογράφητα νερά, αλλά, επειδή δεν υπάρχει προηγούμενο για να γίνουν συγκρίσεις, δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση τα πράγματα να μην εξελίσσονταν τόσο δραματικά όσο προέβλεπαν οι οπαδοί του ευρώ.Θα ήταν σαν να λέγαμε στον κ. Σαμαρά που έστησε το σχέδιο της παρένθεσης να έρθει στο Μαξίμου να παραλάβει ξανά τη διακυβέρνηση. Γιατί, αν χωρίς μάχη και χωρίς συμφωνία, συμβιβασμό, καλό ή κακό, πηγαίναμε στις εκλογές, θα ήταν μόνο για να δώσουμε την ευκαιρία στο παλιό πολιτικό σύστημα να μας κερδίσει. Και αν αυτό συνέβαινε, τότε ήταν που θα έφερνε τη συμφορά. Πιστεύετε ότι, αν αυτοί έπαιρναν πολιτική νομιμοποίηση από εκλογές τότε, θα έφερναν την ίδια συμφωνία που φέραμε εμείς; Γην και ύδωρ θα έδιναν.
Εκτός ευρώ μάς ήθελαν, όπως αποδείχτηκε, ο Σόιμπλε και οι πιο αντιδραστικοί κύκλοι της Ευρώπης. Που θεωρούσαν, συχνά με ρατσιστικό τρόπο, τη χώρα μας μαύρο πρόβατο και σχεδίαζαν την «εθελούσια» έξοδό της από τον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. Μια τέτοια εξέλιξη όμως θα ήταν μοιραία. Δείτε τι γίνεται σήμερα με την πανίσχυρη Μεγάλη Βρετανία. Εν μέσω κρίσης, με την οικονομία γονατισμένη, με τις αγορές να αρπάζουν τα κομμάτια της και την αξιοπιστία της στο ναδίρ, η έξωση από το ευρώ θα σήμαινε για την Ελλάδα κάτι χειρότερο από δραματικές εξελίξεις.
• Γιατί;
Γιατί θα είχαμε μια επιπρόσθετη αντίστοιχη μείωση του ΑΕΠ μας με αυτή που συνέβη τα προηγούμενα χρόνια των μνημονίων, αλλά απότομα. Και μια πενιχρή στήριξη του νέου νομίσματος από τους εταίρους μας, η οποία θα δινόταν και αυτή διά του ΔΝΤ, με νέο μνημόνιο, όπως συμβαίνει άλλωστε και στην Αργεντινή και σε άλλες χώρες, όπου το γεγονός ότι έχουν δικό τους νόμισμα δεν τους αποτρέπει από το να έχουν το ΔΝΤ. Συνεπώς θα είχαμε και χρεοκοπία και μνημόνιο. Δεν νομίζω ότι ήθελε και πολλή σκέψη για να απορριφθεί αυτό το ενδεχόμενο.
• Τον Γενάρη του 2015 δεν είχατε άλλη επιλογή για τον σχηματισμό κυβέρνησης πέραν αυτής με τους ΑΝ.ΕΛΛ. Τον Σεπτέμβρη όμως του 2015 και αφού είχε ψηφιστεί το τρίτο μνημόνιο, θα μπορούσατε να εξετάσετε το ενδεχόμενο συνεργασίας και με άλλα κόμματα, για παράδειγμα με το ΚΙΝ.ΑΛΛ. και το Ποτάμι. Το προσπαθήσατε;
Ναι. Το πρότεινα το ίδιο βράδυ των εκλογών. Δεν έγινε δυνατό, όχι με δική μας ευθύνη. Δεν επιθυμούσαν τους ΑΝ.ΕΛΛ. Τότε όμως με τους ΑΝ.ΕΛΛ. είχαμε μια έντιμη και αποδοτική συνεργασία. Μέχρι τις Πρέσπες φυσικά.
• Μπορεί η προσοχή σας τα χρόνια που κυβερνήσατε να είχε εστιαστεί στην οικονομία, μπορεί οι εταίροι να μην επέτρεπαν προοδευτικές παρεμβάσεις σε άλλα πεδία, π.χ. εργασιακά, ωστόσο υπήρχαν και περιοχές για τις οποίες δεν τους ενδιέφερε πώς θα πολιτευτεί η κυβέρνησή σας. Γιατί δεν επιχειρήσατε να υλοποιήσετε μία από τις βασικές σας προγραμματικές διακηρύξεις, αυτή για τον χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας;

Δεν εκτοξεύονταν πύρινα κηρύγματα από άμβωνος; Δεν έγινε όλη αυτή η κινητοποίηση καθοδηγούμενη και υποβοηθούμενη από τα κεντρικά γραφεία της Ν.Δ., ώστε να αναγκαστεί να υποχωρήσει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος; Συνεπώς, μπορεί να μας καταλογίσει κανείς ότι δεν τα καταφέραμε. Αλλά όχι ότι δεν προσπαθήσαμε, σκληρά μάλιστα, και δεν πληρώσαμε και πολιτικό κόστος γι’ αυτό.Πώς δεν επιχειρήσαμε; Δεν καταφέραμε, μετά από συζητήσεις χρόνων, μια συμφωνία Κράτους-Εκκλησίας, που τουλάχιστον ξεκαθάριζε ρόλους, ευθύνες, περιουσιακά, οικονομικά κ.λπ.; Δεν ξεσηκώθηκε η υπερσυντηρητική πτέρυγα της Ιεραρχίας, η δεξιά του Κυρίου, εναντίον της;
• Εχετε δηλώσει ότι δεν καταφέρατε να αντιμετωπίσετε το αντιΣΥΡΙΖΑ-μέτωπο που είχε δημιουργηθεί. Μπορεί όμως να φταίτε και εσείς με τις πολιτικές που ακολουθήσατε. Κάνατε εχθρούς παντού κι αυτοί για λόγους αυτοπροστασίας συνασπίστηκαν για να σας πολεμήσουν. Θα μπορούσατε να συμμαχήσετε και με τον διάβολο ακόμη προκειμένου να σπάσετε το εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο.
Προφανώς «φταίμε» κι εμείς. Χαλάσαμε την «κανονικότητα». Υποχρεώσαμε τους τζαμπατζήδες ιδιοκτήτες καναλιών να πληρώσουν. Κυνηγήσαμε τη μαύρη εργασία, επαναφέραμε εργασιακά δικαιώματα, καταφέραμε πλήγματα στην εργασιακή ζούγκλα, αυξήσαμε τον κατώτερο μισθό, καταργήσαμε τον υποκατώτατο, γίναμε κόκκινο πανί για τα μεγάλα αφεντικά, που θεωρούν κάθε κυβέρνηση υπάλληλό τους.
Πήραμε την πολιτική εξουσία από όσους θεωρούσαν εαυτούς μόνιμους ιδιοκτήτες της, τα παλιά κόμματα του δικομματισμού, και καταστρέψαμε τα σχέδιά τους για αριστερή παρένθεση. Στείλαμε στην «ανεργία» κομματικούς στρατούς.
Καθαρίσαμε, όσο ήταν δυνατό τουλάχιστον με τους δοσμένους συσχετισμούς, την Υγεία, το Δημόσιο, τους Οργανισμούς από τα τρωκτικά. Φυσικό ήταν όλος αυτός ο καλός κόσμος να θέλει να ξεφορτωθεί τον ΣΥΡΙΖΑ για να επανέλθει η τόσο προσοδοφόρα «κανονικότητα». Αυτή ήταν και η κοινωνική βάση του μετώπου εναντίον μας. Που είχε χρήμα, δύναμη, ΜΜΕ, και άρα τη δυνατότητα να περάσει σε ένα μέρος της κοινωνίας το δικό της «αντί».
• Αν είχατε τη δυνατότητα να γυρίσετε τον χρόνο πίσω, τι είναι αυτό που θα αλλάζατε στο μείγμα της φορολογικής πολιτικής μετά την έξοδο από τα μνημόνια;
Κοιτάξτε, οφείλουμε να είμαστε ρεαλιστές. Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, άλλο πράγμα τι θέλεις να κάνεις και άλλο τι μπορείς. Για ένα μεγάλο διάστημα πορευτήκαμε με γνώμονα τη σωτηρία της χώρας, την έξοδο από την επιτροπεία και τα μνημόνια, σε μια διαρκή διαπραγμάτευση, σύγκρουση, μέσα σε κλίμα πιέσεων, ακόμα και εκβιασμών με τους δανειστές.
Και σε εκείνες τις δύσκολες συνθήκες όμως, είχαμε ως πρώτη προτεραιότητα τους πιο αδύναμους. Η περίθαλψη για εκατομμύρια ανασφάλιστους, τα επιδόματα θέρμανσης και ενοικίου, το κοινωνικό μέρισμα επί τρία συνεχή χρόνια είναι η απόδειξη. Οταν μας δόθηκε η δυνατότητα, μετά τον Αύγουστο του ’18, πήγαμε σε νέα οικονομική πολιτική, με έμφαση στις φορολογικές ελαφρύνσεις, τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, της λεγόμενης μεσαίας τάξης, των αγροτών, των συνταξιούχων.
• Δεν προκάνατε όμως...
Δυστυχώς το διάστημα μέχρι τις ευρωεκλογές ήταν πολύ μικρό για να ξεδιπλωθεί όλη η πολιτική μας. Το αν κάτι μπορούσαμε και έπρεπε να κάνουμε καλύτερα, ιδιαίτερα για τους μικρομεσαίους, τους εργαζόμενους και τους αγρότες, είναι ένα θέμα που μας προβληματίζει και σήμερα. Οφείλουμε να το δούμε και θα το δούμε συλλογικά, στον συλλογικό μας απολογισμό. Με σοβαρότητα και θάρρος.
• Θεωρείτε ότι η μεσαία τάξη είναι αυτή που σας γύρισε την πλάτη στις εθνικές εκλογές;
Υστερα από οκτώ χρόνια μνημονίων και βαθιάς κρίσης, αυτοί που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος ήταν τα χαμηλά και μεσαία στρώματα. Είναι λογικό να υπάρχει λοιπόν σωρευμένη κόπωση και αναζήτηση μιας εναλλακτικής, ακόμα και όταν βγήκαμε στο ξέφωτο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση προχώρησε σε σημαντικές ελαφρύνσεις, στοχευμένες ακριβώς σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες (μείωση του ΕΝΦΙΑ, επιδότηση ενοικίου, μείωση ασφαλιστικών εισφορών κ.ά.).
• Ηταν αυτές αρκετές για να επουλώσουν τις πληγές οκτώ ετών;
Προφανώς και όχι. Μέρος της λεγόμενης μεσαίας τάξης λοιπόν στις εκλογές πείστηκε από τις υποσχέσεις του κ. Μητσοτάκη, ξεχνώντας ίσως ότι τις μεγάλες επιβαρύνσεις σε αυτούς τις έφερε το κόμμα του. Και αποδεχόμενοι ένα εύπεπτο αφήγημα, ότι θα μπορούσαν να ζουν καλύτερα, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ προτιμά να βοηθά τους φτωχούς και τους μετανάστες και όχι αυτούς. Σήμερα όμως ανακαλύπτουν σιγά σιγά όλοι αυτοί την προεκλογική απάτη.
Οι μεγαλοστομίες για μειώσεις φόρων εξαντλήθηκαν σε 17 ευρώ τον χρόνο, γιατί επέλεξε να δώσει ό,τι είχε και δεν είχε για ελαφρύνσεις στα μεγάλα βαλάντια και τα μεγάλα επιχειρηματικά τζάκια. Για μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ σε όσους έχουν περιουσία άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ, στη μείωση του φόρου των επιχειρήσεων στο 24%, μέτρο το οποίο ευνοεί κυρίως τους επιχειρηματικούς ομίλους που έχουν μεγάλη κερδοφορία.
Και για να τα κάνει αυτά, ακύρωσε την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, τη μείωση της προκαταβολής φόρου στο 50%, την περαιτέρω μείωση του ΦΠΑ και τη 13η σύνταξη. Ολα αυτά όμως θα ενίσχυαν τη μεσαία τάξη σημαντικά. Αντί αυτών όμως, τώρα βλέπουν αυξήσεις σχεδόν 20% στους λογαριασμούς της ΔΕΗ και αυξήσεις τουλάχιστον 20% στις εισφορές τους 9 στους 10 επαγγελματίες. Με λίγα λόγια, η απάτη του κ. Μητσοτάκη και για τη μεσαία τάξη έχει ήδη αρχίσει να αποκαλύπτεται.
• Πώς βλέπετε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας; Πρέπει να ανησυχεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης;
Δεν ξέρω αν πρέπει να ανησυχεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ξέρω όμως σίγουρα ότι πρέπει να ανησυχούν οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι μικρομεσαίοι, οι αγρότες, η νεολαία. Κι αυτό γιατί η συγκεκριμένη κυβέρνηση ακολουθεί απαρέγκλιτα μια δοκιμασμένη και αποτυχημένη συνταγή: εργασιακή ζούγκλα, εργοδοτική ασυδοσία, συρρίκνωση μισθολογικού κόστους και φορολογικές ελαφρύνσεις στα κέρδη.
Ετσι όμως δεν πρόκειται να έρθει η ανάπτυξη αλλά η κοινωνική αποσταθεροποίηση. Στους έξι μήνες διακυβέρνησης της Ν.Δ. είδαμε την ανεργία, που είχε μειωθεί δέκα μονάδες επί των ημερών μας, να κλιμακώνεται ξανά. Την εργασιακή αγριότητα να επιστρέφει, διά νόμων που εφαρμόζουν μνημόνια εσωτερικής έμπνευσης.
Τους πιο σημαντικούς δείκτες της οικονομίας να παίρνουν την κάτω βόλτα. Τις «πολλές και καλοπληρωμένες» θέσεις εργασίας να αποδεικνύονται απάτη πρώτης γραμμής. Η κοινωνική πλειοψηφία βρίσκεται σε κατάσταση άμυνας και διωγμού. Εχει πολλούς, λοιπόν, λόγους να ανησυχεί. Και ακόμα περισσότερο να οργανώσει την αντίστασή της.
• Εχετε ποτέ αναρωτηθεί εάν οι αποδόσεις στα ελληνικά ομόλογα θα ακολουθούσαν ανάλογη πορεία με τον Αλέξη Τσίπρα πρωθυπουργό;
Είμαι βέβαιος ότι και η οικονομία και η κοινωνία θα ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση, αν το εκλογικό αποτέλεσμα τον Ιούλη του ’19 ήταν διαφορετικό. Επειδή όμως η προπαγάνδα της Δεξιάς αποδίδει στον σημερινό πρωθυπουργό ακόμα και την πτωτική πορεία των ελληνικών ομολόγων πριν ακόμη εκλεγεί, καλό είναι να θυμίσω ότι: Στις αγορές δεν έβγαλε την Ελλάδα, μετά από χρόνια, ο κ. Μητσοτάκης, ούτε η Ν.Δ. Την έβγαλε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και από τότε οι αποδόσεις των ομολόγων πήραν την κατιούσα, με αποτέλεσμα η χώρα να δανείζεται με προ κρίσης επιτόκια, επί ΣΥΡΙΖΑ.
Και τη ρύθμιση του χρέους αλλά και τα 37 δισ. που αποτελούν ακόμα το μαξιλάρι για την εμπιστοσύνη των αγορών και τις αποδόσεις των ομολόγων μας, ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης τα εξασφάλισε. Χάρη στις θυσίες του λαού μας, βεβαίως, αλλά και χάρη σε μια διαχείριση έντιμη, καθαρή, με σεβασμό στο κάθε ευρώ, και φυσικά με μια οικονομική πολιτική νοικοκυρεμένη. Χωρίς δωράκια στους έχοντες, μίζες, προμήθειες και υπόγειες διαδρομές χρήματος. Οπως λοιπόν και σε άλλα μεγάλα ζητήματα, ο κ. Μητσοτάκης επιχειρεί και εδώ να δοξαστεί με ξένες δάφνες.
• Πιστεύετε ότι η Ν.Δ. έχει οικειοποιηθεί μέτρα, φορολογικές ελαφρύνσεις και πολιτικές αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων που είχε δρομολογήσει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, η Ν.Δ. βρήκε τον δρόμο εντελώς στρωμένο. Διότι της παραδώσαμε μια οικονομία με δέκα συνεχόμενα τρίμηνα ανάπτυξης, με μείωση της ανεργίας από το 27% που την παραλάβαμε στο 17%, με γεμάτο δημόσιο ταμείο, με 37 δισ. ευρώ μαξιλάρι, με εξασφαλισμένο τον δημοσιονομικό χώρο για τα επόμενα χρόνια όχι μόνο για να επιτευχθούν οι στόχοι, αλλά και για να ληφθούν θετικά μέτρα ελάφρυνσης, και με ρυθμισμένο το δημόσιο χρέος κατά τρόπο που μας εξασφαλίζει έναν καθαρό διάδρομο 12-15 ετών που είναι απαραίτητος για να ανασυγκροτηθεί η ελληνική οικονομία. Επομένως, δεν είναι καθόλου υπερβολή ότι η Ν.Δ. τρώει από τα έτοιμα.
Ωστόσο, με έμφαση υπογραμμίζω ότι τρώει τα «έτοιμα» προκειμένου να υπηρετήσει μια εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική από τη δική μας. Διότι εμείς διασφαλίζαμε δημοσιονομικό χώρο προκειμένου να μειώνουμε τις εισοδηματικές ανισότητες και να ενισχύουμε τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ενώ η Ν.Δ. ενισχύει κατά προτεραιότητα τα υψηλά εισοδήματα. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι χρησιμοποίησε 200 εκατ. ευρώ από τον χώρο που της παραδώσαμε ως μαξιλάρι για την εκτέλεση του προϋπολογισμού το ’19 για να μειώσει επιπλέον από όσο μειώσαμε εμείς τον ΕΝΦΙΑ, αλλά στοχευμένα στις μεγάλες ιδιοκτησίες άνω των 500.000 ευρώ, ακόμη και άνω του 1.000.000 ευρώ, εκεί που δεν τον είχαμε μειώσει εμείς. Υποτίθεται ότι ενισχύει τους ισχυρούς για λόγους αναπτυξιακούς.
Ομως, έπειτα από 4 δεκαετίες εφαρμογής αυτής της πολιτικής που εισήγαγαν η Θάτσερ και ο Ρίγκαν, γνωρίζουμε με βεβαιότητα τα αποτελέσματά της: οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, οι φτωχοί φτωχότεροι και τα μεσαία στρώματα, όταν δεν συμπιέζονται προς τα κάτω, παραμένουν στάσιμα. Επιπλέον, αυτά οδηγούν σε ισχνούς ρυθμούς ανάπτυξης και αλλεπάλληλες κρίσεις, κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω ότι η ανάπτυξη ή θα είναι δίκαιη ή δεν θα υπάρξει.
• Η πρόταση για τη δημιουργία «ειδικού λογαριασμού» για τα πρωτογενή πλεονάσματα είχε τελικά δυνατότητες να εφαρμοστεί; Οι θεσμοί είχαν προλάβει να ενημερωθούν; Γιατί έδειξαν να αιφνιδιάζονται με τις ανακοινώσεις σας;
Θα μου επιτρέψετε να σας διορθώσω. Διότι το να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα κατά 1% από το 2020 με εγγύηση τα ταμειακά μας διαθέσιμα δεν ήταν «πρόταση» αλλά απόφαση. Εφόσον η χώρα βρισκόταν εκτός μνημονίων, η εκάστοτε κυβέρνηση είναι δεσμευμένη στους στόχους και όχι στο μείγμα πολιτικής.
Εμείς διασφαλίσαμε περίπου 2 δισ. ευρώ επιπλέον κατ’ έτος για πρόσθετα αναπτυξιακά και κοινωνικά μέτρα, χωρίς να τίθεται εν αμφιβόλω ο στόχος. Βεβαίως και μπορούσε να εφαρμοστεί αυτό, καθώς δεν παραβιάζει τη συμφωνία με τους εταίρους αναφορικά με τη δική μας συνεισφορά στην απομείωση του δημόσιου χρέους.
Αλλάζει μόνο η σύνθεση της συνεισφοράς μας: αντί 3% από πρωτογενές πλεόνασμα, 2% πλεόνασμα και 1% που θα προκύπτει είτε από δημοσιονομική υπεραπόδοση τρέχοντος έτους είτε παλαιότερων ετών, αν χρειαστεί, δηλαδή από τα ταμειακά διαθέσιμα.
• Οι θεσμοί όμως είπαν ότι δεν είχαν ενημερωθεί.
Εγώ προσωπικά είχα ενημερώσει Ευρωπαίους αξιωματούχους, μεταξύ των οποίων και τον τότε επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί. Δε ξέρω τι εννοείτε ότι έδειξαν να αιφνιδιάζονται αλλά, όπως θα θυμάστε, δεν αντέδρασαν. Αν δεν ήταν ενήμεροι, προφανώς και θα αντιδρούσαν αρνητικά, όπως έκαναν και άλλες φορές.
Ο κ. Μητσοτάκης είχε ωστόσο προαποφασίσει ή ίσως δεσμευτεί σε κάποιους εκ των εταίρων ότι δεν θα το εφαρμόσει αν εκλεγεί, παρά μονάχα θα περιμένει κάποια χρόνια για να το παρουσιάσει ως δήθεν δικό του μεγάλο κατόρθωμα. Και οι εταίροι ως δήθεν δική τους μεγάλη παραχώρηση. Win - win γι’ αυτούς, lose - lose όμως για την ελληνική οικονομία, που στερείται άδικα δύο δισ. δημοσιονομικό χώρο σε ετήσια βάση.
• Αντιμετωπίσατε ποτέ το δίλημμα κοινωνικά μερίσματα ή φορολογικές ελαφρύνσεις;
Ξέρετε, αυτό ήταν ένα ευχάριστο δίλημμα, το οποίο όμως είχαμε την πολυτέλεια να έχουμε μόνο μετά την έξοδο από τα προγράμματα προσαρμογής. Οποιαδήποτε αλλαγή φορολογίας πριν από τον Αύγουστο θα έδινε πάτημα στους γνωστούς καλοθελητές να θέσουν εν αμφιβόλω την πορεία εξόδου από τα μνημόνια. Και δεν είχαμε την πολυτέλεια να διακινδυνεύσουμε κάτι τέτοιο.
Επιπλέον, το κοινωνικό μέρισμα και η επιδοματική πολιτική δεν είναι «ψίχουλα», όπως τα χαρακτήριζε προεκλογικά ο κ. Μητσοτάκης, αλλά τώρα του αρέσει να τα δίνει αλλά πετσοκομμένα. Η αναδιανομή αυτή κατάφερε να επουλώσει πληγές και να εξασφαλίσει αξιοπρέπεια σε εκατομμύρια ανθρώπους που βρίσκονταν κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Από εκεί έπρεπε να ξεκινήσει η ανοικοδόμηση της κοινωνίας, από τους ασθενέστερους. Τον Σεπτέμβρη του 2018 όμως, είκοσι μέρες μετά την έξοδο από τα μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε δείγματα γραφής για την πολιτική του χωρίς τη διαρκή απειλή των εκταμιεύσεων και των προαπαιτούμενων.
Προχώρησε σε μέτρα ελάφρυνσης άνω του 1 δισ. ευρώ, όπως ο ΕΝΦΙΑ και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Και τον Μάιο, αμέσως μετά την επισημοποίηση των αποτελεσμάτων της Eurostat για το πλεόνασμα, κάναμε ακριβώς το ίδιο, νομοθετώντας τη μόνιμη 13η σύνταξη που τώρα κόβει ο κ. Μητσοτάκης, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, τη μείωση της προκαταβολής φόρου και τη μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια.

Οχι μόνο είχαμε επεξεργαστεί, αλλά αυτό είχε ήδη κοινοποιηθεί στους θεσμούς και εγκριθεί από το EuroWorking Group. Σας παραπέμπω στα ρεπορτάζ της 3ης Μάη του 2018, όταν ο κ. Χουλιαράκης υπέβαλε επίσημο αίτημα στο EuroWorking Group για πρόωρη αποπληρωμή των ακριβών δανείων 3,9 δισ. του ΔΝΤ. Ανοίξαμε τον δρόμο για την αποχώρησή του από την Ελλάδα. Επομένως, μπορεί ο κ. Μητσοτάκης να κομπάζει για το δήθεν κατόρθωμά του, αλλά και αυτό από αυτά που βρήκε έτοιμα είναι...• Ποια ήταν η σχέση σας με το ΔΝΤ; Είχατε ποτέ επεξεργαστεί σχέδιο απομάκρυνσής του από τη χώρα; Το είχατε συζητήσει με τους θεσμούς;
• Πιστεύετε ότι θα ευοδωθεί η ελληνική προσπάθεια για την υιοθέτηση χαμηλότερων στόχων στα πρωτογενή πλεονάσματα ή υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος;
Οπως σας είπα, πιστεύω ότι υπάρχει μια είδους αμοιβαία επωφελής διευθέτηση στο θέμα αυτό μεταξύ του κ. Μητσοτάκη και κάποιων εκ των εταίρων. Μια συμφωνία που όμως προσώρας τηρείται μόνο από τη μία πλευρά, που δεν υλοποιεί ό,τι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε εξαγγείλει.
Το αν η άλλη πλευρά υλοποιήσει την υπόσχεση για κάποια μείωση τα επόμενα χρόνια, μένει να το δούμε. Δεν μπορώ να κάνω προβλέψεις για μια κυβέρνηση, κατά δήλωσή της προβλέψιμη για τους εταίρους, και άρα εντελώς αδύναμη να διεκδικήσει ακόμη και πράγματα που της ανήκουν. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ήδη έχουμε χάσει δύο δισ. ελαφρύνσεις το 2020 από τη μη εφαρμογή της δικής μας εξαγγελίας και ελπίζω να μη χάσουμε κι άλλα τα επόμενα χρόνια.
• Η κυβέρνηση φέρνει ένα νέο ασφαλιστικό, με το οποίο δηλώνει ότι αυξάνει τις συντάξεις και αποκαθιστά αδικίες του λεγόμενου «νόμου Κατρούγκαλου». Πώς τοποθετείστε απέναντι σ’ αυτό;
Πίσω από τον επικοινωνιακό ορυμαγδό, κρύβεται ένα ασφαλιστικό νομοσχέδιο με έντονο άρωμα αδικίας και οπισθοδρόμησης. Τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι η αχρείαστη και μεγάλη επιβάρυνση της συντριπτικής πλειονότητας των ελεύθερων επαγγελματιών, καθώς και η άδικη επιβάρυνση των χαμηλοσυνταξιούχων, για τους οποίους δήθεν κόπτεται η Ν.Δ. Συγκεκριμένα, το 90% των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων θα έχουν αύξηση 20% στις εισφορές τους.
Η χαμηλότερη εισφορά από τα 185 ευρώ πηγαίνει στα 220. Αυτό από μόνο του είναι ενδεικτικό για τις επιβαρύνσεις που θα υποστούν 9 στους 10 επαγγελματίες. Επανέρχεται το άδικο σύστημα των κλάσεων, το οποίο ευνοεί τα υψηλά και πολύ υψηλά εισοδήματα σε βάρος των χαμηλών και των μεσαίων. Για παράδειγμα το εισόδημα των 80.000 θα πληρώνει τα ίδια με το εισόδημα των 8.000.
Οσον αφορά δε στις συντάξεις, καταργούν τελικά, παρά τα όσα έλεγαν προεκλογικά, τη μόνιμη 13η σύνταξη που θεσπίσαμε πέρυσι τον Μάιο, η οποία θυμίζω ήταν ολόκληρη για τους χαμηλοσυνταξιούχους και ποσοστιαία για τις υψηλότερες συντάξεις. Στόχος μας ήταν, από τον δημοσιονομικό χώρο των επόμενων ετών, να γίνει ολόκληρη για όλους και όχι να μηδενιστεί για όλους, όπως αποφάσισε σήμερα η κυβέρνηση.
Ηδη από τον προϋπολογισμό κατέστη σαφές ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. σκοπεύει φέτος να καταβάλει στους συνταξιούχους συνολικά 200 εκατομμύρια λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι καταβλήθηκαν το 2019. Κι αυτό από μόνο του λέει πολλά.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη αδικία: παίρνει ένα μέρος των χρημάτων της 13ης σύνταξης για να καλύψει επιλεγμένες αυξήσεις σε λίγους συνταξιούχους των ανώτερων κλιμακίων και την ίδια ώρα στερεί από όλους και ιδίως τους χαμηλοσυνταξιούχους τη 13η σύνταξη, οδηγώντας έτσι σε μια αντίστροφη αναδιανομή. Μάλιστα, οι αυξήσεις που διατυμπανίζει για τις κύριες συντάξεις θα είναι μόνο λογιστικές και όχι πραγματικές για τη μεγάλη πλειονότητα των συνταξιούχων.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, πραγματικές θα είναι οι αυξήσεις για τους μετακλητούς συνταξιούχους των υπουργικών γραφείων της Ν.Δ. Διότι φαίνεται ότι το «επιτελικό» κράτος, για να λειτουργήσει, πρέπει να πληρώνει παράλληλα και μισθό και σύνταξη σε αυτούς.
• Στην Πορτογαλία το μοντέλο συνεργασίας σοσιαλιστών-ριζοσπαστών-κομμουνιστών πάει καλά. Στην Ισπανία σοσιαλιστές και Podemos έκαναν κυβέρνηση συνεργασίας. Στην Ελλάδα είναι πιθανόν κάτι ανάλογο;
Πιστεύω πως είναι πιθανό, παρά τις δυσκολίες. Μην ξεχνάτε ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική. Θα είναι συνεπώς μια ευκαιρία για όλα τα κόμματα, τα πρόσωπα, τις πολιτικές δυνάμεις, που τάσσονται κατά της Δεξιάς και της Ακρας Δεξιάς, να απαντήσουν στο δίλημμα: προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας ή επιστροφή στο μοντέλο της παντοδυναμίας του ενός, που αποδείχτηκε καταστροφικό για τη χώρα.
Καταλαβαίνετε ότι εκεί θα κληθεί ο καθένας να πάρει θέση όχι με βάση κληρονομημένες αντιπαλότητες, πολιτικές διαφορές και κλειστά δόγματα, αλλά με βάση την αδήριτη ανάγκη να βρεθεί ο ρεαλιστικός, κοινός, δημοκρατικός τόπος για να προχωρήσει η πατρίδα μπροστά.
• Το τελευταίο διάστημα, στελέχη του ΚΙΝ.ΑΛΛ. μιλούν για τη δυνατότητα σχηματισμού προοδευτικών κυβερνήσεων. Νομίζετε ότι κάτι μπορεί να αλλάξει στις σχέσεις με την ελληνική σοσιαλδημοκρατία;
Το ελπίζω. Υπάρχουν οι ανάγκες της κοινωνίας και της χώρας, υπάρχει και η μέχρι σήμερα στάση τους, που σε πολλά ευνοεί τη Δεξιά και απογοητεύει τους δημοκρατικούς πολίτες. Αυτό όμως είναι παράδοξο. Κάποια στιγμή είναι λογικό να πρυτανεύσουν η λογική και το αίσθημα της επιβίωσης. Οι προοδευτικές δυνάμεις δεν μπορούν να έχουν προνομιακές σχέσεις με τη Δεξιά, όπως δεν μπορεί να έχουν τα πρόβατα με τον λύκο.
• Θα εξαντλήσει την τετραετία ο Κ. Μητσοτάκης;
Οχι. Η φθορά της κυβέρνησής του έχει αρχίσει και ήδη στελέχη της Ν.Δ. και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ερωτοτροπούν με την ιδέα να προλάβουν την ανατροπή των συσχετισμών, με πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Η πολιτική τους και οι αντιδράσεις που αυτή προκαλεί είναι που τους επιβάλλουν να επεξεργάζονται σενάρια πρόωρων εκλογών.
Θα την πατήσουν όμως γιατί υποτιμούν το γεγονός ότι οι εκλογές αυτές θα είναι με απλή αναλογική. Μιλάνε για διπλές. Μα τι σκέφτονται να κάνουν; Να πάνε σε εκλογές και να διεκδικήσουν ψήφο λέγοντας στους ψηφοφόρους ότι η κάλπη δεν έχει αξία, περιμένετε την επόμενη; Θα διακινδυνεύσουν τεράστιες εκπλήξεις. Σε κάθε περίπτωση εμείς θα είμαστε έτοιμοι για να διεκδικήσουμε στις εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν, τη λαϊκή στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ και σε μια κυβέρνηση δημοκρατικής και προοδευτικής συνεργασίας, που δεν θα έχει τη Ν.Δ. ως μέρος της λύσης.

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

ΣΥΡΙΖΑ Μάκης Σπαθής: Μετασχηματισμός και ανασυγκρότηση: ο μονόδρομος προς το 3ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ


Μια πρώτη προσέγγιση

Οι έξι μήνες από τις πρόσφατες εκλογές δεν αποτελούν ικανό χρόνο για να αποτιμήσει κανείς με επάρκεια σήμερα τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Εάν όμως σε αυτό το σύντομο διάστημα προστεθούν και τα 10 καθοριστικά χρόνια της μνημονιακής περιόδου τότε ίσως καταφέρει να συνάγει ορισμένα ασφαλή συμπεράσματα για τα τρέχοντα πολιτικά και κοινωνικά επίδικα.
Από το σύνολο των πολιτικών γεγονότων της περιόδου το πλέον αναμφισβήτητο συνίσταται στην πολιτική ρευστότητα που προκλήθηκε από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και τα ιδιαίτερα προβλήματα που προκάλεσε στη χώρα μας. Η πρωτόγνωρη διάλυση του δικομματικού πολιτικού συστήματος με τις συνακόλουθες κοινωνικές εκπροσωπήσεις και η τελική τους κατάληξη, αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε συλλογικό υποκείμενο που θα επιχειρούσε να παρέμβει στο κοινωνικό γίγνεσθαι σήμερα.
Πιο συγκεκριμένα ο ένας πυλώνας του αστικού πολιτικού συστήματος, η δεξιά παράταξη, μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου ανασυγκροτήθηκε απολύτως υπό την σκέπη της ΝΔ. Όλες οι φυγόκεντρες τάσεις, Χρυσή Αυγή, ΑΝΕΛ, Ένωση Κεντρώων και Ποτάμι εξαφανίστηκαν από το πολιτικό προσκήνιο με την ΝΔ τελικά να επανέρχεται στο κράτος, επανεξοπλίζοντάς το με το παραδοσιακό της ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο, με τις αντίστοιχες προσαρμογές που ο νεοφιλελευθερισμός εν τω μεταξύ έχει εμπεδώσει.
Αφετέρου, σε μια πρώτη ανάγνωση των πολιτικών εξελίξεων θα μπορούσε επίσης να ειπωθεί ότι οι εκλογές ανέδειξαν και τον αντιθετικό πόλο του αστισμού, το ΣΥΡΙΖΑ, στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης για να εκπροσωπεί τα λαϊκά συμφέροντα και να διεκδικεί την επάνοδο στην εξουσία ώστε να τα υλοποιήσει. Για να συμβεί όμως το πρώτο απαιτείται ένα σύνολο προϋποθέσεων και επίπονων δράσεων από την πλευρά του.
Αυτός είναι ο λόγος που στις εσωκομματικές διεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στον δημόσιο λόγο του προέδρου του και πολλών στελεχών οι έννοιες της ανασυγκρότησης του κόμματος, της διεύρυνσης της βάσης του, του μετασχηματισμού της φυσιογνωμίας του, κλπ. διανθίζουν τον καθημερινό τους προβληματισμό. Μια τέτοια διαδικασία για να μην αποτελεί μία απλή σχηματοποίηση ή καλύτερα για να μην καταλήγει σε μία απλοϊκή στρατηγική συγκρότησης σε πλειοψηφικό ρεύμα της «προοδευτικής παράταξης» ως το αντίπαλο δέος της συντηρητικής δεξιάς θα πρέπει να συνοδεύεται από μία βαθύτερη ανάλυση των κοινωνικών, πολιτικών, και ιδεολογικών μετασχηματισμών κατά τη μνημονιακή περίοδο έως σήμερα.

Μια δευτερη προσεγγιση

Στα πέντε πρώτα κρίσιμα χρόνια της δεκαετίας η αστική τάξη έχασε την ικανότητά της να κυβερνά το «έθνος». Αφετέρου, ο κόσμος της εργασίας και τα θύματα της κρίσης στοιχήθηκαν δυναμικά στη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ να ακυρώσει τις μνημονιακές πολιτικές χωρίς όμως παράλληλα να έχουν διαμορφωθεί οι όροι αυτός για να ηγηθεί αποτελεσματικά των κοινωνικών εξελίξεων και να συμβάλλει στο ξεπέρασμα της κοινωνικής κρίσης. Το γιατί είναι ένα κρίσιμο ερώτημα που δεν απαντιέται εύκολα αν δεν καταφύγουμε σε ιστορικά παραδείγματα και θεωρητικές επεξεργασίες, όπως αρμόζει στις αναλύσεις της αριστεράς που υποτίθεται ότι παρεμβαίνει στο ιστορικό γίγνεσθαι εξοπλισμένη με τη μαρξιστική θεωρία και σκέψη.
Θα πρέπει ίσως να αναφερθούμε στις απόψεις του Μαρξ για τους ταξικούς αγώνες στη Γαλλία του 19ου αιώνα και τη θέση του για τον Βοναπαρτισμό ως κρατική μορφή. Ο Μαρξ διαπιστώνει ότι η κυρίαρχη τάξη όταν αδυνατεί να διαχειρισθεί μια κρίση, προκειμένου να διατηρήσει την κοινωνική εξουσία της, πρέπει να στερηθεί την πολιτική της εξουσία. Στερείται των πολιτικών της προνομίων με αντάλλαγμα όμως την διατήρηση της οικονομικής της κυριαρχίας, των καπιταλιστικών, δηλαδή, σχέσεων εξουσίας αποδεχόμενη μία αλλαγή από τα πάνω για να αποφύγει μία τελεσίδικη ανατροπή από τα κάτω.
Επιστρατεύει συνακόλουθα το Κράτος ως σανίδα σωτηρίας, τη διαχείριση όμως του οποίου αποδέχεται να αναλάβει ένα πολιτικό υποκείμενο που δεν την εκπροσωπεί αλλά δεν έχει και τη δύναμη να την ανατρέψει εφόσον δεν έχει πείσει τις κυριαρχούμενες τάξεις για αυτήν την αναγκαιότητα. Και αυτό διότι αυτές λειτουργούν υπό την ηγεμονία του Κράτους, μέσω των κατασταλτικών και ιδεολογικών του μηχανισμών.
Η υποχώρηση όμως αυτή εκ μέρους της αστικής τάξης, παρότι εμπεριέχει ρίσκο για την ίδια, σε καμία περίπτωση δεν είναι οριστική. Από την επόμενη μέρα μιας καθολικής εκλογικής αναμέτρησης οπότε ένα νέο πολιτικό υποκείμενο αναλαμβάνει τη διαχείριση του Κράτους, ενεργοποιούνται όλοι οι μηχανισμοί του, αστυνομία, στρατός δικαστική εξουσία, κρατική γραφειοκρατία με εξαίρεση το πολιτικό του προσωπικό που είναι όμως υποχρεωμένο να διευθύνει έναν «στρατό που ανήκε στο αντίπαλο στρατόπεδο μέχρι χθες».
Η σχετική αυτονομία της πολιτικής σφαίρας και κάποιων ιδεολογικών μηχανισμών του Κράτους δεν επαρκεί χωρίς τις ενεργές διαμεσολαβήσεις συλλογικών κοινωνικών, ταξικά διαρθρωμένων ερεισμάτων (συνδικάτα, εργατικά σωματεία, σύλλογοι και την κοινωνική αριστερά γενικότερα) ώστε να αντιμετωπισθούν οι επιθέσεις που εξαπολύουν οι κυρίαρχες τάξεις με τον τωρινό προεξάρχοντα ρόλο των ΜΜΕ υπό τον απόλυτο έλεγχο της αστικής τάξης. Το κρίσιμο εδώ είναι ο ρόλος της ηγεσίας και του πολιτικού προσωπικού που αναλαμβάνει τη διαχείριση του Κράτους στο όνομα της υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων.
Το σε πιο βαθμό αυτά είναι πολιτικά, ιδεολογικά και θεωρητικά εξοπλισμένα για έναν τέτοιο ρόλο είναι κομβικής σημασίας για το όλο εγχείρημα. Εδώ θα ήταν αναγκαία μία εκτενής αναφορά στο πλήθος των διαφορετικών προσεγγίσεων της αριστεράς για το ρόλο του Κράτους στον καπιταλισμό.
Οι εμφυλιακού τύπου αντιθέσεις στο εσωτερικό της αριστεράς για τη στρατηγική και το στόχο του πολυπόθητου κοινωνικού μετασχηματισμού είναι πάμπολλες. Για τις ανάγκες όμως της σημερινής συζήτησης αρκεί μόνον η αναφορά στο μεγάλο σχίσμα που εγκαινιάστηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα μεταξύ της σοσιαλδημοκρατικής και της κομμουνιστικής εκδοχής για τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Η αναφορά αυτή, αποφεύγοντας τον «ιστορικισμό» είναι χρήσιμη για να κατανοήσουμε το θεωρητικό και ιδεολογικό εξοπλισμό και τελικά την πολιτική πρακτική που συγκροτεί τα πολιτικά υποκείμενα που αναφέρονται στην αριστερά.
Την αρχική διάσταση απόψεων που οδήγησε και στο σχίσμα της Δευτέρας Διεθνούς, διαδέχτηκε πληθώρα αναλύσεων διακεκριμένων μαρξιστών διανοητών με ιδιαίτερες αναφορές στη δεσπόζουσα θέση και το ρόλο του Κράτους στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Στο ρεύμα του δυτικού μαρξισμού οι επεξεργασίες του Αλτουσέρ και του Πουλαντζά, που πήραν την σκυτάλη από το Λένιν και το Γκράμσι, είναι άκρως διαφωτιστικές για το θεωρητικό εξοπλισμό των στελεχών της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την πολιτική τους πρακτική στα επίδικα ζητήματα της κυβερνητικής περιόδου.
Η θέση του Πουλαντζά, κυρίαρχη στην ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προερχόμενα από την «Ευρωκομμουνιστική σχολή» αφορά τη «σχετική έως απόλυτη αυτονομία του πολιτικού επιπέδου» σε σχέση με τις ιδιότητες των κρατικών κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών. Απόρροια αυτής της θέσης είναι η δυνατότητα που δίνεται στον διαχειριστή του (τον πολιτικό φορέα που το διοικεί) για έναν «αναίμακτο» μετασχηματισμό του Κράτους από συλλογικό καπιταλιστή, που λειτουργεί για τα συμφέροντα της αστικής τάξης, σε ρυθμιστή των ταξικών συγκρούσεων προς όφελος της εργασίας.
Η θέση αυτή δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη αρνητική εάν συνοδευόταν από επεξεργασίες και δράσεις, σύμφωνα πάντα με τον Πουλαντζά, που θα έπρεπε η κυβέρνηση και το κόμμα να αναλάβει στην κοινωνία και στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους για να αναιρέσει μέσα από αυτούς την ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων.
Μια τέτοιου τύπου προσέγγιση θα άλλαζε εντελώς την συζήτηση σήμερα για το είδος του μετασχηματισμού πού είναι αναγκαίος για να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα της αριστεράς. Τα πράγματα όμως κινούνται σε εντελώς διαφορετική τροχιά: οι αναλύσεις του Πουλαντζά για τη δυνατότητα μετασχηματισμού του Κράτους αξιοποιούνται ως ένα αριστερό άλλοθι για να δικαιολογηθούν ιδιοτελείς προσωπικές επιλογές, στάσεις και πολιτικές συμπεριφορές οι οποίες αρκούνται στην εξάντληση της συμμετοχής στην σφαίρα της πολιτικής, τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και τις κρατικές υποθέσεις με τα προνόμια που τις συνοδεύουν, εάν και εφ’ όσον συμβεί ο ΣΥΡΙΖΑ να επανέλθει στη διακυβέρνηση της χώρας.
Αλλά μία τέτοια στάση αφήνει αλώβητη την κεντρική θέση του Κράτους στον καπιταλισμό και επαναφέρει στο προσκήνιο τη βασική θέση του Μαρξ για την Βοναπαρτική μορφή του Κράτους. Μια τέτοια στάση όμως μετατρέπει παράλληλα τους διαχειριστές του σε σημερινούς Βοναπάρτες με αυτοκρατορικές βλέψεις, οι οποίοι θα ήταν «εύλογο» να εκλέγονται δια βοής από το λαό στο όνομα του οποίου ομνύουν.
Θα μπορούσε, όμως, κανείς να αντιτείνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στη διάρκεια της διακυβέρνησης είχε πλήρη συνείδηση των δεσμεύσεων εντός των οποίων ήταν υποχρεωμένος να λειτουργεί αλλά προσπάθησε και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να κρατήσει την κοινωνία όρθια. Αντιμετώπισε την απόλυτη φτώχια, τους ανασφάλιστους, ενώ μείωσε την ανεργία, αύξησε τον κατώτατο μισθό και πήρε μέτρα κοινωνικής προστασίας που θα μπορούσαν να καταλήξουν θετικά για την κυβερνητική του θητεία και τελικά την επανεκλογή του. Η κατάληξη όμως ήταν αρνητική, και εδώ αναδεικνύεται ένα δεύτερο σημαντικό ερώτημα για να κατανοήσουμε τι ακριβώς συνέβη και τι πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει στο εξής.
Το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς», το Δεκέμβριο του 2019, είχε καλεσμένο το Γερμανό διανοητή Κλάους Ντερέ που έδωσε μία σημαντική διάλεξη στην οποία, αν δώσουμε την προσήκουσα προσοχή, θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τι συνέβη στο ΣΥΡΙΖΑ και έχασε τη στήριξη σημαντικών κοινωνικών στρωμάτων που, ενώ δεν ανήκουν στις κυρίαρχες τάξεις, στήριξαν τις πολιτικές της ΝΔ.
Ο Ντερέ χρησιμοποίησε την προσέγγιση για τα «αταξικά» κινήματα τύπου Πολάνυι. Είπε ότι σήμερα στην Ευρώπη και στη Γερμανία ειδικότερα αναπτύσσονται δεξιά κινήματα που τα χαρακτήρισε αταξικά επειδή δεν συγκροτούνται στη βάση ταξικών διεκδικήσεων της εργασίας έναντι του κεφαλαίου. Αυτά αφορούν επιμέρους ομαδοποιήσεις στον εσωτερικό κόσμο της εργασίας που αυτό-αναγνωρίζονται και αυτοπροσδιορίζονται ως ιδιαίτερες κοινωνικές κατηγορίες οι οποίες αντιτίθεται στο πολιτικό σύστημα ανεξάρτητα από το ποιος το διαχειρίζεται δεξιός, σοσιαλδημοκράτης, ή αριστερός.
Αυτό συμβαίνει διότι αυτός που διαχειρίζεται το κράτος επιδεικνύει κοινωνική ευαισθησία στις κατώτερες και εξαθλιωμένες κοινωνικές ομάδες (πρόσφυγες, μετανάστες, ανέργους, ανασφάλιστους) αγνοώντας όμως και υποβαθμίζοντας την κοινωνική και οικονομική θέση ενδιάμεσων στρωμάτων όπως και κάθε προοπτική αναβάθμισης των συνθήκων αναπαραγωγής τους. Αποτέλεσμα αυτού είναι τα εργατικά αυτά στρώματα να βρίσκουν πολιτική εκπροσώπηση στα σύγχρονα νέο-φασιστικά ακροδεξιά κόμματα, ως εκ τούτου και η επανεμφάνιση του σύγχρονου φασισμού της επιστροφής στο έθνος-κράτος, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Αυτή η θεώρηση στην περίπτωση της Ελλάδος κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εξηγεί το πως φτάσαμε έως εδώ.
Οι κοινωνικές διεκδικήσεις μέχρι το 2015, τα κινήματα των πλατιών και οι αντιστάσεις ενάντια στα μνημόνια και το νεοφιλελευθερισμό είχαν καθαρά ταξικό προσανατολισμό. Με την ανάθεση όμως στον ΣΥΡΙΖΑ της διαχείρισης του Κράτους, μετά τον επώδυνου συμβιβασμό, και τη συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών η πολιτική της Κυβέρνησης εξαντλήθηκε στη κοινωνική μεροληψία με μέτρα που περιλάμβαναν μία αναδιανομή στο εσωτερικό του κόσμο της εργασίας, και όχι μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας.
Η διανομή των υπερπλεονασμάτων, που προ έκυπτε λόγω της υψηλής φορολογίας και των περικοπών σε μισθωτούς, συνταξιούχους και ελεύθερους επαγγελματίες, η στήριξη των αδυνάτων η φιλική προς τους πρόσφυγες πολιτική που θεωρούνταν εκ των ων ουκ άνευ για την αριστερά, σε συνδυασμό με την «προδοσία του Έθνους» που του αποδόθηκε για την συμφωνία των Πρεσπών αποτέλεσαν βούτυρο στο ψωμί της αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού που βρίσκονταν εκτός κρατικής διαχείρισης, εισέπραξαν έτσι αυτοί την δυσαρέσκειά των νέων αυτών κοινωνικών αυτοπροσδιορισμών.
Ασφάλεια ,χαμηλή φορολογία , ανάπτυξη και εθνική υπερηφάνεια που υπόσχονταν η ΝΔ, ήταν αρκετά για να ακυρώσουν τον ρόλο της Χρυσής Αυγής, να αποτρέψουν την σταθεροποίηση των φυγόκεντρων μικρών πολιτικών σχηματισμών που δημιουργήθηκαν την περίοδο της κρίσης, και να καταφέρουν τελικά την δεξιά παλινόρθωση ενισχυμένη με ακροδεξιά χαρακτηριστικά.
Αυτό που αποδεικνύει μια τέτοια εξέλιξη είναι η παντελής αποτυχία σήμερα της νεοφιλελεύθερης εμμονής ότι η απόλυτη ελευθερία των αγορών μπορεί να ρυθμίζει όλες τις κοινωνικές αντιθέσεις. Και αυτό που θα πρέπει να καταλάβει η αριστερά είναι ότι είναι αδύνατον να κρατάς δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη, και τον νεοφιλελευθερισμό να υπηρετείς και κοινωνική μεροληψία να επιδεικνύεις. Για τον λόγο αυτό η στροφή προς το πολιτικό κέντρο της αριστεράς είναι αδιέξοδη, αν δεν δώσει την μάχη ιδεολογική και πολιτική στη βάση των ταξικών αντιθέσεων θα χάσει εκ των προτέρων το πόλεμο.

Τα διλημματα του ΣΥΡΙΖΑ

Οι απαντήσεις στα επίδικα ζητήματα που αφορούν το πολιτικό υποκείμενο του ΣΥΡΙΖΑ είναι μονοσήμαντες. Για παράδειγμα, ένα από τα κεντρικά διλήμματα που τον απασχολούν μετά τις εκλογές είναι το ερώτημα «μετασχηματισμός η ανασυγκρότηση». Στην τελευταία διακήρυξή της η Κεντρικής Επιτροπής απάντησε στο δίλημμα αυτό με «την τομή σε συνέχεια», με ένα σύνολο εκδοχών και προϋποθέσεων που παραπέμπουν σε μία σύγχρονη εκδοχή κεντροαριστεράς που να συμπεριλάβει μια ευρύτερη συμμαχία κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα εκπροσωπεί την προοδευτική αντιδεξιά παράταξη ως αντίπαλο δέος της ΝΔ.
Όμως μια προσεκτική ανάγνωση των όσων λέγονται από τα στελέχη που υποστηρίζουν την άποψη αυτή και από τον τρόπο με τον οποίον ασκείται σήμερα αντιπολίτευση προκύπτει ξεκάθαρα μία στρατηγική που καθορίζεται από τις διαφορές και τις αντιθέσεις που εγγράφονται μόνο στη σφαίρα της πολιτικής ενός Βοναπαρτικού Κράτους. «Εμείς που βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια και κρατήσαμε την κοινωνία όρθια, χωρίς όμως να θίξουμε το νεοφιλελεύθερο πυρήνα της καπιταλιστική εξουσίας και εκμετάλλευσης, είμαστε καλύτεροι διαχειριστές από την δεξιά. Μπορούμε να εμπεδώσουμε μία κανονικότητα με μοναδική ρυθμιστική αρχή τον ορθό λόγο και την αλήθεια, ο οποίος αν επικοινωνείται αντικειμενικά θα επιλύει τις κοινωνικές αντιθέσεις προς όφελος των εργαζομένων». Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα περίοδο οργανώνεται γύρω από το ίδιο λάθος που διαπερνούσε την πολιτική του στην πεντάχρονη διακυβέρνηση του.
Αυτό που διακήρυττε τότε ο ΣΥΡΙΖΑ η ανάγκη να υλοποιεί χωρίς να υιοθετεί τα μνημόνια μέχρις ότου ξεπεράσουμε την κρίση για να εφαρμόσει στο ακέραιο το μελλοντικό κοινωνικό του πρόγραμμα. Όπως τότε έτσι και τώρα αποσιωπούσε τις ταξικές διαφορές που είναι σε τελευταία ανάλυση η «απούσα» αιτία της κατάστασης των κυριαρχούμενων τάξεων, ακυρώνοντας έτσι μία κοινωνική δυναμική απαραίτητη για να προκαλέσει πραγματικές κοινωνικές εξελίξεις.
Τα επιχειρήματα ήταν η σύγχρονη μορφή του παγκόσμιου καπιταλισμού, η παντοδυναμία των χρηματοπιστωτικών αγορών και η ηγεμονία των κρατικών μηχανισμών σε συνδυασμό με το επίπεδο συνείδησης και οργάνωσης του κόσμου της εργασίας, γεγονότα που δεν επέτρεπαν κάτι περισσότερο. Αυτό, έχοντας απέναντι ένα παντοδύναμο σύστημα ενημέρωσης, σχολιασμού και κριτικής που ακύρωνε τα επιχειρήματα του ορθού λόγου τον οποίον επικαλούταν ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι προσπάθειες να οργανώσει ένα φιλικό μιντιακό περιβάλλον με τον τρόπο και τα μέσα των αντιπάλων του κατέληξε σε Βατερλό. Αν στην νέα περίοδο συνεχίσει το ίδιο λάθος η κατάληξη θα είναι μοιραία και αν ακόμη συμβεί να επανέλθει στην εξουσία πχ. εξαιτίας της αναζωπύρωσης της οικονομικής κρίσης, γεωπολιτικών συγκρούσεων, ή της απογοήτευσης της κοινωνίας από την πολιτική της ΝΔ. εδώ να τονισθεί ότι αυτό μέχρι στιγμής δεν προκύπτει εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ κληροδότησε στη ΝΔ ένα δημοσιονομικό χώρο έτσι ώστε να μην είναι αναγκασμένη να προβεί σε αιματηρές περικοπές και μειώσεις αφού τουλάχιστον τα πράγματα έχουν ρυθμιστεί για τη νέα δεκαετία.
Και αν ακόμη λοιπόν συμβούν όλα αυτά και επανέλθει στην κυβέρνηση μέσα από το σχήμα της προοδευτικής παράταξης και συμμαχικών κυβερνήσεων, το τελικό σκηνικό δεν θα αφορά σε καμία περίπτωση τίποτα από όσα η αριστερά περιλαμβάνει στο ιδεολογικό της οπλοστάσιο. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δε μετασχηματισθεί και ανασυγκροτηθεί ως συλλογικό πολιτικό υποκείμενο με την δομή και τη λειτουργία ενός κόμματος της μαρξιστικής ριζοσπαστικής αριστεράς, η μάχη θα είναι χαμένη εκ των προτέρων. Επομένως το ερώτημα «μετασχηματισμός η ανασυγκρότηση» είναι παραπλανητικό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν συνεχίσει να πολιτεύεται με τον ίδιο τρόπο που έκανε μέχρι τώρα αποϊδεολογικοποιώντας τις ταξικές αντιθέσεις στο όνομα μιας ρεαλιστικής πολιτικής που έχει ανάγκη το «Έθνος και η Πατρίδα» για τη σωτηρία του, θα πάρει οριστικό διαζύγιο με την αριστερά. Έχει ανάγκη λοιπόν από την ανασυγκρότηση και μετασχηματισμό στην παραπάνω κατεύθυνση διότι η θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα δεν χαρακτηρίζεται ως αριστερή, με εξαίρεση κάποιες λεπτές αποχρώσεις και κοινωνικές ευαισθησίες.
Ο Μάκης Σπαθής είναι μέλος της Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών