Μια πρώτη προσέγγιση
Οι έξι μήνες από τις πρόσφατες εκλογές δεν αποτελούν ικανό χρόνο για να αποτιμήσει κανείς με επάρκεια σήμερα τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Εάν όμως σε αυτό το σύντομο διάστημα προστεθούν και τα 10 καθοριστικά χρόνια της μνημονιακής περιόδου τότε ίσως καταφέρει να συνάγει ορισμένα ασφαλή συμπεράσματα για τα τρέχοντα πολιτικά και κοινωνικά επίδικα.Από το σύνολο των πολιτικών γεγονότων της περιόδου το πλέον αναμφισβήτητο συνίσταται στην πολιτική ρευστότητα που προκλήθηκε από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και τα ιδιαίτερα προβλήματα που προκάλεσε στη χώρα μας. Η πρωτόγνωρη διάλυση του δικομματικού πολιτικού συστήματος με τις συνακόλουθες κοινωνικές εκπροσωπήσεις και η τελική τους κατάληξη, αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε συλλογικό υποκείμενο που θα επιχειρούσε να παρέμβει στο κοινωνικό γίγνεσθαι σήμερα.
Πιο συγκεκριμένα ο ένας πυλώνας του αστικού πολιτικού συστήματος, η δεξιά παράταξη, μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου ανασυγκροτήθηκε απολύτως υπό την σκέπη της ΝΔ. Όλες οι φυγόκεντρες τάσεις, Χρυσή Αυγή, ΑΝΕΛ, Ένωση Κεντρώων και Ποτάμι εξαφανίστηκαν από το πολιτικό προσκήνιο με την ΝΔ τελικά να επανέρχεται στο κράτος, επανεξοπλίζοντάς το με το παραδοσιακό της ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο, με τις αντίστοιχες προσαρμογές που ο νεοφιλελευθερισμός εν τω μεταξύ έχει εμπεδώσει.
Αφετέρου, σε μια πρώτη ανάγνωση των πολιτικών εξελίξεων θα μπορούσε επίσης να ειπωθεί ότι οι εκλογές ανέδειξαν και τον αντιθετικό πόλο του αστισμού, το ΣΥΡΙΖΑ, στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης για να εκπροσωπεί τα λαϊκά συμφέροντα και να διεκδικεί την επάνοδο στην εξουσία ώστε να τα υλοποιήσει. Για να συμβεί όμως το πρώτο απαιτείται ένα σύνολο προϋποθέσεων και επίπονων δράσεων από την πλευρά του.
Αυτός είναι ο λόγος που στις εσωκομματικές διεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στον δημόσιο λόγο του προέδρου του και πολλών στελεχών οι έννοιες της ανασυγκρότησης του κόμματος, της διεύρυνσης της βάσης του, του μετασχηματισμού της φυσιογνωμίας του, κλπ. διανθίζουν τον καθημερινό τους προβληματισμό. Μια τέτοια διαδικασία για να μην αποτελεί μία απλή σχηματοποίηση ή καλύτερα για να μην καταλήγει σε μία απλοϊκή στρατηγική συγκρότησης σε πλειοψηφικό ρεύμα της «προοδευτικής παράταξης» ως το αντίπαλο δέος της συντηρητικής δεξιάς θα πρέπει να συνοδεύεται από μία βαθύτερη ανάλυση των κοινωνικών, πολιτικών, και ιδεολογικών μετασχηματισμών κατά τη μνημονιακή περίοδο έως σήμερα.
Μια δευτερη προσεγγιση
Στα πέντε πρώτα κρίσιμα χρόνια της δεκαετίας η αστική τάξη έχασε την ικανότητά της να κυβερνά το «έθνος». Αφετέρου, ο κόσμος της εργασίας και τα θύματα της κρίσης στοιχήθηκαν δυναμικά στη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ να ακυρώσει τις μνημονιακές πολιτικές χωρίς όμως παράλληλα να έχουν διαμορφωθεί οι όροι αυτός για να ηγηθεί αποτελεσματικά των κοινωνικών εξελίξεων και να συμβάλλει στο ξεπέρασμα της κοινωνικής κρίσης. Το γιατί είναι ένα κρίσιμο ερώτημα που δεν απαντιέται εύκολα αν δεν καταφύγουμε σε ιστορικά παραδείγματα και θεωρητικές επεξεργασίες, όπως αρμόζει στις αναλύσεις της αριστεράς που υποτίθεται ότι παρεμβαίνει στο ιστορικό γίγνεσθαι εξοπλισμένη με τη μαρξιστική θεωρία και σκέψη.Θα πρέπει ίσως να αναφερθούμε στις απόψεις του Μαρξ για τους ταξικούς αγώνες στη Γαλλία του 19ου αιώνα και τη θέση του για τον Βοναπαρτισμό ως κρατική μορφή. Ο Μαρξ διαπιστώνει ότι η κυρίαρχη τάξη όταν αδυνατεί να διαχειρισθεί μια κρίση, προκειμένου να διατηρήσει την κοινωνική εξουσία της, πρέπει να στερηθεί την πολιτική της εξουσία. Στερείται των πολιτικών της προνομίων με αντάλλαγμα όμως την διατήρηση της οικονομικής της κυριαρχίας, των καπιταλιστικών, δηλαδή, σχέσεων εξουσίας αποδεχόμενη μία αλλαγή από τα πάνω για να αποφύγει μία τελεσίδικη ανατροπή από τα κάτω.
Επιστρατεύει συνακόλουθα το Κράτος ως σανίδα σωτηρίας, τη διαχείριση όμως του οποίου αποδέχεται να αναλάβει ένα πολιτικό υποκείμενο που δεν την εκπροσωπεί αλλά δεν έχει και τη δύναμη να την ανατρέψει εφόσον δεν έχει πείσει τις κυριαρχούμενες τάξεις για αυτήν την αναγκαιότητα. Και αυτό διότι αυτές λειτουργούν υπό την ηγεμονία του Κράτους, μέσω των κατασταλτικών και ιδεολογικών του μηχανισμών.
Η υποχώρηση όμως αυτή εκ μέρους της αστικής τάξης, παρότι εμπεριέχει ρίσκο για την ίδια, σε καμία περίπτωση δεν είναι οριστική. Από την επόμενη μέρα μιας καθολικής εκλογικής αναμέτρησης οπότε ένα νέο πολιτικό υποκείμενο αναλαμβάνει τη διαχείριση του Κράτους, ενεργοποιούνται όλοι οι μηχανισμοί του, αστυνομία, στρατός δικαστική εξουσία, κρατική γραφειοκρατία με εξαίρεση το πολιτικό του προσωπικό που είναι όμως υποχρεωμένο να διευθύνει έναν «στρατό που ανήκε στο αντίπαλο στρατόπεδο μέχρι χθες».
Η σχετική αυτονομία της πολιτικής σφαίρας και κάποιων ιδεολογικών μηχανισμών του Κράτους δεν επαρκεί χωρίς τις ενεργές διαμεσολαβήσεις συλλογικών κοινωνικών, ταξικά διαρθρωμένων ερεισμάτων (συνδικάτα, εργατικά σωματεία, σύλλογοι και την κοινωνική αριστερά γενικότερα) ώστε να αντιμετωπισθούν οι επιθέσεις που εξαπολύουν οι κυρίαρχες τάξεις με τον τωρινό προεξάρχοντα ρόλο των ΜΜΕ υπό τον απόλυτο έλεγχο της αστικής τάξης. Το κρίσιμο εδώ είναι ο ρόλος της ηγεσίας και του πολιτικού προσωπικού που αναλαμβάνει τη διαχείριση του Κράτους στο όνομα της υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων.
Το σε πιο βαθμό αυτά είναι πολιτικά, ιδεολογικά και θεωρητικά εξοπλισμένα για έναν τέτοιο ρόλο είναι κομβικής σημασίας για το όλο εγχείρημα. Εδώ θα ήταν αναγκαία μία εκτενής αναφορά στο πλήθος των διαφορετικών προσεγγίσεων της αριστεράς για το ρόλο του Κράτους στον καπιταλισμό.
Οι εμφυλιακού τύπου αντιθέσεις στο εσωτερικό της αριστεράς για τη στρατηγική και το στόχο του πολυπόθητου κοινωνικού μετασχηματισμού είναι πάμπολλες. Για τις ανάγκες όμως της σημερινής συζήτησης αρκεί μόνον η αναφορά στο μεγάλο σχίσμα που εγκαινιάστηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα μεταξύ της σοσιαλδημοκρατικής και της κομμουνιστικής εκδοχής για τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Η αναφορά αυτή, αποφεύγοντας τον «ιστορικισμό» είναι χρήσιμη για να κατανοήσουμε το θεωρητικό και ιδεολογικό εξοπλισμό και τελικά την πολιτική πρακτική που συγκροτεί τα πολιτικά υποκείμενα που αναφέρονται στην αριστερά.
Την αρχική διάσταση απόψεων που οδήγησε και στο σχίσμα της Δευτέρας Διεθνούς, διαδέχτηκε πληθώρα αναλύσεων διακεκριμένων μαρξιστών διανοητών με ιδιαίτερες αναφορές στη δεσπόζουσα θέση και το ρόλο του Κράτους στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Στο ρεύμα του δυτικού μαρξισμού οι επεξεργασίες του Αλτουσέρ και του Πουλαντζά, που πήραν την σκυτάλη από το Λένιν και το Γκράμσι, είναι άκρως διαφωτιστικές για το θεωρητικό εξοπλισμό των στελεχών της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την πολιτική τους πρακτική στα επίδικα ζητήματα της κυβερνητικής περιόδου.
Η θέση του Πουλαντζά, κυρίαρχη στην ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προερχόμενα από την «Ευρωκομμουνιστική σχολή» αφορά τη «σχετική έως απόλυτη αυτονομία του πολιτικού επιπέδου» σε σχέση με τις ιδιότητες των κρατικών κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών. Απόρροια αυτής της θέσης είναι η δυνατότητα που δίνεται στον διαχειριστή του (τον πολιτικό φορέα που το διοικεί) για έναν «αναίμακτο» μετασχηματισμό του Κράτους από συλλογικό καπιταλιστή, που λειτουργεί για τα συμφέροντα της αστικής τάξης, σε ρυθμιστή των ταξικών συγκρούσεων προς όφελος της εργασίας.
Η θέση αυτή δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη αρνητική εάν συνοδευόταν από επεξεργασίες και δράσεις, σύμφωνα πάντα με τον Πουλαντζά, που θα έπρεπε η κυβέρνηση και το κόμμα να αναλάβει στην κοινωνία και στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους για να αναιρέσει μέσα από αυτούς την ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων.
Μια τέτοιου τύπου προσέγγιση θα άλλαζε εντελώς την συζήτηση σήμερα για το είδος του μετασχηματισμού πού είναι αναγκαίος για να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα της αριστεράς. Τα πράγματα όμως κινούνται σε εντελώς διαφορετική τροχιά: οι αναλύσεις του Πουλαντζά για τη δυνατότητα μετασχηματισμού του Κράτους αξιοποιούνται ως ένα αριστερό άλλοθι για να δικαιολογηθούν ιδιοτελείς προσωπικές επιλογές, στάσεις και πολιτικές συμπεριφορές οι οποίες αρκούνται στην εξάντληση της συμμετοχής στην σφαίρα της πολιτικής, τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και τις κρατικές υποθέσεις με τα προνόμια που τις συνοδεύουν, εάν και εφ’ όσον συμβεί ο ΣΥΡΙΖΑ να επανέλθει στη διακυβέρνηση της χώρας.
Αλλά μία τέτοια στάση αφήνει αλώβητη την κεντρική θέση του Κράτους στον καπιταλισμό και επαναφέρει στο προσκήνιο τη βασική θέση του Μαρξ για την Βοναπαρτική μορφή του Κράτους. Μια τέτοια στάση όμως μετατρέπει παράλληλα τους διαχειριστές του σε σημερινούς Βοναπάρτες με αυτοκρατορικές βλέψεις, οι οποίοι θα ήταν «εύλογο» να εκλέγονται δια βοής από το λαό στο όνομα του οποίου ομνύουν.
Θα μπορούσε, όμως, κανείς να αντιτείνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στη διάρκεια της διακυβέρνησης είχε πλήρη συνείδηση των δεσμεύσεων εντός των οποίων ήταν υποχρεωμένος να λειτουργεί αλλά προσπάθησε και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να κρατήσει την κοινωνία όρθια. Αντιμετώπισε την απόλυτη φτώχια, τους ανασφάλιστους, ενώ μείωσε την ανεργία, αύξησε τον κατώτατο μισθό και πήρε μέτρα κοινωνικής προστασίας που θα μπορούσαν να καταλήξουν θετικά για την κυβερνητική του θητεία και τελικά την επανεκλογή του. Η κατάληξη όμως ήταν αρνητική, και εδώ αναδεικνύεται ένα δεύτερο σημαντικό ερώτημα για να κατανοήσουμε τι ακριβώς συνέβη και τι πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει στο εξής.
Το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς», το Δεκέμβριο του 2019, είχε καλεσμένο το Γερμανό διανοητή Κλάους Ντερέ που έδωσε μία σημαντική διάλεξη στην οποία, αν δώσουμε την προσήκουσα προσοχή, θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τι συνέβη στο ΣΥΡΙΖΑ και έχασε τη στήριξη σημαντικών κοινωνικών στρωμάτων που, ενώ δεν ανήκουν στις κυρίαρχες τάξεις, στήριξαν τις πολιτικές της ΝΔ.
Ο Ντερέ χρησιμοποίησε την προσέγγιση για τα «αταξικά» κινήματα τύπου Πολάνυι. Είπε ότι σήμερα στην Ευρώπη και στη Γερμανία ειδικότερα αναπτύσσονται δεξιά κινήματα που τα χαρακτήρισε αταξικά επειδή δεν συγκροτούνται στη βάση ταξικών διεκδικήσεων της εργασίας έναντι του κεφαλαίου. Αυτά αφορούν επιμέρους ομαδοποιήσεις στον εσωτερικό κόσμο της εργασίας που αυτό-αναγνωρίζονται και αυτοπροσδιορίζονται ως ιδιαίτερες κοινωνικές κατηγορίες οι οποίες αντιτίθεται στο πολιτικό σύστημα ανεξάρτητα από το ποιος το διαχειρίζεται δεξιός, σοσιαλδημοκράτης, ή αριστερός.
Αυτό συμβαίνει διότι αυτός που διαχειρίζεται το κράτος επιδεικνύει κοινωνική ευαισθησία στις κατώτερες και εξαθλιωμένες κοινωνικές ομάδες (πρόσφυγες, μετανάστες, ανέργους, ανασφάλιστους) αγνοώντας όμως και υποβαθμίζοντας την κοινωνική και οικονομική θέση ενδιάμεσων στρωμάτων όπως και κάθε προοπτική αναβάθμισης των συνθήκων αναπαραγωγής τους. Αποτέλεσμα αυτού είναι τα εργατικά αυτά στρώματα να βρίσκουν πολιτική εκπροσώπηση στα σύγχρονα νέο-φασιστικά ακροδεξιά κόμματα, ως εκ τούτου και η επανεμφάνιση του σύγχρονου φασισμού της επιστροφής στο έθνος-κράτος, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Αυτή η θεώρηση στην περίπτωση της Ελλάδος κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εξηγεί το πως φτάσαμε έως εδώ.
Οι κοινωνικές διεκδικήσεις μέχρι το 2015, τα κινήματα των πλατιών και οι αντιστάσεις ενάντια στα μνημόνια και το νεοφιλελευθερισμό είχαν καθαρά ταξικό προσανατολισμό. Με την ανάθεση όμως στον ΣΥΡΙΖΑ της διαχείρισης του Κράτους, μετά τον επώδυνου συμβιβασμό, και τη συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών η πολιτική της Κυβέρνησης εξαντλήθηκε στη κοινωνική μεροληψία με μέτρα που περιλάμβαναν μία αναδιανομή στο εσωτερικό του κόσμο της εργασίας, και όχι μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας.
Η διανομή των υπερπλεονασμάτων, που προ έκυπτε λόγω της υψηλής φορολογίας και των περικοπών σε μισθωτούς, συνταξιούχους και ελεύθερους επαγγελματίες, η στήριξη των αδυνάτων η φιλική προς τους πρόσφυγες πολιτική που θεωρούνταν εκ των ων ουκ άνευ για την αριστερά, σε συνδυασμό με την «προδοσία του Έθνους» που του αποδόθηκε για την συμφωνία των Πρεσπών αποτέλεσαν βούτυρο στο ψωμί της αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού που βρίσκονταν εκτός κρατικής διαχείρισης, εισέπραξαν έτσι αυτοί την δυσαρέσκειά των νέων αυτών κοινωνικών αυτοπροσδιορισμών.
Ασφάλεια ,χαμηλή φορολογία , ανάπτυξη και εθνική υπερηφάνεια που υπόσχονταν η ΝΔ, ήταν αρκετά για να ακυρώσουν τον ρόλο της Χρυσής Αυγής, να αποτρέψουν την σταθεροποίηση των φυγόκεντρων μικρών πολιτικών σχηματισμών που δημιουργήθηκαν την περίοδο της κρίσης, και να καταφέρουν τελικά την δεξιά παλινόρθωση ενισχυμένη με ακροδεξιά χαρακτηριστικά.
Αυτό που αποδεικνύει μια τέτοια εξέλιξη είναι η παντελής αποτυχία σήμερα της νεοφιλελεύθερης εμμονής ότι η απόλυτη ελευθερία των αγορών μπορεί να ρυθμίζει όλες τις κοινωνικές αντιθέσεις. Και αυτό που θα πρέπει να καταλάβει η αριστερά είναι ότι είναι αδύνατον να κρατάς δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη, και τον νεοφιλελευθερισμό να υπηρετείς και κοινωνική μεροληψία να επιδεικνύεις. Για τον λόγο αυτό η στροφή προς το πολιτικό κέντρο της αριστεράς είναι αδιέξοδη, αν δεν δώσει την μάχη ιδεολογική και πολιτική στη βάση των ταξικών αντιθέσεων θα χάσει εκ των προτέρων το πόλεμο.
Τα διλημματα του ΣΥΡΙΖΑ
Οι απαντήσεις στα επίδικα ζητήματα που αφορούν το πολιτικό υποκείμενο του ΣΥΡΙΖΑ είναι μονοσήμαντες. Για παράδειγμα, ένα από τα κεντρικά διλήμματα που τον απασχολούν μετά τις εκλογές είναι το ερώτημα «μετασχηματισμός η ανασυγκρότηση». Στην τελευταία διακήρυξή της η Κεντρικής Επιτροπής απάντησε στο δίλημμα αυτό με «την τομή σε συνέχεια», με ένα σύνολο εκδοχών και προϋποθέσεων που παραπέμπουν σε μία σύγχρονη εκδοχή κεντροαριστεράς που να συμπεριλάβει μια ευρύτερη συμμαχία κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα εκπροσωπεί την προοδευτική αντιδεξιά παράταξη ως αντίπαλο δέος της ΝΔ.Όμως μια προσεκτική ανάγνωση των όσων λέγονται από τα στελέχη που υποστηρίζουν την άποψη αυτή και από τον τρόπο με τον οποίον ασκείται σήμερα αντιπολίτευση προκύπτει ξεκάθαρα μία στρατηγική που καθορίζεται από τις διαφορές και τις αντιθέσεις που εγγράφονται μόνο στη σφαίρα της πολιτικής ενός Βοναπαρτικού Κράτους. «Εμείς που βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια και κρατήσαμε την κοινωνία όρθια, χωρίς όμως να θίξουμε το νεοφιλελεύθερο πυρήνα της καπιταλιστική εξουσίας και εκμετάλλευσης, είμαστε καλύτεροι διαχειριστές από την δεξιά. Μπορούμε να εμπεδώσουμε μία κανονικότητα με μοναδική ρυθμιστική αρχή τον ορθό λόγο και την αλήθεια, ο οποίος αν επικοινωνείται αντικειμενικά θα επιλύει τις κοινωνικές αντιθέσεις προς όφελος των εργαζομένων». Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα περίοδο οργανώνεται γύρω από το ίδιο λάθος που διαπερνούσε την πολιτική του στην πεντάχρονη διακυβέρνηση του.
Αυτό που διακήρυττε τότε ο ΣΥΡΙΖΑ η ανάγκη να υλοποιεί χωρίς να υιοθετεί τα μνημόνια μέχρις ότου ξεπεράσουμε την κρίση για να εφαρμόσει στο ακέραιο το μελλοντικό κοινωνικό του πρόγραμμα. Όπως τότε έτσι και τώρα αποσιωπούσε τις ταξικές διαφορές που είναι σε τελευταία ανάλυση η «απούσα» αιτία της κατάστασης των κυριαρχούμενων τάξεων, ακυρώνοντας έτσι μία κοινωνική δυναμική απαραίτητη για να προκαλέσει πραγματικές κοινωνικές εξελίξεις.
Τα επιχειρήματα ήταν η σύγχρονη μορφή του παγκόσμιου καπιταλισμού, η παντοδυναμία των χρηματοπιστωτικών αγορών και η ηγεμονία των κρατικών μηχανισμών σε συνδυασμό με το επίπεδο συνείδησης και οργάνωσης του κόσμου της εργασίας, γεγονότα που δεν επέτρεπαν κάτι περισσότερο. Αυτό, έχοντας απέναντι ένα παντοδύναμο σύστημα ενημέρωσης, σχολιασμού και κριτικής που ακύρωνε τα επιχειρήματα του ορθού λόγου τον οποίον επικαλούταν ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι προσπάθειες να οργανώσει ένα φιλικό μιντιακό περιβάλλον με τον τρόπο και τα μέσα των αντιπάλων του κατέληξε σε Βατερλό. Αν στην νέα περίοδο συνεχίσει το ίδιο λάθος η κατάληξη θα είναι μοιραία και αν ακόμη συμβεί να επανέλθει στην εξουσία πχ. εξαιτίας της αναζωπύρωσης της οικονομικής κρίσης, γεωπολιτικών συγκρούσεων, ή της απογοήτευσης της κοινωνίας από την πολιτική της ΝΔ. εδώ να τονισθεί ότι αυτό μέχρι στιγμής δεν προκύπτει εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ κληροδότησε στη ΝΔ ένα δημοσιονομικό χώρο έτσι ώστε να μην είναι αναγκασμένη να προβεί σε αιματηρές περικοπές και μειώσεις αφού τουλάχιστον τα πράγματα έχουν ρυθμιστεί για τη νέα δεκαετία.
Και αν ακόμη λοιπόν συμβούν όλα αυτά και επανέλθει στην κυβέρνηση μέσα από το σχήμα της προοδευτικής παράταξης και συμμαχικών κυβερνήσεων, το τελικό σκηνικό δεν θα αφορά σε καμία περίπτωση τίποτα από όσα η αριστερά περιλαμβάνει στο ιδεολογικό της οπλοστάσιο. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δε μετασχηματισθεί και ανασυγκροτηθεί ως συλλογικό πολιτικό υποκείμενο με την δομή και τη λειτουργία ενός κόμματος της μαρξιστικής ριζοσπαστικής αριστεράς, η μάχη θα είναι χαμένη εκ των προτέρων. Επομένως το ερώτημα «μετασχηματισμός η ανασυγκρότηση» είναι παραπλανητικό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν συνεχίσει να πολιτεύεται με τον ίδιο τρόπο που έκανε μέχρι τώρα αποϊδεολογικοποιώντας τις ταξικές αντιθέσεις στο όνομα μιας ρεαλιστικής πολιτικής που έχει ανάγκη το «Έθνος και η Πατρίδα» για τη σωτηρία του, θα πάρει οριστικό διαζύγιο με την αριστερά. Έχει ανάγκη λοιπόν από την ανασυγκρότηση και μετασχηματισμό στην παραπάνω κατεύθυνση διότι η θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα δεν χαρακτηρίζεται ως αριστερή, με εξαίρεση κάποιες λεπτές αποχρώσεις και κοινωνικές ευαισθησίες.
Ο Μάκης Σπαθής είναι μέλος της Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου