Ομιλία στην συνεδρίαση της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ
Σύντροφοι και συντρόφισσες,
Νομίζω ότι η συνεδρίαση της Κ.Ο. έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον,
γίνεται μετά από πολύ καιρό, καθώς έχουμε μπροστά μας ένα πυκνό
χρονοδιάγραμμα. Βρισκόμαστε στην τελική ευθεία σημαντικών εξελίξεων
καθώς πλέον η χώρα μας βρίσκεται στο τέλος μιας δύσκολης και επίπονης
πορείας.
Σε τέσσερις σχεδόν μήνες από σήμερα, τον προσεχή Αύγουστο, η
κυβέρνησή μας θα έχει καταφέρει να εκπληρώσει έναν από τους πιο
κεντρικούς της στόχους: Την έξοδο από το μνημόνιο, από το τρίτο
πρόγραμμα, την οριστική έξοδο από τα μνημόνια για τη χώρα αλλά και την
οριστική έξοδο από την επιτροπεία.
Μετά από μεγάλες προσπάθειες, μετά από δύσκολες και επίπονες διαπραγματεύσεις, περνώντας πολλές φορές μέσα από σαράντα κύματα
και
έχοντας απέναντι μας όχι μόνο μέρος των πιστωτών μας που πολλές φορές
ήταν καχύποπτοι και εχθρικοί απέναντι στη χώρα συνολικά, αλλά θα έλεγα
και το σύνολο του εγχώριου κατεστημένου,
Και καταφέρνουμε να
πετύχουμε εκεί που τρεις κυβερνήσεις, αν λάβει κανείς υπόψη του και την
κυβέρνηση των τεχνοκρατών που είχε δημιουργηθεί στο ενδιάμεσο, τρεις
κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ απέτυχαν.
Να ολοκληρώσουμε δηλαδή με επιτυχία το πρόγραμμα, να ανορθώσουμε την
ελληνική οικονομία και να ανοίξουμε μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια την
πρόσβαση των ελληνικών ομολόγων στις αγορές χρήματος.
Και μάλιστα το πιο σημαντικό για μας δεν είναι μόνο ότι πετυχαίνουμε
αυτό, που οι άλλοι, επαναλαμβάνω, απέτυχαν, αλλά το ότι το πετυχαίνουμε
με τις λιγότερες δυνατές απώλειες για το κοινωνικό σώμα.
Κι αυτό ξέρετε δεν είναι καθόλου μικρό, καθόλου ασήμαντο και δε ήταν και καθόλου δεδομένο ότι θα συμβεί.
Ούτε η επιτυχής ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος υπήρξε μία αυτονόητη εξέλιξη.
Ούτε η ανάκαμψη της οικονομίας.
Ούτε η ανάκτηση πρόσβασης στις αγορές.
Υπό αυτή την έννοια, και στο βαθμό που όλα πάνε κατ` ευχήν, γιατί
ξέρετε δεν τελειώσαμε ακόμα, έχουμε μπροστά μας τα τελευταία κρίσιμα
μέτρα της διαδρομής και το χειρότερο που θα είχαμε να κάνουμε είναι να
χάσουμε την στοχοπροσήλωσή μας τώρα στο τέλος.
Αλλά στο βαθμό που πετύχουμε τους στόχους μας, πιστεύω ότι θα
βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σημαντικό επίτευγμα και σε μια ιστορική τομή.
Κι αυτό κυρίως γιατί η χώρα θα έχει επιστρέψει μετά από μια πολύ
μεγάλη περιπέτεια, πολυετή περιπέτεια, σε ένα καθεστώς κανονικότητας.
Όχι ότι θα έχουμε λύσει όλα τα προβλήματα.
Όχι ότι δεν θα υπάρχουν ακόμη πληγές σοβαρές στο κοινωνικό σώμα που
θα πρέπει να συνεχίσουμε την προσπάθεια για να τις επουλώσουμε.
Ή ότι δεν θα είμαστε υποχρεωμένοι να πιάνουμε τους δημοσιονομικούς
μας στόχους προκειμένου να εξυπηρετούμε το χρέος, το δημόσιο χρέος που η
αλόγιστη διαχείριση των κυβερνήσεων που χρεοκόπησαν τη χώρα, φόρτωσε
στις πλάτες του ελληνικού λαού.
Αλλά είναι εντελώς διαφορετικό -και αυτό πιστεύω ότι το καταλαβαίνει
κι ο τελευταίος Έλληνας κι η τελευταία Ελληνίδα- είναι εντελώς
διαφορετικό να έχεις στόχους δεδομένους και να έχεις έναν στοιχειώδη
έλεγχο στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών σου υποχρεώσεων, και εντελώς άλλο να
είσαι αναγκασμένος να συγκυβερνάς με την τρόικα.
Και θέλω να επαναλάβω ότι αυτή η εξέλιξη, που είναι ζωτικής σημασίας
για τη χώρα, για την αξιοπρέπεια και τη κυριαρχία της χώρας, δεν είναι
μια ασήμαντη ούτε μια αυτονόητη εξέλιξη, ούτε ένα φυσικό φαινόμενο που
θα ερχόταν χωρίς προσπάθεια και χωρίς συγκεκριμένες επιλογές.
Διότι, όλο αυτό το διάστημα δεν ήταν λίγες οι φωνές, πέραν της
αντιπολίτευσης και θεσμικών παραγόντων, που μιλούσαν ή ζητούσαν τη
συνέχεια της αυστηρής επιτροπείας και αυτού του μηχανισμού
καταναγκασμού άσκησης πολιτικής.
Αυτή τη φορά βεβαίως δεν μιλούσαν για ένα τέταρτο μνημόνιο, αλλά
μιλούσαν για έναν παρόμοιο του μνημονίου μηχανισμό καταναγκασμού, αλλά
με διαφορετικό αμπαλάζ.
Με το αμπαλάζ της λεγόμενης πιστοληπτικής γραμμής.
Γιατί; Ποιο ήταν το επιχείρημά τους; Γιατί, λέει, το πολιτικό σύστημα
της χώρας δεν είναι ώριμο να ορίσει τις πολιτικές που είναι ορθές για
τη χώρα.
Και άρα πρέπει να έχουμε διαρκώς τους ξένους τεχνοκράτες για να μας επιβάλουν το σωστό που εμείς δε μπορούμε να δούμε.
Χωρίς βεβαίως να θέλω να υπερτιμήσω τις ικανότητες του πολιτικού μας
συστήματος, ωστόσο δεν μπορώ να παραβλέψω ότι απόψεις σαν αυτές μοιάζουν
να αποτελούν μια πιο εκλεπτυσμένη και μια πιο σύγχρονη εκδοχή του
φαινομένου του ραγιαδισμού.
Εγώ θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν υπάρχει στον ορίζοντα ούτε η συνέχεια
του μνημονίου, ούτε η παράταση του μνημονίου, ούτε η δήθεν έξοδος,
δηλαδή η μη καθαρή έξοδος, ή η βρώμικη έξοδος, όπως θέλετε πείτε το.
Ακούσαμε πάρα πολλά μέχρι να φτάσουμε ως εδώ. Ίσως ακούσουμε ακόμα
περισσότερα και νέους νεολογισμούς. Άλλωστε, η ελληνική γλώσσα είναι
ιδιαίτερα πλούσια.
Αυτό που υπάρχει είναι η σαφής ολοκλήρωση του προγράμματος και η
καθαρή με αυτή την έννοια έξοδος που είναι,επαναλαμβάνω, μια πολύ
σημαντική επιτυχία και πολύ σημαντική εξέλιξη, χωρίς βεβαίως –και δεν θα
κουραστώ να το λέω αυτό- χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι ξαφνικά με
μιας θα περάσουμε τις πύλες του παραδείσου, ότι θα επιστρέψουμε με
μιας σε μέρες αφθονίας και σπατάλης, χωρίς να σημαίνει ότι εξαφανίζονται
με μιας όλες οι πληγές που κουβαλάμε και που έχουμε χρέος και ευθύνη να
συνεχίσουμε την προσπάθεια να τις επουλώσουμε.
Θα ήθελα να σας καλέσω όμως να αναλογιστείτε και να σκεφτείτε πού
βρισκόμασταν όταν αναλάβαμε αυτή την προσπάθεια και που φτάσαμε σήμερα.
Να θυμηθείτε πόσο δυσεπίλυτη φάνταζε η εξίσωση που είχαμε μπροστά μας για να λύσουμε.
Από τη μια μεριά, να εκπληρώσουμε τις δεσμεύσεις μας απέναντι στους
δανειστές και, από την άλλη, να μην διαρρήξουμε τους δεσμούς
εμπιστοσύνης με τις κοινωνικές δυνάμεις που μας στήριζαν, μας στήριξαν
και συνεχίζουν να μας στηρίζουν, και τις οποίες θέλουμε να εκφράζουμε
διαρκώς.
Και σήμερα, πιστεύω ότι μπορούμε να πούμε ότι κάναμε καλά και δεν
εγκαταλείψαμε το πλοίο. Κάναμε ορθά και παλέψαμε να κρατήσουμε όρθιο το
σκαρί στη φουρτούνα. Με υποχωρήσεις, με συμβιβασμούς, με δύσκολες και
πολλές φορές επώδυνες αποφάσεις. Καταφέραμε όμως το μείζον. Να
σταματήσουμε την πορεία της κοινωνίας προς τον γκρεμό και την εξαθλίωση.
Και το κυριότερο νομίζω ότι πετυχαίνουμε ένα διπλό στόχο: Και την
ανάκαμψη της οικονομίας και την στήριξη των αποκλεισμένων, την στήριξη
των εργαζομένων, των ανέργων, εκείνων δηλαδή που πραγματικά μας έχουν
ανάγκη.
Και πιστεύω ότι όλοι πια διαπιστώνουν ότι σε σύγκριση με αυτά που
περάσαμε όταν αναλάβαμε πριν τρία χρόνια με σήμερα, είναι η μέρα με τη
νύχτα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική.
Έχουμε μια οικονομία και μια κοινωνία που παρά τις δυσκολίες πατάνε ξανά στα πόδια τους.
Οι
πολίτες σιγά-σιγά μετά από οχτώ χρόνια δυσκολιών και απαισιοδοξίας
ξαναβρίσκουν, δειλά-δειλά, αλλά ξαναβρίσκουν, τον τρόπο να είναι ξανά
αισιόδοξοι.
Ξαναβρίσκουν τον τρόπο να έχουν προσδοκίες.
Και, πιστεύω, ότι αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία. Διότι δεν
θέλουμε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών. Η κοινωνία των χαμηλών
προσδοκιών δεν μπορεί παρά να είναι αντίπαλός της αριστεράς. Αντίπαλος
του δικού μας πολιτικού σχεδίου που θέλει μια κοινωνία ζωντανή για να
ανασυγκροτήσουμε την Ελλάδα, για να οικοδομήσουμε ένα νέο παραγωγικό
μοντέλο, για να δημιουργήσουμε νέους θεσμούς κοινωνικής προστασίας και
μέριμνας αλλά και θεσμούς ενίσχυσης της πραγματικής δύναμης των
εργαζόμενων. Να δημιουργήσουμε μια οικονομία δυναμική και ζωντανή,
αλληλέγγυα και παραγωγική.
Ακριβώς αυτή την Ελλάδα, αγαπητοί σύντροφοι, προσπαθούμε να
περιγράψουμε και στο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης που εκπονούμε και το
οποίο θα παρουσιαστεί και θα συζητηθεί στο επόμενο Eurogroup της 27ης
Απριλίου. Και είναι ίσως η πρώτη φορά μετά από οκτώ χρόνια που υπάρχει
ένα κείμενο το οποίο εκπονείται εξ ολοκλήρου από τη δική μας πλευρά και
συζητείται με τους θεσμούς.
Είναι προφανές ότι το σχέδιο αυτό έχει γραφτεί λαμβάνοντας υπόψη και
τις δεσμεύσεις που αναλάβαμε το καλοκαίρι του 2015 και πολλές απ’ αυτές
που υλοποιήσαμε τα τελευταία δυόμισι χρόνια.
Την ίδια στιγμή όμως,
θα έλεγα, έχει και ένα σαφές, ευκρινές στίγμα των δικών μας ιεραρχήσεων
και προτεραιοτήτων, των δικών μας αξιών και στόχων.
Είναι σαφές λοιπόν αυτό το στίγμα, αυτά τα σημεία, αυτοί οι στόχοι, αυτές οι αξίες και έχουν να κάνουν με:
• Την οικονομική ανάπτυξη που δεν βασίζεται στη συντριβή της
εργασίας, αλλά στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μέσα από
επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία.
• Την ενίσχυση της θέσης μας στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας με προσανατολισμό στην παραγωγή ποιοτικών ανταγωνιστικών προϊόντων.
• Την ενίσχυση των πιο δυναμικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας.
• Των μεταφορών και των logistics
• Της ενέργειας
• Του αγροτικού τομέα και της μεταποίησης
• Των υποδομών και της ψηφιακής οικονομίας
• Και φυσικά του τουρισμού που συνεχίζει να αποτελεί την ατμομηχανή της ανάπτυξης.
Την ίδια στιγμή όμως προβλέπει - και αυτό βρίσκεται αν θέλετε στον
αντίποδα των πολιτικών που ασκήθηκαν στη χώρα μας τόσο πριν όσο και κατά
τη διάρκεια της κρίσης – την επαναφορά θεσμών ρύθμισης της αγοράς
εργασίας αλλά και ενίσχυσης των συλλογικών φορέων των εργαζομένων: Μέσα
από την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, χωρίς τις οποίες
ελλείπουν οι θεσμικές προϋποθέσεις για τη συλλογική οργάνωση των
εργαζόμενων.
Και, φυσικά, προβλέπει την οικοδόμηση, ίσως για πρώτη φορά στην
Ελλάδα, ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους και κράτους πρόνοιας.
Ανταποδοτικού και αποτελεσματικού. Που θα μπορεί να εξασφαλίζει την
αξιοπρέπεια αλλά και την ευημερία του συνόλου του πληθυσμού.
Με αυτές, λοιπόν, τις προτεραιότητες προσερχόμαστε στην τελική
διαπραγμάτευση για την ολοκλήρωση και την καθαρή έξοδο από το πρόγραμμα.
Με ρεαλιστικό, πιστεύω, ορίζοντα το Eurogroup της 21ης του Ιούνη ή
το αμέσως επόμενο στις αρχές του Ιούλη, πάντως με ρεαλιστικό ορίζοντα
μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού το αργότερο να έχουμε ολοκληρώσει τη
διαπραγμάτευση για την ολοκλήρωση του προγράμματος, την έξοδο από το
πρόγραμμα και τη νέα περίοδο, τη μεταμνημονιακή περίοδο για τη χώρα.
Τα μεγάλα θέματα της διαπραγμάτευσης είναι λίγο πολύ γνωστά:
Και βεβαίως αυτή η διαπραγμάτευση πιστεύω ότι είναι γνωστή σε όλους σας, είναι λίγο-πολύ γνωστά τα μέτωπα που έχουμε.
Είναι η ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων της 4ης αξιολόγησης
Είναι η συμφωνία, η τελική και οριστική συμφωνία για τη ρύθμιση του χρέους
Και είναι και η συμφωνία για την μεταπρογραμματική παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας.
Ένα όμως από τα κύρια θέματα που παραμένει πράγματι ανοιχτό είναι το
θέμα της συμμετοχής ή μη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο τρέχον
πρόγραμμα, στο τρίτο πρόγραμμα.
Και σε αυτή τη συζήτηση η ελληνική πλευρά πιστεύω ότι έχει γίνει περισσότερο από σαφής εδώ και καιρό.
Έχουμε πει σε όλους τους τόνους ότι βεβαίως συζητάμε με το ΔΝΤ, προσπαθώντας να βρούμε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση.
Το κλίμα των μεταξύ μας συζητήσεων, άλλωστε, τους τελευταίους μήνες, έχει βελτιωθεί.
Ωστόσο, δεν θεωρούμε ότι πιθανή μη συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρίτο πρόγραμμα είναι και το τέλος του κόσμου.
Ούτε πιστεύουμε ότι η αξιοπιστία της καθαρής εξόδου εξαρτάται από τη συμμετοχή του ή όχι στο πρόγραμμα.
Βασική μας θέση ήταν και παραμένει ότι η Ευρώπη και πρέπει και μπορεί
να δώσει από μόνη της τις αναγκαίες πολιτικές και τεχνικές λύσεις στα
προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Συνοψίζοντας λοιπόν:
Συνεχίζουμε αταλάντευτα την πορεία μας προς την καθαρή έξοδο χωρίς πιστοληπτική γραμμή.
Με ένα αναπτυξιακό στρατηγικό σχέδιο που περιλαμβάνει τις δικές μας προτεραιότητες πολιτικής.
Επιταχύνοντας τις προσπάθειές μας για την υλοποίηση των προαπαιτούμενων της τέταρτης αξιολόγησης.
Εντείνοντας τις πολιτικές και τεχνικές μας παρεμβάσεις για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους με τον πιο ικανοποιητικό τρόπο.
Και
διεκδικώντας ένα καθεστώς εποπτείας, μετά το πρόγραμμα, στο πλαίσιο των
υπαρκτών ευρωπαϊκών πλαισίων και των εμπειριών των υπολοίπων χωρών που
εξήλθαν από ανάλογα προγράμματα. Αυτό είναι το πλαίσιο των τελευταίων
κρίσιμων μέτρων προς την ολοκλήρωση του προγράμματος. Και σε αυτό το
πλαίσιο, επαναλαμβάνω, η στοχοπροσήλωση και η προσπάθεια όλων μας είναι
αναγκαία για να έχουμε το καλύτερο δυνατό και το πιο επιτυχές
αποτέλεσμα, το οποίο είναι κρίσιμο για την πορεία της χώρας τα επόμενα
χρόνια.
Επιτρέψτε μου, όμως, σε αυτό το σημείο να πω δυο λόγια για τα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής.
Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε όλοι μια νευρικότητα από πλευράς
των γειτόνων μας, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και στις γεωπολιτικές
εξελίξεις στην περιοχή της Συρίας αλλά και στις έντονες πολιτικές
διεργασίες στο εσωτερικό της.
Η κυβέρνηση, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, υπερασπίζεται τα
κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας, όπως αυτά προκύπτουν από τις
διεθνείς συμβάσεις και το διεθνές δίκαιο.
Αλλά ταυτόχρονα, με αυξημένο κύρος και ανακτημένη αξιοπιστία, έχει
καταφέρει να αξιοποιήσει πιστεύω στο έπακρο τη θέση της χώρας σε
διεθνείς οργανισμούς ώστε να δημιουργήσει ένα ευρύτερο πλαίσιο
υποστήριξης και συμμαχιών για τη στήριξη των δίκαιων θέσεών της.
Οι τελευταίες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβούλιο, άλλωστε, αλλά και η
έμπρακτη υποστήριξη τόσο της Ευρωπαϊκής ηγεσίας όσο και συνολικότερα,
θα έλεγα, του διεθνούς παράγοντα στο θέμα της απαράδεκτης κράτησης των
δύο Ελλήνων στρατιωτικών δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι
στις προκύπτουσες διαφορές μας με την Τουρκία, έχουμε την ευρύτερη
δυνατή στήριξη, μεγαλύτερη από ποτέ άλλοτε.
Το θέμα, όμως, αυτή τη φορά, δεν έχει να κάνει μόνο με την Ελλάδα και τις σχέσεις της με τους ανατολικούς της γείτονες.
Έχει να κάνει και με την ίδια την Τουρκία, αν θέλετε, και τις στρατηγικές της επιλογές.
Οι γείτονές μας γνωρίζουν καλά ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που
σταθερά, διαρκώς, υπερασπίζεται την ειρήνη και τη σταθερότητα στην
περιοχή.
Και είναι μια χώρα η οποία επιθυμεί την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και διαλόγου με την Τουρκία.
Την ίδια ώρα που αποτελεί και τον πιο θερμό υποστηρικτή της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας.
Οι επιλογές της ηγεσίας της, όμως, το τελευταίο διάστημα, δείχνουν μια ταλάντευση ως προς αυτόν το στόχο.
Η Τουρκία, το τελευταίο διάστημα, δείχνει ως μια χώρα που φλερτάρει
με την ιδέα της απομάκρυνσής της από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Δείχνει σαν να κινδυνεύει να χάσει τον προσανατολισμό της και να απομακρύνεται από την ευρωπαϊκή της στόχευση.
Και θέλω να παρατηρήσω ότι αυτή δεν θα είναι μια καλή εξέλιξη, ούτε
για την Τουρκία, ούτε για την Ελλάδα, ούτε και για την ευρύτερη περιοχή.
Και είναι ακριβώς για αυτό που το σκέλος των προχθεσινών δηλώσεων του
Τούρκου Προέδρου, που μιλά δηλαδή για την ανάγκη και την αξία των
ειρηνικών σχέσεων με την Ελλάδα, είναι από μας καλοδεχούμενο.
Αυτές όμως οι δηλώσεις θα πρέπει να συνοδεύονται και από επόμενα βήματα.
Θα πρέπει να έχουν αντανάκλαση και στην πράξη.
Θα πρέπει να συνοδεύονται από έμπρακτο σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και τις δικαιοκρατικές επιταγές.
Και οι συμψηφισμοί ή τα καλέσματα για ανταλλαγή των δύο Ελλήνων
στρατιωτικών δεν μπορούν να χωρέσουν σε αυτό το δικαιοκρατικό πλαίσιο.
Εμείς, από τη δική μας πλευρά, μαζί με την Ε.Ε. και τους θεσμούς της,
επιμένουμε να κρατάμε τη διακηρυγμένη δέσμευση, ρητορική αλλά
διακηρυγμένη δέσμευση της Τουρκίας σε αυτό που ονομάζουμε κράτος
δικαίου.
Και αναμένουμε την συντομότερη δυνατή επιστροφή των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, ακριβώς όπως ορίζουν οι αρχές του κράτους δικαίου
και απορρίπτουμε ταυτόχρονα, με τον πιο κατηγορηματικό και σαφή τρόπο απαράδεκτες προϋποθέσεις και απαράδεκτους συμψηφισμούς.
Συντρόφισσες και Σύντροφοι,
Έρχομαι τώρα ξανά στα εσωτερικά μέτωπα, γιατί νομίζω ότι τα
εσωτερικά μέτωπα δεν θα εκλείψουν ποτέ. Ωστόσο, αυτή τη φορά έχουν μια
ιδιαιτερότητα.
Και το λέω αυτό διότι στη συγκυρία που η χώρα μας αντιμετωπίζει, σε
μια κρίσιμη καμπή τόσο σε ότι αφορά το οριστικό τέλος μιας περιόδου που
ταλαιπώρησε τον ελληνικό λαό –και αναφέρομαι στα μνημόνια- όσο και στις
διεθνείς εξελίξεις, τις τεκτονικές αλλαγές και μετατοπίσεις στο
γεωπολιτικό πεδίο και τις σχέσεις μας με τους γείτονές μας
Πιστεύω λοιπόν ότι σ’ αυτή την ιδιαίτερη συγκυρία που αντιμετωπίζει η
χώρα με πολύ μεγάλες προκλήσεις, οικονομικές, αναπτυξιακές, θεσμικές,
κοινωνικές και γεωπολιτικές, θα περίμενε κανείς ότι η αξιωματική
αντιπολίτευση θα είχε το πολιτικό σθένος να αρθεί στο ύψος των
περιστάσεων.
Θα περίμενε κανείς ότι δεν θα έψαχνε διαρκώς ευκαιρίες
αποσταθεροποίησης ακόμη και με αφορμή τα πιο ευαίσθητα ζητήματα
εξωτερικής πολιτικής που αφορούν το ίδιο το μέλλον, τη θέση και τις
προοπτικές της χώρας και του ελληνικού λαού.
Και πρέπει να αναρωτηθεί κανείς τους λόγους που την οδηγούν να
υιοθετεί μια τέτοια ανεύθυνη και υπονομευτική, όχι για την κυβέρνηση,
αλλά για τη χώρα, στάση.
Και αυτό φυσικά θα έλεγα όχι τώρα, τις τελευταίες μέρες, αλλά από την
πρώτη στιγμή που ο κ. Μητσοτάκης ανέλαβε την ηγεσία της Νέας
Δημοκρατίας.
Και νομίζω ότι η εξήγηση αυτής της πολιτικής επιλογής είναι κάτι περισσότερο από προφανής.
Και σκιαγραφείται με τον πιο σαφή τρόπο στον φανατικό λόγο κάποιων
συγκεκριμένων εκπροσώπων του παλαιού πολιτικού συστήματος που έχουν
αναλάβει εργολαβικά θα έλεγα την αυστηρή επιτροπεία και καθοδήγηση του
κ. Μητσοτάκη.
Σκιαγραφείται, για παράδειγμα, στις πολιτικές αναλύσεις του πρώην
πρωθυπουργού και του πρώην αντιπροέδρου, του κ. Σαμαρά και του κ.
Βενιζέλου.
Διότι αυτοί εξακολουθούν, αν και αφανώς, να καθορίζουν εν πολλοίς την
πολιτική του στρατηγική και να κινούν τα νήματα αυτής της λεγόμενης
επιχείρησης παλινόρθωσης, από τότε που είχαμε την επιχείρηση της
παρένθεσης η οποία ξεχείλωσε ως παρένθεση μέχρι και σήμερα που βλέπουμε
ξανά μπροστά την ίδια λογική της παλινόρθωσης.
Και αυτό που ζητάνε με σαφήνεια, και ο κ. Μητσοτάκης προσπαθεί, κάνει
μια αξιόλογη προσπάθεια να υλοποιήσει, είναι η δημιουργία ενός
αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Αυτό είναι
Και θα έλεγα ότι έχουν πράγματι καταφέρει -και πρέπει να τους το
αναγνωρίσουμε αυτό- να συγκροτήσουν ένα μέτωπο, μόνο που θα έλεγα ότι
είναι μαύρο μέτωπο. Αποτελείται από ό,τι πιο σάπιο και διεφθαρμένο έχει
να επιδείξει η χώρα τα τελευταία χρόνια. Και συγκροτούν αυτό το μέτωπο
στην προσπάθειά τους, επαναλαμβάνω, να παλινορθώσουν το γνωστό παλιό
πολιτικό κατεστημένο.
Ποιοι είναι σ’ αυτό το μαύρο μέτωπο;
Εκδοτικά συγκροτήματα, μέσα ψευδούς ενημέρωσης, τα λεγόμενα fake
news, διωκόμενοι ολιγάρχες, άνθρωποι του κοινού ποινικού δικαίου που
περνιούνται για επιχειρηματίες, και μάλιστα πετυχημένοι,όλες οι
αντιδραστικές δυνάμεις της γερασμένης Ελλάδας κινητοποιούνται ή
προσπαθούν να κινητοποιηθούν στην επιχείρηση να εμποδίσουν, να
αμαυρώσουν την προσπάθειά μας να βγάλουμε τη χώρα από τη κρίση, να
βγούμε οριστικά από τα μνημόνια στα οποία εκείνοι μας έβαλαν.
Και το ερώτημα είναι :
Γιατί τέτοια εμμονή;
Όταν μάλιστα βλέπουν ότι η ταύτιση αυτή με το παλιό, το σάπιο, το
γερασμένο, το διεφθαρμένο δεν μπορεί να βλάψει τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως
γεννά εύλογα αντανακλαστικά σε υγιείς δυνάμεις της συντηρητικής
παράταξης.
Το ερώτημα λοιπόν είναι, γιατί αυτή η εμμονή;
Νομίζω ότι είναι κοινή η διαπίστωση ότι αυτή η στρατηγική δεν
καθορίζεται μόνο από το σύνδρομο μιας αδύνατης κατά τη άποψή μας
ιστορικής δικαίωσής τους, αλλά καθορίζονται ταυτόχρονα και από έναν
δικαιολογημένο φόβο.
Τον φόβο ότι μπορεί να τα καταφέρουμε κι ότι τα καταφέρνουμε. Τον φόβο ότι αυτή η κυβέρνηση θα τα καταφέρει.
Θα καταφέρει, παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια των διάφορων
παραθεσμικών κέντρων και δικτύων εξουσίας που οικοδομήθηκαν στην
μεταπολίτευση και γιγαντώθηκαν την περίοδο της τερατογένεσης του
2012-2015.
Και θα καταφέρει να επιτύχει ισχυρά πλήγματα στις κατεστημένες δομές
διαφθοράς και διαπλοκής, μεταξύ των οικονομικών και πολιτικών ελίτ.
Από τις μεγάλες και πολιτικά χρωματισμένες υποθέσεις φοροδιαφυγής και
ξεπλύματος, μέχρι τις παράνομες και σκοτεινές χρηματοδοτήσεις μέσων
ενημέρωσης και offshore εταιρειών συνδεδεμένων με πολιτικά πρόσωπα και
τις υποθέσεις των θαλασσοδανείων. Και από τα μικρά και μεγάλα σκάνδαλα
διαφθοράς στα δημόσια έργα και τη σαπίλα που αναδύεται στο ΚΕΕΛΠΝΟ,
μέχρι την υπόθεση Νοβάρτις και τη υπόθεση του ναρκοπλοίου Νoor1 που
διακινούσε δυο τόνους ηρωίνης και όλοι κάνανε το Κινέζο σ’ αυτή τη
χώρα.
Αυτός είναι ο μεγάλος τους φόβος.
Ότι θα τα καταφέρουμε.
Γιατί τόσο το παλιό πολιτικό σύστημα όσο και οι οικονομικοί του
προστάτες έχουν αρχίσει πια να κατανοούν ότι εμείς μιλάμε σοβαρά.
Ούτε παίζουμε.
Ούτε φοβόμαστε.
Ούτε ντιλάρουμε, όπως έκαναν όλοι οι προηγούμενοι από μας.
Και ότι την δέσμευση μας για καθημερινή μάχη κατά της διαφθοράς δεν πρόκειται να την ξεχάσουμε.
Θα την υπερασπιστούμε μέχρι το τέλος, διότι αυτό αξίζει στον ελληνικό λαό των αμέτρητων θυσιών και των αμέτρητων στερήσεων.
Αξίζει να ικανοποιήσουμε το αίτημά του για δικαιοσύνη και διαφάνεια.
Αξίζει να αναδείξουμε τις τεράστιες ευθύνες του παλιού πολιτικού
συστήματος για την οικοδόμηση ενός παρακράτους οικονομικού εγκλήματος
που έπαιξε τεράστιο ρόλο στον ηθικό εκφυλισμό αλλά και στην χρεοκοπία
της χώρας πριν οχτώ χρόνια.
Το πραγματικό μέτωπο δημοκρατίας, αγαπητοί σύντροφοι, συγκροτείται
και πάνω σε αυτό το κοινωνικό, μα πάνω από όλα δίκαιο αίτημα της
κάθαρσης.
Και οι οργουελικές αντιστροφές της πραγματικότητας των διαφόρων
πρωταγωνιστών στην τραγωδία του θεσμικού και ηθικού εκφυλισμού, λίγο μας
απασχολούν και καθόλου δεν μας τρομάζουν.
Όπως δεν μας τρομάζει και αυτή η τεράστια κινητοποίηση των δικτύων
εξουσίας του βαθέως κράτους, οι διαρκείς και εξώφθαλμες παρεμβάσεις στη
δικαιοσύνη, η ομερτά των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης και η καθημερινή
διαδικτυακή προπαγάνδα υπεράσπισης του πιο σάπιου τμήματος του πολιτικού
προσωπικού της χώρας.
Και αναφέρομαι, για όσους δεν έχουν καταλάβει, σ’ όλα τα φαινόμενα
που βλέπουμε τον τελευταίο καιρό να εκτυλίσσονται μπροστά μας.
Τώρα, στην πιο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα, την ώρα της εξόδου από τα
προγράμματα στήριξης και την ώρα που χρειάζεται η ευρύτερη συναίνεση για
να κρατήσουμε την σταθερότητα σ’ ότι αφορά την περιοχή μας και τις
κρίσιμες εξελίξεις στην εξωτερική πολιτική.
Θέλω, λοιπόν, κλείνοντας την σημερινή συνεδρίαση, να σας πω κάτι. Και
είναι κυρίως ένα μήνυμα που απευθύνεται στον ελληνικό λαό που μας
παρακολουθεί.
Ό,τι και να κάνουν, όσους δήθεν δημοσιογράφους και αν κινητοποιήσουν,
όσες οφσορ κι αν αξιοποιήσουν για να χρηματοδοτεί ταυτόχρονα τις
επιχειρήσεις τους και τα εφημερίδες της παραδημοσιογραφίας και της
τερατολογίας, όσα ψέματα και αν πουν, όσα δικονομικά τερτίπια και αν
σκαρφιστούν η μάχη αυτή έχει ξεκινήσει και τη μάχη αυτή θα την
κερδίσουμε, όπως κερδίσαμε και τη μάχη της οικονομίας.
Είμαστε υποχρεωμένοι και αποφασισμένοι να την κερδίσουμε, και δεν θα κάνουμε πίσω.