‘ελληνόψυχος’
εσμός, χαιρετά τον ‘πατριώτη’ Ι. Μεταξά
(του Θανάση Κοντονάτσιου)
Το
να υποστηρίζει κανείς πως ο Ιωάννης Μεταξάς είπε το περίφημο όχι, είναι τόσο
στρεβλή και ρηχή ιστορική άποψη, και τόσο προσβλητική για τους Έλληνες, όσο το
να θεωρεί κανείς τον ιδρυτή των ταγμάτων Χ Γρίβα, ‘αγωνιστή’ της Κύπρου ενώ
στην πραγματικότητα ήταν ένας τύπος περιορισμένης νοημοσύνης, χωρίς το
παραμικρό πολιτικό ταλέντο, υπόδουλος των ξένων συμφερόντων και γεμάτος μίσος
που τον ‘στείλαμε’ να απελευθερώσει την Κύπρο, αλλά αυτός κατάφερε να την
μετατρέψει σε πολιτικό και στρατιωτικό … τρικολόρε. Δεν αντέχω στον πειρασμό,
όποτε το φέρνουν οι περιστάσεις, να συγκρίνω τις δύο καταστροφικές για την
Ελλάδα προσωπικότητες, και η περίσταση τώρα δεν είναι άλλη από την επέτειο
εισόδου της Ελλάδας στον Β’ πόλεμο.
Πριν
συνεχίσω, ήθελα να πω πως τρέφω βαθύ σεβασμό για όσους δεν γύρισαν από την
θύελλα που χτύπησε αυτή την χώρα από το 1940 μέχρι το 1949. Άλλωστε οι
παππούδες και ο πατέρας μου συμμετείχαν σε όλους ανεξαίρετα τους Ελληνικούς
πολέμους του εικοστού αιώνα, ο δε
πατέρας μου πολεμούσε τους Γερμανούς στα Ελληνικά βουνά για τέσσερα ολόκληρα
χρόνια.
Ο
Μεταξάς λοιπόν, με μεσολάβηση του Βασιλιά συμπλήρωσε τις σπουδές του φεύγοντας
το 1898 στη Γερμανία, στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου, από την οποία και
αποφοίτησε, το 1902. Η συμμετοχή του, από επιτελικές πάντα θέσεις, στους
βαλκανικούς πολέμους δεν τον εμπόδισε να είναι από τους πρωτεργάτες του Εθνικού
Διχασμού του 1915. Ο ίδιος, φρόντισε να αποστρατευτεί το 1920 με τον βαθμό του
υποστράτηγου, ώστε να μην έχει καμία συμμετοχή στην, δυστυχώς ατυχή, εθνική
προσπάθεια των αμέσως επομένων ετών.
Ο
άνθρωπος αυτός, που η βασίλισσα Σοφία τον αποκαλούσε χαϊδευτικά «Γιαννάκη» αλλά
ο ίδιος αρεσκόταν να ονοματίζει τον εαυτό του «ο κυβερνήτης», «ο πρώτος
αγρότης» κλπ, περιδιάβαινε συστηματικά τους διαδρόμους του παλατιού και τα
πριγκιπικά ‘επιτελεία’. Όπως ο Ελληνικός θρόνος αλλαξοπίστησε και από φανατικά
Γερμανόφιλος (1922) έγινε αναφανδόν Αγγλόφιλος (1935) έτσι αλλαξοπίστησε και ο
Μεταξάς και από γερμανοστραφής φιλοφασίζων κατέληξε ένθερμος και αμετακίνητος
σύμμαχος των Άγγλων.
Σε
στιγμές αναλαμπής, αυτή η τόσο μέτρια και αυταρχική προσωπικότητα είχε
αντιληφθεί ίσως πως η ορθή στάση της
Ελλάδας ως προς τον Β’ πόλεμο ήταν η ουδετερότητα. Δυστυχώς όμως, η ανικανότητά
του και οι δεσμεύσεις του, το αυλικό παρασκήνιο και ο συσχετισμός δυνάμεων της
εποχής, δεν επέτρεψαν να τηρηθεί πολιτικά επεξεργασμένη και σχεδιασμένη
ουδέτερη στάση ώστε να αποφύγει έτσι η Ελλάδα τις τεράστιες καταστροφές που την
βρήκαν κατά την διάρκεια της εμπλοκής της στον πόλεμο.
Η
Ελλάδα από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’30 και μετέπειτα συνθλίβονταν από
τις οικονομικές και πολιτικές πιέσεις των Γερμανών και των Άγγλων διότι και οι
δύο αυτοί υπολόγιζαν την εξαιρετικά χρήσιμη Ελληνική γεωπολιτική θέση.
Οι
οικονομικές δοσοληψίες μεταξύ Ελλάδας και ναζιστικής Γερμανίας από το 1933 έως
το 1939 εκτείνονταν από το εμπόριο και το λαθρεμπόριο (προς Ισπανία μέσω της
ΕΕΠΚ-ΠΥΡΚΑΛ του Μποδοσάκη) Γερμανικών όπλων, μέχρι την προμήθεια άνω του 60%
του μηχανολογικού εξοπλισμού και του 50% των γαιανθράκων που εισήγαγε η Ελλάδα.
Το 1938 η Γερμανία απορροφούσε το 40% των Ελληνικών εξαγωγών.
Οι
Ελληνο-Αγγλικές σχέσεις είχαν επίσης εκτεταμένο οικονομικό υπόβαθρο, αφού το
1936 η Τράπεζα της Ελλάδας επανασύνδεσε την δραχμή με την χρυσή Αγγλική λίρα
και Άγγλοι ομολογιούχοι κατείχαν περίπου το 70% των Ελληνικών κρατικών
ομολόγων. Οι σχέσεις όμως αυτές επεκτάθηκαν γρήγορα με την υποστήριξη του
παλατιού και την απόλυτη σύμπνοια του Μεταξά στο στρατιωτικό, διπλωματικό και
πολιτικό επίπεδο. Όπως είναι φυσικό, ο Μεταξάς ως προστατευόμενος του αγγλόφιλου βασιλιά
Γεωργίου Β’ δεν ήταν δυνατόν να μην συμφωνεί με την τυφλά αγγλόφιλη πολιτική
του προστάτη του… Έχει σημασία να αντιληφθεί κανείς πως ο Γεώργιος στην ουσία
χρωστούσε τον θρόνο του στους Άγγλους και ο Μεταξάς την θέση και την καριέρα
του συνολικά στο παλάτι.
Όταν
λοιπόν ήρθε η ώρα, η ζυγαριά έκλινε προς τους Άγγλους και η χώρα ανέλαβε έναν
καταστροφικό για την ίδια ρόλο στον Β’ πόλεμο, στο πλευρό των Άγγλων που
λειτούργησαν ως αρπακτικοί πάτρωνες της Ελλάδας για να αντικατασταθούν στο
τέλος του πολέμου από τους Αμερικανούς.
Μια
πολιτικά καλά σχεδιασμένη ουδετερότητα, άρα και διάσωση της χώρας με αποφυγή
εμπλοκής της σε έναν πόλεμο από τον οποίο μόνο να χάσει είχε, αποδείχτηκε πολύ
δύσκολος στόχος για τους ανθρώπους που ήταν τότε στα πράγματα και που τους
χαρακτήριζε πολιτική τυφλότητα και χωρίς όρια αυταρχισμός. Ακόμα και στο
στρατιωτικό επίπεδο οι άνθρωποι αυτοί φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων αφού ξόδεψαν
χωρίς κανένα λόγο (στην πολιτική μόνο το αποτέλεσμα μετράει), ανθρώπινες ζωές
και πολύτιμους πόρους. . Κι ένας πρωτοετής της σχολής Ευελπίδων θα μπορούσε να
αντιληφθεί πως οι Ελληνικές δυνάμεις δεν ήταν δυνατόν ούτε καν να συγκριθούν με
τις δυνάμεις του άξονα. Η δήθεν βοήθεια από τις πενήντα επτά χιλιάδες
στρατιώτες του «Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος» δεν ήταν παρά ένα προπαγανδιστικό
προπέτασμα καπνού που λειτούργησε κυρίως ως σηματοδότηση της καταστροφής
οποιασδήποτε πιθανότητας για -έστω και την τελευταία στιγμή- ουδέτερη στάση της
Ελλάδας.
Και
για να μην ταλαιπωρούμαστε εβδομήντα χρόνια μετά από ύποπτους μύθους, ας έχουμε
στο μυαλό μας πως τα περίφημα «απόρθητα» έργα άμυνας του Μεταξά -κάποιοι
πλούτισαν σίγουρα απ’ αυτά- ούτε καθυστέρησαν κανένα, ούτε έπαιξαν οποιονδήποτε
ρόλο στον πόλεμο ο οποίος όσον αφορά στην Ελλάδα δεν ήταν παρά μια
προαναγγελθείσα ήττα. Οι Γερμανοί αστραπιαία κατέλαβαν την χώρα, φτάνοντας στην
Θεσσαλονίκη σε δύο ημέρες και στην Αθήνα σε τέσσερεις
Στην
πραγματικότητα λοιπόν, δεν υπήρξε κανένας ηρωισμός της πολιτικής ηγεσίας, δεν
ειπώθηκε κανένα όχι. Ειπώθηκε απλώς ένα μεγάλο ναι στους Άγγλους που έμπλεξε
την Ελλάδα σε έναν άνισο και αδιέξοδο για την χώρα πόλεμο που είχε ως θλιβερή
κορωνίδα του έναν από τους πλέον μακρόχρονους και καταστροφικούς εμφύλιους σε
Ευρωπαϊκό έδαφος. Εμφύλιος που γιγαντώθηκε από την εγχώρια – εκατέρωθεν –
ιδιοτέλεια, πολιτική αδιαλλαξία και ανωριμότητα αλλά και από την απάνθρωπη και
ύπουλη πολιτική των «συμμάχων». Δεν πρέπει να ξεχαστεί πως ο πρώτες βόμβες napalm, πριν ακόμη και από το Βιετ Ναμ, έπεσαν πάνω στα Ελληνικά βουνά. (*)
Το
όχι, το είπε μόνον ο απλός Έλληνας πολίτης οδηγούμενος από ειλικρίνεια, από την
ίδια την ανεπεξέργαστη αλλά τίμια αίσθηση του δικαίου και από άδολο εθνικό
αίσθημα, στον αντίποδα του εθνικισμού. Ο Έλληνας πολίτης προσπάθησε να
προστατεύσει με τεράστιες απώλειες και με πολύ αθώο αίμα τα σύνορα της χώρας
του. Ή
απλώς, έτσι νόμιζε ο άμοιρος …
(*)
Ο τραγικός ψίθυρος ‘όλοι κάρβουνο’ του λαβωμένου αγωνιστή, στην τελευταία
σεκάνς της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή Βαθιά» είναι ευθεία αναφορά σε
αυτό το γεγονός.