Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μαλάκας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μαλάκας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Χρειαζόμαστε μια «Βίβλο Διασωθέντων της Διάσωσης». Του Θανάση Βασιλείου (από το Insider)

image_t6_france_rev
Λίγα, πολύ λίγα, χρόνια πριν τη Γαλλική Επανάσταση, ήταν γνωστό σε όλους γύρω από την αυλή ότι υπήρχαν όλο και περισσότερα ζητήματα στη χώρα. Όπως, όμως, φαίνεται από τις πολιτικές ενέργειες του βασιλιά και των ηγετικών στελεχών της αυλής κατά τα έτη που προηγήθηκαν της Περιόδου της Τρομοκρατίας, έγινε μια προσπάθεια να συνεχίσουν τη ζωή τους προσποιούμενοι ή πιστεύοντας πως όλα ήταν εντάξει.
Είχαν μια γενική ιδέα για τα ταραγμένα αισθήματα των ανθρώπων ― αλλά το μόνο που δεν είχαν συνειδητοποιήσει ήταν το πόσο επικίνδυνο έμελλε να είναι αυτό που επρόκειτο να εξελιχθεί. Συνέχιζαν να ρητορεύουν σε κλειστά και ασφαλή ακροατήρια ―όπως ο κ. Βενιζέλος, σήμερα― δίχως να τους αγγίζουν όσοι «ανοήταιναν» ή «ασχημονούσαν».
  Όταν ο Τυργκώ, ο υπουργός των οικονομικών, το 1776, προσπάθησε να εφαρμόσει μερικές μεταρρυθμίσεις, δηλαδή, να φορολογήσει τους προνομιούχους,  τους βρήκε συγκεντρωμένους έξω από τη Βουλή του Παρισιού να διατυπώνουν ξεκάθαρα την αντίθεσή τους με τα παρακάτω λόγια: «Ο πρώτος κανόνας δικαίου είναι ο καθένας να διατηρεί αυτό που του ανήκει… Από αυτό έπεται, ότι κάθε σύστημα που, με μια επίφαση ανθρωπισμού και ευεργεσίας, τείνει να καθιερώσει μια ισότητα καθηκόντων και να καταργήσει τις αναγκαίες διακρίσεις, θα οδηγήσει πολύ σύντομα σε αταξία ― αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ισότητας― και θα συντελέσει στην ανατροπή της κοινωνίας. Η γαλλική μοναρχία, από το ίδιο το σύνταγμά της, αποτελείται από διάφορες ξεχωριστές τάξεις. Η ιδιαίτερη υπηρεσία του κλήρου είναι να εκπληρώνει όλες τις λειτουργίες που έχουν σχέση με την παιδεία και τη λατρεία. Οι ευγενείς δίνουν το αίμα τους πολεμώντας για το κράτος και βοηθούν τους άρχοντες με τις συμβουλές τους. Η κατώτατη τάξη του έθνους, που δεν μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες στον βασιλιά, συνεισφέρει με τους φόρους της, τη δουλειά της και τη σωματική υπηρεσία. Καταστρέφοντας αυτές τις διακρίσεις είναι σα να ανατρέπουμε ολόκληρο το γαλλικό σύνταγμα». Και είχαν κάθε λόγο να το λένε! 
Αναλογίες με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα της κρίσης πολλές: και στα πραγματικά και στα συμβολικά συμφραζόμενα. Του κ. Βενιζέλου, λόγου χάρη, που ταυτίσει τη δική του προσωπική διάσωση με τη … διάσωση της χώρας. Που πιστεύει και το λέει (αντιγράφω) «ότι… μπορείς να είσαι υπεύθυνος έναντι της χώρας και να μετέχεις στην κυβέρνηση και να είσαι κεντροαριστερός … και ότι το κίνητρό του είναι βαθιά ιστορικό». Και το ακροατήριό του τον χειροκροτεί, όταν φτάνει στην παραληρηματική αποκορύφωση του «εκτσογλανισμού της κοινωνίας». Αυτή είναι η ύβρις· αυτά είναι τα ξόανα του ελληνικού πολιτικού και αναπτυξιακού προτύπου που, με τα στερεότυπα, τις ιδεοληψίες και την επαγγελία της «εκθεμελίωσης της κοινωνικής τάξης, ή της ευρωπαϊκής τάξης, εάν δεν είμαστε εμείς στην εξουσία», λειτουργούν βραχυπρόθεσμα, χωρίς καμία έγνοια για το συλλογικό αγαθό, δίχως μέριμνα για το μέλλον της χώρας ― δίχως μέριμνα για τους ανθρώπους. 
Τον 18ο αιώνα η κυβέρνηση της Γαλλίας ξόδευε το δημόσιο χρήμα ασυλλόγιστα, με σπάταλο και διεφθαρμένο τρόπο, χωρίς σύστημα. Ή, καλύτερα, ξόδευε με μία σπουδή. Να-διασώσει-τα-δικά-της-παιδιά. Ήταν ένας ολόκληρος κόσμος πρωταρχικής σημασίας για την αυλή ― περίπου το δικό μας Μαξίμου, ένα πράγμα ― ένα είδος πελατών και υποστηρικτών της εξουσίας τα συμφέροντα των οποίων είχαν συγχωνευτεί με τα συμφέροντα του βασιλιά που ήταν και ο τελικός πάροχος των διασώσεων, δηλαδή, ολόκληρου του κράτους.
Το 1790, δημοσιεύθηκε η περίφημη Rouge Livre, η Κόκκινη Βίβλος η οποία περιείχε τα ονόματα όλων όσων ζούσαν από κρατικές χορηγίες, κρατικά φιλοδωρήματα, βασιλικές συντάξεις και λοιπές αργομισθίες. Οι οποίοι, μάλιστα, απέκλειαν από τα ανώτερα αξιώματα και τις προσοδοφόρες θέσεις όλους όσους είχαν κατώτερη προέλευση, δηλαδή τους μη ευγενείς ― όπως, ακριβώς, θα λέγαμε σήμερα, απέκλειαν τους μη-κομματικούς, τους μη-αυλικούς. 
Θα είχε ίσως ενδιαφέρον να βλέπαμε μια αντίστοιχη Rouge Livre, μια ―ας την ονομάζαμε ― «Βίβλο Διασωθέντων της διάσωσης» με τα ονόματα και τις ιδιότητες των σύγχρονων Ducrest. Για την ιστορία, ο Ducrest ήταν ένας κουρέας (κάτι σαν τους δικούς μας «κηπουρούς» του Γιωργάκη Παπανδρέου),  που έπαιρνε επίδομα 1.700 λίρες το χρόνο, επειδή ήτανε κομμωτής της κόρης του κόμη του Αρτουά. Το ότι η κόρη αυτή είχε πεθάνει τόσο μικρή που δεν πρόλαβε να βγάλει μαλλιά για να χτενίζει, δεν είχε καμία σημασία. Ο Ducrest εισέπραττε κανονικά τη σύνταξή του.
Όλοι όσοι ζούσαν από εισοδήματα και αργομισθίες, εμφανίζονταν εξαιρετικά απαιτητικοί. Σαν τον Τομπούλογλου ένα πράγμα, με την περίφημη ατάκα του: «Δεν είμαι εγώ ο μ... να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία… Τόσα λεφτά κυκλοφορούν για εμάς δεν έχει; Τώρα θα κάνουμε “χρυσές δουλειές”. Θα σου βγάλω και εσένα ένα ποσό». 
Αλήθεια, πόσοι Τομπούλογλου υπάρχουν; Οι Παπουτσήδες, οι Μπιρμπίλη, Δαμανάκη κ.ά. που έχουν διασωθεί για τις κορυφαίες υπηρεσίες στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία είναι η κορυφή του παγόβουνου. Υπάρχουν μια σειρά Τομπούλογλοι, που νιώθουν αδικημένοι· που ακόμα κι όταν δεν κλέβουν, νιώθουν μ…  που δεν το κάνουν. Ας μη μιλήσουμε για Κουλούρηδες και Μιχαλολιάπηδες. Ποιοι τους προέκριναν; Ποιοι τους διόρισαν; Και με ποια προσόντα; Και όλοι αυτοί είναι αναπόφευκτο υποπροϊόν του συστήματος διάσωσης;
Για την περίοδο που μιλάμε, στους Στοχασμούς για την Επανάσταση στη Γαλλία, ο Έντμουντ Μπερκ, ένας υπερασπιστής του Παλαιού Καθεστώτος και χορηγούμενος από τον βασιλιά, εμπνευσμένος από τη χομπσιανή διαύγεια γύρω από τα ζητήματα του Λεβιάθαν, έγραφε πως «τα πάντα μοιάζουν αφύσικα σε αυτό το περίεργο χάος ελαφρότητας και θηριωδίας, σε αυτόν τον κυκεώνα κάθε είδους εγκλήματος και κάθε είδους τρέλας. Το θέαμα αυτής της τερατωδίας και του τραγέλαφου, δεν μπορεί να προκαλεί παρά τα πιο αντίθετα πάθη που, ενίοτε αναμειγνύονται στο μυαλό μας· η περιφρόνηση εναλλάσσεται με την αγανάκτηση, τα γέλια με τα δάκρυα, η απέχθεια με τον τρόμο».
Λόγια αντεστραμμένα; Ίσως. Στοχασμοί ασυσχέτιστοι με τα όσα συμβαίνουν; Ενδεχομένως.  Για την εγχώρια φιλοσοφία και πρακτική της «διάσωσης», πάντως, κρατάω το «περίεργο χάος ελαφρότητας και θηριωδίας… το θέαμα της τερατωδίας και του τραγέλαφου». Για το Μέγαρο Μαξίμου, φαίνεται πως είναι αναπόφευκτο. Οι υπουργοί θέλουν να «διατηρούν αυτό που του ανήκει».  Όσο λίγο εκτίμησαν τους κινδύνους «διάσωσης της χώρας», τόσο λίγο εκτιμούν τους κινδύνους της επιχείρησης «διασώζω τα δικά μας παιδιά».