Δεν εννοώ τα επεισόδια αυτά καθαυτά, τα σπασίματα, τις κινητοποιήσεις των μαθητών, την ερμηνεία των γεγονότων, την ριζοσπαστικοποίηση η την μη ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου, την εμφάνιση του πρεκαριάτου κλπ.
Εννοώ τις αντιδράσεις του πολιτικού συστήματος, και όχι μόνον κάποιων κομμάτων, απέναντι στα γεγονότα και κυρίως απέναντι σε έναν επίσημο κοινοβουλευτικό οργανισμό, τον ΣΥΡΙΖΑ.
Τι είναι αυτές οι επιθέσεις νομιμοφροσύνης; Αυτές οι εκκλήσεις πολιτικού καθωσπρεπισμού; Αυτές οι καταδίκες της βίας; Τι είναι αυτή η μέριμνα για την σωστή απόσταση που πρέπει να τηρηθεί και από τις υπερβολές της αστυνομίας αλλά και από τους «βανδαλισμούς» που υπέστησαν τα τοτέμ του καπιταλισμού (Τράπεζες, μαγαζιά, εμπορικό κέντρο της Αθήνας, τουριστική κίνηση, το χριστουγεννιάτικο δέντρο κλπ). Τι να σημαίνει άραγε αυτή η επανεγγραφή του ΚΚΕ στον σκληρό πυρήνα του κοινοβουλευτισμού; Αυτή η ξαφνική συμπάθεια του πολιτικού συστήματος για τις κινητοποιήσεις και τις διαδηλώσεις του ΠΑΜΕ;
Πιστεύω πως για πρώτη φορά μετά από την Μεταπολίτευση, ο χώρος της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς βρίσκεται στο στόχαστρο του πολιτικού και ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους που φέρει τον τίτλο «Κοινοβουλευτική Δημοκρατία». Εκεί που είχαμε συνηθίσει να είμαστε τα «καλά παιδιά» της αριστεράς, ο «χαμογελαστός κομμουνισμός», ο «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο», η «σύγχρονη και υπεύθυνη μεταρρυθμιστική δύναμη», οι «Ευρωπαϊστές», γίναμε τα μαύρα πρόβατα του κοινοβουλευτισμού, οι λαϊκιστές που χαϊδεύουμε τα αυτιά των «ταραξιών», οι καιροσκόποι, οι ψηφοθήρες, οι ανεύθυνοι που εκλέξαμε ένα «παιδαρέλι» για πρόεδρο της μεγαλύτερης συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ, οι υποκριτές που μιλάμε για τον νεοφιλελευθερισμό την στιγμή που ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής μας ομάδας έχει τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από κάθε άλλον βουλευτή, οι τεμπέληδες – γόνοι αστικών οικογενειών που το «παίζουμε» επαναστάτες, οι ψευτοοικολόγοι που παίρνουμε τις δουλειές των εργατών του Βωβού κλπ.
Η αρχή έγινε με τις δημοσκοπήσεις της προηγούμενης περιόδου, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ εμφάνισε ποσοστά της τάξεως του 20%. Όμως δεν φόβισε το ύψος του ποσοστού μόνο, αλλά ο συνδυασμός του ποσοστού με την κινηματική - πολιτική γλώσσα του ΣΥΡΙΖΑ και την κρισιακή κατάσταση των δυο αστικών κομμάτων. Αυτό το μείγμα κοινωνικής δυναμικής, αριστερού - κινηματικού λόγου (έστω και χωρίς πρόγραμμα – άλλωστε ποιο κόμμα έχει πρόγραμμα) και απαξίωσης των κυρίαρχων ιδεολογημάτων, οδήγησε το πολιτικό σύστημα και το μεταπολιτευτικό κοινοβουλευτικό καθεστώς να πει «….σας χρειαζόμαστε για να αλλάξετε την κυβέρνηση και όχι για να αλλάξετε την Κοινωνία…..».
Η συνέχεια εκτυλίσσεται στις μέρες μας, στην εποχή των Χριστουγέννων της Κατήφειας, της οικονομικής κρίσης και των «θανάτων» στις τάξεις των «εμποράκων». Και ενώ ο επίσημος κόσμος των κοινωνικών εταίρων δεν επιθυμεί τις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, αναγκάζεται να υποστηρίξει τις Περιφρουρημένες Παρελάσεις του ΠΑΜΕ, και τις Περιφορές Επιταφίων του ΚΚΕ.
Έτσι, η «Κοινοβουλευτική Δημοκρατία» θεμελίωσε έναν διπλό προσδιορισμό α) τα όρια του μεταρρυθμισμού είναι η ομαλή αλλαγή της κυβέρνησης χωρίς την παραμικρή αναφορά στον κοινωνικό ανταγωνισμό και β) το πρότυπο του κινήματος είναι οι καρικατούρες του ΚΚΕ.
Απέναντι σε αυτήν την νέα πραγματικότητα, όπου φαινομενικά διαλύεται το κράτος αλλά ουσιαστικά ισχυροποιείται η ιδεολογική λειτουργία του (την ώρα που το κράτος σαν κατασταλτικός μηχανισμός, πιθανά, έχει πραγματικό πρόβλημα νομιμοποίησης) πως πρέπει να αντιδράσουμε;
Θεωρώ πως πρέπει να αποκτήσουμε ένα τριπλό σχήμα πολιτικής επικοινωνίας με τις μάζες.
1. Δεν αρκεί η «συνομιλία» με τον κόσμο, δεν αρκεί το να «αφουγκραστούμε» τα προβλήματα του, δεν επαρκεί η καταγγελία του νεοφιλελευθερισμού. Χρειάζεται να κάνουμε πολιτική μαζί με τον κόσμο, με άμεσο τρόπο. Οι συνομιλίες με τα δεκαπενταμελή συμβούλια και μάλιστα εντός των αιθουσών του κοινοβουλίου ήταν μια τέτοια πολιτική, η συλλογική υπογραφών από φίλους του Παναθηναϊκού ήταν, επίσης, μια τέτοια πολιτική. Χρειάζονται όμως και άλλες τέτοιες κινήσεις. Χρειάζεται η πολιτική μαζί με τον κόσμο των εμποροϋπάλληλων που υποφέρουν από τα συνεχή ωράρια, χρειάζεται η πολιτική μαζί με τους καταληψίες της ΓΣΕΕ, χρειάζεται η πολιτική μαζί με όλα τα πρωτοβάθμια σωματεία του πρεκαριάτου (κούριερ, μεταφορείς, σερβιτόροι κλπ), χρειάζεται η πολιτική μαζί με τους εργαζόμενους του κατασκευαστικού τομέα, χρειάζεται η πολιτική μαζί με τους σπουδαστές των ΚΕΣ.
2. Απαιτείται, όμως, και ένας πολιτικός λόγος που βάλει προς τον πολιτικό ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους. Και αυτό πολιτική για τις μάζες είναι γιατί οι μάζες «εγγράφονται» στους ιδεολογικούς μηχανισμούς. Χρειάζεται να υποστηρίξουμε αυτό που κατακτήσαμε από την εποχή του Κοινωνικού Φόρουμ. Τις ανοικτές διαδηλώσεις, την ετοιμότητα του κινήματος να δεχτεί το ξαφνικό κατέβασμα στους δρόμους. Δεν είμαι τόσο υποστηριχτής του αυθόρμητου, είμαι όμως αποδέκτης του αναπάντεχου.
3. Απαιτείται μια ιδεολογική επερώτηση – ξεμπρόστιασμα προς τον «κοινοβουλευτισμό» για το ποια είναι τα όρια του. Αυτό που ζούμε δεν πρόκειται απλά περί ανάκαμψης του δικομματισμού. Πρόκειται περί ασφυκτικού στενέματος των ορίων του πολιτικού παιχνιδιού. Ε ναι κύριοι και κυρίες, θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία, πρωτίστως!
Τελειώνοντας, η παραπάνω τριπλή αναφορά στις μάζες θα πρέπει να συμπληρωθεί από μια θεσμική πρόταση. Μια θεσμική πρόταση που θα θίξει όμως την αντιφατικότητα της αστικής πολιτικής. Επειδή πλησιάζουν και οι Ευρωεκλογές, και οι ευρωπαίοι ηγέτες αναδιπλώνονται στον εθνικό τους σχηματισμό, εξαγγέλλοντας εθνικά προγράμματα αναθέρμανσης της οικονομίας, ένεκα της κρίσης, είναι ο καιρός να βγούμε επιθετικά. Ναι κύριοι και κυρίες, για να αντιμετωπίσουμε την κρίση πρέπει να ενοποιήσουμε πολιτικά την Ευρώπη. Όχι στη βάση του ευρωσυντάγματος, ούτε στη βάση της συμφωνίας της Λισσαβόνας. Η Ευρώπη πρέπει να ενοποιηθεί πολιτικά στη βάση των αναγκών των εργαζόμενων τάξεων. Τα κέρδη δεν προσφέρουν έδαφος για την πολιτική ενοποίηση. Να βγούμε να το πούμε ανοικτά στο κόσμο. Δεν θα πρέπει να περιμένουμε την δημιουργία του «ευρωπαϊκού λαού».
Οι ανάγκες υπάρχουν πριν τον «λαό».