Το κοινωνικό ζήτημα, η αίσθηση αδικίας σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού, η διευρυμένη άποψη ότι οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούν να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις που αφορούν την καθημερινότητά τους θα είναι όλα μαζί μας για πολύ καιρό ακόμα.
Αυτές τις προκλήσεις η Ε.Ε. δεν έχει ούτε τη θεσμική ικανότητα, αλλά ούτε και τους κοινωνικούς συσχετισμούς ώστε να τις αντιμετωπίσει.
Εχουμε μια ευρωζώνη όπου οι βόρειες χώρες απαιτούν διαφορετική νομισματική πολιτική από αυτήν που θα επιθυμούσαν οι νότιες, κάτι αδύνατο σε μια νομισματική ένωση.
Εχουμε μια ΕΚΤ που αδυνατεί να παίξει τον ρόλο, αναλαμβάνοντας και το ανάλογο ρίσκο, που παίζουν οι κεντρικές τράπεζες αλλού. Ο «ομοσπονδιακός» προϋπολογισμός της Ε.Ε. δεν μπορεί να επηρεάσει θετικά ούτε τη μακροοικονομική σταθερότητα ούτε την πραγματική οικονομική σύγκλιση των κρατών-μελών. Και αυτά είναι κάποια μόνο από τα πιο κραυγαλέα θεσμικά ελλείμματα.
Συγχρόνως ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων αδυνατεί να δώσει πειστικές απαντήσεις στις προκλήσεις που ανέφερα πιο πάνω. Η Σοσιαλδημοκρατία, εκεί που υπάρχει βέβαια, μετά από χρόνια «μπλεροποίησης», χάνει έδαφος σχεδόν παντού και δεν μπορεί να κάνει «αριστερή στροφή», τουλάχιστον ενοποιημένα.
Η Αριστερά έχει τα πάνω και τα κάτω της, αλλά πιο πολύ, αν είμαστε ειλικρινείς, τα κάτω. Ο πειρασμός της εθνικής αναδίπλωσης είναι υπαρκτός, και όχι πάντα αδικαιολόγητα, χωρίς ωστόσο να μπορεί να δώσει, όχι εγγυήσεις βεβαίως, αλλά κάποια εχέγγυα, έστω, ότι δεν θα γινόταν κάτω από την ηγεμονία της εθνικιστικής Δεξιάς.
Μπορούν σε αυτό το πλαίσιο να υπάρχουν και καλά νέα; Παραδόξως, ναι. Δεν προκύπτει από πουθενά η ύπαρξη μιας νέας δεξιάς ηγεμονικής πρότασης που θα μπορούσε να ενσωματώσει σημαντικά τμήματα των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων.
Αυτό που έχουμε είναι πολιτικές νίκες από κόμματα, ή μεμονωμένους ηγέτες, που η πρότασή τους δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη και συνεκτική προσέγγιση.
Είναι σαν να κάνουν μια βόλτα στο σουπερμάρκετ της πολιτικής και να διαλέγουν από τα ράφια κατά το δοκούν προτάσεις που θα αρέσουν στο κόσμο: επενδύσεις σε υποδομές μαζί με περικοπές φόρων για τους πλούσιους, ανακοπή της μεταναστευτικής ροής και εθνική βιομηχανική πολιτική, μέτρα για την ανισότητα σε συνδυασμό με φιλελευθεροποίηση των αγορών, που (όπως είχε παρατηρήσει καυστικά ο Μαρξ για την πολιτική του αυτοκράτορα Λουδοβίκου Ναπολέοντα Βοναπάρτη) προκαλούν αυτές τις ανισότητες, και πολλούς άλλους αντιφατικούς συνδυασμούς.
Η έλλειψη ηγεμονικού σχεδίου μπορεί να παρατείνει την κρίση, αλλά μπορεί και να δώσει ευκαιρίες στην Αριστερά. Σε αυτές τις περιπτώσεις μεγάλη σημασία έχει αν βλέπει κανείς το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο. Στο Εurogroup και στο Εcofin, που συμμετέχω, υπάρχει μια πολύ μεγάλη αλλαγή στη θεματολογία των συζητήσεων το τελευταίο έτος.
Οτι η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. πρέπει να αλλάξει πια, αποτελεί κοινό τόπο. Οταν θέτω το ζήτημα ενσωμάτωσης κοινωνικών στόχων στους κανόνες της Ε.Ε. (π.χ. δείκτες ανισότητας, κοινωνικού αποκλεισμού ή φτώχειας), οι οποίοι πρέπει να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα όπως οι δημοσιονομικοί στόχοι, δεν με κοιτάνε πια παράξενα, αλλά αντιθέτως βρίσκω και μερική υποστήριξη.
Σε αυτό το πλαίσιο πώς αντιμετωπίζουμε τις προτάσεις για ευρωομόλογα ή μια πιο συγκεντρωμένη πολιτική επενδύσεων στο ευρωπαϊκό επίπεδο; Μισοάδειο: εδώ έχουμε να κάνουμε με μια συναίνεση όπου η μακροοικονομική ευελιξία θα ανταλλαχθεί με ακόμα πιο νεοφιλελεύθερες πολιτικές στο μικροοικονομικό επίπεδο (άνοιγμα αγορών, επαγγελμάτων κ.λπ.). Μισογεμάτο: η στροφή σε ευρωόμολογα, σε ευρωπαϊκές επενδυτικές πολιτικές και παρόμοιες παρεμβάσεις διευρύνουν την ατζέντα.
Και μπορεί εν δυνάμει να διευρυνθεί περαιτέρω, ακριβώς επειδή η ηγεμονική απάντηση στην κρίση αναζητείται και δεν έχει βρεθεί. Με λίγα λόγια, η υπό διαμόρφωση νέα συναίνεση μπορεί και αυτή να μην αποτελέσει έναν τερματικό σταθμό ισορροπίας.
Μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για πιο ριζοσπαστικές λύσεις. Και γι’ αυτό και αυτή η μεσοβέζικη λύση θα πολεμηθεί λυσσαλέα από πολλές δεξιές, αλλά και κεντρώες, δυνάμεις. Οχι για το τι είναι, αλλά για το τι αφήνει ανοιχτό για το μέλλον.
Η δική μας Αριστερά δεν τα παράτησε το καλοκαίρι του 2015 γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Οχι μόνο γιατί δεν μπορούσαμε να αφήσουμε τα λαϊκά στρώματα στο έλεος των δεξιών δυνάμεων. Αλλά επειδή θέλαμε να επηρεάσουμε τα πράγματα, και στη Ελλάδα και στην Ευρώπη. Αυτό είναι που διακυβεύεται στις μεγάλες κρίσεις.
Ποια έξοδος, με ποιο πρόγραμμα, με ποιο κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων. Διακυβεύεται επίσης το πόσο μπορείς να επηρεάσεις τη νέα Αριστερά που θα διαμορφωθεί μετά την κρίση, γιατί ποτέ δεν μένει -και δεν πρέπει να μείνει- ανεπηρέαστη από τις κοινωνικές διεργασίες που είναι στο κέντρο κάθε κρίσης.
Στη χειρότερη περίπτωση, θα έχουμε αφήσει κάποιο αποτύπωμα αριστερής διακυβέρνησης. Στην καλύτερη, θα είμαστε μέρος μιας νέας ηγεμονίας. Και όλα αυτά χωρίς εγγυήσεις.